Αρχική » Δ. Σολωμός: Το Γ’ σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων

Δ. Σολωμός: Το Γ’ σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 17, Δεκέμβριος 1998 – Ιανουάριος 1999

1

Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

2

Έργα και λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.»

Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν
Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.»

4

Από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,
…………………………………………………….
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλικάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
Κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!»

5.
Από την άπειρην ερμιά τα μάτια μαθημένα
Χαμογελάσαν κι’ άστραψαν, κι’ είπαν τα μαύρα χείλη:
«Παιδί, στην πόρτα χαίρεσαι με τη βοή που στέρνεις·
Μπροστά, λαγέ, στον κυνηγό, κατακαμπίς καπνίζεις·
Γλάρε, στρειδόφλουντσα ξερνάς, αφρό, σαλιγκοκαύκι.»
Και τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας,
Κατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
Σφίγγει στενά τη σπάθη του στο λαβωμένο στήθος,
Π’ αγρίκα μέσα την καρδιά μεγάλη και τη θλίψη.

6

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του.

8

Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.

12.
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
Μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Και γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ