Αρχική » Πρωτοβουλία πολιτών 1ης Μαρτίου

Πρωτοβουλία πολιτών 1ης Μαρτίου

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Ανδρεάδη, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999

Την 1η Μαρτίου 1999, ο λαός των Αθηνών αντέδρασε στον ηθικό και πολιτικό “κεραυνό” της παράδοσης του Οτσαλάν, πλημμυρίζοντας το Σύνταγμα και τους γύρω δρόμους, για να πάρει μέρος στην συναυλία-συλλαλητήριο που οργάνωσαν εκατόν πενήντα περίπου καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Είχε προηγηθεί η είσοδος πενήντα περίπου από αυτούς στο Κοινοβούλιο και η αντιπαράθεση με τον Α. Κακλαμάνη, οι γνωστοί χαρακτηρισμοί του Θ. Πάγκαλου και, ώρες μόλις πριν από την συναυλία, οι δηλώσεις Ντιλάν που έδειχναν κατ’ ευθείαν τον Κ. Σημίτη, οι παταγώδεις δηλώσεις Θεοδωράκη και η απόσυρση της συμμετοχής του και, τέλος, ένα μπαράζ επιθέσεων από παρακυβερνητικά κέντρα και αποσιώπησης από τα Μέσα, κάτι που συγκαλύφθηκε από τα, κατ’ ανάγκην, θριαμβολογικά πρωτοσέλιδα και δελτία της επομένης, 2 Μαρτίου.

Οι λίγες ώρες αγωνίας, αμφιβολιών, παλινωδιών, ως προοίμιο για την τελική απόφαση να γίνει παρ’ όλες τις δυσκολίες η συναυλία, ίσως να συνέβαλαν όσο και η επιτυχία της εκδήλωσης, στο να παγιωθεί σαν ένα σχήμα πολιτιστικής και πολιτικής παρέμβασης η Πρωτοβουλία πολιτών της 1ης Μαρτίου. Εκτοτε, η ομάδα αυτή κινητοποιήθηκε και πάλι προσπαθώντας να συμβάλει στον τερματισμό της επίθεσης του NATO εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, συγκαλώντας την ολονυκτία μπροστά στην Πρεσβεία, και την δεύτερη συναυλία-συλλαλητήριο όπου μετέσχε ο Μίκης, πρωτοστατώντας σε αντινατοϊκές εκδηλώσεις στην Κέρκυρα και πραγματοποιώντας ταξίδια συμπαράστασης στο Βελιγράδι, το δεύτερο μαζί με το Πάντειο και το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.

Οι γραμμές που ακολουθούν είναι μια αυστηρά προσωπική προσπάθεια να σκεφτώ τι κινητοποιεί τη δράση αυτή, κατά κύριο λόγο μάλιστα να το σκεφτώ προοπτικά. Κατ’ αρχήν εξηγούμαι για τον πρώτο ενικό. Αν ένας λόγος της διαδεδομένης απαξίωσης της πολιτικής είναι και η ξύλινη γλώσσα της και είναι σαφώς έτσι, ένα βασικό ψέμα, μια ασκήμια της γλώσσας αυτής, είναι ότι περνά αδικαιολόγητα και αδίστακτα από το συγκαλυμμένο και άρα ανεύθυνο εγώ σ’ ένα πλαστό, ή αν προτιμάτε τραβεστί, εμείς. Η σκέψη, ακόμη και αυτή που φιλοδοξεί ν’ αγγίξει τις σφαίρες της θεωρίας, είναι πάντα προσωπική και, όσο κι αν αυτό μοιάζει τυπικά παράδοξο, μόνον έτσι μπορεί να φτάσει, αν φτάσει, στο τέλος, όμως, και όχι στην αρχή της διαδρομής σε μια πιο αυθεντική και ανθεκτική συλλογικότητα που υπάρχει στα πρώτα βήματα μόνον ως δυνάμει.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτού του προσωπικού σημειώματος, το δυνάμει αυτό υπάρχει ως κατάφαση και αίσθημα συντροφικότητας για όλους όσους, επώνυμους και ανώνυμους, μοιραστήκαμε το ρίσκο αυτής της Πρωτοβουλίας, για τους γνωστούς και άγνωστούς μου πολίτες που ανταποκρίθηκαν ή μας παρέσυραν στην δυναμική της δικής τους δράσης και ακόμη στα άτομα, τις ομάδες, τους λαούς που, αντιστέκονται στην μεθοδευμένη και εκλογικευμένη παράνοια αυτού του πολέμου.

Αυτά στα οποία θα ήθελα να αναφερθώ στη συνέχεια, με τηλεγραφικό τρόπο, είναι τέσσερα θέματα. Να εξηγήσω, πρώτα, ότι η αναφορά μου σε μια εκλογικευμένη μεθοδική και άκρως επικίνδυνη επιθετική παράνοια του NATO, συνιστά λιγότερο ρητορικό σχήμα και περισσότερο μια πολιτικού

χαρακτήρα διαπίστωση σχετικά με τις Διεθνείς Σχέσεις και τον Πολιτισμό, που έχουν οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου και θανάσιμα επικίνδυνη κρίση. Δεύτερον, ότι η πολιτιστική παράμετρος της κρίσης αυτής επωαζόταν τουλάχιστον επί δεκαετίες. Αλλά, πράγματι, μας υποχρεώνει σήμερα σε ριζικό αναστοχασμό των θεμελιωδών αξιών και συμπεριφορών στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο και συνεπώς σε μια πολιτιστική δράση για την αποτροπή άμεσων κινδύνων, όχι απλώς για το πνεύμα, αλλά πολύ αμεσότερα για τη ζωή στο σύνολο της. Τρίτον, ότι οι διάφορες πολιτικές εξελίξεις από το Κουρδικό ως και τον σημερινό πόλεμο στη Σερβία, όχι μόνον δεν σταματούν εδώ, κάτι εξ άλλου που εξαγγέλθηκε προγραμματικά από το NATO, αλλά επιπλέον, όπως φρόντισε να μας υπενθυμίσει εκβιαστικά ο φλεγόμενος χάρτης Ελλάδος και Τουρκίας στο CNN, συνιστούν μια ορατή απειλή

εναντίον της χώρας μας. Τέταρτο, τέλος ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, όσοι πολίτες νιώθουν την ανάγκη να αντιδράσουν, και σαφώς τοποθετώ τα μέλη της Πρωτοβουλίας ανάμεσα τους, πρέπει να εφεύρουν εργαλεία σκέψης, δημιουργίας, και πολιτικής, που περιφρουρώντας την ιδιαιτερότητα και την πολυμορφία θα κατορθώσουν ταυτοχρόνως να συγκινήσουν και να λειτουργήσουν παραδειγματικά για ευρύτερες ομάδες, έτσι που να καταστούν αποτελεσματικά.

Η μεθοδευμένη παράνοια

Από διεθνή άποψη, όσα γίνονται σήμερα, πρέπει να μας κάνουν μάλλον να παραιτηθούμε από το είδος εκείνο των ερμηνευτικών σχημάτων που θέλουν κάθε νέα κίνηση των ΗΠΑ και της Ευρώπης να ανταποκρίνεται ταυτοχρόνως σ’ έναν αδήριτο νόμο εξέλιξης του καπιταλισμού, με αντικειμενική σχεδόν αξία, όπως, ας πούμε ο νόμος της βαρύτητας, και ταυτοχρόνως σ’ ένα μακρόπνοο και άριστα εφαρμοζόμενο σχέδιο. Τουλάχιστον, για τους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης που της προσδίδουν κάτι παραπάνω από

μια τεχνική έννοια, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία δείχνει, όχι ότι είναι, αλλά μάλλον, ότι δεν είναι μια αυτονόητη πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων. Μια (αμερικανοκεντρική ή δυτικοκεντρική) παγκοσμιοποίηση που χρειάζεται για την επιβολή της στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πλανητικό επίπεδο -ακούστηκαν ακόμη και μελλοντικές επιχειρήσεις στο Θιβέτ- είναι προφανώς κάτι λιγότερο από “νόμος της ιστορίας” (αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει).

Από την άλλη, μια ελάχιστη προσοχή στα γεγονότα δείχνει ότι οι εγκέφαλοι που κινούν αυτή την τερατώδη μηχανή θανάτου είναι απίστευτα προχειρολόγοι και εμφανίζουν μια αποσβολωτική ασυνέπεια ως προς τους σχεδιασμούς τους. Μπλεγμένοι, λόγω βεβαίως του ηγεμονισμού τους, στις συνέπειες της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, στην οποία είχαν πρωτοστατήσει οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί και το NATO, αυτοσχεδίασαν εγκληματικά. Από την αυταπάτη για ταχύτατη υποταγή του Μιλόσεβιτς, κατρακύλησαν σε τρεις μόνο εβδομάδες, από τα “πλήγματα κατά στρατιωτικών στόχων” στην ασύστολη σφαγή των αμάχων, Σέρβων, Κοσοβάρων, Αθίγγανων, κ.λπ., στις αλληλοαναιρούμενες ανακοινώσεις περί χερσαίων επιχειρήσεων και προοπτικών ειρήνευσης και, τέλος, στον βομβαρδισμό της κινέζικης πρεσβείας. Σε ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή από πλευράς Αμερικανών και Νατοϊκών, υπάρχει μια πολιτική τύφλωση και μια τεχνολογική υπεροψία που οδηγεί σε βάραθρο τον δράστη και τον κόσμο και που μόνο η αρχαία λέξη ύβρις μπορεί κάπως να αποδώσει. Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι κινούνται σ’ ένα αδιέξοδο δίπολο. Να επιμείνουν με μεγάλο πολιτικό κόστος μέχρι να λιώσουν την Γιουγκοσλαβία, περισώζοντας το γόητρο τους, είτε να αναγνωρίσουν ως συνομιλητή τον, οσοδήποτε ένοχο και φθαρμένο, Μιλόσεβιτς, υφιστάμενοι μια καίρια απώλεια γοήτρου. Στο μεταξύ, κάθε ιδέα για ένα σταθερό και αποδοτικό παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας, ιδέα που συνιστά πάγιο στόχο κάθε σοβαρής αμερικανικής σχεδίασης και που απαιτεί ένα αποφασιστικό βαθμό συναίνεσης δυνάμεων σαν την Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα, έχει υπονομευτεί για το ορατό μέλλον, και ο στρατηγικός εταίρος (ή ευνοούμενος υποτελής) των Αμερικανών, η Ευρώπη, καλείται πρώτη να πληρώσει τις συνέπειες.

Το πιο εντυπωσιακό, όσο κι αν εν τέλει μπορεί να ερμηνευθεί, είναι η ευρωπαϊκή και όχι η αμερικανική στάση. Η διάλυση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας στην δεκαετία του ’90, με αποκορύφωμα πρώτα τον πόλεμο στη Βοσνία και τώρα την νατοϊκή επιδρομή, σημαίνει την πολιτική συρρίκνωση της Ευρώπης στο Δυτικό τμήμα της και τον ενταφιασμό κάθε ιδέας για μια ρωμαλέα πολιτικά, οικονομικά, αμυντικά και πρωτίστως πολιτισμικά ήπειρο “από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια”. Και όμως: ο ευνουχισμός αυτός της Ευρώπης, που εκχωρεί το ανατολικό τμήμα της σε μια διάλυση με εκρηκτικές συνέπειες, οριστικοποιώντας την τομή Δύσης-Ανατολής που είχε τώρα, μετά την πτώση των μπλοκ, την ευκαιρία να αναιρέσει, έγινε με πρωτοβουλία των ίδιων των Ευρωπαίων, με προεξάρχουσα την ηγεμονεύουσα δύναμη, την Γερμανία.

Όποιες κι αν είναι οι ερμηνείες που πρωτοέρχονται στο νου, σταδιακή έκλειψη των σημαντικών ηγετών, βαθμιαία επιβολή μιας οπτικής όπου πρυτανεύουν ο στενά οικονομίστικος και τεχνοκρατικός παράγοντας, κυριαρχία μιας κατασκευασμένης εικόνας του κόσμου και άρα χειραγώγηση των ευρωπαϊκών μαζών (εδώ ο όρος κυριολεκτεί) δια των Μέσων, τα αγωνιώδη ερωτήματα που παραμένουν είναι πολύ ευρύτερα. Από τη μία πλευρά η Ενωμένη Ευρώπη, που ξεκίνησε ως περιορισμένη τεχνοοικονομική συνένωση, για να μετεξελιχθεί σε οικονομική ενοποίηση με πολιτικές φιλοδοξίες, αδυνατεί να ολοκληρωθεί ως έχει, πολιτικά, αμυντικά (εξ ου και παραδέχθηκε την στρατιωτική παρέμβαση του Ηγεμόνα) κατά κύριο όμως και πρωταρχικό λόγο πολιτισμικά. Ταυτοχρόνως όμως, το έλλειμμα αυτό ταυτότητας, δημοκρατίας και βούλησης της Ευρώπης αποδεικνύει τον αφελή (και αντιευρωπαϊκό) ευρωπαϊσμό των Ελλήνων εκσυγχρονιστών, φενάκη που επαναφέρει βίαια το πολιτικό και πολιτισμικό κριτήριο στο κέντρο όλων των εξελίξεων, περιλαμβανομένων και των οικονομικών. Έτσι, η σκέψη για τον πολιτισμό και η πολιτισμική δράση μεταβάλλονται, από αθώο και ύποπτο μέσα στην αθωότητά του συμπλήρωμα, σε κυρίαρχο θέμα προβληματισμού.

Το ευρωπαϊκό έλλειμμα

Η ευρωπαϊκή δημιουργία, στις κορυφαίες στιγμές της, και αυτό είτε επρόκειτο για στοχασμό είτε για τέχνη ή ρητορική, ήταν ταυτοχρόνως οντολογική, αισθητική και ηθική, οι μεγάλες δημιουργίες θεσμοθετούσαν, με άλλα λόγια, τι είναι το αληθινό, το ωραίο και το δίκαιο. Έτσι απαντούσαν με προσωρινό πάντα αλλά επαρκή τρόπο, στο κεφαλαιώδες ζήτημα των αξιών, που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να υποτάξουμε οριστικά με τα αναλυτικά εργαλεία μας, αλλά χωρίς τις οποίες η ζωή γίνεται θηριοτροφείο και τρελοκομείο. Ο Σαίξπηρ, ο Καλντερόν, ο Καντ, ο Βαν Γκογκ, ο Ντοστογιέφσκι δημιούργησαν με άλλα λόγια αριστουργηματικά είδη πρώτης ανάγκης, χωρίς τα οποία κάθε βίος άξιος του ονόματος καταντά αβίωτος.

Από τα μέσα του αιώνα και μάλλον νωρίτερα παρακολουθούμε στην Ευρώπη, κυρίως, μια όλο και πιο ξεκάθαρη αποσύνδεση της σκέψης από το βίωμα, του οντολογικού από το αισθητικό και από το ηθικό και άρα το πολιτικό, και μια αυτονόμηση του τεχνολογικού Στην θέση των μεγάλων σοφιστών, του Κ.Καστοριάδη, του Derrida. του Lyotard, του Vernant, που κατείχαν την τέχνη να είναι όπως ήθελε ο Μπαλζάκ, “σοφιστές στην σκέψη αλλά όχι στα έργα”, ήρθαν οι “ανθυποψευδοσοφιστές της αριστερής όχθης”, οι άθλιοι νεοφι-λόσοφοι επίγονοι, που πρωτοστατούν σήμερα υπέρ των νατοϊκών βομβαρδισμών και της κομψευόμενης συλλογικής αποβλάκωσης. Παρά την βαθύτατη αυτή κρίση ωστόσο, θα ήταν λάθος να λησμονούμε ότι η Ελλάδα “ανήκει” ή μάλλον είναι Ευρώπη.

Η Ευρώπη που είμαστε, ωστόσο, δεν είναι ένα έτοιμο γκέτο, πολλώ μάλλον, ένας έτοιμος παράδεισος. Πολιτισμικά, άρα, και πολιτικά, πρέπει να αγωνισθεί γ.: να ρίξει τους φράχτες που την κομματιάζουν στο χρόνο και στο χώρο, πρέπει, κατά τη φράση του Ηράκλειτου “να γίνει αυτό που είναι”.

Διαδικασία που δεν θα γίνει σ’ ένα μόνο μέρος ούτε σε μια μόνο στιγμή αλλά που έχει μερικές, ηδη διαφαινόμενες, προϋποθέσεις: Να ξεκινήσουμε εδώ και τώρα για χην ανάδειξη, στη θέση των παγερών ιδεολογημάτων, ενός αληθινού ευρωπαϊκού οράματος, και να το συνδέσουμε με μια πράξη που, αν και υποχρεωτικά αποσπασματική, θα επιχειρεί να κάνει το ωραίο, το δίκαιο και το αληθινό, κομμάτι της ζωής μας.

Ελληνικό υστερόγραφο

Μια τέτοια πορεία δεν μπορεί να γίνει σε κάποιο ιδεατό και αποστειρωμένο χώρο. Η αγωνία για τα επαπειλούμενα και ήδη ορατά, είναι ο αστερισμός υπό τον οποίο θα κινηθεί. Ο πυρπολούμενος ελληνοτουρκικός χάρτης του CNN ανήκει στο είδος της προφητείας που “μαντεύει”, δηλαδή απειλεί με το προσχεδιαζόμενο και συγγενεύει με τα “χρονικά προαναγγελθέντος θανάτου” που εξαπολύει το NATO, όταν προεξαγγέλει τους επόμενους ανθρώπινους ή άλλους στόχους του στη Γιουγκοσλαβία. Αν η λογική της επιλεκτικής υπεράσπισης των μειονοτήτων και των δικαιωμάτων απειλεί και τα εκατόν ογδόντα τόσα κράτη του πλανήτη, τη εξαιρέσει ίσως των ΗΠΑ, υπάρχουν λόγοι να φοβόμαστε ότι η χώρα μας κατέχει “προνομιακή” θέση στον κατάλογο.

Ουσιαστικά, η διαπίστωση αυτή σημαίνει την, προβληματική, ριζική αλλαγή πορείας σε κάθε πτυχή του εθνικού βίου, από την παιδεία, τον πολιτισμό και την επικοινωνία (που συνιστούν ενιαίο όλο) μέχρι την εξωτερική πολιτική και βέβαια, κατά προτεραιότητα στη Θράκη, την Κύπρο ή τις όποιες άλλες απειλούμενες περιοχές και στον απόδημο Ελληνισμό που θα πρέπει να γίνει, όχι πια ρητορικά αλλά ουσιαστικά, ο ομφαλός της διεθνούς ασπίδας της χώρας.

Μια κίνηση όπως η Πρωτοβουλία δεν μπορεί φυσικά να αναλάβει ένα τέτοιο έργο, εκτός αν το συρρίκνωνε στο φαντασιακό κόσμο ενός, ξεπερασμένου όσο και πληκτικού, γκρουπούσκουλου. Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι η δύναμη, το ρίσκο και η πρωτοτυπία των πρώτων παρεμβάσεων δεν μπορούν να επιτευχθούν και πάλι, χάρη σε κάποιο αυτοματισμό της επανάληψης. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό θα απέφερε ένα ακόμη μηχανισμό συναυλιών ο οποίος γρήγορα θα σταματούσε, θα λειτουργούσε ευκαιριακά ή θα μεταβαλλόταν, κρυφά ή φανερά, σε επαγγελματικού χαρακτήρα θεσμό, όχι βέβαια προς όφελος των ταλαντούχων και των ιδεολόγων.

Από την άλλη πλευρά, πιστεύω, ότι, ενώ η συμπόρευση με κοινωνικά ή και πολιτικά σχήματα είναι επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων η Πρωτοβουλία θα πρέπει να είναι αρκετά έξυπνη ώστε να διατηρήσει τον διάλογο με όλους, και πρώτα με την Αριστερά που είναι η ιστορική μήτρα της, αλλά και να γίνει κάτι καλύτερο από την κουλτουριάρικη ψαρόκολλα κάποιων μετωπικών συγκολλήσεων, χωρίς φαντασία και μέλλον.

Γοητευτικότερος και αποδοτικότερος ρόλος της θα ήταν να γίνει, με μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση και περισσότερη έμπνευση και σκέψη, ακόμη και θεωρητική, αυτό που είναι.

Μια συνάντηση δημιουργών-πολιτών, που βλέπει την πολιτική, όλη την πολιτική, με τα μάτια του πολιτισμού, μια ομάδα που θα παρεμβαίνει πολιτισμικά (που θα πει στην παιδεία, την επικοινωνία, τα πολιτιστικά και την διπλωματία) στην ελληνική κοινωνία και τον διεθνή χώρο.

Αντί για κόμμα ή έστω απόκομμα, μπορεί να γίνει βήμα και παράδειγμα, προτείνοντας ένα πρόταγμα ικανό να κινητοποιήσει και να ζωογονήσει μια σειρά τόπους, πνευματικούς, πολιτικούς και γεωγραφικούς, όπου θα συναντηθούν αυτοί που μας μοιάζουν, αυτοί που διαφέρουν δημιουργικά, αλλά, κυρίως, αυτοί που θα μας ξεπεράσουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ