του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000
Η σχιζοφρένεια μας με την πλέον βαρύνουσα έννοια του όρου καταδεικνύεται στην κλασική αντιπαράθεση “φωταδισμού”-“σκοταδισμού”, η οποία φαίνεται να διαπερνά την ιστορία των τελευταίων… χιλίων χρόνων και να σφραγίζει κατεξοχήν τη “νεοελληνική” ιστορία των τελευταίων 300 χρόνων. Οι οπαδοί του “διαφωτισμού” θα μιλήσουν για αντίθεση των “φώτων με τον σκοταδισμό”. Αντιστοίχως ο αντίπαλος πόλος, η εκκλησία, και οι διανοούμενοι της ορθοδοξίας, θα μιλήσουν για την “αντιπαράθεση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση και τους εγχώριους υποστηρικτές της”. Το σχήμα αυτής της αντίθεσης μοιάζει ανυπέρβλητο και εδραίο. Ωστόσο πιστεύουμε ότι είναι απολύτως μανιχαϊστικό και φυλακίζει ή συσκοτίζει μια πιο πολύπλοκη και πλούσια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στα πλαίσια της οποίας, παράλληλα με το δίπολο που επισημάναμε, θα επιχειρείται και ένα συνθετικό εγχείρημα που, σε ό,τι αφορά στον 17°,18° και 19° αιώνα, θα χαρακτηρίζαμε ελληνικό διαφωτισμό, και στις μέρες μας εναλλακτικό όραμα του ελληνισμού, δηλαδή ένα εγχείρημα διαμόρφωσης ενός πρωτότυπου δρόμου προς την παγκοσμιότητα και την μοντερνικότητα. Δρόμος που δεν εντάσσεται μέσα στα σχήματα του όψιμου δυτικού εργαλειακού ορθολογισμού, ούτε παραμένει εγκλωβισμένος στα σχήματα της παράδοσης, αλλά συνιστά μια εξέλιξη αυτής της παράδοσης, εμπλουτισμένη με όλες τις κατακτήσεις της σκέψης και της επιστήμης άλλων πολιτισμών, και του δυτικού. Αυτο το αίτημα εξακολουθεί να παραμένει ανολοκλήρωτο εν πολλοίς, αλλά όχι και απόν από την ιστορία μας. Αντιθέτως, όπου και όποτε ο νεώτερος ελληνισμός θα επιχειρεί να βαδίσει προς τα μπροστά, σε οποιοδήποτε τομέα, αυτό το σχήμα θα ενεργοποιεί, σε αυτό και θα προσφεύγει.
Η Επανάσταση του ’21 θα συνδυάζει τον σταυρό της ορθοδοξίας, την κοινοτική παράδοση του ελληνισμού και την ανάμνηση του αρχαίου ελληνισμού με τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης σε μια πρωτότυπη σύνθεση. Στην Αντίσταση κατά των Γερμανών, θα συνδυαστεί το εγχώριο πνεύμα με πανανθρώπινες ιδεολογίες και ιδανικά σε μορφές όπως ο Βελουχιώτης ή ο… πάτερ Ανυπόμονος. Μολαταύτα αυτή η νέα σύνθεση θα παραμένει εν πολλοίς ανεπίγνωστη, συχνά από τους ίδιους τους εκφραστές της που θα συνεχίζουν να εκφράζονται με τα σχήματα του ανταγωνιστικού διπόλου, μη έχοντας συνείδηση της καινοτομίας που οι ίδιοι επιχειρούσαν ή επιχειρούν. Και μόνο μεγάλοι ποιητές μας σ’ αυτό τον αιώνα, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, στοχαστές και καλλιτέχνες όπως ο Πικιωνης και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, θα αποκτήσουν επίγνωση του άθλου που επιχειρούσαν, καθώς και της ανάγκης να χαραχτεί ένας καινούργιος δρόμος αυτογνωσίας.
Τις ρίζες αυτής της αντιπαράθεσης μπορούμε να τις αναζητήσουμε όπως ο… Χάιντεγκερ στην αντίθεση πλατωνισμού και προσωκρατικών, είναι και οντικότητας στην πολικότητα μεταξύ ρωμαϊκής και ελληνικής αντίληψης ή, στην συνέχεια, μεταξύ Αυγουστίνου και Ανατολικών Πατέρων της εκκλησίας. Όμως με τη σύγχρονη έννοια του όρου θα μπορέσουμε να την διακρίνουμε ευκρινώς, σχεδόν σύγχρονη, στην αντίθεση μεταξύ Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ του Καλαβρού, μεταξύ ησυχαστών και “δυτικοφρόνων” τον 14ο αιώνα. Ο Χρήστος Γιανναράς θα θεωρήσει ως απαρχή του εκδυτικισμού της Ανατολικής εκκλησίας, και από την άποψη της εξέλιξης του πολιτισμού σημαντικότερη και από την Αλωση του 1453, την μετάφραση της Summa Theologiae του Θωμά του Ακινάτη από τον έξοχο βυζαντινό λόγιο, Δημήτριο Κυδώνη το 1354.
Στη συνέχεια αυτή η αντίθεση θα επανεμφανίζεται με μια σχεδόν αδιάλειπτη κανονικότητα, χωρίς βέβαια να ελλείπουν σημεία και στιγμές πήξεως και της παρόξυνσης. Μια πρώτη στιγμή θα αποτελέσουν τα τελευταία 50 χρόνια της ετοιμοθάνατης βυζαντινής αυτοκρατορίας: Γύρω από την εμβληματική φιγούρα του Πλήθωνα Γεμιστού θα συγκεντρωθούν για ένα διάστημα όλες οι πνευματικές δυνάμεις του γένους. 0α μαθητεύσουν μαζί του ο Βησσαρίων, ο μετέπειτα καρδινάλιος και “δυτικός Πατριάρχης”, ο Γεώργιος Σχολαριος και ο Γεωργιος Τραπεζουντιος, ο Μάρκος και ο Ιωάννης Ευγενικός, ακόμα και ο τραπεζούντιος αποστάτης Αμιρούτζης, αυτός που μετέπειτα συνέτρωγε με τον Μωάμεθ, έγραφε ερωτικά ποιήματα προς τέρψιν του και έκανε τον γιο του μουσουλμάνο… Ο Πλήθωνας, “ο σημαντικώτερος έλληνας φιλόσοφος μετά τον Πλάτωνα”, όπως τον χαρακτηρίζει ο Βησσαρίων2 θα προτείνει στον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο μια ριζική κοινωνική ανασύνθεση των υπολειμμάτων της αυτοκρατορίας σύμφωνα με τα πλατωνικά πρότυπα: Προσπαθούσε ο Γεμιστός να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής, που ανεδείκνυαν το Μυστρά, τη “νέα Σπάρτη”, σε νέο κέντρο του ελληνισμού. Ωστόσο, αυτό το ευρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα το όποιο είχε ήδη υποβάλλει στον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο τριάντα εφτά χρόνια πριν την Άλωση, το 1416, (“Λόγος προς τον βασιλέα Εμανουήλον περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων”), θα μείνει κυριολεκτικά στα χαρτιά, παρ’ όλο που ο Γεμιστός έχαιρε μεγάλης εμπιστοσύνης στην αυτοκρατορική οικογένεια και τους τελευταίους Παλαιολόγους.
Ταυτοχρόνως δε, θα προωθεί μια υπέρβαση της χριστιανικής θρησκείας με επιστροφή στην αρχαιολατρεία.3 Οι μαθητές του θα σκορπιστούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι “ενωτικοί” Χρυσολωράς, Γεώργιος Τραπεζούντας και Βησσαρίων που θα μείνουν πιστοί, εν μέρει, στις πλατωνικές αντιλήψεις του θα φύγουν για την Ιταλία. Ο πρώην ενωτικός Γεώργιος Σχολάριος θα μεταστραφεί, ιδιαίτερα κάτω από την επίδραση του Μάρκου Ευγενικού, και θα κάψει τα βιβλία του Πλήθωνα ως αιρετικά, όταν γίνει ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, και αυτό παρόλο που ο Πλήθων ήταν αντίπαλος της ένωσης των εκκλησιών.
“Φωταδισμός-σκοταδισμός”
Και αίφνης ένα δεύτερο σημείο παρόξυνσης της αντιπαράθεσης, όταν το γένος ετοιμάζεται να περάσει σε μια νέα περίοδο αυτόνομης υποστάσεως και το ζήτημα του προσαντολι-σμού του γίνεται καθοριστικό, από το 1790, έως το 1860 περίπου. Κολλυβάδες και φωτιστές, Κοραής και Χρι-στοδουλος Παμπλέκης, Αθανάσιος Πάριος και Νικόδημος οΑγιορείτης\ Φαρμακίδης και Καίρης έναντι του Κωνσταντίνου Οικονόμου και του Παπουλόκου5, Κωνσταντίνος Καλλιγάς και Μάρκος Ρενιέρης έναντι του Αποστολου Μακράκη από τη μία και των Ζαμπέλιου-Παπαρρηγόπουλου6 από την αλλη.
Ωστόσο, στα μέσα αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα στη διάρκεια της επανάστασης θα κυριαρχήσει μια γραμμή σύνθεσης, της σύνθεσης του σώματος της εκκλησίας με τον επαναστατημένο λαό και τις νέες ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας, θα επικρατήσει η “γραμμή” του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρείας, του Μακρυγιάννη και του Παπαφλέσσα.
Στον 20ό αιώνα, για άλλη μια φορά θα φανεί πως η αντίθεση αυτή αίρεται ή περνάει σε δεύτερο πλάνο, και άλλες αντιθέσεις θα περάσουν στο προσκήνιο που εν μέρει αναχω-νεύουν ή εμπεριέχουν την αντίθεση “φωταδισμός-σκοταδισμός” αλλά φαίνεται να την υπερβαίνουν. Ο βενιζελισμος, με τη χρήση του διαφωτισμού και του ευρωκεντρισμού ως όπλου επιχειρεί να υπερκεράσει τις βυζαντινές-αυτοκρατορικές διαστάσεις του “σκοταδισμού”, ενσωματώνοντάς τις στην “Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Η δε κομμουνιστική αριστερά με ένα αμάλγαμα ακραίου διαφωτισμού -του μαρξισμού- και αντιδυτικισμού, του ρώσικου λενινισμού και σταλινισμού, συμβάλλει σε μια μετάθεση του πεδίου των αντιπαραθέσεων. Τέλος, η “γενιά του ’30” φαίνεται να αναχωνεύει δημιουργικά ανατολική και δυτική παράδοση μέσα από την παράλληλη χρήση ελληνισμού και μοντερνικότητας, Σιμόν Μπολιβάρ και Γεωργίου Καραϊσκάκη7.
Όμως, στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, ο συνδυασμός της γενικευμένης και παγκόσμιας κρίσης του ορθολογισμού στην εργαλειακή του έκπτωση και η επανεμφάνιση απειλών στην εθνική υπόσταση από τα ανατολικά μας με τη συναίνεση, αν όχι την υποδαύλιση της Δύσης, παράλληλα με την οργανική ένταξη της Ελλάδας στη δυτικοευρωπαϊκή “λέσχη” της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδηγούν στην επανεμφάνιση του κλασικού διπόλου”φωταδισμού-σκοταδισμού”: ορθόδοξη παράδοση και “νεο-ορθο-δοξία”, συγκρούονται με τον “ευρωπαϊσμό” και την δυτικολατρεία. Ας ορίσουμε όμως τους δύο “αντιπάλους”. Από τη μία πλευρά ο “δυτικόφρων” διαφωτισμός θα επιχειρεί να μεταβάλει τους Έλληνες σε “Ευρωπαίους”, να επιβάλει τον “ορθό λόγο” τον εμπειρισμό και τη νοη-σιοκρατία σε ένα λαό και μία διαφορετική παράδοση, να εισαγάγει τους δυτικούς θεσμούς σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και βεβαίως στην οικονομία, ως θεσμούς οικουμενικούς που απλώς ανεπτύ-χθησαν το πρώτον εις την Δύση, για να εξαπλωθούν σε όλο τον κόσμο και κατά συνέπεια και στην Ελλάδα εν συνεχεία. Από την άλλη, ο χώρος της ορθοδοξίας, που μπροστά στην απειλή της απομείωσής της ως εμποδίου στην απρόσκοπτη ομοιομορφοποίηση της χώρας, αντιδρά, αρχικά αναζητώντας μια νέα πνευματικότητα (“νεο-ορθοδοξία”, αναγέννηση του μοναχισμού στο Όρος), και σήμερα ως συνολικός εκκλησιαστικός θεσμός. Η παλιά συζήτηση και διαμάχη ενεργοποιείται και πάλι, ενδυόμενη νεα χαρακτηριστικά. Η συμμαχία κράτους και εκκλησίας μοιάζει να έχει διαρραγεί, τουλάχιστον μεσο-μακροπρόθεσμα. Το σημερινό παγκοσμιοποιημένο κράτος δεν ανέχεται την αμφισβήτηση οποιασδήποτε παράδοσης ή πνευματικότητας. Και η σύγκρουση προβλέπεται ταυτοχρόνως δημιουργική αν ενεργοποιήσει μια “ενάρετη” αλυσιδωτή αντίδραση προβληματισμού και συνθέσεων ή επικίνδυνη αν δεν ξεφύγει από την διπολική και μανιχαϊστική της διάσταση.
Σε αυτές τις συνθήκες ξαναμπήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο των Ελλήνων οι όροι διαφωτισμός -“φωταδισμός” και παράδοση-“σκοταδισμός”. Σε αυτήν ακριβώς τη συζήτηση με τις ιστορικές της αναφορές και τις πολιτισμικές και πολιτικές της συνδηλώσεις, επιδιώκει να συμμετάσχει το Άρδην με το παρόν Αφιέρωμα αναζητώντας έναν δρόμο συνθέσεως και υπέρβασης των αδιεξόδων, χωρίς ταυτόχρονα να παραμένουμε “ουδέτεροι” στις τρέχουσες αντιπαραθέσεις.
Σημειώσεις
1. Βλ. Χρ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 1992, σελ.9.
2. “Ου μετά Πλάτωνα, (εξηρήσθω δε λόγου ο Αριστοτέλης) σοφώτερον ου έφυοεν η Ελλάς”. Βλ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεννήθηκα στο χίλια τετρακόσια δυο, τσμ.Ι, σελ409, Εστία, Αθήνα 1996(1 “έκδοση 1957).
3. Βλέπε Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, Γιαλλελής, Αθήνα 1976, τόμος 2, κεφ. 27, σελ, 27-59 καθώς και Γεννήθηκα στο Χίλια τετρακόσια δύο, Εστία, τομ. I, σελ. 202-208 και 402-470. Επίσης Δημοσθένης Δανιηλίδης. Η νεοελληνική οικονομία και κοινωνία. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985, σελ. 78-103.
4. Βλέπε Γ.Δ. Μεταλληνός Παράδοση και Αλλοτρίωση, Δόμος, Αθήνα 1994.
5. Βλέπε Κωστή Μπαστιά, Ο Παπουλά-κος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984.
6. Βλέπε Κ.Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός. Ερμής, Αθήνα 1982. Λέοντος Μπραγκ. Το μέλλον του ελληνισμού στον ιδεολογικό κόσμο του Απόστολου Μακράκη, Αρμός, Αθήνα 1997.
7. Νίκος Εγγονόπουλος.