Αρχική » Λίγα λόγια για την ελληνική διανόηση

Λίγα λόγια για την ελληνική διανόηση

από Γιώργος Ρακκάς

του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 35, Απρίλιος 2002

Το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας κινδυνεύει από την τροπή που τείνει να πάρει ο πολιτικός ανταγωνισμός τα τελευταία χρόνια…

Αυτό συμπεραίνει ο Α. Πανταζό-ττουλος στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία της συγκίνησης», ύστερα από μια ανάλυση των αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων κατά την διάρκεια της κρίσης των Ιμίων και της παράδοσης του Οτσαλάν.

0 χαρακτήρας και οι μορφές των κοινωνικών κινητοποιήσεων εξέφρασαν για πρώτη φορά μια νέα πολιτική διαίρεση, αυτή ανάμεσα σε εκσυγχρονιστές και αντί-εκσυγχρονιστές. Η πρωτοκαθεδρία του συναισθήματος έναντι του πολιτικού στοχασμού, η επιστροφή στις αναφορές σε έννοιες όπως ψυχή, εθνική ταπείνωση, η συγκινησιακή φόρτιση και η αμεσότητα, που χαρακτήρισαν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, συνιστούν κατά τον συγγραφέα τους όρους για τη διαμόρφωση ενός νέου, ριζοσπαστικού λόγου, που βρίσκεται έξω από τα όρια της νεωτερικότητας. Η αναφορά στην κοινότητα και όχι στην κοινωνία, η επίκληση της ψυχής, οι κατηγορίες περί εθνικής προδοσίας, η αναζήτηση της λύτρωσης από την εθνική προδοσία σ’ ένα «επινοημένο, αποκαθαρμένο παρελθόν», είναι μερικές εκφράσεις αυτού του λόγου, που διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην αναφορά στο συναίσθημα, ενώ οριοθετείται απόλυτα σε σχέση με τον αντίπαλο, τον «εκσυγχρονισμό», που τον κατηγορεί για συνειδησιακό έλλειμμα, ψυχρό πραγματισμό, ωφελιμισμό και ακραία ορθολογικότητα. Με την εμφάνισή του διακυβεύεται εν τέλει η ύπαρξη της ίδιας της πολιτικής. Εν ολίγοις, ο λόγος αυτός είναι βαθύτατα αντί-πολιτικός. Αφού αρνείται σε τέτοιο βαθμό τις παρακαταθήκες της νεωτερικότητας, που αποτελούν σε μεγάλο βαθμό τα θεμέλια της συγκρότησης του πολιτικού, δημόσιου χώρου, δεν μπορεί παρά να υπονομεύει την ίδια την πολιτική. Εφόσον ολοκληρωθεί η νέα πολιτική διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας, λέει ο συγγραφέας, θα έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική πάλη ανάμεσα σε νε-ωτερικές και σε αντινεωτερικές δυνάμεις. Τούτο συνιστά την ποιοτική διαφοροποίηση της νέας πολιτικής πάλης που διαγράφεται για τον ελληνικό πολιτικό βίο.

Οι διαιρέσεις που κατέλαβαν το πολιτικό πεδίο κατά τον 20ό αιώνα, ήταν γόνιμες, γιατί λειτούργησαν εντός της νεωτερικότητας και διαμόρφωσαν εν τέλει τους όρους για τον αναστοχαομό της. Τούτο συμπληρώνει καθοριστικά τη διαλεκτική της προόδου των δυτικών κοινωνιών. Για τον συγγραφέα, ο χαρακτήρας των πολιτικών ανταγωνισμών στη Δύση, ιδιαίτερα αυτών που πυροδότησε η ανάπτυξη της αριστεράς, ανεξάρτητα από το βάθος και την έντασή τους, προσέδιδαν πάντοτε ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό που αποτελεί προνόμιο του δυτικού πολιτισμού: τη δυνατότητα αυτο-υπέρβασης του.

Από τη στιγμή που ένας πολιτικός ανταγωνισμός συστήνεται με τέτοιο τρόπο που να ξεπερνά τη νεωτερικότητα, από τη στιγμή που ο ένας πόλος την αρνείται, η δυνατότητα αυτή, που -μεταξύ άλλων- καθόριζε και πι μέγιστη χρησιμότητα της πολιτικής στις σύγχρονες κοινωνίες, χάνεται. Η υπονόμευση της νεωτερικότητας μέσα από μια πολιτική σύγκρουση μεταβάλλει το πολιτικό πεδίο σε κοινωνική κατάρα.

Ακολουθώντας την ερμηνεία του Α. Πανταζόπουλου, μπορούμε να διακρίνουμε γύρω μας, στην ελληνική καθημερινότητά μας, στον δημόσιο χώρο της κοινωνίας μας, έναν «συλλογικό αρμαγεδδώνα» που συνθλίβει στο διάβα του τα ορθολογικά θεμέλια της πολιτικής μας οργάνωσης. Αναμφίβολα, ο συγγραφέας βιώνει τις κινητοποιήσεις αυτές ως έναν εκτροχιασμό από το άρμα της νεωτερικότητας, από την ασφάλεια των θεσμίσεών της: Το συναίσθημα, η οργή, η ντροπή, εκτοπίζουν τον Λόγο, το επιχείρημα, από τον δημόσιο χώρο. Η πολιτική παύει να είναι ο χώρος της ορθολογικής διαμεσολάβησης και μεταβάλλεται σε πεδίο μάχης. Τα εργαλεία της νεωτερικότητας, εργαλεία ικανά να «στήσουν στα πόδια τους» τον δημόσιο χώρο, εξασφαλίζοντας στους πολιτικούς ανταγωνισμούς τη βιωσιμότητα που τους κατευθύνει στη διαλεκτική της κοινωνικής προόδου, αχρηστεύονται μέσα στη λαοθάλασσα της συναυλίας της 1ης Μάη. Με την ανάδυση της αντι-εκσυγχρονιστικής τάσης, που -μεταξύ άλλων- πυροδοτεί την ανασύνταξη της συντηρητικής πτέρυγας των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων και συμβάλλει στην κυριαρχία τους, ο συγγραφέας νιώθει την ελληνική κοινωνία να μεταβάλλεται σε «μια νύχτα όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες»…

Ερμηνεύοντας, όμως, τον λόγο του Α. Πανταζόπουλου, μπορούμε να κατανοήσουμε πολλά για το κομμάτι της ελληνικής διανόησης στο οποίο ανήκει, κομμάτι ηγεμονικό στον χώρο των διανοουμένων, για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, για τις σχέσεις του με την εξουσία και την κοινωνία, για τις σχέσεις του με την ίδια του την επιστήμη.

Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει μια κοινωνία που αποστρέφεται την πολιτική, που απεχθάνεται τον στοχασμό, που εγκαταλείπει τις συλλογικές ταυτότητες, που αρνείται τελικά να συμμετάσχει στον δημόσιο χώρο. Πραγματικά, παρά τα -θετικά για μας-ξεσπάσματα της διαμαρτυρίας των Ιμίων, του Οτσαλάν, του κινήματος ενάντια στους βομβαρδισμούς του Κοσόβου και των κινητοποιήσεων για την επίσκεψη Κλίντον, η ελληνική κοινωνία παραμένει μια κοινωνία σε ύπνωση. Το βασικό ερώτημα που τίθεται για όλους και που προσπαθεί ο καθένας να απαντήσει είναι το γιατί. Αυτό το κομμάτι της ελληνικής διανόησης απαντά μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο: Η πολιτική μας συνείδηση -των Ελλήνων- δεν ξυπνά γιατί… δεν υπάρχει. Στον βαθμό που τα τελευταία χρόνια αναδύεται μαζικά η τάση για αποχώρηση από τη νεωτερικότητα, μέσα από τη διάθεση για επιστροφή στις ρίζες, στο παρελθόν, για την «επιλεκτική» ανακατασκευή της παράδοσης, μέσα από τη συνειδητή επιλογή του κόσμου της «συγκίνησης» απέναντι στον κόσμο της λογικής, η κοινωνία αυτοευνουχίζει την πολιτική της συνείδηση. Η λύση είναι να «κόψουμε δρόμο», να επιταχύνουμε τις διαδικασίες πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ένταξης στη Δύση κλπ, κλπ

Κατ’ αρχήν, θα μπορούσαμε να τους ρωτήσουμε το εξής: Αν, (πην αυγή του 2000, γίνουμε σαν τη Δύση. θα αποκτήσουμε πολιτική συνείδηση: Με λίγα λόγια: Η Δύση έχει πολιτική συνείδηση σήμερα; Πρωτού προλάβουμε να πούμε τίποτα, παρεμβάλλεται η ίδια η πραγματικότητα της Δύσης για να μας απαντήσει: Η Δύση βιώνει τον γενικευμένο μαρασμό της πολιτικής. Απ’ τη μια, οι μάζες αποχωρούν μαζικά από τον δημόσιο χώρο, αρνούνται την πολιτική τους ύπαρξη. Τούτο υποδηλώνεται από την κρίση των πολιτικών κομμάτων, το-, μαρασμό των κοινωνικών κινημάτων την αυξανόμενη αποχή από τις εκλογές, από την ανάδυση του ατομικοί καταναλωτικού βασιλείου και την ολοκληρωτική περιχαράκωση του σύγχρονου ατόμου μέσα σ’ αυτόν. Απ’ ~. άλλη, οι ίδιες οι πολιτικές της δομεί βρίσκονται σε μαρασμό.

Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα τα κυρίαρχα πρότυπα οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης της δύσης υποβάλλονται σ’ ένα σαρωτικό μετασχηματισμό. Στα πλαίσια της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κοινωνικού κράτους, η πολιτική προσδιοριζόταν σε θέση ισχύος στη σχέση της με την οικονομία: οι δομές της ήταν υπεραναπτυγμένες. Το ξεπέρασμα και η εγκατάλειψη τους σηματοδοτούν την αντιστροφή των όρων, την επιστροφή του φιλελευθερισμού ή την ανάδυση του νέο-φιλελευθερισμού: «στα 1945 ή στα 1950, αν κάποιος πρότεινε ιδέες που να εντασσόταν στο σημερινό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, σίγουρα θα τον γιουχάιζαν ή θα τον έστελναν σε άσυλο[…]. Η ιδέα ότι θα έπρεπε να επιτραπεί στην αγορά η λήψη κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών αποφάσεων, η ιδέα ότι το κράτος θα έπρεπε να ελαττώσει εθελοντικά τον οικονομικό του ρόλο [. ..] Ακόμα κι αν κάποιος συντασσόταν μ’ αυτές τις ιδέες, θα δίσταζε να εκφραστεί δημόσια.» Σήμερα, όπως αναφέρει ο Α. Gorz, «ποτέ ο καπιταλισμός δεν είχε καταφέρει να χειραφετηθεί τόσο ολοκληρωτικά από την πολιτική εξουσία»2 το κεφάλαιο οργανώνει άμεσα την εξουσία, παρακάμπτοντας τη διαμεσολάβηση του κράτους. Νέοι θεσμοί αναδύονται που ξεπερνούν τις εθνικές πολιτικές οντότητες και αναδεικνύουν στον μέγιστο βαθμό την εξάρτηση της πολιτικής από την οικονομία: Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Μέσα σ’ αυτά τα υπερεθνικά κέντρα ισχύος, η πολιτική εκπίπτει σε διαχείριση, management, υπό την αιγίδα ισχυρών οικονομικών παραγόντων, δεν είναι ούτε σχετικά υποταγμένη, ούτε σχετικά αυτονομημένη -τείνει να εκλείψει. Τον Δεκέμβρη του 1999, στο παγκόσμιο φόρουμ του Π.0.Ε, όπου και εμφανίστηκε δυναμικά το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, πρόεδρος της σύσκεψης δεν ήταν πολιτικός αλλά οικονομικός παράγοντας: 0 μαθητευόμενος μάγος του θαυμαστού κόσμου της νέας οικονομίας, Μπιλ Γκέιτς.

Τα νέα, υπερεθνικά πολιτικά μορφώματα που τείνουν να ξεπεράσουν το έθνος-κράτος ελάχιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολιτικά με τη νεωτερική έννοια. Δεν αναφέρονται σε κανένα δημόσιο χώρο, δεν έχουν σαν σημείο αναφοράς κανένα κοινωνικό σχηματισμό, ενώ το μοναδικό υποκείμενο πάνω στο οποίο θεμελιώνονται είναι το κέρδος. Εκτός, βέβαια, αν θέλουμε να ονομάσουμε τις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις δημόσιο χώρο, τα γιγάντια οικοδομικά συγκροτήματα κοινωνικούς σχηματισμούς και τα δομικά διαρθρωτικά προγράμματα προτάγματα αυτοπραγμάτωσης, οπότε η ισορροπία αποκαθίσταται και η μηχανή της προόδου από το εθνικό στο παγκόσμιο μοιάζει και πάλι να λειτουργεί. Ουσιαστικά όμως, κανένα τρικ δεν πρόκειται να μας αποκρύψει το προφανές: Οι μετασχηματισμοί που σημάδεψαν την πορεία των δυτικών, ανεπτυγμένων κοινωνιών συνιστούν την εξάντληση της νεωτερικότητας.

Αν θα γίνουμε «έτσι», δεν θα είμαστε περισσότερο πολιτικοί. Δεν θα μπορέσουμε να ξαναστήσουμε την πολιτική στα πόδια της. 0α περιέλθουμε στην «ανάπτυξη της υπανάπτυξης» δομών και συνειδήσεων, στο ζενίθ της υλικής και πνευματικής μιζέριας. Δεν αποτελεί αυτό ένα διακύβευμα; Τέλος πάντων, γιατί η καταφατική απάντηση στην προοπτική της ενσωμάτωσης στη Δύση δεν «βλέπει» αυτή την πραγματικότητα; Γιατί δεν δέχονται να συζητήσουν την εναλλακτική λύση; Γιατί είναι φονταμενταλιστές. Μετέχουν κι αυτοί στην ευρύτερη, συντηρητική στροφή της κυρίαρχης μερίδας των διανοουμένων που λαμβάνει χώρα σήμερα στη Δύση.

Είναι φονταμενταλιστές διότι η νεωτερικότητα λειτουργεί στη σκέψη τους ως «μαύρη τρύπα»: Έναν «κόσμο», δηλαδή, με τεράστια πνευματική βαρύτητα που συνθλίβει κάθε φυγόκεντρη τάση, αχρηστεύει όλα τα επιστημονικά εργαλεία που θα πυροδοτούσαν κάποια κίνηση και εξέλιξη και εν τέλει φυλακίζει το «φως», την ματιά προς την πραγματικότητα. Στον ιδεότυπο του διαφωτισμού αναγνωρίζουν την αποκλειστική τους παράδοση. Η ουσία είναι ο Λόγος, πρότυπο πολιτικής οργάνωσης, η «ορθολογική εξουσία», μπούσουλας, το άτομο: Ο Φουκουγιάμα λέει ψέματα· η πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας δεν τελειώνει εδώ και τώρα, τελείωσε εκεί- once upon a time in the west…

Η κρίση και η εξάντληση του μαρξισμού λειτούργησε καταλυτικά στο να διατυπωθεί αυτή η στροφή στη σκέψη της κυρίαρχης μερίδας των διανοουμένων στη Δύση, η οποία πλέον κινείται φονταμενταλιστικά. Λειτούργησε έτσι όχι τόσο επειδή εξάντληση του μαρξισμού σήμαινε γι’ αυτούς τη διάψευση των προσδοκιών τους για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, αλλά διότι η κυριαρχία του παρήγαγε σ’ έναν ορισμένο βαθμό τους όρους της ηγεμονίας τους επάνω στο δημόσιο χώρο των σύγχρονων κοινωνιών. Ο Μαρξ, πέρα από ένα μνημειώδες πνευματικό κεφάλαιο, παρήγαγε και μια πραγματικότητα – μάλιστα όχι μόνο στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ. Η επίδρασή του σημάδεψε όλον τον κόσμο και εξ ίσου καθοριστικά τον Δυτικό κόσμο. Κάτω από την επίδραση των προσδοκιών που εξέφρασε, τα μεγάλα κινήματα του 1848, του 1871 και του 1917 διαμόρφωσαν την πολιτική έκφραση των σύγχρονων κοινωνιών. Η καθολική ψήφος θεωρείται καρπός των αγώνων του 1848, τα μαζικά κόμματα -που υποτίθεται πως θεμελιώνουν την καθολική συμμετοχή των μαζών στην πολιτική- είχαν τη μήτρα τους στη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, ενώ η περιώνυμη «κοινωνία των πολιτών (και εσχάτως των… πωλητών)», που όρθωσε μια άλλη, πλουραλιστική -υποτίθεται- εκδοχή του δημοσίου χώρου ενάντια στον μονολιθικό λόγο του κράτους, ξεπήδησε μέσα από τις αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις και τη μόνιμη δραστηριότητα της αριστεράς. Ποια, όμως, ήταν η θέση των διανοουμένων ο’ αυτό τον δημόσιο χώρο: Ήταν μήπως οι διαμορφωτές της «γραμμής» των μαζικών κομμάτων, το επίκεντρο της κοινωνίας των πολιτών, οι ορθολογικοί αποκωδικοποιητές της λαϊκής εντολής; Αν η εφημερίδα αντικατέστησε την πρωινή προσευχή, ποιος υπαγόρευε το νέο, κοσμικό «πάτερ ημών»;

Όλη η ιστορική πίεση που άσκησε η αριστερά στον καπιταλισμό αποκρυσταλλώθηκε, σε θεσμούς, σε κοινωνικές σχέσεις, σε παράδειγμα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, με την ανάδυση της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κοινωνικού κράτος. Η οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών με βάση αυτά τα πρότυπα επεφύλασσε στους διανοουμένους μια προνομιακή σχέση τόσο με την εξουσία όσο και απέναντι στην κοινωνία. Όσον αφορά την εξουσία, στο βαθμό που δρούσαν εντός του πολιτικού και κοινωνικού παραδείγματος, λειτουργούσαν αναστοχαστικά, αποκωδικοποιούσαν την κοινωνική κινητικότητα με τους όρους της πολιτικής ενσωμάτωσης. 0α μπορούσαμε να πούμε ότι έπαιζαν ρόλο διαχείρισης των κρίσεων νομιμοποίησης του συστήματος. Όσον αφορά την κοινωνία, αποτελούσαν τον δίαυλο της έκφρασής της στον δημόσιο χώρο, ήταν ο συλλογικός της νους και ο συλλογικός της λόγος.

Με την ιστορική εξάντληση του παραδείγματος αυτού, την κατάρρευση του οικοδομήματος σε Ανατολή και Δύση κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, το παράδειγμα των διανοουμένων φυλλορροεί. 0 πολιτικός και κοινωνικός τους ρόλος υπονομεύεται. Πλέον, βρίσκονται σε αναζήτηση νέου κοινωνικού και πολιτικού ρόλου. Μέσα σ’αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η στροφή που διατυπώνουν από τον κριτικό ή αριστερό λόγο προς τη νεωτερική, ή διαφωτιστική ρητορική. Αίφνης οι καταγγελίες της «αλλοτρίωσης» και της «χειραγώγησης» μετατρέπονται σε οικουμενικές διακηρύξεις για την οικουμενικότητα της «ατομικότητας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Αυτή η τάση, όμως, δεν μπορεί παρά να ευνοεί την ολοκληρωτική ενσωμάτωσή τους στο πολιτικό/πολιτιστικό σώμα των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης. Τα οικονομικά και τα πολιτικά κέντρα ισχύος της Δύσης, επιχειρώντας να οργανώσουν ένα παγκόσμιο χώρο κυριαρχίας, χρειάζονται τις φονταμενταλιστικές τάσεις της ευρωπαϊκής διανόησης. Η επιβολή του οικονομικού και πολιτικού τους μοντέλου περνάει μέσα από την επιβολή του πολιτιστικού τους παραδείγματος, ενός συνόλου αξιών, προτύπων, αντιλήψεων που να δημιουργεί τις βάσεις για την ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς. Όπως το έθεσε ο Καρλ Πολάνυ0, η οικονομία της αγοράς προϋποθέτει μια αγοραία κοινωνία· κι αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει τη διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων που να υιοθετούν τα πρότυπα της. Σ’ αυτό το πεδίο δρουν κατ’ εξοχήν οι διανοούμενοι. Και, καθώς οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πρακτικές απαιτούν και μια πολιτική αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού, καθώς η ανάπτυξη της κατανάλωσης προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα τη συγκρότηση της ατομικότητας που θα καταναλώνει, η διακηρυκτική επιστροφή στις αρχές του Διαφωτιστικού προτάγματος, καθώς και η απόπειρα για την οικουμενική εφαρμογή τους, δεν καταφέρνουν τίποτα άλλο από το να υλοποιούν ολοένα και περισσότερο τον γενναίο, θαυμαστό κόσμο της υποταγής της ανθρωπότητας στην αυτοκρατορική διακυβέρνηση των δυτικών ελίτ.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η σχέση των διανοουμένων απέναντι στην εξουσία και την κοινωνία μετασχηματίζονται ριζικά. Απ’ τη μια, απέναντι στην εξουσία, κυριαρχούν οι τάσεις της ολοκληρωτικής ενσωμάτωσής τους, τάσεις που -προφανώς-έχουν και υλικό αντίκρισμα, μεταφράζονται σε κοινωνική ανέλιξη. Η συμμετοχή τους στους θεσμούς ελέγχου και διακίνησης της γνώσης, η κυριαρχία τους στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, σε παράλληλα «συμβουλευτικά όργανα» που αναδύονται μέσα από την «κοινωνία των πολιτών», διαμορφώνει τους όρους για την προνομιακή τους συμμετοχή στην αναδιανομή του πλούτου των σύγχρονων κοινωνιών. Πλέον προσεγγίζουν, αυτό που ο Τζέρεμυ Ρίφκιν αποκαλεί «ελίτ των εργατών της γνώσης σε μια κοινωνία των 2/3», οι οποίοι αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αλλά κερδίζουν όλοι μαζί το μισό απ’ ό,τι όλοι μαζί οι μισθωτοί4. Το γεγονός αυτό, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνει η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείριση των δυτικών κοινωνιών με την ένταση των ανισοτήτων και τη διεύρυνση των αποκλεισμών, προκαλεί σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό την απομάκρυνση των διανοουμένων από την κοινωνία: Αφού οι σύγχρονες κοινωνικές διαιρέσεις εξελίσσονται με απόλυτο τρόπο, ορθώνοντας κάθετους φραγμούς ανάμεσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και τις ελίτ, το στρώμα που προσεγγίζει τις ελίτ, εκ των πραγμάτων χάνει τη δυνατότητα επικοινωνίας με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και κατά συνέπεια απομακρύνεται από την πραγματικότητά του. Εξάλλου, ακόμα και αυτός ο κατ’ εξοχήν χώρος συνάντησης της κοινωνίας και των διανοουμένων, ο δημόσιος χώρος των μαζικών κομμάτων, τείνει να εκλείψει από την απαξίωση του συλλογικού και την κυριαρχία ατομο-κεντρικών, καταναλωτικών προτύπων στον σύγχρονο, ανεπτυγμένο κόσμο. Επομένως, η επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων των διανοουμένων με την εξουσία προκαλεί ταυτόχρονα την επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων τους με την κοινωνία, και αφού η πλάστιγγα γέρνει υλικά και πνευματικά προς την πλευρά των ελίτ, δικαιούμαστε να μιλάμε για μια κατ’ εξοχήν αντικοινωνική διανόηση.

Οι διανοούμενοι στην Ελλάδα

Σ’ αυτή τη στροφή, όπως είπαμε, μετέχει και η κυρίαρχη έκφραση της ελληνικής διανόησης, υιοθετώντας τα πρότυπα της δυτικής. Στη χώρα μας, η παρόμοια στροφή που διατυπώνουν, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα μιας και το ζήτημα της Δύσης, γενικότερα, ως εικόνα και είδωλο πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών μετασχηματισμών, κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική σκηνή. Μάλιστα, επάνω στη συμφωνία για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας έχει θεμελιωθεί αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε μπλοκ του εκσυγχρονισμού, που βρίσκει την πολιτική του έκφραση στην κυβέρνηση της χώρας, στο πολιτικό πρόγραμμα του Πα.Σο.Κ και τις γενικότερες επιλογές του, και την κοινωνική του βάση να στελεχώνεται από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, εκείνα που αποσπούν στο μεγαλύτερο βαθμό τα οφέλη από την εκσυγχρονιστική διαχείριση. Οι διανοούμενοι μετέχουν σ’ αυτό, αφού το προτ ά γ μ α τ ά τους για τη συνάντηση με την «ουσία» του δια-φωτισμού ταυτίζονται με τον πολιτικό και οικονομικό μονό-δ ρ ο μ ο «προς την Ευρώπη» που εκφράζει ο εκσυγχρονισμός.

Το γεγονός ότι βιώνουμε τον πραγματικό χρόνο της μετάβασης, ότι οι επιλογές δηλαδή δεν έχουν ακόμα παγιωθεί, ότι είναι ρευστές, και συνεπώς αποτελούν ένα διακύβευμα για τις πολιτικές και κοινωνικές ελίτ της χώρας, καθιστά τον ρόλο της διανόησης, ως πόλου κατασκευής συναίνεσης στις κυβερνητικές επιλογές και νομιμοποίησης των πρακτικών της, διευρυμένο. Επίσης, ο ρόλος της μέσα στην ελληνική κοινωνία ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την εχθρότητα που εξέφρασαν οι τελευταίες κινητοποιήσεις της ελληνικής κοινωνίας ενάντια στις πολιτικές που αποτελούν τον πυρήνα του εκσυγχρονιστικού προγράμματος.

Παρόλα αυτά, η συνολικότερη στάση της ελληνικής κοινωνίας παραμένει αρνητική απέναντι στους φονταμενταλιστές-ευρωπαϊστές διανοουμένους. Η πλειοψηφία της, ακόμα και ένα μεγάλο κομμάτι που στηρίζει εκλογικά το Πα.Σο.Κ και την πολιτική του, δεν έχει συνάψει καμιά ιδεολογική συμφωνία μαζί τους, τα κίνητρα της ψήφου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ορθολογικά, και επομένως η πολιτική στήριξη του Πα.Σο.Κ δεν συνεπάγεται και ιδεολογική ταύτιση με ταπροτάγματά τους.

Το γεγονός αυτό εντείνει την αντικοινωνικότητά τους, εξωθώντας τους στη συνολική απόρριψη της κοινωνίας ως «μάζας» και-συνακόλουθα- στην ολοκληρωτική προσχώρησή τους στις κοινωνικές και πολιτικές ελίτ. Έτσι, εμφανίζονται στη δημόσια σκηνή του τόπου μ’ έναν λόγο έντονα επιθετικό, που έχει συνήθως στο στόχαστρο την ίδια την κοινωνία και καταγγέλλουν την «καθυστέρηση» και την «οπισθοδρόμηση» της. ουσιαστικά την άρνησή της να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις τους.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν, το κυρίαρχο κομμάτι της ελληνικής διανόησης. Ο Λόγος τους. η κριτική που ασκούν γίνεται τόσο μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην κοινωνία όσο και μέσα από μια συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση, άμοιρες οι οποίες δεν ευνοούν μια σφαιρική προσέγγιση των σύγχρονων αντιφάσεων της χώρας.

Απορρίπτοντας την ελληνική μάζα», προσάπτοντάς της ολοκληρωτικά την κατηγορία της «οπισθοδρόμησης» που απορρέει από τη «μηδενική ανοχή απέναντι στον άλλο». εκφράζουν οι ίδιοι τη μηδενική τους ανοχή απέναντι στον δικό τους «άλλο, την κοινωνία. Προσπαθώ να πω ότι ο λόγος τους είναι το ίδιο διαιρετικός οσο και οι διαιρέσεις που περιγραφουν, η σκέψη τους μονολιθική όσο και η ίδια η «μονολιθικότητα» μέσα στην οποία ασφυκτιούν, οι δυνατότητες τους περιορισμένες, μέσα στην απομόνωσή τους από το ευρύτερο κοινωνικο γίγνεσθαι…

Σημειώσεις

ι. Susan George, «Μια σύντομη icrropt: του νεοφιλελευθερισμού», περιοί.-ο Άρδην, τεύχος 22, Σεπτέμβριος-Οκτ_-βριος 1999.

Ζ. Αντρέ Γκορζ, Η αθλιότητα του σήμερα και η προοπτική για το αύριο, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1995.

3.            Καρλ Πολάνυ, Ο Μεγάλος μετασχηματισμός, Εκδόσεις Νησίδες, 2001.

4.            Τζέρεμυ Ρίφκιν: Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Εκδόσεις 1 ιβα-νη, Αθήνα 1996, σελ. 319-326.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ