Συγγενικό, και ακόμη πιο χαρακτηριστικό, είναι το πρόβλημα που παρουσιάζεται επάνω στην άνοδο του Διαφωτισμού, αναφορικά με το ονομάσμα του γένους. Ουσιαστικά, ο μεταγενέστερος ελληνισμός ονοματίσθηκε με τρία εθνικά ονόματα’ δηλαδή Ρωμιοί (ή Ρωμαίοι), Γραικοί (ή Γραικοί), Έλληνες. Το τελευταίο αυτό βαρύνεται από ό,τι ονόμαζε ο Καταρτζής πρόκριμα: από την εποχή των πατέρων της Εκκλησίας, το όνομα Έλληνες σημαίνει πάντοτε τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες. Όμως, κάποια ανταπόκριση βρίσκεται ανάμεσα στις παλαιές και στις καινούριες τύχες του ελληνισμού, η οποία γίνεται αισθητή αργά, στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, οπότε η λέξη ξαναπαίρνει το ιστορικό της περιεχόμενο, σε ένιες άξιες λόγου περιπτώσεις, το άσχετο από τα θρησκευτικά πράγματα. Έτσι την μεταχειρίζεται ο Γεώργιος Γεμιστός, στον οποίο, κιόλας, υπάρχει, ίσως, μία ηθελημένη σύζευξη ανάμεσα στην ιστορική και στη θρησκευτική σημασία: “Εσμέν γαρ ούν”…”‘Ελληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί”. Δυο ήμερες πριν από την Άλωση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονομάζει την Πόλη “ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων”. (…) Μα η Εκκλησία προσέχει πάντοτε: ” Ουκ ανποτε φαίην Έλλην είναι”, γράφει ο Γεννάδιος Σχολάριος.
Δεν έχουν περάσει εκατό χρόνια από την Άλωση, και ο Αντώνιος Έπαρχος γράφει το μακρό του αρχαϊκό ποίημα Θρήνος εις την Ελλάδος καταστροφήν. Σύγχρονος του είναι ο αρχηγός μισθοφόρων Θωμάς, ο οποίος προσφωνεί τους συμπατριώτες του που οδηγεί στη μάχη: “Ελλήνων γαρ εσμέν παίδες, και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα”.
(…)”Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μαθαίνουν ελληνικά”, λέει ο Κοσμάς ο Αιτωλός, φροντίζοντας στο τέλος της περιόδου αυτής για την ίδρυση σχολείων διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν, και το γένος μας είναι ελληνικόν, προσθέτει.
Ωστόσο, αυτά που επικρατούν ως εθνικά ονόματα, τότε, είναι Ρωμιοί, και Γραικοί. (…) Από τους πρώτους που φαίνεται να απασχολήθηκαν με το ζήτημα, όπως θα μπορούσε κανείς να το περιμένει από τη ζωηρή του και ευαίσθητη πολυπραγμοσύνη, είναι ο Ευγένιος Βούλγαρης. Το 1768, μεταφράζοντας το Περί των διχονοιών, εκθέτει γιατί προτιμάει το Γραικός: Γραικοί από Γραικού τινός, ή Γραικού, το πα-λαιόν ονομαζόμενοι, οι ύστερον Έλληνες από ‘Ελληνας υιού του Δευκαλίωνος. Οι Λατίνοι άνωθεν, και τα έθνη άπαντα της Ευρώπης την σήμερον, δεν γνωρίζουσι το Γένος με άλλο όνομα. Ημείς δι’ όλης της παρούσης μεταφράσεως το αυτό όνομα μεταχειριζόμεθα, αποφεύγοντες το μεν Έλληνες δια την έμφασιν της ειδωλοθρησκείας, το δε Ρωμαίοι προς αντιδιαστολήν των Ρωμάνων. (…) Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι γενικά η τάση για την επικράτηση του Γραικός είταν πιο έντονη σε όσους είχαν πυκνές επαφές με τον δυτικό κόσμο’ πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι το “Έλληνες”, παρά το θρησκευτικό του πρόκριμα, κερδίζει έδαφος: Ο Καταρτζής διαπιστώνει με δυσφορία την επικράτηση του Έλληνες, γράφοντας γύρω στο 1783: (…) μερικοί σπουδαίοι, δηλαδή λόγιοι, ενάντια και στους κανόνες της γραμματικής τολμούν ν’ αλλάζουν σημασία λέξις, και να λεν τον εαυτό τους Έλληνες και να μην το ‘χουν πρόκριμα καθό χριστιανοί, και ατιμία καθό Ρωμηοί; (…) είχαμε προγόνους τους Έλληνες, τιμή μεγαλώτατη, χωρίς να πρετεντέρουμε τόνομα “.
Ο Κοραής είναι από τους “σπουδαίους”. (…) Στη γνώμη του Κοραή ανιχνεύουμε τρία τινά: βέβαια, υπάρχει η συνήθεια του ανθρώπου ο οποίος ζει στη Δύση, αλλά ιδίως βρίσκονται η αυξημένη εθνική φρικίαση η οποία τον κάνει να αποκρούει το Ρωμιός -την ανάμνηση της ξενοκρατίας-, ο έντονος κλασικισμός -που τον φέρνει προς τα αρχαία-, η έλλειψη θρησκευτικού ελέγχου, η οποία αφήνει ελεύθερο το άνοιγμα προς τη μνήμη της ειδωλολατρίας. Ο Καταρτζής, είδαμε, ξέρει ότι είχαμε προγόνους τους “Έλληνες”, ξέρει ακόμη ότι ο νέος ελληνισμός αποτελεί εθνότητα, δεμένη με τους αρχαίους, μέσα από το Βυζάντιο, και τα εκφράζει αυτά σε χωρία γεμάτα ρητορικό παλμό (…) : “Αφ’ ου ένας Ρωμηός συλλογιστή μια φορά πως κατάγεται από τον Περικλέα, Θεμιστοκλέα και άλλους παρόμοιους Έλληνες, ή απτούς συγγενείς του Θεοδόσιου, του Βελισάριου, του Ναρσή, του Βουλγαροκτόνου, του Τζιμισκή κ’ άλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ή έλκει το γένος του από κανέναν άγιο, ή από κανέναν του συγγενή, πως να μην αγαπά τους απογόνους εκείνων κ’ αυτωνών των μεγάλων ανθρώπων; (…)
Τη θέση του Κοραή την βρίσκουμε σε ένα διάλογο του, δημοσιευμένο το 1805. Διατί όχι Ρωμαίους ως ονομαζόμεθα έως τώρα; ρωτάει ένα από τα πρόσωπα του Διαλόγου, (…) Είναι ο Κλεάνθης- ο Αριστοκλής, που προτιμάει το όνομα Γραικός, του απαντάει: ” Οι προγονοί μας ωνομάζοντο το παλαιόν Γραικοί έπειτα έλαβον το όνομα Έλληνες, όχι από ξένον έθνος, αλλά από Γραικόν πάλιν, όστις είχε κύριον όνομα το Ελλην” …” Επρόκρινα το, Γραικοί, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης. Αν προκρίνης το, Έλληνες, ονο-μάζου, φίλε μου, Έλλην αλλά μη, δια τους οικτιρ-μούς του θεού, Ρωμαίος. Κλεάνθης: Δια τί τούτο; Αριστοκλής: Διότι δεν είσαι Ρωμαίος. Οι Ρωμαίοι πρώτοι μας εστέρησαν από την ολίγην ελευθερίαν την οποίαν είχαν μας αφήσει της Ελλάδος αϊ διχόνοιαν και το να φέρωμεν τ’ όνομά των είναι το αυτό και να φέρωμεν τυπωμένα εις το μέτωπον τα στίγματα της δουλείας, και να ομολογώμεν εκουσίως ότι χαίρο-μεν εις την δουλείαν”.
Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Ερμής, έβδομη έκδοση, Αθήνα 1998, σελ. 82-86, από το κεφάλαιο: “Το σχήμα του διαφωτισμού”.