από το Άρδην τ. 37, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002
Πριν από ορισμένα χρόνια, διήνυσα μια περίοδο της ζωής μου κατά την οποία με δυσκολία διάβαζα ο,τιδήποτε αφορούσε το 1922, κι αυτό σε αντίθεση με άλλες στιγμές κατά τις οποίες καταβρόχθιζα κάθε τι το σχετικό. Για αρκετό καιρό δεν μπορούσα να εντοπίσω επακριβώς την αιτία αυτής της απομάκρυνσης. Σήμερα νομίζω πως τη γνωρίζω. Ήταν η βαθιά συνείδηση του ρήγματος, του ακρωτηριασμού του «σώματος» μου. Ήταν η συνείδηση πως η μιζέρια μου, είναι πρωτίστως συνέπεια του ότι η Ελλάδα έμεινε μετέωρη, χωρίς τον ελληνισμό, έμεινε «μικρή», μια «Πρέβεζα», χωρίς εκείνα τα πνευμόνια που την άνοιγαν στον κόσμο, στον «μέγα ελληνικό κόσμο» του Καβάφη. Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέφρασε μια γενιά που έμεινε να αντιπαλεύει με γραικύλους και νάνους, με χλιαρούς «κοντοπόδαρους κωλοέλληνες». Και το τραγικότερο είναι πως ένιωθα και νιώθω, παρά τη βαθιά μου περιφρόνηση γι’ αυτούς, πως «από το πόδι με τραβάν βαθιά μέσα στο χώμα». Είναι φυσιολογικό να αποφεύγουμε να ξύνουμε τις παλιές πληγές, μην τυχόν και ερεθίσουμε το σημείο του ακρωτηριασμού που παραμένει ανοικτό, αιμάσσον, με τις φλέβες και τις αρτηρίες ακόμα μισάνοικτες, τους τένοντες κομματιασμένους, το δέρμα διαρκώς ανολοκλήρωτο. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορώ να μην επιστρέφω σε αυτό. Όχι για να θρηνήσω -πάνω από πόλεις της Ιωνίας, που δεν γνώρισα-, αλλά για να κατανοήσω την πρώτη και τη νέα γεωγραφία μου, για να κατανοήσω το «dasein» μου μέσα στον κόσμο. Και, επί τέλους, γιατί η πληγή δεν μπορεί να επουλωθεί με τη λήθη. Και «δεν αρμόζει σε σέ που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη», η φυγή μπροστά στην αλήθεια. Πρέπει η διάγνωση να είναι αυστηρή και αδέκαστη για να μπορέσουμε να ζήσουμε και πάλι, αν όχι χιλιάδες, τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες χρόνια!
Ο αναγνώστης στις σελίδες που ακολουθούν δεν θα βρει μια ιστορία του 1922. Θα βρει μια απόπειρα διερεύνησης της νεο-ελληνικής πνευματικής πραγματικότητας τα ογδόντα χρόνια που ακολούθησαν, μέσα στην αντιφατικότητα της: Πώς και γιατί ο ακρωτηριασμός του μισού σώματος του ελληνισμού δεν επέτρεψε τη συγκρότηση μιας ρωμαλέας και αυτοδύναμης νεοελληνικής ταυτότητας, η οποία συνεχίζει να παραπαίει μέχρι σήμερα στο δίπολο «φωταδισμός-σκοταδισμός». Πώς και γιατί, ταυτοχρόνως, η μετάγγιση του ζωντανού στοιχείου του Μικρασιατικού και Θρακιώτικου-Πολίτικου ελληνισμού στο σώμα της ψωροκώσταινας, απετέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα για μια τέτοια συγκρότηση, έστω και εάν παραμένει ζητούμενη. Το αίτημα που μας θέτει η ιστορία δεν είναι βέβαια η λήθη, δεν είναι η εγκατάλειψη των «χαμένων πατρίδων», όπως ισχυρίζονται οι ανιστόρητοι, αλλά η αναβίωση τους σε μια εσωτερικότητα, απαραίτητη για να ολοκληρώσουμε την υπέρβαση της διχοτόμησης, αυτού του τραγικού δίπολου, που μας σακατεύει. Μόνο εάν πραγματοποιήσουμε τον τετραγωνισμό του κύκλου και ενσωματώσουμε αυτή την Ελλάδα που μας λείπει, του ελληνισμού -η οποία μας άνοιγε σε έναν ευρύτερο κόσμο- στη σημερινή μας πραγματικότητα και μετασχηματίσουμε το εύρος του ελληνισμού σε βάθος, σε επίπεδο πνευματικής και υλικής αυτοδυναμίας και αυτονομίας, μόνον τότε θα έχουμε απαντήσει δημιουργικά στην πρόκληση του σχισίματος και της απώλειας που σηματοδότησε το 1922. Η «γενιά του ’30» αποτέλεσε μια πρώτη ρωμαλέα απάντηση σε αυτή την πρόκληση. Άραγε θα μπορέσουμε να την ολοκληρώσουμε; Το διακύβευμα είναι τεράστιο, και από την απάντηση σε αυτό θα εξαρτηθεί και το εάν θα συνεχίσουμε να ζούμε ως συλλογικό υποκείμενο στον κόσμο που έρχεται.
Στα ογδόντα χρόνια που πέρασαν Παλαιοελλαδίτες και Μακεδόνες, Πόντιοι και Κρητικοί, Αρβανίτες και Βλάχοι, Μικρασιάτες και Εφτανησιώτες γίναμε ένα, ελλαδικοί. Μένει να γίνουμε, όλοι μαζί, -και μαζί μας οι Κύπριοι, οι Βορειοηπειρώτες, οι έξω Έλληνες- και πάλι “Έλληνες”. Θα το μπορέσουμε;