Αρχική » Γ. Καραμπελιάς: Έθνος και κοινωνία στην παράδοση της ελληνικής αριστεράς

Γ. Καραμπελιάς: Έθνος και κοινωνία στην παράδοση της ελληνικής αριστεράς

από Γιώργος Καραμπελιάς

από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003

Επειδή σήμερα κατακλυζόμαστε από την “αριστερά” της παγκοσμιοποίησης που κυριαρχεί στα ΜΜΕ και τα Πανεπιστήμια, συχνά θεωρούμε, ιδιαίτερα οι νεώτεροι, πως Αριστερά και απόρριψη του “εθνικού” ζητήματος είναι ταυτόσημες. Όμως, στην πραγματικότητα, συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο, η ελληνική αριστερά θα μεταβληθεί σε σημαντική πολιτική δύναμη όταν θα αναλάβει την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κατοχή. Ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπήρξαν περίοδοι στην ιστορία της, ιδιαίτερα από το 1918 έως το 1935 και από το 1974 μέχρι σήμερα, που κυριαρχούσε η αντίθετη άποψη, της απόρριψης της εθνικής διάστασης του κοινωνικού αγώνα. Έτσι, αν επιθυμούμε να κάνουμε μια περιοδολόγηση της ιστορίας της ελληνικής αριστεράς, θα πρέπει να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους: Η πρώτη φθάνει μέχρι το 1918 και τη δημιουργία του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ. Η δεύτερη μέχρι το 1935. Η τρίτη από το 1935 έως την πτώση της δικτατορίας, και η τέταρτη και τελευταία, από τη μεταπολίτευση και εφεξής.

Μέχρι το 1912 περίπου, η ιδεολογία της ελληνικής αριστεράς θα διαμορφωθεί παράλληλα με την κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής ολοκλήρωσης και της “μεγάλης ιδέας”, και στο εσωτερικό της θα κυριαρχούν μάλλον τα ρεύματα που αναγνώριζαν τη σημασία του εθνικού ζητήματος. Οι ρίζες της ελληνικής αριστεράς στον 19ο αιώνα θα είναι μάλλον γαριβαλδινού χαρακτήρα και θα θέτουν ως κατ’ εξοχήν επαναστατικό αίτημα την απελευθέρωση των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας παράλληλα με την κοινωνική απελευθέρωση. Ο Παναγιώτης Πανάς στην Αλήθεια τόνιζε ήδη το 1861 πως το νόημα του “αληθούς” ριζοσπαστισμού δεν έχει “ως μόνο του δόγμα την εθνική αποκατάστασιν, αλλά και την επί τα βελτίω της κοινωνίας ανάπλασιν”. Στη συνέχεια, μαζί με τον Ανδρέα Ρηγόπουλο, συμμετέχουν στην παράνομη Δημοκρατική Ανατολική Ομοσπονδία, που ιδρύθηκε το 1865 στο Βουκουρέστι και όχι μόνο έθετε ως στόχο την απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών αλλά και στρεφόταν κατά των αρχουσών τάξεων και της βασιλείας. Στη “νόμιμη” οργάνωση που δημιουργήθηκε για να καλύπτει τις δραστηριότητες της μυστικής οργάνωσης, τον Ρήγα, που εξέδιδε και ομώνυμη εφημερίδα, συμμετείχαν, εκτός του Πανά και του Ρηγόπουλου, οι Ρόκκος Χοϊδάς, Τιμολέων Φιλήμων, Γεώργιος Φιλάρετος, και άλλες προσωπικότητες του ριζοσπαστισμού της εποχής1.

Ο Σταύρος Καλλέργης (1864-1926), η σημαντικότερη μορφή του ελληνικού σοσιαλισμού στη δεκαετία του 1890, που θα οργανώσει τον Κεντρικό Σοοιαλιστικό Σύλλογο και θα εκδόσει την εφημερίδα Σοσιαλιστής, θα συμμετάσχει μαζί με τον ομοϊδεάτη του Μαρίνο Αντύπα στην επανάσταση της Κρήτης και θα εκλεγεί αντιπρόσωπος στην Επαναστατική Συνέλευση του Αρκαδίου και βουλευτής στην εθνική εξέγερση του 1912.

Όμως μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της θεσσαλονίκης στο ελλαδικό κράτος, το ιδεολογικό τοπίο μεταβάλλεται. Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, στο οποίο κυριαρχούν οι μορφές του Σκληρού, του Γιαννιού, του Χατζόπουλου, έρχεται σε επαφή τόσο με το ισχυρότερο -οργανωτικά- βουλγάρικο εργατικό κίνημα, όσο και με το πολυεθνικό, και κατ’ εξοχήν εβραϊκό, κίνημα της θεσσαλονίκης που προωθεί μια αντίληψη διατήρησης της πολυεθνικής υφής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και ειδικά της Μακεδονίας, όπου η ανάμειξη των πληθυσμών είχε δημιουργήσει την περιβόητη “μακεδόνικη σαλάτα”. Η Φεντερασιόν της θεσσαλονίκης θα αποτελέσει τη σημαντικότερη βάση του νεογέννητου ΚΚΕ και ο Μπεναρόγια τον κυριότερο εκπρόσωπο αυτής της νέας γραμμής2. Έτσι θα διαμορφωθεί ένα ρεύμα που, μέσα στο αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κλίμα της περιόδου που ακολούθησε τη μπολσεβίκικη επανάσταση, θα αντιπαραθέτει εθνικό και κοινωνικό ζήτημα. Η δεύτερη περίοδος θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται στον αντίποδα της πρώτης: η κυρίαρχη έως τότε σοσιαλιστική παράδοση, η οποία προσπάθησε να συνδέσει εθνικό και κοινωνικό ζήτημα, θα περιθωριοποιηθεί.

Το γεγονός ότι στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα αποκτά πανεθνικές μορφές οργάνωσης, συνδικαλιστικές και κομματικές, αμέσως μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση (το ΚΚΕ και η ΓΣΕΕ ιδρύονται το 1918) σφραγίζει την ιδεολογία και την προοπτική του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι αιρετικές φωνές είτε θα σιγήσουν είτε θα διωχθούν, είτε θα υποχρεωθούν να φύγουν από την Ελλάδα, όπως συνέβη με τον Μιχάλη Ράπτη, για να μπορέσουν να έχουν μια αυτόνομη δράση. Το ελληνικό εργατικό κίνημα θα υπάρξει ουσιαστικά ως κομμουνιστικό και σταλινοκρατούμενο.

Τις συνέπειες αυτής της εξέλιξης μπορούμε να τις διακρίνουμε ακόμα και σήμερα, αλλά στο παρελθόν υπήρξαν καταλυτικές: θα σφραγίσουν ιδιαίτερα το ελληνικό κίνημα και τις θέσεις του για τη Μικρασιατική καταστροφή, για το Μακεδονικό και γενικά θα τροφοδοτήσουν την προπαγάνδα για την σλαβική “εξάρτηση” του ΚΚΕ.

Η περίπτωση του Νίκου Γιαννιού (Άνδρος 1885-Αθήνα 1958), της σημαντικότερης ίσως προσωπικότητας του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος στην περίοδο 1910-1920, είναι η πλέον χαρακτηριστική για τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που δημιουργούσε μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση. Ο Νίκος Γιαννιός υπήρξε γραμματέας του Ψυχάρη (1903-1905) και ενεργός δημοτικιστής. Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε το 1909 την αρχισυνταξία της εφημερίδας Λαός, που ίδρυσε μαζί με τον Φ. Φωτιάδη και τον Ίωνα Δραγούμη, ως όργανο τou Αδερφάτου της Εθνικής Γλώσσας, ενώ παράλληλα συμβάλλει στη δημιουργία του Σοσιαλιστικού Κέντρου της Τουρκίας και διευθύνει την ελληνική έκδοση του δεκαπενθήμερου τετράγλωσσου Εργάτη, θα συγκρουστεί με τον Ίωνα Δραγούμη στην Κωνσταντινούπολη γύρω από την κατεύθυνση του Λαού που είχαν εκδόσει από κοινού3 και θα επικρίνει τους εθνικιστές στο Νουμά. Το 1910 απελαύνεται από την Τουρκία και στην Αθήνα δημιουργεί το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών ενώ θα εκδόσει και Αντιπολεμικό Μανιφέστο, το 1912. Στη συνέχεια θα δείξει αμηχανία γύρω από το ζήτημα της συμμετοχής στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, θα συμμετάσχει στην κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ως επιθεωρητής εργασίας, και θα οδηγηθεί σε ρήξη με το νεογέννητο ΚΚΕ, παρόλο που συμμετείχε στο ιδρυτικό του συνέδριο, κυρίως επί τη βάσει των θέσεων για το εθνικό ζήτημα. Από το 1917 έως το 1918, θα παραμένει αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Ιδρύει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδας, μετά το 1917 με όργανο το μηνιαίο Σοσιαλισμό και την ημερήσια Κοινωνία, μετά την αποχώρησή του από τον Ριζοσπάστη’1.

Και όμως, στα πλαίσια της άκρας αριστεράς της περιόδου, ακόμα και της σοβιετικής, θα εξακολουθούν να ακούγονται και διαφορετικές φωνές. Η θέση της Ρόζας Λούξεμπουργκ έχει γίνει σχετικά γνωστή:

“Η σημερινή θέση μας στο Ανατολικό ζήτημα είναι να αποδεχτούμε πι διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας σαν μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε τη σκέψη ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για την αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράσταση μας”5.

Η συνέχεια, με το ιδιαίτερο βάρος που ο διεθνισμός της Κομιντέρν έδινε στον βουλγαρικό… εθνικισμό και στους σλάβους, είναι γνωστή. Ακόμα και το 1934, η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το Μακεδονικό και την ΕΜΕΟ (25-2-1934) συνεχίζει να αναφέρεται στο καταπιεζόμενο “Μακεδονικό έθνος” και στην “ενιαία, ανεξάρτητη μακεδονική δημοκρατία”. Δηλαδή, η Κομιντέρν θα φθάσει να βαφτίσει τους Μακεδόνες, συλλήβδην (δηλαδή και τους Έλληνες), “μακεδονικό έθνος”, σε μια σαφώς εκσλαβισμένη αντίληψη του διεθνισμού6. Για ένα μεγάλο μέρος του μεσοπολέμου, στην ιδεολογία της ελληνικής αριστεράς, το λαϊκό θα αντιπαρατίθεται με το εθνικό -σε αντίθεση με ό,τι θα συμβεί στην Κίνα ή το Βιετνάμ- σε πλήρη αρμονία με το “δυτικό” κομμουνιστικό κίνημα.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, θα διαμορφωθεί και η αντίστοιχη θεωρία για τη φύση και τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους, που θα οδηγείται στον αντίποδα των εθνικιστικών ιδεολογημάτων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, για τους Έλληνες ως περιούσιο λαό και ως ιστορικούς κληρονόμους του ευρύτερου χώρου της Ανατολής.

Τώρα πια για την Αριστερά συμβαίνει το αντίστροφο: Οι Έλληνες είναι οι “ιμπεριαλιστές” της Ανατολής, και προφανώς το νεοελληνικό έθνος είναι ένα καινοφανές ιστορικό δημιούργημα που ανεδύθη, σύμφωνα με τη λογική της σύγχρονης δυτικής εθνογένεσης, στην τελευταία φάση του Βυζαντίου, και δεν διαθέτει κάποια ιστορική συνέχεια με τον αρχαίο ή τον βυζαντινό ελληνισμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται πολύ πιο εύκολη η αποδοχή των ιδεολογημάτων που χαρακτήριζαν την διεκδίκηση ιστορικών χώρων, όπου για χιλιάδες χρόνια, πράγματι, βρίσκονταν και εξακολουθούν να βρίσκονται Έλληνες, με “ιμπεριαλιστικές” διεκδικήσεις, ενώ αναδείκνυαν τους Νεοτούρκους και τον Κεμάλ σε “εθνικοαπελευθερωτικούς ηγέτες” και όχι σε σφαγείς των Αρμενίων και του μικρασιατικού ελληνισμού.

Όμως η λαϊκή φύση της αριστεράς, η σύνδεσή της με τους αγώνες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και η ευτυχής ομολογία των κατευθύνσεων της Ελλάδας και της Σοβιετικής Ένωσης στη διάρκεια του πολέμου, θα την υποχρεώσουν, στην τρίτη περίοδο, τόσο στην εγκατάλειψη του Μακεδονικού παραλογισμού7 όσο και στη μεγάλη εθνική στροφή της Κατοχής. Τότε το λαϊκό θα γίνει υποχρεωτικά εθνικό και οι “αντιεθνικιστές” κομμουνιστές θα υποχρεωθούν να γίνουν “πατριώτες”.

Στην “Πολιτική απόφαση του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ”, τον Δεκέμβριο του 1935, δηλώνεται ανοικτά η αλλαγή της πολιτικής θέσης του κόμματος:

“11- Μετά το κίνημα του Μάρτη, το Κόμμα μας, στη θέση του συνθήματος ‘ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη’, έβαλε το σύνθημα ‘πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες’…Την αντικατάσταση του παλιού συνθήματος ‘ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη’ επιβάλλει η ίδια η αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας σε στενή σύνδεση με την αλλαγή των συνθηκών… με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική πάλη… Ο πληθυσμός στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας είναι σήμερα στην πλειοψηφία του ελληνικός ,..”8.

Η συνολική αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού θα επιτρέψει στο ΚΚΕ να εκμεταλλευτεί την κρίση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος και να μεταβληθεί, από ένα πολιτικό “γκρου-πούσκουλο”, σε κόμμα με σημαντική απήχηση. Μέχρι το 1930, ο αριθμός των μελών του θα κυμαίνεται από 1.320 (το 1920) σε 1.500 το 1930. Το 1934 θα γίνουν 6.000 και το 1936,17.500! Στις δε εκλογές του 1935 θα πάρει το 9,59% των ψήφων και σε εκείνες του 1936 το 5,76% και θα εκλέξει 15 βουλευτές9. Σε αυτές τις νέες συνθήκες, χιλιάδες παλιοί βενιζελικοί, αλλά ακόμα και προερχόμενοι από το Λαϊκό Κόμμα, θα προσεγγίσουν το ΚΚΕ. Τότε θα γίνουν και οι πρώτες επαφές με την στρατιωτική και πολιτική αριστερά του βενιζελισμού, προσέγγιση που θα αποδώσει καρπούς στη συγκρότηση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και αυτή η γραμμή συνδυασμού εθνικού και κοινωνικού στοιχείου θα παραμείνει κυρίαρχη μέχρι τη δικτατορία του 1967.

Σε μια τέταρτη ιστορική φάση όμως, μετά το 1974, εκείνη της “παγκοσμιοποίησης” και της οργανικής ένταξης της Ελλάδας σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς, η αριστερά -και κατ’ εξοχήν η αριστερή διανόηση- θα λειτουργήσει ως ο ιδεολογικός προπομπός και φορέας της προσαρμογής σε αυτή την παγκοσμιοποίηση, χρησιμοποιώντας το ιδεολογικό οπλοστάσιο του μαρξιστικού διεθνισμού και της μεσοπολεμικής ελλαδικής αριστεράς, χωρίς βέβαια την αγωνιστική της διάσταση. Και ο παροξυσμός του ψευδοεθνικισμού της ελληνικής δεξιάς με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, την “Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών” που θα οδηγήσει στην κυπριακή καταστροφή, θα προσφέρει το ιδεολογικό άλλοθι για την εγκατάλειψη της εθνικοαπελευθερωτικής διάστασης της αριστεράς.

Το στρώμα των διανοουμένων της ευρύτερης αριστεράς ήταν το καταλληλότερο, όχι απλώς για την πρόσληψη και τη μεταφορά της ευρωπαϊκής ιδεολογίας στην Ελλάδα, αλλά για την ενσωμάτωση των ελληνικών ελίτ στο υπό διαμόρφωση στρώμα των ευρωκρατών. Διέθεταν τόσο τα απαραίτητα εφόδια -γλώσσες, εξοικείωση με τα επιστημονικά εργαλεία της ύστερης Δύσης- όσο και την κατάλληλη ιδεολογική αρματωσιά, του διεθνισμού και του α-εθνισμού, που μπορούσε να αποτελέσει το ιδεολογικό τσιμέντο της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης.

Πρόκειται δηλαδή για ένα νέο -ουσιαστικά- ιδεολογικό ρεύμα το οποίο, στηριζόμενο στην μαρξιστική σύλληψη του έθνους ως έθνους-κράτους, προχωράει πιο πέρα και αρνείται την πραγματική -υλική- υπόσταση της εθνικής κοινότητας. Πλέον η εθνική ταυτότητα είναι “νοερή”, και όχι μόνον αυτό αλλά και κατασκευασμένη και αντιδραστική. Εν τέλει τα συλλογικά υποκείμενα, άρα και το έθνος, είναι κατασκευές. Ο “μαρξισμός” ολοκληρώνεται ως ατομοκεντρικός φιλελευθερισμός. Ούτε εξ άλλου είναι τυχαίο πως αυτό το ιδεολογικό ρεύμα συμπλέει με τον Νίκο Δήμου, τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, τον Στέφανο Μάνο και άλλους οπαδούς του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Και όμως αυτό το ατο-μοκεντρικό και τεχνοκρατικό κατασκεύασμα εξακολουθούν οι φορείς του να το εμφανίζουν ως “μαρξιστικό” ή “αριστερό”, ενώ αποτελεί απλώς την ιδεολογική έκφραση της παγκοσμιοποίησης και της πολυεθνικοποίησης του κεφαλαίου το οποίο, στην παρούσα φάση της ανάπτυξής του, αποστρέφεται και αντιμάχεται κάθε μορφή κοινότητας, είτε εθνική είτε ταξική, ως εμπόδιο στην επέκταση του.

Μέσα στα πλαίσια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου η ιδεολογία της αριστεράς ήταν ηγεμονική και είναι οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ που ανέλαβαν την ένταξη της χώρας στους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης – και όχι η δεξιά, όπως συνέβη π.χ. στη Γερμανία-, μόνο από την Αριστερά μπορούσε να προκύψει μια σοβαρή και με πιθανότητες επιτυχίας απόπειρα από-εθνικοποίησης και αποδιάρθρωσης μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας, όπως είναι η ελληνική. Ο παγκοσμιοποιητικός εκσυγχρονισμός θα έχει αριστερό πρόσημο στην Ελλάδα, τόσο στο πολιτικό όσο και στο ιδεολογικό πεδίο.

Μετά τη μεταπολίτευση, η επίσημη αριστερά θα πάψει να είναι αγωνιστική, θα απορροφηθεί από το κράτος, ή μάλλον θα μεταβληθεί, κατά την έκφραση του Αλτουσέρ, σε “ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους” και η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου θα τη μεταβάλει, στο μεγαλύτερο μέρος της, σε δυτικόστροφη και Βρυξελλόπληκτη10. Η αριστερά θα γίνει κυρίαρχη στη διανόηση και τους Πανεπιστημιακούς μηχανισμούς, στους δημοσιογραφικούς χώρους κ.λπ. και η ιδεολογία της, ενός άχρωμου ψευτοδιεθνισμού, θα συνταυτιστεί απολύτως με τον κοσμοπολιτισμό των “γιάπηδων”. Επί ματαίω θα γράφει ο ποιητής από μακρυά:

Εν τω μεταξύ

η γύφτισσα υπενθυμίζει στους αριστερούς το ‘Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας

/1/ . Ερασμία-Λουιζα Σταυροπου-λου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), Ένας ριζοσπάστης ρωμα-ντικός, Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, σελ. 84-106. Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψτ στην Ελλάδα, τόμος Α (1875-1907), σελ 48-52. Λ . Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Κομμούνα. Αθήνα 1986.

2. Αβραάμ Μπεναρόγια, Ελπίδες και πλάνες, Στοχαστής, Αθήνα 1989. Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών, Η σοσίαλιστική Οργάνωση Φεντεραοιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989.

3          . Βλέπε, Γιώργος Λεονταρί-της, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξάντας, Αθήνα 1978, σελ. 49-50.

4          . Βλέπε Λεονταρίτης όπ.π. και Παναγιώτης Νούτσος, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα,τόμος Β’ (1907-1925), σελ. 91-109 και 291-338.

5          . Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία”, αναδημ. στο περιοδικό Λαοί, τ. 1, Μάιος 1987, σελ. 44.

ό. Βλέπε Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τόμος 13ος, 1900-1924, Παναγιώτης Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τόμος 2ος. Αλέξανδρος Δάγκας – Γιώργος Λεοντιάδης, όπ.π. σελ 198-204 7 . Γιατί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Μακεδονία είχε πλέον πάνω από το 90% ελληνόφωνο και ελληνικής συνείδησης πληθυσμό, και το μόνο σύνθημα που είχε νόημα για την αριστερά ήταν η διεκδίκηση ισότιμων δικαιωμάτων για τις μειονότητες, τη σλαβομακεδονική και την εβραϊκή στη θεσσαλονίκη, πράγμα που θα κάνει μετά τη στροφή του 1935. 8. ΚΚΕ, Δέκα Χρόνια Αγώνες. 1935-1945, εκδ. ΚΚΕ, Ανατύπωση Πορεία, Αθήνα 1977. σελ. 66-67.

9 – Αγγελος Ελειράντης. Η επαγγελία της αδύνατης επαναστασης, Ολκός, Αθήνα 1976. σελ. 289,304.

10.      Η πρόσφατη στροφή του ΚΚΕ προς θέσεις πατριωτικές δεν αναιρούν τις διαπιστώσεις μας, δεδομένου ότι το ΚΚΕ έχει απογυμνωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από διανόηση.

11.      Νικόλας Κόλας, “Ευτυχούπολις”, Οδός Νικήτα Ράντου, όπ, σελ. 104.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ