Αρχική » Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό

Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό

από Άρδην - Ρήξη

Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας, με 48 φωτπογραφίες, 18 σχέδια και 3 Χάρτες – Ξάνθη 2003

του Δ. Μαυρίδη, από το Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003

Πρόκειται για ένα αξιόλογο και αισθητικά άρτιο βιβλίο που εξεδόθη στην Ξάνθη με τη συμβολή του Πολιτιστικού Αναπττυξιακού Κέντρου Θράκης (ΠΑΚΕΘΡΑ). Από τον πρόλογο του βιβλίου δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί:

01 ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ Αλέκου, του θείου Νίκου και της θείας Δωροθέας, ήταν ή αρχή αυτού του ταξιδιού και των ερωτημάτων που το συνόδευσαν. Κινούμενος από την περιέργεια που γέννησαν όσα άκουσα παιδί, έψαχνα για χρόνια να ανακαλύψω ίχνη της ρωμαίικης παρουσίας στους χώρους τους οποίους οι δικοί μου, και μετά και εγώ, είχαν μυθοποιήσει. Αυτό με βοήθησε να ξεπεράσω τις αμφιβολίες μου και την υποψία πως έχουν λεχθεί τα πάντα και ότι τα γραψίματα μου θα ήταν κοινοτοπίες-άλλωστε, στην αρχή, δεν μπορούσα να πιστέψω πως μία επίσκεψη στα ασήμαντα και ξεχασμένα «Μνηματάκια» της Ραιδεστού θα οδηγούσε σε ένα βιβλίο.

Δεν ήθελα, ούτε μπορούσα, να ξεφύγω από υποθήκες που μου είχαν πολύ νωρίς εντυπωθεί, αν και συχνά αναρωτιόμουν τί νόημα είχε ένα τέτοιο ταξίδι, τί έκανα εκεί, και γιατί είχα τόσο έντονο ενδιαφέρον για ένα ασήμαντο, περιφερειακό και έξω από τον συρμό περιβάλλον. Μήπως το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά ένας αναχρονισμός; Ποια γενικότερη σημασία μπορούν, τέλος πάντων, να έχουν όλα αυτά; Γιατί έχουν κάποια σημασία, αφού κάθε τοπικισμός καλύπτει μία ολόκληρη κοσμοαντίληψη. Άτομο και τόπος δημιουργούν ακατάλυτες διαλεκτικές σχέσεις. Συγκεκριμένοι τόποι και πολιτισμικά περιβάλλοντα είναι δυνατό να αποκτήσουν μία ισχυρή φαντασιακή υπόσταση που τα εξιδανικεύει. Αυτό λέγεται επαναβίωση. Ακόμη, τέτοιες εξιδανικεύσεις, είναι δυνατό να μεταφερθούν στις επόμενες γενεές και να μεταβληθούν σε αιτήματα διατήρησης ή επανατοποθέτησης των αξιών στις παραδοσιακές ιστορικές τους βάσεις. Οι καταστάσεις αυτές οδηγούν, συχνά, και ιδίως σήμερα, σε αναγεννητικά κινήματα.

Στην αρχή, το βιβλίο αυτό ξεκίνησε σαν απλή συλλογή φωτογραφιών και εντυπώσεων. Οι παλιές ταχυδρομικές κάρτες και φωτογραφίες μαζεύτηκαν με μεγάλο κόπο, αλλά και ανάλογη ευχαρίστηση, από τον σύγχρονο κήπο των Μουσών της Αθήνας, το Μοναστηράκι, και τα παλαιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης. Οι φωτογραφίες αυτές είναι σπανιότατες, πολλές είναι ανέκδοτες και μερικές είναι μοναδικές. Οι παλιές φωτογραφίες δίνουν μία νέα οπτική στην ιστορική μας μνήμη και την αυτογνωσία μας. Οι εικόνες αυτές είναι γεμάτες δυναμισμό και ένταση και δρουν σαν πύρινες εστίες στη συνείδηση μας. Το πνεύμα χρειάζεται να δει για να κατανοήσει. 0 περιλάλητος πλατωνικός μύθος του σπηλαίου είναι σαφής.

Οι ανάλογες συλλογές φωτογραφιών, που έχουν μέχρι σήμερα παρουσιαστεί, πάσχουν, συνήθως, από αδυναμία του λόγου να συμπληρώσει και να γενικεύσει τα φαινόμενα. Ίσως αυτό οφείλεται στο δέος και το ασύλληπτο των γεγονότων του 1922, της ακόλουθης κατάρρευσης του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής όπως και της επιστροφής των Ελλήνων της Ανατολής στην ευρωπαϊκή ιστορική τους εστία. Γιατί πιστεύω, ότι ο Νέος Ελληνισμός, παύει με τα γεγονότα αυτά να είναι ό,τι ήταν και εισέρχεται σε μία όλως νέα ιστορική και πολιτισμική φάση. Τέτοια υπαρξιακά βιώματα θέτουν ερωτήματα για την πραγματικότητα και το μέλλον του Νέου Ελληνισμού. Αυτός ο λόγος είναι υποχρεωμένος από τη φύση του, να αναλάβει την προσέγγιση των μεγάλων προβλημάτων πού αντιμετωπίζουμε σήμερα ως χώρα, ως έθνος και ως πολιτισμός. Έτσι, με μία αναπόφευκτη αναγωγή, οι στόχοι και η μορφή του βιβλίου άλλαξαν, καθώς αυτό γραφόταν, και ένα νέο βιβλίο γράφτηκε μέσα στο αρχικό βιβλίο. Προσπαθώ, λοιπόν εδώ, όχι μόνο να διερευνήσω τόπους, ιστορία, μορφές και φαινόμενα, αλλά και να αποκαλύψω τις σημασίες τους. Επιχείρησα, δηλαδή, να προσεγγίσω τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πραγματικότητας που διερευνώ και αποτυπώνω. Ορατής και αόρατης, αλλά και να τα ερμηνεύσω και να τα τοποθετήσω στα πλαίσια του καθολικού. Ένα τέτοιο εγχείρημα, όσο ερασιτεχνικό και αδύναμο και αν είναι, απαιτεί τον κατάλληλο εννοιολογικό εξοπλισμό. Στο τέλος του βιβλίου δίδονται οι σημασίες με τις οποίες γίνεται χρήση των πολυσήμαντων όρων που χρησιμοποιούνται στις αναλύσεις που επιχειρώ. Οι σημασίες αυτές, άλλωστε, περιγράφουν και προσδιορίζουν και τον προβληματισμό πού δικαιολογεί αυτό το βιβλίο.

0 προβληματισμός αυτός, που γεννιέται ακόμη και αν αγνοήσουμε την ιδιαίτερη ελληνική περίπτωση της σε μεγάλο βαθμό απομάκρυνσης από τον ιστορικό χώρο και της στέρησης του, έχει γίνει πολύ πρόσφατα αντικείμενο ανάλυσης από την πολιτισμική ανθρωπολογία. Οι ελληνικές ιδιαιτερότητες έχουν και εδώ ένα σημαντικό μερίδιο. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή το να πούμε ότι, στους ελληνικούς γεωγραφικούς και πνευματικούς χώρους, απαντώνται με σαφήνεια και σπουδαιότητα πολλά από τα θέματα που απασχολούν τους θεωρητικούς του πολιτισμού.

Ένα ταξίδι, όπως και το γράψιμο ενός βιβλίου, είναι άγνωστο πού θα οδηγήσει. Ταξιδεύοντας στην Τουρκία διαπίστωσα ότι το μέτρο του πόσο σημαντική είναι μία χώρα, βρίσκεται στη θέση πού αυτή κατέχει στη φαντασία μας. Μεγάλοι μύθοι που μας προσδιορίζουν, όπως και φαντασιακά στοιχεία στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, έχουν ως γεωγραφικό χώρο τόπους πού περιλαμβάνονται σε αυτό που σήμερα αποτελεί την Τουρκική Δημοκρατία. Αλλά και ή διαλεκτική των ελληνοτουρκικών οδηγεί, από την παρατήρηση της ανησυχητικής και επικίνδυνης κρίσης ταυτότητας της Τουρκίας, κατευθείαν στη συνείδηση της δικής μας διαχρονικής κρίσης ταυτότητας. Με λίγα λόγια, ο φαντασιακός χώρος της Τουρκίας στην ιστορική και την πολιτισμική μας συνείδηση είναι στενά δεμένος με τη δική μας φαντασιακή και εμπειρική αυτοβεβαίωση. Η ταυτότητα, ως συμμετοχή σε μια πολιτισμική κοινότητα και ως κατασκευή μιας προσωπικής πιστοποίησης, γίνεται μετά τη συνείδηση αυτού που είναι αντίθετο. Αυτά, μαζί με την παρουσία της επαναβίωσης, μπορούν ίσως να εξηγήσουν το φαινομενικά παράδοξο γεγονός, κατά το οποίο το ερώτημα για τη νεοελληνική ταυτότητα τίθεται σε ένα ταξίδι έξω από τα ελληνικά σύνορα και σε χώρους όπου δεν κατοικούν πλέον Έλληνες.

θέλω ακόμη να σημειώσω ότι όσα αποτύπωσα τα είδα με οπτική ελληνοκεντρική. Το βιβλίο αυτό δύσκολα μπορεί να διαβαστεί από ένα ξένο. Μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε ό,τι είναι δικό μας. 0 τρόπος που περιγράφουμε την πραγματικότητα είναι ο τρόπος πού την κατανοούμε και φανερώνει το πώς και το πόσο την κατανοήσαμε.

Συνηθίζεται στη χώρα μας κάποια άρνηση σε ό,τι το εθνοκεντρικό, πού θεωρείται απλό ιδεολόγημα. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την ιστορική μας πορεία αγνοώντας και καταπολεμώντας σχιζοφρενικά την πολιτισμική μας ιδιαιτερότητα. Ίσως είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε, ότι είναι απολύτως και κατεπειγόντως απαραίτητο, ταυτόχρονα με τον εκσυγχρονισμό μας, να ασχοληθούμε με τα θέματα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος της εθνικής μας πραγματικότητας. Η στροφή μας προς τα αλλότρια φαίνεται να φέρει μέρος της ευθύνης για την κατάρρευση που δοκιμάζουμε. Γι’ αυτά, όμως, άλλου.

Ο ελληνοκεντρισμός, επίσης, όπως τον εκφράζει ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις στην επιγραφή (μότο) του βιβλίου, συνοδεύεται από μία αίσθηση απειλής προς τους ελληνικούς χώρους, φυσικούς και νοητικούς. Αυτό δεν είναι υπερβολή, όσο και αν επιθυμούμε να είναι, και περιγράφεται αναλυτικά από τη σύγχρονη πολιτισμική ανθρωπολογία· η οποία, μάλιστα, έχει αναπτύξει το κατάλληλο θεωρητικό και εννοιολογικό υπόβαθρο για την κατανόηση του φαινομένου. Σύμφωνα, λοιπόν, με την πολιτισμική ανθρωπολογία, η επίδραση ενός πολιτισμού πάνω σε έναν άλλο μπορεί να γίνει άκρως απειλητική. Επιπολιτισμός, είναι ο όρος που χαρακτηρίζει και περιγράφει τα φαινόμενα αυτά. Η Ελλάδα και οι ελληνικοί χώροι αποτελούν χαρακτηριστικά πεδία ανάπτυξης επιπολιτισμού. Και εδώ η ελληνική περίπτωση είναι γεμάτη ιδιαιτερότητες. Κάθε θεωρία του πολιτισμού αντικατοπτρίζει το πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο όποιο διατυπώνεται. Η πολιτισμική ανθρωπολογία εκφράζεται μέσα στο αντίθετο αυτών τα όποια ως Έλληνες αντιλαμβανόμαστε. Ο επιπολιτισμός μελετήθηκε μέσα από το περιβάλλον του δότη, δηλαδή του Δυτικού πολιτισμού. Εμείς, ως φορείς μιας συγκεκριμένης και διακριτής πολιτισμικής πραγματικότητας και παράδοσης, είμαστε ένας από τους δέκτες της επιπολιτισμικής επίδρασης.

Ένα άλλο σημείο, το οποίο θα γεννήσει ίσως ερωτήματα, είναι ή θεώρηση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών ως του οντολογικού υπόβαθρου της πραγματικότητας που διερευνώ. Αυτό σημαίνει ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές και τα παράγωγά τους προσδιορίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από το πολιτισμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο, μάλιστα, είναι καλύτερα κατανοητές. Αλλά και οι μακραίωνες εμπειρίες και παραδόσεις του Ελληνισμού μας υποχρεώνουν στη θεώρηση της πολιτισμικής πραγματικότητας ως θεμελιώδους χαρακτηριστικού του Ελληνισμού. Η κοσμοϊστορικών διαστάσεων παρουσία μας, τα επιτεύγματά μας, οι αγώνες μας, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μας, μπορούν να γίνουν κατανοητές και ως πολιτισμικά φαινόμενα και αντιπαραθέσεις μέσα σε έναν κόσμο μεγάλης πολιτισμικής πολυμορφίας, όπου οι αξίες, οι παραδόσεις και οι αντιλήψεις, μπορούν πάντα να αναιρεθούν από το διαφορετικό, το παράδοξο και το τυχαίο. Άλλωστε, και η βυζαντινή αντίληψη της οικουμενικότητας βασίζεται σε πολιτισμικές προϋποθέσεις, ενώ η σύγχρονη επιστημονική και πολιτική πραγματικότητα τονίζουν, όλο και περισσότερο, τον πολιτισμικό παράγοντα.

Δεν κρύβω, επίσης, ότι αισθάνομαι ικανοποίηση γιατί αυτό το βιβλίο βασίζεται σε ένα σύνολο αντιλήψεων και παραδόσεων, που παραδόξως επιμένουν, αναδύονται, αναβιώνουν και ταιριάζουν σε παραγκωνισμένες μορφές μυθικής και αναλογικής σκέψης. Τέτοιες δυνατότητες είναι συμβατές με τις σύγχρονες τάσεις και είναι πολύτιμες, γιατί μας βοηθούν να αποκτήσουμε συνείδηση της κατάστασής μας και να αντιληφθούμε το πραγματικό. Μετά το αδιέξοδο και την κρίση του δυτικού Ορθολογισμού, η μεταφυσική σκέψη και ο μύθος επιστρέφουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ