Από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009
Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς παραπονιέται ἀπὸ τοὺς Ρούσους εἰς τὸν Καπνίση, ὑπασπιστὴ τοῦ Αὐτοκράτορος, διατὶ νὰ μᾶς παρατήσει ἡ Ρουσία. Τώρα μᾶς ἄφησαν οἱ Ἄγγλοι.
Γράφουν στὸν Σανδρίνη νὰ ξεσηκώσουν τὰ ὀνόματά μας. Ἔρχεται ἀπάντηση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ρουσία νὰ μᾶς δώσει γῆν, ὅλα τὰ καλά, ζῶα καὶ εἰς δέκα χρόνους νὰ ἐπιστρέψομε ὅ,τι μᾶς ἔδωσε. Στέλνομε τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, Χρυσοσπάθη, εὑρίσκουν τὴν Ἑταιρεία. Ὁ Καποδίστριας τοὺς λέγει, σύρτε ὀπίσω, ἐδῶ ζοῦν ἀρκοῦδες, κρούσταλλα πολλά. Ἦτον στοχασμὸς νὰ πᾶμε ἀποικίες. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μοῦ λέγει: δὲν ζοῦμε ἐκεῖ. Σχέδια περὶ ἐπαναστάσεως. Νὰ ζήσουμε εἰς βουνὰ μὲ γένεια.
Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἄλλους πᾶνε στὴν Ρουσία· ὁμιλοῦν μὲ τὸν Καποδίστρια.
Φεύγω ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ ἔρχομαι εἰς τὴν Μάνη καὶ ἀνταμώνω τὸν Χρυσοσπάθη. Ἐγὼ ἐχειροτόνησα τοὺς καλογήρους. Στὰς 18 ἀνταμώνω μὲ τὸν Χρυσοσπάθη.
Εἰς τὸ Μοναστήρι στὲς Καλτεζιὲς ἐνδύθηκα ὡς δοῦλος διὰ νὰ πάγω στὴν Ὕδρα, νὰ ἀνταμώσω τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Λημεριάζω μὲ τὸν Παπὰ εἰς ἕνα φίλον τοῦ Καλογήρου. Ὁμιλίες μὲ τὸν νοικοκύρη. Ἔκαμες κλέφτης; Ἀγνάντευσα τὴν Τριπολιτζά. Εἰς τὸ Ἄστρος. Βλέπω τὸ Παλαμήδι.
Ἐπήγαμε εἰς ἕνα χωριό· ποῖος εἶσαι; Δοῦλος. Ἔκαμες κλέφτης; Κατὰ ποῦ τοὺς γνωρίζω τοὺς κλέφτες ἐγώ; Ἀπὸ τὲς Καλτεζιὲς πηγαίνοντας εἰς τὸ Ἄστρο ἔβλεπα τὴν Τριπολιτσά. Ἔλεγα πότε νὰ ἐμπῶ μὲ τὸ σπαθί μου. Οἱ Τοῦρκοι ἔλεγαν, ἀνάθεμα τὸ σπίτι σας, τῶν χριστιανῶν. Ἀπὸ τὸ Ἄστρο ἐκοίταζα τὸ Παλαμήδι. Εἶπαν τοῦ Παπᾶ νὰ δώσει ἕνα γρόσι διὰ ἐμέ. Εἶναι δοῦλος. – Δὲν μοιάζει δοῦλος, εἶπε ὁ πατέρας τοῦ Ζαφειρόπουλου. Τὸ ἔδωσε ὁ Καλόγερος τὸ γρόσι, δὲν τοῦ τὸ ἔδωσα, δὲν ἤθελα νὰ δώσω ποτὲ χαράτσι τοῦ Τούρκου.
Ἀναγνωσταρᾶς μὲ τὸν Κιαμέλμπεη. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔχει τὴν προστασία τοῦ Κιαμέλμπεη, ἡμεῖς ὀργανίζομε τὴν Ἑταιρείαν.
Εἰς τὴν Πελοπόννησον περιφέρομαι μὲ τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Ἔπειτα μὲ τὸν Κολιόπουλο. Ἐπιστρέφω εἰς Ζάκυνθο.
Ὁ Πετρίδης ἐπρόδωκε τὴν Ἑταιρείαν εἰς τὸν Maitland.
Ὁ Κολοκοτρώνης ὑβρίζει κατὰ περίστασιν τὸν Διόγο, ὁ ὁποῖος ἦτον βαλμένος εἰς τὴν Ἑταιρείαν ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἀλεξάκη. Πάγει καὶ μαρτυράει τὴν Ἑταιρείαν εἰς τὸν Ἀλὴ – πασά. Ὁ Ἀλὴ πασὰς κράζει τοῦ Ἀλεξάκη. Ὁ Ἀλεξάκης τοῦ λέγει εἶναι φαρμασονίες. Ὁ Καλύβας, Θεοδόσης, Δραγώνας μελετοῦν νὰ σκοτώσουν τὸν Διόγο καὶ τότες αὐτὸς ἔφυγε.
Γραφὴ τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη. Καπεταναῖοι ποὺ διατρίβετε στὰ Ἰονικὰ νησιὰ ἡ σάλπιγγα τῆς Ἑλλάδος πλησιάζει.
Μοῦ λέγει ὁ Γ. Κολοκ. νὰ πᾶμε στὴν Μάνη. Δὲν πῆγα γιατί (sic).
Πρότασις ἑνὸς δούλου νὰ σκοτώσω ἕνα πλούσιον Τοῦρκον. Νὰ κάμω φυσέκια. Δίδω λόγον τιμῆς ὅτι δὲν σκοτώνω κανένα. [ ]
Ἔρχεται ὁ Πάνος καὶ μοῦ λέγει ὅτι τοῦ γράφει ὁ πατέρας του νὰ ἔλθουμε μαζί. Τοῦ εἶπα δὲν μιλῶ μὲ λογιοτάτους. Ἔρχεται ὁ πάτερ Ἄνθιμος, μοῦ λέγει, νὰ μὴν πάω νὰ σκοτώσω Τούρκους. Τοῦ ἔδωσα ὑπόσχεση πὼς δὲν εἶχα τουφέκι καὶ ἔτσι ἐγλύτωσε ὁ Τοῦρκος.
Τὸ Φλεβάρη φεύγω ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο. Ἀνταμώνομαι μὲ τὸν Φλέσσα, τὸν Ἀναγνωσταρᾶ.
Ὅταν ἐβγήκαμε εἰς τὸ Λιοντάρι ἕνας ἀγὰς κράζει τὸν ἀδελφόν μου. – Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; – Ναί. – Εἶναι ἕνας παλιοχαμένος. – Ὄχι, εἶναι παλληκαρᾶς. – Ὁπόταν ἔλθει, φέρε μου τον νὰ τοῦ ἀνοίγω σπίτι. Τοῦ ἔδωσα ἔπειτα στὴν Τριπολιτσὰ 5 ρουμπιέδες. – Ποῦ εἶν᾿ τὸ σπίτι ποὺ θὰ μοῦ φτειάσεις; – Τώρα, εἶπε, ὅλα εἶναι δικά σου.
Ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κινοῦμε. Ὁ Κατζῆς δὲν μᾶς ἔδινε τὰ μπαρουτόβολα· τοῦ τὰ παίρνομε.
Ὁ Ἀρναουτογλῆς κλεισμένος στέλνει τὸν Μπουλούμπαση νὰ ὁμιλήσει μὲ τοὺς καπεταναίους. Τί λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Πετρούνης. Τί λέγει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς.
Στὸ Λιοντάρι μαζώνω τὸν κόσμο. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Καλαμάτα.
Ὁ Ἀρναουτογλῆς κράζει τὸν Ἀναγνωσταρᾶ. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἔλεγε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Καποδίστριας δὲν εἶναι καιρὸς διὰ ἐπανάστασιν.
Ὁ Ἀνδριὰς μὲ τὴν μουσκέτα μοῦ λέγει νὰ σκοτώσουμε. Χτυπᾶ τὸν Μουράτο, ἐγὼ τοῦ κόβω μὲ τὸ σπαθὶ πέρα πέρα τὰ μοῦτρα. Τὴν θυγατέρα του τὴν πῆρε ὁ Παγώνης. Τὸ βράδυ σμίγουμε εἰς τοῦ Μπέη. Μπουλούμπασης. Ὁ Μπέης λέγει νὰ δίνετε δυὸ φλωριὰ κάθε σπίτι Τούρκικο. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς εἶπε, μᾶς κάλεσε ἐδῶ ὁ λαὸς ἀδικημένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Προεστούς.
Εἰς τὸ Ἀνεμογδούρι στοῦ Πάπαρη στὴν Ρίζα ἔμασα στρατόπεδο Τριπολιτσῶτες, Μυστριῶτες ἕως 3.000.
Ἕνας Τοῦρκος ἀπὸ τὴν Καρύταινα τιπίλι πάει εἰς τὴν Τριπολιτζά. Συμβούλιο διὰ νὰ ἔβγουν μεντάτι νὰ μᾶς κτυπήσουν στὸ Πάπαρη. Μιὰ γερόντισσα χριστιανὴ τὸ ἀκούει, τὸ λέγει ἑνὸς παπὰ καὶ μὲ εἰδοποιεῖ. Ἡ γυναίκα ἦτον εἰς τὰ χαρέμια.
Πέμπω εἰς τοὺς ἐδικούς μας, πλὴν δὲν πάει ὁ στελμένος. Τὸ ἀσκέρι ἀρχίζει νὰ φεύγει. Πῶς ἐμπόδιξα τὴν φυγήν τους.
Εἰς τὸ Λεοντάρι ἔφτιασα μιὰ βούλα ἀπὸ βολύμι καὶ ἐπάταγα. Εἶχα καὶ τὸν Δημητράκη τὸν Μήντζα, ἤξευρε τακτικὰ τὴν δούλευσιν. Τὸν ἔκαμα ἀγιουτάντε. Ἐγὼ ἤμουν φὲλδ μαρεσάλος. Ἐκεῖ εἰς τοῦ Πάπαρη ἀνέβηκα καὶ εἶπα, ἐλᾶτε νὰ ἀσπασθῆτε τὴν ἐλευθερίαν. Ἦλθαν γυναῖκες, κλπ. καὶ ἐφιλοῦσαν τὴν μπαντιέρα. Ἐχώριζα χωριὰ καὶ τοὺς ἔστελναν καραούλια.
Πηγαίνω εἰς ἕνα χωριό. Βλέπω καὶ πλακώνουν. Ἐγὼ ἔπιασα εἰς ἕνα βουνὸ μὲ τοὺς 60.
Ὁ μακαρίτης ὁ γέρος ἐκοίταζε μὲ τὸ κιάλε. Τὸ στρατόπεδο ἐστερέωσε. Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆραν ἀπὸ τὴν Καρύταινα τοὺς ἄλλους Τούρκους.
Εἰς τοῦ Πάπαρη γενόμεθα 500. Μητροπέτροβας. Πιάνει μιὰ πλάτη ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης – θὰ σκοτωθεῖ ἕνας σημαντικὸς ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Οἱ Τοῦρκοι ἐβγῆκαν. Κυνηγοῦν τὸν Κυριακούκη καὶ τὸν Ἀντώνη Νικολόπουλο, 71 χρονῶνε 3 ὧρες. Ὁ Ἀντώνης σώνει τὰ φουσέκια· τὰ ἔρριξε ὅλα. Τὸ στερνὸ μὲ τὴν βέργα τὸ ἔρριξε. Ἔπειτα τὸν ἐσκοτώσανε.
Ἐγυρίσαμε καὶ πᾶμε εἰς τὸ Βαλτέτσι.
Τὴν μεγάλη Λαμπρὴ εἴχαμε 6 – 7 χιλιάδες ἀρνιὰ καὶ ἐψένανε. Ἔρχουνται Τοῦρκοι, εἴχαμε γιουρούσια.[ ]. Κινοῦμε μεντάτι εἰς τὰ Βέρβενα. Παίρνω καμμιὰ 60νταριὰ καὶ πάω νὰ τοὺς προϋπαντήσω. Μᾶς τσάκισαν 60 ποὺ εἴμεθα. Ἐκεῖ ἦταν λαγοὶ καὶ λαγωνικὰ καὶ ἐγινήκαμε ὅλοι ἕνα.
Ἦτον ὁ Εὐμορφόπουλος. Ἐφούσκωσαν τὰ πόδια του. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς κατορθώνει νὰ στείλει τὸν Ἠλία, τὸν Κυριακούλη νὰ πιάσουν τὸ Βαλτέτσι. – Θέλει εὑρῆτε καὶ τὸν Νικήτα. Ὁ Γ. Κολ. ἦτον στὸ Χρυσοβίτσι. Δεσποτάδες στὰ Βέρβενα ἐδιοικούσανε.
Ἐβγῆκαν δέκα χιλιάδες καὶ ἐσφάλισα τοὺς 700 ποὺ ἦτον εἰς τὸ Βαλτέτσι. Τοὺς ἐβγάλαμε ἀπὸ τὸ Βαλτέτσι πρὶν γένει ὁ πόλεμος τῶν 700 – Τοὺς ἐπήγαμε ἕως εἰς τὴν Τριπολιτσά. Τοὺς κατατρέχαμε. Ἀφήκαμε τὴν θέση. [ ]
Ὁ Γενναῖος ἦλθε. Εἶχε μιὰ τσούπρα. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον. Εἶπε ὅτι θέλει νὰ ἔλθει καὶ αὐτός. Ἒ ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἀδελφός μου. Νὰ πᾶς νὰ εὕρεις τὸν πατέρα σου. Ἐγὼ δὲν σὲ γνωρίζω, εἶμαι μὲ τὸν Νικήτα. Θὰ εὕρουμε τὸν μπελά μας μὲ τὸν μπάρμπα μας. Ἦλθε ὁ Γενναῖος. Πᾶμε νὰ ἀπαντήσομε τὸν Κεχαγιά. Ἤμουν ἐγὼ ἀρχιστράτηγος. Μᾶς ἔφυγαν οἱ μισοί. Μᾶς ἐφωνάξανε τὰ καραούλια ἀπὸ τὰ Βέρβενα. [ ]
Ἐρχόντανε οἱ Τοῦρκοι. Ὅποιος θέλει, ἂς ἔλθει. Ὁ ἀδελφός μου λέγει ἐγώ. Δεύτερος, ἐγώ, εἶπε ὁ Γενναῖος. Τὸ ξεύρει ὁ Νικόλας καὶ κλαίει. Τὸν ἄφησα ἐκεῖ. Πῶς ἐγλύτωσε ὁ Γενναῖος.
Ἐπήγαμε εἰς τὰ Βέρβενα. Ἐβγῆκαν μὲ τοὺς σταυρούς, μὲ τὶς εἰκόνες οἱ Δεσποτάδες. Ἐσκοτώσαμεν τοὺς Τούρκους στὸν κάμπο.
Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς λέγει εἰς τὸ Λιοντάρι εἰς τὸν Πετρόβεη.
Ὁ Κεχαγιὰς ἐπῆγε καὶ ἐπολιόρκησε τοὺς 700 εἰς τὸ Βαλτέτσι. Ἐκεῖ ἐρώτησε ὁ Κεχαγιὰς τὸν Τοῦρκο διὰ τὸν παλαιὸ πόλεμο. Ἀπὸ τὸ Παρθένι βλέπομε τὸν πόλεμο.
Ὁ Κεχαγιὰς ἐρωτᾶ ἕνα γέροντα Τοῦρκο περὶ τοῦ πῶς ἐπολέμησαν οἱ παλαιοὶ Τοῦρκοι τοὺς Ἕλληνες εἰς τὴν πολιορκίαν.
Ὁ λαὸς ἦλθε μὲ λαγοράβδες. Ὅταν ἦτον οἱ προεστοὶ καὶ οἱ 40 ρῶσσοι καὶ 4 κανόνια τοῦ κάμπου.
Ἀλέξης σημαιοφόρος. Οἱ χριστιανοὶ στέλνουν ἕνα γράμμα. Οἱ Τοῦρκοι στέργουν νὰ πᾶνε στ᾿ Ἀνάπλι. Ἕνας γέροντας Ἀρβανίτης, βλέποντας τὲς ράχες ὄχι ἀπὸ πολεμικοὺς γεμᾶτες, γνωμοδοτεῖ νὰ βγοῦν νὰ πολεμήσουν. Β[ι]αίνουν τζακίζουν οἱ περισσότεροι. Οἱ Μανιάτες καὶ οἱ Ρῶσοι πολεμοῦν. Οἱ Ρῶσοι σκοτώνονται. Ὁ Ἀλέξης ζώνεται τὴν σημαία λαβωμένος, φεύγει εἰς τὴν Κορώνη.
Οἱ Τοῦρκοι πᾶνε κατὰ τὴν Μάνη, πλὴν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ προοδεύσουν. Ἔπειτα 4.000 χιλιάδες ἀρβανίτες ἐμπαίνουν. Τότε ἔγιναν οἱ κλέφτες μὲ τὸ ἔμπα τῶν Ἀλβανῶν. Οἱ προεστοὶ ἔμειναν. Ἔπειτα ἦλθε ὁ Καπετάμπεης πασάς.
Εἰς τὸ Βαλτέτσι ἦτον ὁ Κεφάλας, ὁ Κυριακούλης, ὁ Μπεϊζανδές, ἕνας ἀδελφὸς τοῦ Φλέσσα, Μητροπέτροβας, Λιονταρίτες, Μανιάτες, Φαναρίτες.
Δὲν ἐπροφθάσαμε ἡμεῖς νὰ τοὺς χτυπήσομε, μᾶς εἶδαν ὅμως. Καθένας τῶν Ἑλλήνων ἐκαυχᾶτο ὅτι ἐσκότωσε 7 ἢ 8. Μήνας Μάης. [ ] Ἀνήμερα τῆς Ἀναλήψεως πολεμοῦμε στὰ Δολιανά. Οἱ Τοῦρκοι ἦλθαν ἐκεῖ διὰ νὰ πᾶνε στοῦ Μυστρᾶ, στὸν Ἅγιον Πέτρον εἰς τὸ Ἄργος.
Πᾶμε στὰ Δολιανά. Ἅγιος Λιᾶς μᾶς γίνηκες καὶ περπατεῖς μέσα στὲς ράχες – εἶπαν μερικοὶ Λαλαῖοι ποὺ ἐγνώρισαν τὸν Κολοκοτρώνη. Ἐγινήκαμε 900. Ὁ ἀδελφός μου μὲ τὸ στυλιάρι.
Εἰς τὰ Δολιανὰ ἐπολεμήσαμε ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός μου. Πολεμοῦμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ ἐμπαίνουνε πίσω εἰς τὴν Τριπολιτσά. Ἦτον ὁ Κεχαγιάς.
Τὸ καλοκαίρι πᾶμε εἰς τὴν Ρούμελην μὲ τὸν Λιά. Μὲ τὸν Ὀδυσσέα 4.000.
Φτιάνω πύργους εἰς τὰ Δερβένια καὶ εἰς τὸν Κερατόπυργο καὶ ἐμπόδιζα τοὺς Τούρκους τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ νὰ ἔμπει εἰς τὴν Πελοπόννησον. Εἶχα ὡς 1.000.
Ἀπὸ τὴ θάλασσα εἰς τὸ βουνὸ εἴχαμε ταμπούρια.
Ἔφθασα τὸ Σάββατο εἰς τὴν Τριπολιτσά. Παρασκευὴ ἔπεσε. Ἦτον συνθήκη νὰ βγάλουν μερτικὸ εἰς τοὺς Δερβενοχωρίτες. Διὰ τοῦτο ἐπῆγα.
Συναζόμεθα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ τὸ πάρομε ρεσάλτο. Χινόπωρος.
Στὴν Συνέλευσιν τῆς Ἐπιδαύρου γίνονται 4 στρατηγοί.
[Από την αφήγηση του Νικηταρά στον Τερτσέτη]