από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Τα ερωτοπαίγνια γράφτηκαν πιθανότατα στη Ρόδο στον ύστερο 14ο ή στις αρχές του 15ου αιώνα. Αποκαλούνται και «ερωτικά Ροδιακά». Αποτελούνται από 714 στίχους.
140 Πότε καὶ πάλιν νὰ σὲ ἰδῶ, πότε νὰ σὲ συντύχω,
καὶ πότε νὰ σὲ φηγηθῶ τὰ γώ ’παθα διὰ σένα,
ὀδιὰ ἀγάπην θλιβερήν, πόθον ὀνειδισμένον;
καὶ πότε νὰ ἔλθῃς, λυγερή, καὶ νὰ σταθῇς κοντά μου,
145 νὰ σὲ συντύχω θαρρετὰ τοὺς πόνους τῆς ἀγάπης,
τοὺς ἔχω πάντα διὰ σὲ καὶ τοὺς παθάνω πάντα;
Πότε νὰ σὲ ἀπάντησα μὲ δάκρυα ματωμένα,
καὶ βαριὰ νὰ ἀναστέναξα καὶ νά ’κλαψα θλιμμένος,
καὶ νὰ μὲ δῇς, νὰ λυπηθῇς καὶ νὰ καρδιοπονέσῃς,
150 νὰ καρτερέσῃς, λυγερή, γλυκιά, νὰ σὲ συντύχω,
νὰ κάτσω νὰ σὲ φηγηθῶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ πόθου,
τοὺς πόνους καὶ τοὺς στεναγμοὺς τοὺς ἔχω δι’ ἐσένα;
Οἱ ἔρωτες μὲ σφάζουσιν καὶ κόφτει με ἡ ἀγάπη,
καὶ ἂς ἀρχίσω νὰ σὲ πῶ στίχους διὰ τὴν ἀγάπην,
155 στιχοπλοκίδες θλιβερὲς τὲς ἔπλεξα διὰ σένα,
καὶ οἱ στίχοι ἀνεσπάστησαν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου.
Ὡσὰν νὰ σπέρνῃς, λυγερή, βασιλικὰ ’ς τὴν γλάστραν,
καὶ βάλῃς τα εἰς τὸν κόρφον σου, καὶ ὁποῦ διαβῇς μυρίζεις,
καὶ ὅσοι διαβοῦν καὶ βλέπουν τα τὴν μυρωδιὰν ἀκοῦσι,
160 ἔτσε ἀνέσπασα κ’ ἐγὼ στίχους ἐκ τῆς καρδιᾶς μου.
ὡς ἅλυσιν τοὺς ἔπλεξα διὰ λόγου ἐδικοῦ σου,
καὶ ὡσὰν τοὺς γράψω, λυγερή, νὰ αὐκριστῇς τοὺς λόγους,
καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ σὲ πῶ τοὺς πόνους τῆς ἀγάπης:
Ἕνας πανώραιος ἄγουρος ἀγαπᾷ ὡραίαν κόρην.
165 χρόνους δυὸ τὸν ἐμάρανε τῆς κόρης ἡ ἀγάπη,
καὶ μαραινόμενος ὁ νεὸς ’ς τῆς λυγερῆς τὸν πόθον,
ἐμήνυσέ την μιὰν αὐγήν: «Κυρά μου, ἀγαπῶ σε.
κρυφά, κυρά μου, σὲ ἀγαπῶ, κ’ ἐσὺ οὐδὲν τὸ ξεύρεις,
καὶ βασανίζομαι κρυφὰ καὶ φανερὰ πομένω».
170 Ὡς τό ’κουσεν ἡ λυγερή, τὰ δάκρυά της ἐτρέξαν,
μαντᾶτον τὸν ἀπόστειλε τὸ οὐκ ἤθελεν ν’ ἀκούσῃ:
«Ἐσὺ μικρὸν καὶ ἀνήλικον, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεύρεις,
καὶ πῶς ἐξεστομάτισες καὶ εἶπες ὅτι ἀγαπᾷς με,
καὶ ἐκόπησαν τὰ μέλη μου κ’ ἐκαρδιομάρανές με,
175 καὶ ἂν τό ’κουσαν οἱ γείτονες μεμφθῆ μ’ ἐθέλαν ὅλοι;».
Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει:
«Καὶ πῶς τὸ ξεύρεις, λυγερή, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεύρω;
Πρῶτον ἂς μ’ ἐδοκίμαζες, κ’ ὕστερον ἂς μ’ ἐρώτας.
νά ’δες μικροῦ φιλήματα, μικροῦ πιδεξιωσύνες,
180 πῶς κολακεύει τὸ φιλίν, πῶς κυβερνᾷ τὸν πόθον!
Ὁ πεῦκος μέγα δένδρον ἒν, ἀλλὰ καρπὸν οὐ κάμνει.
τὸ στάχυν ἒν μικρούτσικον, εἶδες καρπὸν τὸν κάμνει;
Πάλιν τὸ κλῆμα τὸ μικρὸν θωρεῖς καρπὸν τὸν κάμνει,
185 τὸ καλοκαίριν………………… τρῶσιν τὴν ἀγουρίδα
καὶ τὸ κρασίν του πίνουν το μέσα εἰς τὸν χειμῶνα.
Καὶ ἂν δὲν πιστεύῃς, λυγερή, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι,
βάλε τὸ φελλοκάλικον κ’ ἔμπα ’ς τὸ περιβόλιν,
καὶ ἰδὲ καὶ τὲς μικρὲς μηλιές, ἰδὲ καὶ τὲς μεγάλες,
190 πῶς δέχουνται τὸν ἄνεμον ὡσὰν καὶ τὲς μεγάλες».
Καὶ τότε πάλε ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει:
«Ἑκατὸν λόγια, νεώτερε, θέλω νὰ σ’ ἐρωτήσω,
καὶ ἂν τὰ διακρίνῃς ἀσφαλῶς, φιλὶν νὰ σὲ χορτάσω».
Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει:
195 «Ἐγώ, κυρά, τὰ λόγια σου ποσῶς δὲν τὰ κατέχω,
ὅμως νὰ στήσω λογισμὸν καὶ νὰ συλλάβω γνῶσιν.
ἐσὺ τοὺς μέτρα, λυγερή, καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς διακρίνω:
Μιὰν κόρην ἐνεντράνισα κ’ ἐπιάσε με εἰς τὰ βρόχια.
’ς τὰ ξόβεργά σου μὲ κρατεῖς, λησμονῶ τὰ ἐδικά μου.
200 μόνον κ’ ἐσέν, βεργόλυκη, ὁποὺ τὸν νοῦν μου ἐπῆρες,
ὁποὺ καυχούμουν κ’ ἔλεγα νὰ μὴ πιαστῶ εἰς ἀγάπην.
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδέξιά σου ἐπιάσες με ’ς τὰ βρόχια
κ’ ἐρρίζωσεν ἡ ἀγάπη σου ἀπέσω ‘ς τὴν καρδιά μου.
Δυὸ μάτια θλίβεις, λυγερή, καὶ δυὸ καρδιὲς μαραίνεις
205 καὶ δυὸ στήθη φλογίζονται ἐκ τὴν πολλήν σου ἀγάπην,
κ’ ἐσὺ ἔχεις πέτρινην καρδιὰν καὶ vοῦν ἐξαγριωμένον,
καὶ σιδερένιον λογισμὸν καὶ χείλη σφαλισμένα,
λόγον δὲ οὐκ ἔχασες ποτέ, γλυκιὰ, νὰ μὲ συντύχῃς,
καὶ νὰ μ’ ἐπαρηγόρησες, πού ’μαι πολλὰ θλιμμένος.
[…]
Καὶ ἀπὲ τὸ χέρι τὴν κρατεῖ καὶ ’ς τὸ κλινάρι πᾶσιν,
κ’ ἐχόρτασέν την τὸ φιλὶ ὡς τὸ πολλὰ πεθύμαν.
καὶ ἀπότις τὴν ἐφίλησεν, στέκει καὶ ἀναγελᾷ την.
320 Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὰ δάκρυα τὴν ἐπῆραν:
«Ἂν τό ’χα ξεύρειν, ἄγουρε, καὶ λιθοκάρδιος εἶσαι,
καὶ ψεύστης καὶ ἀντιλογητὴς καὶ ὁποὺ φιλεῖς κομπώνεις,
δὲν σέ ’χα δώσει τὸ φιλίν, νὰ εἶχες τοῦ ἡλιοῦ τὰ κάλλη».
Καὶ τότε πάλι ὁ νεώτερος τὴν λυγερὴν ἐλάλει:
325 «Μηδὲν μὲ βρίζῃς, ἄσκημη, μηδὲν μὲ ξατιμάζῃς,
πανάσχημη, χοντρόχειλη, χαμηλοφρύδα, μαύρη,
στολίζεσαι καὶ εἶσαι ἄσκημος, νίβγεσαι καὶ μαυρίζεις,
καὶ ὅταν ἐβγῇς ἐκ τὸ λουτρόν, ὁμοιάζεις ἀγριοκάτης».
Καὶ τότε πάλι ἡ λυγερὴ τὸν νεώτερον ἐλάλει:
330 «Μηδὲν μὲ βρίζῃς, νεώτερε, μηδὲν μὲ ξατιμάζῃς».