του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από το Άρδην τ. 130-131
Προβάλλεται αυτές τις μέρες και μια ελληνική ταινία θερινής διάθεσης, Το καλοκαίρι της Κάρμεν του Ζαχαρία Μαυροειδή. Τον σκηνοθέτη τον είχαμε γνωρίσει με το ντοκιμαντέρ Στο σώμα της (2018) και τον Απόστρατο (2019), ως έναν σκηνοθέτη ευρηματικό, με ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ματιά. Στην καινούργια του ταινία επιχειρεί μια πιο προσωπική ματιά σε έναν γκέι έρωτα, κάνοντας, κατά την τρέχουσα εγγλεζο-ελληνική αργκώ «κουίρ σίνεμα». Ας αφήσουμε όμως του χαρακτηρισμούς και ας ρίξουμε μια ματιά στην ίδια την ταινία.
Ο Δημοσθένης, πρώην ηθοποιός και νυν δημόσιος υπάλληλος, κάνει μπάνιο στα βραχάκια της Βουλιαγμένης με τον φίλο του Νικήτα –φίλοι, όχι ζευγάρι–, που είναι κι αυτός ηθοποιός αλλά τελευταία επίδοξος σκηνοθέτης, που έχει αναλάβει να κάνει μια πρόταση για ταινία σε κάποιον παραγωγό. Λουόμενοι ολημερίς οι φίλοι στην παραλία και κάνοντας χάζι τους άλλους λουόμενους –για όσους δεν το γνωρίζουν, στα βραχάκια-λιμανάκια της Βουλιαγμένης, ο κόσμος κάνει μπάνιο κυρίως γυμνοί–, οι δύο φίλοι ρίχνουν ιδέες για το σενάριο που καταλήγει τελικά να είναι η ιστορία της σχέσης και του χωρισμού του Δημοσθένη με τον Πάνο. Ο Πάνος, ίσως για να απαλύνει τον χωρισμό του με τον Δημοσθένη, «υιοθετεί» μια σκυλίτσα, την Κάρμεν, που ήταν αδέσποτη στο Ζάππειο. Η Κάρμεν πάει κι έρχεται από τον Πάνο στον Δημοσθένη κι από τον Δημοσθένη στη μάνα του, την Καίτη, που έχει το σκυλάκι συντροφιά, αφού στο μεταξύ πεθαίνει ο άντρας της και πατέρας του Δημοσθένη.
Η ταινία είναι μια ενδιαφέρουσα ματιά στην καλοκαιρινή (μικρο)αστική Αθήνα, με ισχυρές δόσεις «κουίρ» που λέγαμε πριν, καθώς κάτι τέτοια πικάντικα ζητάει και ο παραγωγός από τον Νικήτα, μέσα στο έργο. Αυτοσαρκαστικό σχόλιο του Μαυροειδή; Πιθανόν. «Γκέι παρέιντ», στην ίδια πάντα αργκώ, γκέι έρωτες, που οπωσδήποτε είναι της μόδας, θάλασσα και μπάνια, καλοκαίρι και διακοπές, όλα τα ωραία ευκολόπιοτα παυσίπονα των ημερών. Η ταινία, εν πάση περιπτώσει, έχει τη χάρη της, με κύριο όπλο την ενδιαφέρουσα, όπως είπα, κινηματογραφική ματιά του Μαυροειδή. Τα τράβελινγκ στα βραχάκια της Βουλιαγμένης δημιουργούν ένα λυρικό τοπίο στην ταινία, όπως και η ωραία σκηνή του φινάλε. Κατά τα λοιπά, χωλαίνει αυτό το «κουίρ» σε πολλά, το κυριώτερο είναι η απουσία της γυναίκας – το είχα γράψει και στην περίπτωση της Στρέλλας (2009) του Κούτρα. Η μόνη γυναίκα της ταινίας είναι η μαμά Καίτη, με ένα ρόλο στα όρια του γραφικού. Μα, υπάρχει κόσμος χωρίς τις γυναίκες, βρε παιδιά; Κάποιοι συγκρίνουν το φιλμ αυτό με τον κόσμο του Αλμοδόβαρ, πλην όμως παραβλέπουν ότι, στις ταινίες του Ισπανού, υπάρχει ένας ολόκληρος θίασος γυναικών που πολυλογούν και γλυκαίνουν το πικρόν της ζωής. Μην μπερδεύουμε τα πράγματα. Το γαρ πολύ του «κουίρ» καταντάει… ξέρετε τι! Ελληνική μαλακία. Με την αρχαία, την παλιά και τη σύγχρονη έννοιά της.
Οφείλω να ομολογήσω την πολύ καλή παρουσία του Ανδρέα Λαμπρόπουλου στον ρόλο του Νικήτα. Τον συνεπικουρεί ο Γιώργος Τσιαντούλας ως Δημοσθένης, αν και κάποιες φορές ο λόγος του είναι λίγο επίπεδος – ίσως φταίει το ντουμπλάζ. Ο Νικόλας Μίχας στέκεται επίσης πολύ καλά ως Πάνος. Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου είναι η Καίτη. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Θεόδωρου Μιχόπουλου, το μοντάζ της Λίβια Νερουτσοπούλου και η μουσική του (;) Ted Regklis. Εν τέλει, ο Ζαχαρίας Μαυροειδής διασώζεται από το «κουίρ»; Μάλλον ναι, κυρίως λόγω του ταλέντου του. Για τα υπόλοιπα, όπως η χρήση του γυμνού και το όριο της πορνογραφίας, θα μιλήσουμε σε άλλη ευκαιρία. Καλό καλοκαίρι!