Του Κώστα Σαμάντη
Ο Λουδοβίκος Λιπαρίνι (Ludovico Lipparini, 17 Φεβρουαρίου 1800 – 10 Μαρτίου 1856) ήταν φιλέλληνας Ιταλός ζωγράφος. Πηγή έμπνευσής του στάθηκε η τετράτομη «Ιστορία της αναγεννήσεως της Ελλάδος» του Γάλλου φιλέλληνα Φρανσουά Πουκεβίλ.
Στο έργο του “Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη” βλέπουμε τον θανάσιμο τραυματισμό του ήρωα ενώ δίπλα του στέκουν οι συναγωνιστές του, με κάποιους από αυτούς να τον καλύπτουν και να συνεχίζουν την μάχη. Το περιβάλλον διαγράφεται σκοτεινό, τόσο από τον αχό της σύγκρουσης όσο και από το γεγονός του επερχόμενου θανάτου του Μπότσαρη.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έδρασε κυρίως στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως μία από τις πιο αγνές μορφές του Αγώνα. Παρά την περιορισμένη του μόρφωση, συνέγραψε το 1809 το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής», ήτοι ένα ελληνο-αλβανικό λεξικό, το πρωτότυπο του οποίου βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη των Παρισίων.
Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία του μάχη.
Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», στο οποίο παρομοιάζει τη μεγάλη προσέλευση των Ελλήνων στην κηδεία του ήρωα με τη συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα. Ποιήματα αφιερωμένα στον Μπότσαρη έγραψαν ο Αμερικανός ποιητής Φιτζγκρίν Χάλεκ (1790-1867) με τίτλο «Marco Bozzaris» (1825), ο Ελβετός ποιητής και δημοσιογράφος Ζιστ Ολιβιέ (1807-1876) με τίτλο «Marcos Botzaris au mont Aracynthe» («Ο Μάρκος Μπότσαρης στο όρος Αράκυνθος», 1826) και ο Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ στη συλλογή ποιημάτων του «Les Orientales» («Τ’ Ανατολίτικα», 1829).
Το 1858 ο Ζακυνθινός συνθέτης Παύλος Καρρέρ παρουσίασε την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης». Το γαλλικό κράτος τίμησε το 1911 τον Μάρκο Μπότσαρη, δίνοντας σ’ έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό τ’ όνομά του («Botzaris»).