Του Τάσου Χατζηαναστασίου
Μεγάλο Σάββατο, 1η του Μάη όπως ταιριάζει σ’ έναν ποιητή, έφυγε από τη ζωή ο Μιχάλης Πασιαρδής, μια λυρική, καθαρή, άλλοτε σπαρακτική κι άλλοτε ειρωνική, μια αδιαπραγμάτευτα πατριωτική φωνή. Η αγάπη του για την πατρίδα δεν εκφραζόταν με φτηνά και κούφια ρητορικά σχήματα αλλά με τον λόγο μιας μακράς ποιητικής παράδοσης που αρδεύει από το δημοτικό τραγούδι αλλά και τη σύγχρονη μεταπολεμική ποίηση. Εξέδωσε έντεκα ποιητικές συλλογές στην κοινή νεοελληνική και την κυπριακή διάλεκτο και αρκετά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από Κύπριους συνθέτες. Έγραψε, επίσης, θεατρικά έργα στην κυπριακή διάλεκτο που είτε μεταδόθηκαν στο ραδιόφωνο είτε παίχτηκαν στο θέατρο, αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό για την αμεσότητα και τη γνησιότητά τους. Ήταν επίσης τακτικός συνεργάτης του «Φιλελεύθερου» σε θέματα πολιτισμού. Πάντοτε σεμνός, ευγενής, μετρημένος και παρότι ένας από τους γνωστότερους Κύπριους ποιητές, πάντοτε προσηνής. Έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς του στα κυπριακά και τα ελληνικά γράμματα γενικότερα, η κυβερνητική απόφαση να γίνει η κηδεία του δημοσία δαπάνη. Θα εκφωνηθούν επαινετικοί λόγοι ενώ ήδη ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου έχουν εκδώσει ανακοινώσεις στην οποία εξαίρεται η προσφορά του. Ο κύριος Μιχάλης, όμως, για όσους τον γνωρίσαμε ως τακτικό θαμώνα του «Αιγαίου» στην παλιά Λευκωσία, το περίφημο στέκι των ενωτικών, ήταν ένας καλός ποιητής και ένας πνευματικός άνθρωπος γενικότερα, αγαπητός στο κοινό γιατί μιλούσε στην ψυχή του, στη γλώσσα του· κι αυτό όχι εξαιτίας της χρήσης της διαλέκτου, αλλά κυρίως γιατί εξέφραζε τις ευαισθησίες, τους πόθους και την αγάπη του για την ελευθερία και την ελληνικότητα της Κύπρου. Αιωνία του η μνήμη!
Είμαστε Ελληνες, 1974 | |
Δεν είναι η πρώτη φορά που μας πουλήσατε.
Το χετε ξανακάνει χρόνια πριν σ΄ άλλους αιώνες,
όταν μας ξεπουλούσατε στους Πέρσες.
Κι όμως ζήσαμε. Κι’ αντέξαμε σκλαβιές και κούρσα,
τα φέραμε δεξιά με την αναβροχιά και την ακρίδα.
Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
τώρα μας ρίξατε στους Τούρκους
το αίμα πότισε τη γη
κι αλυσοδέσανε βαριά τον Πενταδάκτυλο.
Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,
απ΄ την Αθήνα τίποτα. Είμαστε Έλληνες
Έλληνες του πικρού καιρού
και της Απελπισίας.
Στην καρδιά του πελάγου
στο σταυρό του ορίζοντα
κραυγή κι’ οιμωγή η πατρίδα μου.
Αγρυπνούμε σ’ αυτή τη γωνιά, στ’ άκρο πέλαγο
στη μικρή μας πατρίδα επάνω. Η φωνή μας – αιώνες
παλιοί που δεν χάθηκαν. Τα’ όνειρο μας – αιώνες
που θάρθουν.
Αγρυπνούμε σ’ αυτή τη γωνιά και μαχόμαστε.
Η ελπίδα ακονιέται στην πίστη.