Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
«Η πιο μεγάλη χαρά των μαθητικών μου χρόνων ήταν να κατηφορίζω την οδόν Άγίου Μελετίου με το ποδήλατο. Βέβαια, η οδός Αγίου Μελετίου τότε, ούτε μονόδρομος ήταν, ούτε σηματοδότες είχε, ούτε τ’ αυτοκίνητα την πλημμυρίζανε. Ήταν ένας έρημος συνοικιακός δρόμος, που η κατηφοριά του έφτανε, χωρίς κανένα εμπόδιο, ως τον Άγιο Μελέτη. Πατούσα μια-δυο γερές πεταλιές από το ύψος της οδού Φυλής και βρισκόμουν, ως που να πεις κύμινο, κάτω, στην οδό Λιοσίων».
Η κατηφόρα της Αγίου Μελετίου, η οδός Λευκωσίας με το «ρομαντικό καφενεδάκι κάτω από τρία-τέσσερα πανύψηλα πεύκα», όπου έγινε η μαθητική καντάδα με τη φυσαρμόνικα, η ξύλινη σκάλα με την εξώπορτα στην «οδόν Ευριπίδου», στα γραφεία της Διαπλάσεως των Παίδων, από τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις του Αλέκου Σακελλάριου, μοιάζουν απαράλλακτα με σκηνικό ταινιών του ως το εξήντα. Κι αν ο Γιώργος Τζαβέλλας ή και ο Ορέστης Λάσκος, λόγω του Δάφνις και Χλόη (1931), έχουν αξιωθεί μιας κάποιας τιμής από το σημερινό κινηματογραφικό σινάφι, ο Σακελλάριος ακόμα την περιμένει. Τριάντα χρόνια από τον θάνατό του –29 Αυγούστου 1991– η συνολική αποτίμηση εκκρεμεί.
Ο Σακελλάριος υπήρξε πρώτα απ’ όλα γραφιάς. Απ’ όταν μαθητής δημοσίευε στίχους στη Διάπλαση των Παίδων, με το ψευδώνυμο «Η Μαϊμού του Κωλέττη», ή τη σχολική εφημερίδα Ο μαθητής, με σκιτσογράφο τον Μποστ, μέχρι την αποστρατεία του απ’ το σινεμά, με ιστορίες αναμνήσεων. Παιδί της μεσοπολεμικής Αθήνας, γεννηθείς το 1913, ξεκίνησε την καριέρα του το 1934 ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά ανδρώθηκε στην Κατοχή και τον Εμφύλιο: «Τι είδους περιπέτεια ήταν εκείνες τις μέρες ένα ταξίδι ως τη συμπρωτεύουσα, από δρόμους βομβαρδισμένους, από γέφυρες ανατιναγμένες, από χωριά ερειπωμένα, κι από μια ύπαιθρο αναστατωμένη, που σε άλλα της σημεία κάνανε κουμάντο οι εθνικόφρονες και σε άλλα οι ελασίτες. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκανε το λεωφορείο μας για να φτάση από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη». Στο έργο του υπήρξε έτσι μια ώσμωση, ή και αντίθεση, ανάμεσα στην αστική ανεμελιά της αθηναϊκής μπελ-επόκ και της φτώχειας, που την έκανε πιο πικρή η μεταπολεμική μελαγχολία, σε μια χώρα αναστατωμένη, βομβαρδισμένη, ερειπωμένη. Σε έναν τέτοιο ζόφο το γέλιο γίνεται άμυνα και τρόπος επιβίωσης. Τα έργα του Σακελλάριου ακροβατούν ανάμεσα στη μελαγχολία και το χιούμορ: σκετς για επιθεωρήσεις, κομεντί παρεξηγήσεων, στίχοι τραγουδιών για αθηναϊκές καντάδες και σημειώματα-χρονογραφήματα στις εφημερίδες.
Αλλά ας αφήσουμε τα άλλα του γραψίματα χάριν του κινηματογράφου. Η πρώτη του ταινία ήταν, το 1946, το Παπούτσι από τον τόπο σου, ταινία σήμερα χαμένη. Όπως είπα, ο Σακελλάριος ήταν γραφιάς, αλλά ελλείψει άλλου, ο Φίνος τον προβίβασε σε σκηνοθέτη κι έγινε μεταξύ τους ο εξής διάλογος, που τον καταγράφει ο ίδιος: «Ο Φίνος μου ζητάει να το σκηνοθετήσω εγώ. Εγώ πανικοβάλλομαι… (Σακελλάριος): Μα εγώ δεν ξέρω από τεχνικούς όρους… (Φίνος): Θα σ’ τα μάθω εγώ. (Σακελλάριος): Μα εγώ δεν έχω δει ούτε μηχανή. (Φίνος): Δεν πειράζει, θα σου δείξω εγώ». Κι ήταν ελέω Φίνου που ο Σακελλάριος ερωτεύθηκε το σινεμά.
Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήταν Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948), με συνεργάτη του πάντα τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, που την είχε κάνει μεγάλη επιτυχία ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο οποίος πρωταγωνιστεί και στην ταινία. Παρά την «ελαφρότητα», που πιθανόν κάποιοι βλέπουν στο έργο του –έκανε άλλωστε τότε μεγάλες επιτυχίες γράφοντας και στίχους σε τραγούδια της «ελαφράς», όπως λεγόταν, μουσικής, του τύπου της αθηναϊκής καντάδας– Οι Γερμανοί ξανάρχονται είναι μια ταινία που έχει το βάρος του καιρού της, αλλά και τόλμη που εκπλήσσει. Ο πόλεμος δεν έχει καλά καλά τελειώσει κι ο Σακελλάριος τολμά να δείξει στην οθόνη σκηνή εμφυλίου, με πυροβολισμούς στους δρόμους της Αθήνας. Το δε μήνυμα του έργου, η συμφιλίωση, είναι οπωσδήποτε αντίθετο στην πολιτική μισαλλοδοξία εκείνου του καιρού. Η ταινία του αυτή έχει επίσης ένα παγκόσμιο τεχνικό επίτευγμα, χάρη στο εφευρετικό δαιμόνιο του Φίνου: Είναι η πρώτη ταινία του σινεμά που γυρίστηκε με σύγχρονο ήχο, με ήχο δηλαδή που καταγραφόταν παράλληλα με την εικόνα – τεχνική που απογείωνε εκείνα τα χρόνια τον ιταλικό κινηματογράφο, με τον νεορεαλισμό.
Ακολουθούν δύο μελοδραματικές κομεντί. Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν (1951), με ένα λαμπερό καστ: Σμ. Γιούλη, Αλ. Αλεξανδράκης, Άννα Καλουτά, Κούλης Στολίγκας, Γ. Γκιωνάκης, Π. Χριστοφορίδης, Λ. Κωνσταντάρας, Γ. Βασιλειάδου, όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί που θα παίξουν σε πολλές από τις μετέπειτα ταινίες του, και η επίσης χαμένη Ο άλλος (1952), με τον Γ. Παππά και την Ελ. Χατζηαργύρη. Στην πρώτη ο Σακελλάριος προσπαθεί να αναπαραγάγει το κλίμα αμερικανικών ταινιών, κυρίως του Φρανκ Κάπρα, που μαζί με τον Χίτσκοκ –που τον αντέγραφε στο χούι να εμφανίζεται σε κάθε του ταινία– μοιάζει να είναι οι δύο μεγάλες επιρροές του. Αν και εδώ απουσιάζει το ψυχολογικό βάθος του αμερικανικού σινεμά το βάρος πέφτει σε μια ηθογραφική παράδοση, που έχει τις δικές της ρίζες στο αθηναϊκό σινεμά.
Με τη συνεργασία του με τον Λογοθετίδη (Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Δεσποινίς ετών 39, Ούτε γάτα ούτε ζημιά, Δελησταύρου και υιός), ο Σακελλάριος μπαίνει σε μια εποχή ωριμότητας, όπου εκτός των άλλων θα δώσει και ταινίες με μια, έστω «σκεπασμένη», πολιτική κριτική, πράγμα όχι συνηθισμένο τότε, όπως στις ταινίες Θανασάκης ο πολιτευόμενος (1954), Ένας ήρως με παντούφλες (1958) και Υπάρχει και φιλότιμο (1965)· με τον Ηλιόπουλο η πρώτη, με Λογοθετίδη η δεύτερη, με τον Κωνσταντάρα η τρίτη. Ναι, ο Σακελλάριος υπήρξε ένας εργάτης του εμπορικού λαϊκού κινηματογράφου. Αυτό όμως καθόλου δεν τον μειώνει, ούτε τον εμπόδισε να κάνει αφ’ ενός ταινίες που στηρίζονται σε δικές του αναζητήσεις και μνήμες, αφ’ ετέρου να δώσει ταινίες με διαχρονική ταυτότητα και αξία, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την αμείωτη αγάπη των θεατών ως σήμερα στις μεγάλες του ταινίες.
Μικρή λίστα με τις μεγάλες ταινίες
Κι ας έρθουμε σ’ αυτές, τις μεγάλες του ταινίες, που θα στέκονταν δικαιωματικά σε μια μελλοντική ανθολογία του ελληνικού κινηματογράφου. Αν αφήσουμε έξω τις ταινίες του Λογοθετίδη, που η παρουσία του ηθοποιού τις κάνει ιδιαίτερες και τους δίνει πατίνα δόξας, οι ταινίες του Σακελλάριου που, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται ανάμεσα στις καλύτερες του ελληνικού σινεμά αυτής της εποχής, είναι το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955), Η καφετζού (1956), Της νύχτας τα καμώματα (1957), Ο Ηλίας του 16ου (1959), Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο (1959), Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες (1960), Τα κίτρινα γάντια (1960), Η Αλίκη στο ναυτικό (1961), Αλίμονο στους νέους (1961), Η νύφη το ’σκασε (1962), Ο φίλος μου ο Λευτεράκης (1963), Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης (1963). Πρόκειται για ταινίες με μεγάλη γκάμα πρωταγωνιστών (Αυλωνίτης, Φωτόπουλος, Βασιλειάδου, Μακρής, Χατζηχρήστος, Βέγγος, Αλίκη, Χορν, Καρέζη, Ρίζος, Ηλιόπουλος), που εκτείνονται από την κομεντί και την ηθογραφία έως το μιούζικαλ. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πολλά για κάθε μια απ’ τις ταινίες αυτές, που παραμένουν αγέραστες. Στην πρώτη πράξη της Καφετζούς, φερ’ ειπείν, υπάρχει μια σπάνια, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη ματιά πάνω στη λαϊκή γειτονιά και στην αθηναϊκή αυλή, με περίτεχνη κινηματογραφική ανάπτυξη, που ξαφνιάζει ευχάριστα ακόμα και σήμερα. Στο Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες πάλι, υπάρχει μια μουσική ρυθμικότητα, που δίνει στα κωμικά γκαγκ έναν ιδιαίτερο ρυθμό. Γενικά, οι ταινίες του Σακελλάριου, ιδιαίτερα όσες γυρίστηκαν μέχρι το 1965-66, δηλαδή μέχρι την επέλαση της τηλεόρασης, έχουν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική ποιότητα, ο οποία σηματοδοτεί ταυτόχρονα την ακμή του εμπορικού ελληνικού σινεμά.
Στο Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, μια ιδιότυπη ελληνική ταινία δρόμου, που είναι ίσως η καλύτερή του κινηματογραφικά, όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν με μια λοξή ματιά στον ρόλο της τέχνης και του καλλιτέχνη στη μηχανοκίνητη εποχή. Η νοσταλγία της αθηναϊκής μπελ-επόκ συνυπάρχει εδώ με μια τάση φυγής στην ύπαιθρο και με μια διάθεση αναζήτησης και περιπλάνησης, πάλι με στοιχεία ντοκιμαντερίστικα, στο κρυμμένο τοπίο των λαϊκών πανηγυριών. Και για την ταινία αυτή θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Λόγω συντομίας μένουμε, προς τον παρόν, στα προφανή: οι μεγάλοι ρολίστες Αυλωνίτης, Φωτόπουλος, Καρέζη, η μουσική ευφυία του Μάνου Χατζηδάκη, συνεργάτη του σκηνοθέτη σε μεγάλες του επιτυχίες, η φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη Φουξ και το μοντάζ του Ντίνου Κατσουρίδη δίνουν στην ταινία μια πατίνα κομψοτεχνήματος.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Συγχαρητήρια για το αφιέρωμα σε ένα μεγάλο δημιουργός.
Ο Σακελλάριος ανάμεσα στα άλλα απέδειξε, πως ο δημιουργός μπορεί να μπει στην ψυχή του απλού ανθρώπου, να δημιουργήσει έργα με διαχρονική αξία και ότι ο ποιοτικός κινηματογράφος μπορεί να είναι και εμπορικός. Και όλα αυτά χωρίς την κρατική ενίσχυση, χωρίς κέντρο κινηματογράφου, και χωρίς τις φωνές των επιτήδειων που φωνάζουν για κρατική ενίσχυση της τέχνης…