Του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 120
Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα, 1821, Η δυναμική της παλιγγενεσίας που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο σε δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση.
Την επαναστατική δραστηριότητα της Εκκλησίας συμβολίζει παραδειγματικά ο Διονύσιος Τρίκκης (Παραμυθιά 1540/1550(;) – Ιωάννινα 1611), ο επονομαζόμενος «φιλόσοφος», μια προσωπικότητα που χάνεται στην αχλύ του μύθου· τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του τις παίρνουμε από επικριτικά κείμενα, από τον «Στηλιτευτικό» λίβελλο και τις επιστολές του θανάσιμου εχθρού του, Μάξιμου Πελοποννήσιου, και από το επίσης επικριτικό «Ηπειρωτικό Χρονικό», αγνώστου συγγραφέα.
Ακόμα και το έτος της γέννησής του (μεταξύ 1540 και 1550) παραμένει αμφισβητούμενο. Πάντως, είχε καρεί μοναχός στη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στη Διχούνη της Θεσπρωτίας· στην Κων/πολη, πραγματοποίησε τις σπουδές του και, ως συνεργάτης του πατρ. Ιερεμία Β΄, αλληλογραφούσε με τον Μελέτιο Πηγά, τον Μάξιμο Μαργούνιο, ακόμα και με τον Μάξιμο Πελοποννήσιο· συμμετείχε πρωταγωνιστικά στα τεκταινόμενα του Πατριαρχείου, υπερασπιζόμενος τον Ιερεμία στις αλλεπάλληλες αλλαξοπατριαρχίες της εποχής, χρημάτισε δε ακόμα και τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου για λίγες ημέρες. Ήταν δηλαδή μια σημαντική προσωπικότητα, στο επίκεντρο των εξελίξεων, στις ανώτερες κλίμακες της ιεραρχίας· το 1592, χειροτονήθηκε μητροπολίτης μιας σημαντικής αρχιεπισκοπής όπως η Λάρισα και εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα, διότι οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την παρουσία του στη Λάρισα.
Επιγενέστερα, ήλθε σε σύγκρουση με το πατριαρχείο, διότι δεν απέστελλε χρήματα από τις περιοχές που ανήκαν στη δικαιοδοσία του, αλλά και με την Πύλη, στην οποία αρνούνταν να καταβάλλει το χαράτσι, πιθανολογείται δε ότι η κατακράτηση αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πόρων για τα επαναστατικά του διαβήματα. Τότε ήλθε σε επαφή με τους κλέφτες των Αγράφων, ίσως και με Ισπανούς πράκτορες, προετοιμάζοντας επανάσταση κατά των Τούρκων.
Τον Δεκέμβριο του 1598, έφθασε στη Βενετία ένας μοναχός από τα Ιωάννινα ως απεσταλμένος του, για να κινητοποιήσει τους εκεί Έλληνες και να επιδιώξει τη συμπαράσταση του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄ της Αυστρίας και του βασιλιά Φιλίππου Γ΄ της Ισπανίας. Από δε τη Βενετία, εκπρόσωπος των Ελλήνων μετέβη στη Βιέννη και, με υπόμνημά του, ζητούσε στρατεύματα και όπλα, υποσχόμενος ότι οι κάτοικοι θα εξεγείρονταν υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Λαρίσης. Σε ανάλογη έκκληση στον πάπα έγραφαν: «…σύμπασα ἐφεξῆς ἡ Ἑλλάς, καὶ μυρίους ὑπὲρ πίστεως θανάτους ὑποστήσεται… Πάρασχε ὦτα φιλακροάμονα ταῖς ἡμετέραις ἐκτενέσι πρεσβείαις… Μικρὸς καὶ ὀλίγιστος ὁ συρφετὸς τῶν ἀπίστων… ἐξελοῦ ἡμᾶς τῆς τοῦ ἀπηνοῦς τυράννου χειρός…»
Εν τέλει, τον Νοέμβριο του 1600, εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, το οποίο κατεπνίγη μέσα σε λίγες ημέρες. Ακολούθησαν συλλήψεις και βασανιστήρια των επαναστατών, όπως του αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, Σεραφείμ, ο οποίος κατετάγη μεταξύ των νεομαρτύρων, διότι αρνήθηκε να ασπαστεί το ισλάμ. Σύμφωνα με τον Κούμα, η επανάσταση αυτή υποκινήθηκε από τους Ενετούς και, μετά την αποτυχία της, οι περισσότεροι χριστιανοί Αλβανοί αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν.
Ο Διονύσιος διέφυγε στην Ιταλία και η Εκκλησία υποχρεώθηκε να τον καθαιρέσει από Μητροπολίτη, ως «τολμηρῶς τε καὶ ἀλογίστως ἀποστασίαν μελετήσας κατὰ τῆς βασιλείας τοῦ πολυχρονίου σουλτὰν Μεχμέτ». Από τη Ρώμη πραγματοποίησε εκκλήσεις προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας και τον Φίλιππο Γ΄, ενώ, τον Φεβρουάριο του 1603, συναντήθηκε με τον Πάπα στον οποίο και υπέβαλε ομολογία πίστεως. Ο Ποντίφηκας τον εφοδίασε με συστατική επιστολή για τον Ισπανό μονάρχη· έφθασε δε στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1603, μαζί με τον απόφοιτο του Ελληνικού Κολλεγίου, Κωνσταντίνο Σοφία, ως διερμηνέα του. Εκεί, πάντως, ο Σοφίας τον κατήγγειλε στην Ιερά Εξέταση ως αιρετικό υποστηρίζοντας ότι η προσχώρηση του Διονυσίου στην καθολική Εκκλησία δεν ήταν ειλικρινής και ότι είχε πλαστογραφήσει έγγραφα κατοίκων της Ελλάδας τα οποία υποστήριζαν δήθεν την ένωση των Εκκλησιών!
Αυτή την περίοδο παρατηρούνται κινήσεις προερχόμενες κυρίως από τους Ισπανούς της Νεαπόλεως: Τον Δεκέμβριο του 1604, ο Κύπριος Ιερώνυμος Κόμπης, που είχε έλθει στην Κέρκυρα για να οργανώσει εξέγερση στην Ήπειρο, εξεδιώχθη από τους Ενετούς, ενώ αμέσως μετά, θα κυκλοφορήσει η πληροφορία πως ο Λάντζας και ο Κόμπης, επικεφαλής Ελλήνων του βασιλείου της Νεαπόλεως, ήταν έτοιμοι να αποβιβαστούν στα ελληνικά παράλια. Μαθαίνουμε πως οι ντόπιοι τους περίμεναν και ότι ένας «μορφωμένος καλόγερος» πρωτοστατούσε στο κίνημα – μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για τον Διονύσιο.
Το 1609 ή 1610, επιστρέφει στην Ήπειρο, γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και εγκαθίσταται στη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στη Διχούνη, και ως ιατρός γυρνάει σε όλη την Ήπειρο, ακόμα και τα Γιάννενα, προσπαθώντας να ξεσηκώσει τους αγρότες. Σχεδόν ανοικτά, επιχειρεί να οργανώσει επαναστατικό κίνημα, στο οποίο είχε μυήσει και τον Δρυινουπόλεως Ματθαίο, που βρισκόταν στα Γιάννενα· ταυτόχρονα συγκρούεται επανειλημμένα με τον μοναχό Μάξιμο Πελοποννήσιο, ο οποίος αντιτίθεται σθεναρά στο επαναστατικό διάβημα. Ο Μάξιμος κατηγορεί τον αρχιεπίσκοπο Ματθαίο ότι, σε συνεργασία με τον Διονύσιο, δοκίμασαν να τον δολοφονήσουν. Σε επιστολή του δε προς τον Ματθαίο, κατά το 1614, επανέρχεται αναλυτικότερα:
Τὸ πρῶτον αἴτιον τῶν κακῶν, ἐσὺ τὸ εκίνησες καὶ ἔφερες καὶ ἐφύλαγες τὸν ἐχθρὸν τοῦ κόσμου μέσα εἰς τὸ ἐπαινετὸν τοῦτο κάστρον, ἕως ὁποῦ τὸ ἀφανίσατε. Καὶ ἐμένα ὁποῦ δὲν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω τὸν θεοκατάρατον καὶ ὁποῦ σᾶς ἐσυμβούλευα νὰ τὸν διώξετε, ἐστείλατε ἄνθρωπον μέσα εἰς τὸ κελλίον μου νὰ μὲ φονεύσῃ. Ἀλλὰ ἐσὺ τὸν ἐσυμάζονες καὶ τὸν ἐφίλευες καὶ τὸν ἔδιδες θέλημα νὰ εὐλογᾷ καὶ νὰ ἁγιάζῃ, ὁ φονεὺς καὶ τοσούτων ψυχῶν φθορεύς, ὁποῦ ἤξευρες πὼς έκαμεν εἰς τὰ Τρίκκαλα…
Αγνοούμε εάν οι κινήσεις του Διονυσίου εντάσσονταν σε κάποιον ευρύτερο σχεδιασμό. Πάντως, ο ίδιος στρατολογεί αγρότες και κατοίκους των Ιωαννίνων και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό, προφητεύοντας την πτώση του Σουλτάνου και την είσοδο του ιδίου στην Κωνσταντινούπολη. Ο «στρατός» του περιλάμβανε 800-1100 αγρότες, οπλισμένους με ελάχιστα αρκεβούζια, μερικές δεκάδες σπαθιά, ακόντια και τόξα, αλλά κυρίως ρόπαλα και αυτοσχέδια όπλα, ενώ στην ηγεσία της κίνησης βρίσκονταν οι Παραμυθιώτες, Ζώτος Τσίριπος, Δελή Γιώργος, γραμματέας Τούρκου αξιωματούχου, και ο Λάμπρος, γραμματέας του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων. Αφού σημείωσαν κάποιες επιτυχίες εναντίον τουρκικών φρουρών, ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον» και με συνθήματα ενάντια στην υπέρμετρη φορολόγηση, «χαράτζι χαρατζόπουλον» και «ἀναζούλι ἀναζουλόπουλον», (Αναζούλι (nüzul): Μορφή φορολογίας) στις 10 Σεπτεμβρίου 1611 κατόρθωσαν να πυρπολήσουν το τουρκικό διοικητήριο στα Γιάννενα από όπου μόλις διεσώθη ο πασάς.
Την επομένη, όμως, η τουρκική φρουρά ανασυντάχθηκε και, με τη βοήθεια ντόπιων Ελλήνων τιμαριούχων, διέλυσε τους επαναστάτες. Ο Διονύσιος κρυβόταν μαζί με τον Δελή Γιώργο, για τρεις ημέρες, σε μια σπηλιά όπου τον ανακάλυψαν, οι Τούρκοι και τον έγδαραν ζωντανό, «δια χειρός των Εβραίων», γέμισαν το δέρμα με άχυρα και το έστειλαν στην Πόλη, ενώ ο Δελή Γιώργος σταυρώθηκε από τους Εβραίους «και αντί στεφάνων εις την κεφαλήν του έκαμαν πολλές τρύπες με καρφιά και εις αυτές τοποθέτησαν φτερά»· ο γραμματέας του πασά, Λάμπρος, που «ανεκηρύχθη υπό των Αλβανών βασιλεύς των», πιάστηκε μερικές μέρες αργότερα και, επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, ο πασάς «του έκοψε πρώτον τα αυτιά και την μύτην και κατόπιν τον έβαλε επάνω εις ένα γάιδαρον, τον περιέφερεν εις ολόκληρον την πόλιν υπό τους κρότους τυμπάνων και κατόπιν τον έψησε ζωντανόν». Στην εκτενή έκθεση του Γιάννη Σίμου, διερμηνέα του βάιλου της Βενετίας στην Κέρκυρα, αναφέρεται πως «το μεγαλύτερο μέρος των στασιαστών απεσύρθη εις τα βουνά και εις όλας τας στενάς διαβάσεις των κυριότερων δρόμων». Και γνωρίζουμε πως την ίδια εποχή αυξάνεται ο πληθυσμός των αγροτών που καταφεύγουν στο Σούλι. Το δημοτικό τραγούδι θα αποτυπώσει το επαναστατικό γεγονός («σεφέρι») και την έκταση της καταστολής:
Δεσπότη μου τὶ σήκωσες τὸν κόσμο στὸ σεφέρι
Καὶ ρήμαξαν τὰ Γιάννενα καὶ ρήμαξεν ὁ τόπος;
Μεῖναν τὰ σπίτια ἀδειανά, γεμίσαν τὰ χανδάκια
κι’ ὁ Τοῦρκος δὲν ἀπόσωσε νὰ κόβῃ καὶ νὰ καίῃ.[ ]
Κι’ ἐσένα τὸ τομάρι σου τὸ στείλανε στὴν Πόλη
Νὰ τρῶν οἱ κότες πίτουρα, νὰ νταβουλᾶν οἱ Γύφτοι
Γιὰ νὰ ξυπνάῃ ἡ Τουρκιὰ νὰ κάνῃ ραμαζάνι.
Το γεγονός ότι οι Τούρκοι έδωσαν μεγάλη σημασία στο κίνημα του Διονυσίου συνάγεται και από το ότι το δέρμα του στάλθηκε στον ίδιο τον Σουλτάνο και εκτέθηκε επί ημέρες, ως σημαντικό λάφυρο του δοβλετίου, ενώ εστάλησαν ογδόντα πέντε έως τριακόσια κομμένα κεφάλια στασιαστών.
Το κίνημα του Διονύσιου αποτελεί την πρώτη αυτόνομη προσπάθεια για οργάνωση εσωτερικής επανάστασης χωρίς τη συμμετοχή ξένων δυνάμεων. Η σημαντικότερη κοινωνική βάση του επαναστατικού εγχειρήματος φαίνεται πως ήταν οι ραγιάδες αγρότες. Γι’ αυτό και θα συμμετάσχουν μαζικά στο κίνημα, ενώ κάποιοι χριστιανοί τιμαριούχοι –οι οποίοι σύντομα θα εξισλαμισθούν– συμμετείχαν στην καταστολή του. Στο Χρονικό της Ηπείρου (του Αραβαντινού), σημειώνεται όντως πως, «ἀφοῦ ἐξημέρωσεν, ἑνωθέντες οἱ Ῥωμαῖοι τοῦ Κάστρου μὲ τοὺς Τούρκους, ἐπειδὴ ἤσαν ὀλίγοι οἱ Τοῦρκοι, ἐπολέμησαν τὸν Κακοδιονύσιον καὶ τὸν ἐκαταχάλασαν». Την ταξική και κοινωνική διάσταση της εξέγερσης του Διονύσιου ενισχύουν οι αναφορές στον αγροτικό, κατ’ εξοχήν, χαρακτήρα της εξέγερσης, που συνάγεται και από τα συνθήματα που κυριαρχούσαν.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει στα περισσότερα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η κοινωνική βάση είναι συνήθως αγροτική, αλλά σε αυτήν συμμετέχουν, συνήθως με καθοδηγητικό ρόλο, «αστοί» και «διανοούμενοι». Εδώ, κατ’ εξοχήν ο Διονύσιος αλλά και οι δύο «γραμματικοί» που συγκροτούσαν μια επαναστατική «τριανδρία» – μάλιστα, ο «Λάμπρος» είχε ανακηρυχθεί «βασιλιάς» των εξεγερμένων. Γνωρίζουμε εξάλλου τις επαφές του Διονυσίου με τον αρχιεπίσκοπο Ματθαίο και την επαναστατική προπαγάνδα του, μέσα στα ίδια τα Γιάννενα, την οποία καταγγέλλει ο Μάξιμος, καθώς και την επιγενέστερη καταστροφή της μονής του Αγίου Δημητρίου από τους Τούρκους. Προφανώς, λοιπόν, στο κίνημα συμμετείχαν και ιερωμένοι και άλλοι κάτοικοι των Ιωαννίνων και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ανταρσία αποκλειστικά αγροτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, το γενικό σύνθημα της εξέγερσης δόθηκε με το «Κύριε ελέησον» που έψαλλαν οι επαναστάτες και από το οποίο κατάλαβαν οι Τούρκοι ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει με τους Έλληνες ραγιάδες.
Την ευρεία συμμετοχή στο κίνημα του Διονυσίου συνάγουμε και από πολλές αναφορές του «Στηλιτευτικού» στους οπαδούς του Διονυσίου–«μεμπτέοι δὲ οὐχ ἥκιστα καὶ οἱ ὑπό σοῦ ἀπατηθέντες»– οι οποίοι, όπως ισχυρίζεται ο Μάξιμος, υποστήριζαν πως κατηγορούσε τον Διονύσιο από φθόνο.
Στη συνέχεια, θα ενισχυθεί το κύμα της φυγής προς τα Επτάνησα αλλά και τα ορεινά της Ηπείρου, πιθανότατα και στο Σούλι, ενώ οι Τούρκοι θα διευρύνουν το κύμα των εξισλαμισμών, ώστε να ενισχύσουν τη θρησκευτική βάση της ηγεμονίας τους.
Η σκωπτική προσωνυμία «Σκυλόσοφος» (ή Κακοδιονύσιος) δόθηκε στον Διονύσιο από τον Μάξιμο. Ο λόγιος μοναχός κηρύσσει την υποταγή στην εγκόσμια εξουσία των Τούρκων, η οποία, ήταν «θέλημα Θεοῦ» διότι, επί Βυζαντίου, είχαν γεννηθεί αιρέσεις και αμαρτίες, πιστεύει δε πως οι πιστοί θα πρέπει να υποφέρουν για να αποδεικνύουν την πίστη τους! Οι Έλληνες μάλλον εσώζοντο ψυχικώς κάτω από την τουρκική τυραννία.
Ο Μάξιμος υπήρξε σημαντικός λόγιος, έχει γράψει μάλιστα και βιβλίο κατά Λατίνων, ο δε «αντιπαπικός» προσανατολισμός του τον έκανε προφανώς περισσότερο δύσπιστο απέναντι σε διαβήματα υποκινούμενα από τους δυτικούς. Ωστόσο, δεν αναφέρεται καθόλου στην προσχώρηση του Διονύσιου στον «παπισμό», αλλά τον κατηγορεί αποκλειστικά για τυχοδιωκτισμό και ασέβεια. Και όμως, και ο Μελέτιος Πηγάς, του οποίου ο Μάξιμος υπήρξε αρχικώς προστατευόμενος, είχε προσπαθήσει να οργανώσει αντιτουρκική επανάσταση. Εξάλλου και ο ίδιος χαρακτηρίζει τους Τούρκους «ἀτιθάσσους τυράννους».
Ο Μάξιμος, που είχε συναντηθεί με τον Διονύσιο, στην Κων/πολη, ήταν άτομο με έντονα μίση, και δεν καταφερόταν μόνον εναντίον του Διονυσίου και του Ματθαίου αλλά του συνόλου της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Εν τέλει, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια ιδιαίτερη περίπτωση αντιδραστικού μοναχού που συνδέθηκε με τις πιο τουρκόφιλες μερίδες των «καστρινών», εξ ου και η απόπειρα δολοφονίας του. Όπως συνάγεται δε από το κείμενό του, ήταν εμφανής η αντίθεσή του προς τους «φιλελεύθερους» Έλληνες γενικότερα.