του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Μετά την πρόσφατη δημοσιοποίηση ότι τα τελευταία χρόνια οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου διπλασίασαν την έτσι κι αλλιώς «αμύθητη» περιουσία τους και ότι το 1% της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ (76 εκατομμύρια άνθρωποι) κατέχει το 32% του παγκόσμιου πλούτου, το ερώτημα «παγκοσμιοποίηση ή δημοκρατία» αποτελεί ίσως το πλέον «ακανθώδες ερώτημα» της «μεταδημοκρατικής» εποχής μας.
Μια ουσιαστική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνεται στο ογκώδες κι εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο : «Μεταξύ παγκοσμιοποίησης και δημοκρατίας. Πολιτική οικονομία στον απερχόμενο νεοφιλελευθερισμό» (“Zwischen Globalismus und Demokratie. Politische Ökonomie im ausgehenden Neoliberalismus”), του Γερμανού οικονομικού κοινωνιολόγου και ομότιμου διευθυντή του Ινστιτούτου Max Planck για τη «Μελέτη των Κοινωνιών» Wolfgang Streeck. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό έργο, με μια καταπληκτική σε βάθος και «λεπτής ειρωνείας» ανάλυση για την δημοκρατία, το έθνος-κράτος και τις «εντελώς δημοκρατικά» παγκόσμιες αλληλεξαρτήσεις και ασύλληπτες διαπλοκές μεταξύ πολιτικής και οικονομίας της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης στις τελευταίες δεκαετίες.
Ήδη, από την αρχή του βιβλίου καταδεικνύεται με σαφήνεια το κύριο πρόβλημα της εποχής μας: «Στην εποχή της ακμής του νεοφιλελευθερισμού, η παγκοσμιοποίηση θεωρούνταν αναπόφευκτη και η αναδιανεμητική δημοκρατία ξεπερασμένη. Η αυξανόμενη ευημερία για όλους ήταν η υπόσχεση, όμως το αποτέλεσμα είναι η αυξανόμενη ανικανότητα να δαμάσει την καπιταλιστική μηχανή της ανισότητας. Μια συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι να καταρρέουν κυρίαρχα λαϊκά κόμματα, τα συνδικάτα να συρρικνώνονται και να προκύπτουν τεράστιες αμφιβολίες για την αποδοτικότητα των δημοκρατικών θεσμών».
Στον πρόλογο του βιβλίου υπενθυμίζεται στους αναγνώστες ότι οι ποικίλες σειρήνες του νεοφιλελευθερισμού διαλαλούσαν «ότι η μετατόπιση από την πολιτική και τη δημοκρατία σε ένα μελλοντικό παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης, που δεν καθιερώθηκε ακόμη, θα κάνει όλους τους ανθρώπους αδέρφια», που θα έφερνε την «αποεθνικοποίηση» και που θα οδηγούσε αμετάκλητα σε μια «παγκόσμια ή ηπειρωτική κυβέρνηση» και στην «απαλλαγή της πολιτικής και της πολιτικής οικονομίας από την δημοκρατία».
Η διαπίστωση όμως του συγγραφέα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση αποτυγχάνει ή θα αποτύχει και τελικά «δεν θα επιτευχθεί», ειδικά για το λόγο ότι δεν «υπολογίζει τους ποικίλους εθνικούς συμβιβασμούς» στις δημοκρατίες, αλλά και λόγω της «αντίστασης των μικρών ανθρώπων». Και ακόμη, γιατί η αντίφαση μεταξύ της υποτιθέμενης «ελεύθερης οικονομίας» και του «ισχυρού κράτους» είναι όντως κραυγαλέα, αφού το τελευταίο χρειάζεται «καταναγκαστικά κρατικά μέτρα» για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον νεοφιλελευθερισμό.
Κεντρικό ρόλο για να καμφθεί η δηλωμένη «αντίσταση των μικρών ανθρώπων» αναλαμβάνουν οι ελίτ σε διάφορες χώρες: «Οι ελίτ, που βλέπουν τη νομιμότητά τους να απειλείται, μπορούν να χρησιμοποιήσουν το πολιτικό και πολιτιστικό τους κεφάλαιο, καθώς και να ασκήσουν τον έλεγχό τους στα θεσμοθετημένα κανάλια του δημόσιου λόγου για να σκηνοθετήσουν τη σύγκρουση με τους αντιπάλους τους ως πολιτισμική-ηθική σύγκρουση». Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, που ο στιγματισμός όλων όσων βλέπουν αυτές τις παγκοσμιοποιητικές εξελίξεις με κριτική ματιά παίρνει τη μορφή απαξιωτικών και υποτιμητικών χαρακτηρισμών (π.χ. “climate deniers”, “corona deniers” ή ακόμη και «ναζί» επειδή επικρίνουν π.χ. την κυβερνητική πολιτική των ανοιχτών συνόρων στο μεταναστευτικό). Εξυπακούεται πως όλες αυτές οι «ψεκασμένες» ομάδες πολιτών αποκλείονται ηθικά, κοινωνικά, αλλά και υπαρξιακά από την «πολύχρωμη» παγκόσμια κοινότητα, «όπλο» της οποίας είναι μια ανελέητη «κουλτούρα της ακύρωσης» (Cancel Culture), με στόχο τους ποικίλους «αποσυνάγωγους» εχθρούς της παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό συμβαίνει, όπως θεωρεί ο συγγραφέας, με καίρια ευθύνη της Αριστεράς που πλέον έχει υποκλιθεί κι ενσωματωθεί στην παγκοσμιοποίηση, αφήνοντας την αντιπαγκοσμιοποιητική διαμαρτυρία και κριτική κυρίως στην Δεξιά και την Ακροδεξιά.
Στο πρώτο από τα πέντε κεφάλαια («Καπιταλιστική Οικονομία, δημοκρατική πολιτική: Η διπλή κρίση του Νεοφιλελευθερισμού»), ο Streeck βλέπει το τρέχον οικονομικό σύστημα να φτάνει στα όριά του λόγω κυρίως της στασιμότητας. Αυτό αντανακλάται στο γεγονός ότι τα επίπεδα χρέους των κρατών, των εταιρειών, αλλά και εκατομμυρίων νοικοκυριών αυξάνονται και τα διαθέσιμα κεφάλαια δύσκολα μπορούν να βρεθούν σε κερδοφόρες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, παρά τα μηδενικά ή και τ΄ αρνητικά επιτόκια. Μια συνέπεια από αυτό είναι ό,τι η «ενσωμάτωση των αγορών στα κράτη» οδήγησε σε μια «αποσύνδεση της δημοκρατίας από τον καπιταλισμό» με αποτέλεσμα σήμερα να μιλάμε μόνο για μια «δημοκρατία πρόσοψης».
Στο δεύτερο κεφάλαιο («Κράτη και κρατικά συστήματα: ολοκλήρωση και διαφοροποίηση») ο συγγραφέας βασίζεται στον πολιτικό οικονομολόγο Karl Polanyi. Σε αυτό αναγνωρίζεται πως ακόμα και στην τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση υπάρχει ένα «ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας», τουλάχιστον να γίνει μια προσπάθεια να επανέλθει η οικονομία υπό «δημοκρατικό έλεγχο» και ν΄ αντιμετωπιστεί με επιτυχία το «καντιανικού» τύπου μοραλιστικό «παγκόσμιο κράτος». Προφανώς μια αισιόδοξη άποψη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η ισχυρή επιρροή του «Big Money», της «Big Tech» ή της «Big Pharma» και των διάφορων λομπιστών στην πολιτική και στα ΜΜΕ.
Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο («Με επιτυχία προς την κορυφή; Το υπερκράτος και τα όριά του»), ο Streeck δείχνει τις «αντιφάσεις και τα όρια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της παγκοσμιοποίησης». Για τον Streeck, οι πολύκροτες προσεγγίσεις της «παγκόσμιας διακυβέρνησης» αποδεικνύονται συνώνυμες μιας «φιλελεύθερης αυτοκρατορίας» – με επίκεντρο τις ΗΠΑ.
Το προτελευταίο κεφάλαιο («Ευρώπη: αποτυχημένο υπερκράτος, αυτοκρατορία σε διαδικασία αποτυχίας») διευκρινίζει τις προσεγγίσεις που περιγράφηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση του Streeck είναι ότι ένα υπερεθνικό «νεοφιλελεύθερο οικονομικό καθεστώς», το οποίο διοικείται από τεχνοκράτες με ελάχιστη δημοκρατική νομιμότητα και το οποίο στην προσπάθειά του να καταστεί ακόμα πιο συγκεντρωτικό, αργά ή γρήγορα θα διαβρωθεί. Μια πιθανή διέξοδος θα ήταν να γίνουν ένα ή περισσότερα βήματα προς τα πίσω, για παράδειγμα σε μια «ένωση κυρίαρχων εθνικών κρατών». Για τον συγγραφέα είναι σαφές ότι αληθινή δημοκρατία για όλους μπορεί να υπάρξει μόνο στα όρια του έθνους κράτους και όχι σε υπερεθνικά «κατασκευάσματα», όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή ακόμα χειρότερα με μια παγκόσμια διακυβέρνηση.
Το πώς θα μπορούσε να μοιάζει αυτό, περιγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο («Έξοδος προς τα κάτω: Μικρά κράτη και οι δυνατότητές τους»). Σ΄ αυτό ο Streck επανέρχεται στον Αμερικανό κοινωνικό επιστήμονα Herbert A. Simons και στο έργο του : «Αποσυναρμολόγηση της πολυπλοκότητας» σε έναν «παγκόσμια αλληλεξαρτώμενο κόσμο» και στον Βρετανό οικονομολόγο, πολιτικό και μαθηματικό John M. Keynes για την «εθνική αυτονομία». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο στόχος είναι και πάλι το «ανακτημένο κράτος» μέσα σ΄ ένα σταθερό οικονομικό και εδαφικό πλαίσιο. Και είναι σημαντικό, πως αυτό το κράτος πρέπει να νομιμοποιηθεί δημοκρατικά προκειμένου να προστατεύονται όλοι οι κάτοικοί του από τις αρνητικές συνέπειες της υπερπαγκοσμιοποίησης. Και μάλιστα οι κοινωνίες πρέπει «να δικτυωθούν συνεργατικά αντί αυτοκρατορικά» σε «κυρίαρχα γειτονικά κράτη», γιατί μόνο τότε «μπορεί να αμύνονται σθεναρά ενάντια στους παγκοσμιοποιητές βασανιστές τους».
Βέβαια, το ζητούμενο – και για τον συγγραφέα – είναι πως μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο η παγκόσμια ελίτ των μεγιστάνων του πλούτου, που τα δύο τελευταία χρόνια δεν διεύρυναν υπέρογκα μόνο την οικονομική ισχύ τους αλλά και την μιντιακή (παγκόσμια προπαγάνδα). Για πολλούς αναλυτές είναι πλέον σαφές πάντως ότι παγκοσμιοποίηση και δημοκρατία αλληλοαποκλείονται. Αρκεί να δει κανείς τις ανακοινώσεις στο οικονομικό φόρουμ του Νταβός!
ΥΓ. Καλό θα ήταν να υπάρχουν τέτοια βιβλία και στην ελληνική γλώσσα. Φαίνεται όμως ότι ένα τόσο σοβαρό υπαρξιακό ερώτημα δεν απασχολεί και τόσο την ελληνική κοινωνία.