του Γιώργου Κουτσαντώνη από την ιστοσελίδα respublica.gr
Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θαφτούν τα θύματά του και κατακάτσει η σκόνη των μαχών, αρχίζει ο μακρύς και μεγάλος αγώνας της ανοικοδόμησης. Οι εχθροί που άλλοτε βομβάρδιζαν τις πόλεις, δίνουν τη θέση τους σε νέους αντιπάλους: στην πείνα, στη σπάνη και στην ανέχεια, που κάνουν δύσκολο το καθετί. Αυτή είναι η εποχή όπου τίποτα δεν είναι αυτονόητο, απλό ή δεδομένο.
Στη φωτογραφία που συνοδεύει αυτές τις σκέψεις, απεικονίζεται η όψη μιας μεταπολεμικής σχολικής τάξης. Αυτά τα παιδικά πρόσωπα συνθέτουν τη γενιά που, με τα χέρια και τα ελάχιστα γράμματα, σήκωσε στις πλάτες της μια σχεδόν κατεστραμμένη Ελλάδα. Είναι η γενιά που μόχθησε για να δει ξανά τη δύναμη του πολιτισμού, να προσφέρει στους επόμενους, στα παιδιά και στα εγγόνια της, μια καλύτερη και πιο εύκολη ζωή, περισσότερες ευκαιρίες και επιλογές. Αυτό υπήρξε το συλλογικό ένστικτο της συγκεκριμένης γενιάς: να δημιουργηθεί ένα άξιο και ευπρεπές αύριο, πάνω απ΄τα χαλάσματα.
Όσοι επιλέγουν να θυμούνται γνωρίζουν. Πρόκειται κυρίως για τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, αλλά και για ορισμένους γονείς σημερινών μεσηλίκων, που με πολλή θέληση για δουλειά και δημιουργία, και παρά τα ποικίλα πολιτικά λάθη τους (όπως μπορεί να τα εκτιμήσει κανείς από ιστορική απόσταση), κατάφεραν να μην σταματήσει ο ελληνισμός τη συνεχή και αδιάκοπη πορεία του μέσα στις χιλιετίες της ανθρώπινης ιστορίας. Κατάφεραν δηλαδή αυτό το συνεχές που από τους επαγγελματίες απομυθοποιητές παρουσιάζεται σήμερα ως μυθολογία.
Τα γράμματα δεν άλλαξαν από τότε· το «α» συνεχίζει να έχει το ίδιο σχήμα και υπάρχει για να τοποθετείται στη σωστή θέση μέσα στις λέξεις. Άλλαξαν όμως οι άνθρωποι και οι τρόποι τους· η παντομίμα ενός κακοχωνεμένου Διαφωτισμού, έκανε το μοντερνιστικό θαύμα της. Η γενική και η κλασσική παιδεία – των αρχαίων τραγωδιών, του βυζαντινού μεγαλείου, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Ομήρου – άρχισε σταδιακά να χάνει την αίγλη της. Καθώς με τα χρόνια, σχεδόν όλοι πλέον, κουτσά στραβά, γνώριζαν γραφή και ανάγνωση και μπορούσαν να επικοινωνήσουν στοιχειωδώς, η Παιδεία μετασχηματίστηκε σε Εκπαίδευση και η εξειδίκευση έγινε καθολικό σύστημα. Η έννοια του λειτουργήματος επαγγελματικοποιήθηκε, κομματικοποιήθηκε και συνδικαλίστηκε. Οι φιλελεύθερες πρωτοπορίες σε ανομολόγητη αγκαλιά με τη (μετα)μαρξιστική σκέψη, δεκαετίες ολόκληρες, βάλθηκαν να καταρρίπτουν, αυτούς που χαρακτήρισαν εθνικούς μύθους και να καλλιεργούν τις εγχώριες μορφές οικοφοβίας. Λες και έχει υπάρξει έστω ένα έθνος, σε αυτό τον πλανήτη, που δεν στηρίχτηκε, πέρα από την αγάπη για την πατρίδα, καί στο «Μύθο», για να βρει τη θέση του και να προχωρήσει. Εντωμεταξύ, οι πρώτοι πλέον χορτασμένοι, σταδιακά άρχισαν να «φεσώνουν» με χρέη τους επόμενους, στην κούρσα του εκσυγχρονισμού της χώρας. Παράλληλα, η εικονιστική και διαδραστική ψηφιακή τεχνολογία, δημιουργούσε ένα πλαίσιο τρομακτικών δυνατοτήτων. Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση είναι ήδη εδώ και μοιάζει με ωκεανό επαυξημένων εμπειριών, αναβαθμίσεων και απεριόριστων δυνατοτήτων.
Κι όμως, σε αυτό το υπερ-προοδευμένο πλαίσιο, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό νέων ανθρώπων, που ολοκληρώνουν σήμερα στην Ελλάδα τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (και όχι μόνον αυτή), είναι λειτουργικά αναλφάβητοι· πολύ συχνά εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα αναγνωστικού γραμματισμού, δηλαδή κατανόησης κειμένου και ανάπτυξης κριτικής σκέψης. Οι ευθύνες, προφανώς, δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στον κόσμο του ίντερνετ, της τεχνητής νοημοσύνης και των smartphones, διότι αυτός λειτουργεί όπως κάθε άλλο εργαλείο: το μαχαίρι μπορεί να κόψει ένα μήλο ή να δολοφονήσει έναν άνθρωπο. Η κοινή λογική λέει ότι ευθύνες φέρει η Πολιτεία, με τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες, αλλά και η Οικογένεια που, με τη σειρά της, δεν έδειξε πυγμή στην επέλαση του μεταμοντερνισμού και του κομφορμισμού, ούτε αντίσταση στις λογικές της ήσσονος προσπάθειας. Ωστόσο, τις μεγαλύτερες ευθύνες φέρει η κουλτούρα του καθηγητικού προσωπικού και ο συνδικαλισμός που γιγαντώθηκε κατά την περίοδο της ελληνικής μεταπολίτευσης.
Πρόκειται για μια κουλτούρα η οποία, με υπόβαθρο την επιτρεπτικότητα και με εργαλείο τη αδιαφορία, δημιούργησε ένα ολόκληρο οικοδόμημα βολέματος και προνομίων. Κάπως έτσι, τα παιδιά άρχισαν να θεοποιούνται – κάτι που είδαμε και στην καθ’ ημάς απήχηση των οικολογικών κραυγών της μικρής Γκρέτας που με θράσος σήκωνε το δακτυλάκι σε εκλεγμένους ηγέτες, γιατί δήθεν της «κλέβουν το μέλλον». Εδώ και χρόνια, αυτή η κουλτούρα θεωρεί τα νεαρά παιδιά, οντότητες με ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με ταυτότητα και αλάθητο κριτήριο – που πρέπει όλοι να ακούμε με προσοχή γιατί είναι το αύριο. Ένα τρομακτικό σφάλμα που υπονομεύει την ωρίμανση και την εξέλιξή τους, αποκόπτοντάς τα από τις ρίζες της Παράδοσης και επισκιάζοντας τη σοφία που φέρει η τεράστια πολιτισμική κληρονομιά μας. Η ίδια κουλτούρα οδήγησε σε κακομαθημένους νέους που με ένα εύκολο «οk boοmer», ξεμπερδεύουν με τη βάσανο της λογικής και της κριτικής σκέψης, ενώ την ίδια στιγμή περιγελούν με αχαριστία, και καθυβρίζουν, εκείνους που τους έχτισαν έναν κόσμο πολυτελείας. Λίγοι από αυτούς τους «χτίστες» της Ελλάδας ζουν ακόμη, οι υπόλοιποι σύντομα θα χάσουν τη μάχη με το θάνατο, και είναι ύβρις η περιφρόνησή τους. Η περιφρόνηση των νεκρών, οδηγεί πάντα στην απαξίωση του αγέννητου, θα υποστηρίξει ο Έντμουντ Μπερκ.
Η ελληνική γλώσσα είναι η δόξα και το στολίδι της σκέψης, αλλά με πνευματική οκνηρία και χωρίς ανθρώπους να τη μιλούν σωστά, τιμώντας την, μπορεί να απαξιωθεί και να απονεκρωθεί, κάτι που θα συνιστούσε τη μεγαλύτερη ήττα των Ελλήνων στη διαχρονία τους. Στα νέα παιδιά σήμερα δεν ζητείται να σταθούν στο ύψος των ηρωικών φιγούρων της μεταπολεμικής καθημερινότητας, να γράψουν νέες Ιλιάδες ή να χτίσουν Καπέλες Σιστίνες. Απαιτείται όμως σεβασμός στη γλώσσα και στα γνωστά/άγνωστα προσωπάκια της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, που διψούσαν να μάθουν γράμματα, καθότι η ανάμνηση της φωνής τους και η τεράστια θέλησή τους, αντιπροσωπεύει έναν από τους κρίκους που ενώνει το χθες με το δυνητικό μας αύριο. Ένα αύριο που δυστυχώς φοβάμαι ότι, αν δεν αλλάξουν πολλά στο χώρο της Παιδείας, κινδυνεύει από μια πληθώρα ανθρώπων, δίχως ταυτότητα και κριτικές ικανότητες, που θα νομίζουν ότι με τη ρευστότητα της γραμματικής και του φύλου, με ολίγο μοδάτο ακτιβισμό, αφύπνιση (woke), συγκεχυμένα συναισθήματα, πολλά αφηρημένα δικαιώματα και μερικές ερωτήσεις στο ChatGPT – μπορεί να σταθεί όρθιος ο πολιτισμός και να παραμένει κυρίαρχη και ελεύθερη η χώρα.
Πρώτη δημοσίευση: Ινστιτούτο Έρευνας και Μελέτης Θουκυδίδης