της Μαρίας Κορνάρου
Ἡ Οὐκρανία εἶναι ἕνα σύγχρονο ἔθνος-κράτος ποὺ δέχεται ἐπίθεση στὴν ἐδαφική του ἀκεραιότητα ἀπὸ ἕνα πολευθνικὸ κράτος. Πρόκειται γιὰ μία ἐπίθεση παράνομη, ὄχι μόνο κατὰ τὸ διεθνὲς δίκαιο, ἀλλὰ θεμελιωδῶς, καθὼς ἀμφισβητεῖ τὴν ἴδια τὴν κρατικὴ ὑπόσταση τῆς Οὐκρανίας, τὴν κυριαρχία της, παρεμβαίνοντας αὐθαίρετα στὴν ἐπικράτειά της. Πρόκειται γιὰ μία ἐπίθεση ἄδικη, ὄχι μόνο διότι πεθαίνουν ἄνθρωποι πρὶν τὴν ὥρα τους, ἀκόμη καὶ ἄμαχοι, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ παραβιάζεται ἡ συνθήκη τῆς ζωῆς τῶν Οὐκρανῶν. Ἀμφισβητεῖται ὅτι εἶναι Οὐκρανοί, ποὺ ζοῦν νομίμως στὴν χώρα τους, ἔχοντας ἀποκτήσει ἐκεῖ τὴν περιουσία τους καὶ χτίσει τὶς ζωές τους. Ἀναγκάζονται νὰ τὰ χάσουν ὅλα, ἢ νὰ τὰ ἐγκαταλείψουν καὶ νὰ φύγουν. Σὰν νὰ μὴν εἶχαν δικαίωμα σὲ αὐτά.
Αὐτὸς ὁ πόλεμος, δηλαδή, πλήττει τὴν ζωὴ τῶν Οὐκρανῶν. Ὄχι μόνο τοῦ καθενὸς ξεχωριστά, ἀλλὰ καὶ ὅλων μαζί. Πλήττει τὴν μορφὴ τῆς κοινῆς ζωῆς τους, ποὺ διαμορφώνεται στὴν σύγχρονη ἐποχὴ γύρω ἀπὸ τὴν ἐθνική τους ταυτότητα. Αὐτὸ σημαίνει, ἄλλωστε, ἡ «ἀλληλεγγύη στὸν οὐκρανικὸ λαὸ» ποὺ ἀκοῦμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἀπὸ πᾶσα κατεύθυνση. Εἶναι μία ἀλληλεγγύη ποὺ τὴν μοιραζόμαστε μὲ ὅλους τοὺς Οὐκρανούς, ὄχι μόνο μὲ ὅσους ζοῦν στὴν ἐμπόλεμη ζώνη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ βομβαρδίζεται δὲν εἶναι μόνο τὰ σπίτια ὁρισμένων οἰκογενειῶν, ποὺ τὰ καθιστικὰ καὶ οἱ κουζῖνες τους γίνονται συντρίμμια καὶ σκορπᾶνε στοὺς δρόμους, ἄδικα. Αὐτὸ ποὺ βομβαρδίζεται εἶναι ἡ Οὐκρανία, ὁ τόπος τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, ὁ κοινός τους τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφορᾶ τὸν καθένα τους, ὅπου καὶ ἂν κατοικεῖ, γιατὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα συμμετέχει στὴν τύχη τῆς πατρογονικῆς γῆς. Δὲν μπορεῖ ὁ Οὐκρανὸς νὰ ἀδιαφορήσει γιὰ αὐτήν. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «οὐδέτερος», οὔτε νὰ θέλει νὰ «συζητήσει».
Ἀπέναντι στὸ οὐκρανικὸ ἔθνος βρίσκεται ἡ Ρωσσικὴ Ὁμοσπονδία. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολυεθνικὸ κράτος, τὸ ὁποῖο μὲ τὶς πολεμικές του ἐπιχειρήσεις θέλει νὰ ἐντάξει τὸ οὐκρανικὸ ἔθνος καὶ τὴν κρατική του ὀργάνωση, τουλάχιστον μέρος αὐτῆς, στὴν σφαίρα ἐπιρροῆς του. Μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ἔθνη ποὺ ἔχουν ἤδη ἐκεῖ ἐνταχθεῖ. Ἄλλοι εἰκάζουν ὅτι θέλει νὰ τὸ κατακτήσει, καὶ ἂν δὲν θέλει, τότε δὲν θέλει κατὰ συγκατάβαση. Αὐτὸ τὸ εἶδος πολιτικῆς καταδικάζεται ὡς ἰμπεριαλιστικό, καθὼς ἀποσκοπεῖ στὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἑνὸς ἔθνους ἐπὶ τοῦ ἄλλου. Βεβαίως, δὲν ἀσκεῖ μόνο ἡ Ρωσσία ἰμπεριαλιστικὴ πολιτικὴ –σήμερα, ἰμπεριαλιστικὲς εἶναι καὶ ἡ Κίνα καὶ οἱ ΗΠΑ. Ἡ καταγγελία, λοιπόν, τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ τῆς Ρωσσίας, μπορεῖ νὰ σημαίνει δύο τινά: εἴτε ὅτι προτιμοῦμε κάποιον ἄλλο ἰμπεριαλισμό, καὶ ὄχι αὐτὸν τῆς Ρωσσίας, εἴτε ὅτι δὲν μᾶς ἀρέσει κανένας ἰμπεριαλισμός, καὶ ἐναντιωνόμαστε σὲ ὅλους. Εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν στὶς κινήσεις τῆς Ρωσσίας μόνο τὴν ἔκτακτη ἀπειλὴ στὴν εὐρωπαϊκὴ ἐπιχείρηση ἐκδυτικισμοῦ τῆς Οὐκρανίας. Ἢ ἐκεῖνοι πού, βλέποντας σήμερα τὶς ἐκρήξεις στὸ πεδίο τῆς μάχης, θυμοῦνται μονάχα τὶς ἀντίστοιχες εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ΝΑΤΟ στὴν Γιουγκοσλαβία, ἢ τῶν ΗΠΑ στὴν Ὑεμένη, στὸ Ἰράν, στὸ Ἰράκ… Ἀμφότερες οἱ δύο προσεγγίσεις, εἶναι δηλώσεις προτιμήσεως ὑπὲρ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἰμπεριαλισμούς: τοῦ ἀμερικανικοῦ ὁ πρῶτος, τοῦ ρωσσικοῦ ὁ δεύτερος.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ τρόπος γιὰ νὰ σταθεῖ κανεὶς ἐνάντια σὲ κάθε ἰμπεριαλισμό. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, μὲ τὸ νὰ ὑποστηρίζει αὐτὸ τὸ ὁποῖο κάθε ἰμπεριαλισμὸς θέλει νὰ συντρίψει: τὸ ἐλεύθερο, κυρίαρχο ἔθνος. Ἐκεῖνο ποὺ ἀντιστέκεται σὲ κάθε βουλὴ τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ὄχι ὡς σύνολο ἀτόμων, ἀλλὰ ὡς σῶμα διακριτό, ποὺ σῶμα μὲ σῶμα παλεύει μὲ τὶς δυνάμεις κυριαρχίας. Γιατὶ οἱ μάχες στὸ διεθνὲς πεδίο δὲν γίνονται ἀνάμεσα σὲ ἄτομα, ἀλλὰ ἀνάμεσα σὲ συλλογικότητες. Ἀνάμεσα στὸ μικρότερο ἔθνος καὶ τὸ μεγαλύτερο ἔθνος ποὺ θέλει νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ, ἐμεῖς εἴμαστε μὲ τὸ μικρότερο ἔθνος. Οὔτε μὲ τὴν διεθνῆ κοινότητα, οὔτε μὲ τὴν ἀλληλεγγύη τῶν λαῶν, οὔτε μὲ τὰ ψάρια τοῦ Αἰγαίου. Εἴμαστε μὲ τὸν ἐχθρὸ τοῦ ἰμπεριαλιστή: εἴμαστε μὲ τὸ ἀγωνιζόμενο ἔθνος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εστία, Τρίτη 8 Μαρτίου 2021