Η «χθεσινή» και η «σημερινή» μέρα του δίσκου
του Νότη Μαυρουδή*, συνθέτη – κιθαριστή από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 9 (άνοιξη 2014)
Τις προάλλες συζητούσα με έναν γνωστό ηθοποιό και μου έλεγε πως θίασοι μικροί ή μεγαλύτεροι, ηθοποιοί νέοι και παλαιότεροι, επιμένουν να εγκαινιάζουν παραστάσεις ή ετοιμάζουν πυρετωδώς τις επόμενες, λίγο πριν ή αμέσως μετά τις επικείμενες γιορτές. Ωδεία, συναυλίες, δραματικές σχολές, φροντιστηριακή δράση κ.ά. συνεχίζουν απτόητα, σε μια χώρα που έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια, αναπολώντας τις κατακτήσεις της χθεσινής μέρας.
Η «χθεσινή ημέρα», λοιπόν, είναι ένας χρόνος πολύ κοντινός. Έτσι να κάνεις, την αγγίζεις. Εκεί θα δούμε μια … προηγούμενη ζωή· όταν οι δυνατότητες και οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, πιο ευνοϊκές για τη δημιουργία, φορτισμένες με περισσότερη ενέργεια. Όταν η ευμάρεια, η οικονομική άνεση (επίπλαστη, βεβαίως, όπως αποδείχθηκε) ήταν σε πρώτο πλάνο και διάχυτη. Υλικός πλούτος φόρα παρτίδα, που έφτιαχνε ένα σαθρό οικοδόμημα. Όλα στηρίζονταν σε ξύλινα ποδάρια, αλλά ουδείς προβληματιζόταν επί δεκαετίες. Θαρρείς και όλοι μας, ένας λαός ολόκληρος, ήταν υπνωτισμένος, αρνούμενος να ακούσει τους κάποιους λίγους που ψέλλιζαν στα ψιλά των εφημερίδων για την επερχόμενη κρίση…
Αν σκεφτόμαστε τη χθεσινή μέρα, μοιάζει πλέον σαν να σκεφτόμαστε τον «πρότερον ένδοξον βίον»… Μα εμείς μπορούμε να λέμε πως πριν από τέσσερα χρόνια ήμασταν ανυποψίαστοι για την εξέλιξη που θα ερχόταν και θα άλλαζε τις συνθήκες, τα δεδομένα. Σαν να ταξιδεύεις με πλοίο στο ήσυχο πέλαγο. Ξαφνικά, η θάλασσα ανταριάζει και το πλοίο με το πλήρωμα σκαμπανεβάζει σαν καρυδότσουφλο, παρασύροντας όλους από ᾿δω κι από ᾿κει… Χάσαμε την ισορροπία και τη σιγουριά μας· κάπως έτσι. Σαν στη γωνία του τοίχου. Κάνεις ένα βήμα και από την άλλη πλευρά της γωνίας βλέπεις άλλον δρόμο, άλλο τοπίο, διαφορετική θέαση… Έτσι νιώθω πως είναι η σημερινή μέρα, σε σχέση με τη χθεσινή· κι εμείς, που παρακολουθούμε την καθημερινότητα, βλέπουμε τη βίαιη αλλαγή μιας ζωής που θα πρέπει να προσαρμοστεί σε συνθήκες με τελείως διαφορετικές παραμέτρους.
Το χθες και το σήμερα της δισκογραφίας… Όλα αλλάζουν, και αυτό
είναι μονόδρομος. Το παρατηρώ και στη δισκογραφική πραγματικότητα. Κι εδώ, τίποτα δεν είναι όπως τη χθεσινή μέρα. Όλα διαφορετικά. Η παραγωγή νέων δίσκων, με τη μορφή που γινόταν, ουσιαστικά δεν υφίσταται! Αλλαγή σκηνικού στις δισκογραφικές, στους παραγωγούς και στα επιτελεία τους. Η νέα δισκογραφική πραγματικότητα στα μέσα του 2000 είναι η Modern Times με τις έντυπες εκδόσεις, τις μιντιακές δυνατότητες και με τη Legend σε ρόλο «στάνης» που μαζεύει το «κοπάδι»: ένα μπουκέτο από εταιρείες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, που εντάχθηκαν στο δυναμικό της, με στόχο περισσότερο τις επανεκδόσεις παρά τις νέες παραγωγές. Ένα εφιαλτικό τοπίο παρέλασης παλαιών δίσκων, πολλές φορές ξεχασμένων, δίχως κανένα καλλιτεχνικό κριτήριο, είχε κάνει ξανά την εμφάνισή του και, αντί να τονώσει την αγορά, την κούρασε, την πάγωσε, αφού, μη δυνάμενη να πουλήσει τόσα προϊόντα, έβγαλε στο σφυρί ό,τι υλικό διέθετε στις αποθήκες της σε μορφή bonus, με προσφορές σε εφημερίδες και περιοδικά. Όλα αυτά μας έδειξαν πως η μαγκούρα του «τσοπάνη» θα σταματούσε κάθε δισκογραφική πρωτοβουλία.
Η χθεσινή μέρα, ακόμα και πριν την Legend, είχε πολλές, αμέτρητες, δισκογραφικές παραγωγές· τόσες που υπερκάλυπταν τις ανάγκες και την υπάρχουσα δυναμική τού αγοραστικού κοινού. Είχαμε δισκογραφικές παραγωγές απερίσκεπτα πολλές, δίχως προγραμματισμό, μέσα σε ένα κλίμα σπατάλης δίχως λόγο, με προϊόντα κουρασμένα και τις περισσότερες φορές αχρείαστα. Τι σημαίνει αυτό; Έλλειψη κριτηρίων και προγραμματισμού της ελληνικής δισκογραφίας. Θα έπρεπε να έρθει μια τέτοια οικονομική κρίση και τόσοι κραδασμοί ώστε να αντιληφθεί η δισκογραφική βιομηχανία πως όλα αυτά τα άχρηστα δεν έχουν προορισμό και στόχο;
Πτώση του δίσκου… Το όλο θέμα δεν τελειώνει ασφαλώς στην υπερπαραγωγή της χθεσινής ημέρας. Το εγγύς παρελθόν της δισκογραφίας έχει και άλλες παραμέτρους. Έχει να κάνει με τη λογική ενός προϊόντος που, στο μεγαλύτερο ποσοστό του, έχανε καθημερινά τα ποιοτικά του στοιχεία. Όντως το τραγούδι έγινε ένα ευρείας κλίμακας καταναλωτικό προϊόν δίχως κορμό, κατακερματισμένο, με περιεχόμενο που απευθύνεται θαρρείς σε θεατές και όχι σε ακροατές. Υποτάχθηκε εύκολα στις τηλεοπτικές μόδες και στον άκρατο καταναλωτισμό μιας fast-food λογικής, μιας lifestyle ζωής… Δεν θα κουραστούμε να αναδεικνύουμε αυτήν τη σημαντική πτυχή του θέματος της διαμόρφωσης του ελληνικού τραγουδιού, πριν από την παρούσα οικονομική κρίση, δηλαδή στην περίοδο της «χθεσινής μέρας». Εάν κανείς σ’ αυτά προσθέσει και το υψηλό κόστος του δίσκου (μην ξεχνάμε πως ο ελληνικός δίσκος ήταν ίσως ο πιο ακριβός της Ευρώπης) τότε όλοι καταλαβαίνουμε γιατί την τελευταία δεκαετία έπεσε κατακόρυφα το ενδιαφέρον των πολιτών για τον ελληνικό δίσκο. Και όχι μόνο. Λογικό ήταν να οδηγηθεί ο κόσμος, και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές, στα ιντερνετικά «κατεβάσματα», στα αντίγραφα και σε ένα είδος ημινόμιμης (;) κλεπταποδοχής των τραγουδιών, με αποτέλεσμα να αφαιρεθεί παντελώς από το μυαλό η σκέψη για οποιαδήποτε αγορά δίσκου!
«Να αγοράσω; Γιατί να αγοράσω αφού μπορώ να κατεβάσω;» Αυτό είναι το ερώτημα «κλειδί», που βάζει τα πράγματα στη θέση τους, για να αντιληφθούμε κάπως την κρίση και τις παραμορφώσεις στον χώρο της δισκογραφικής παραγωγής και διακίνησης…
Σήμερα, αν ψάξει κανείς να βρει καταστήματα δίσκων, θα ματαιοπονήσει. Το τοπίο μοιάζει με την έρημο Σαχάρα. Πώς μπορεί να ζήσει ένα προϊόν όταν εξαφανίζονται οι χώροι και οι συνθήκες που θα το αναζωογονούν καθημερινά τροφοδοτώντας το;
Τώρα, ζούμε την περίοδο της «επόμενης μέρας». Τον λόγο δεν έχουν πλέον οι δισκογραφικές εταιρείες, αφού έχουν μείνει κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα. Κλείνουν ή συγχωνεύονται η μία μετά την άλλη, ενώ το παιχνίδι παίζεται από τις προσφορές των εφημερίδων (που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ενδιαφέρονται για το προϊόν αλλά για να πουλήσουν τα φύλλα τους, γιατί, χωρίς τις δισκογραφικές προσφορές, βλέπουν τις πωλήσεις να κατακρημνίζονται στο χάος της απαξίωσης του έντυπου καθημερινού Τύπου). Και νά οι προσφορές, και νά οι συλλογές, και το παλαιό δισκογραφικό υλικό ξαναεμφανίζεται για να κάνει «νέα καριέρα», όχι πλέον στα ανύπαρκτα δισκοπωλεία, αλλά μέσα από έναν άλλο δρόμο: συρρικνωμένες επιλογές τρόπου πώλησης και διανομής του δισκογραφικού προϊόντος.
Ωστόσο, οι εφημερίδες δεν μπορούν να επιτελέσουν αποστολή εταιρείας δίσκων. Δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον χώρο της παραγωγής του ελληνικού τραγουδιού, όσο και αν σε ορισμένες των περιπτώσεων έχουν συμπεριφερθεί με σοβαρότητα. Κοντολογίς, λοιπόν, η χθεσινή μέρα είχε τις εταιρείες ενώ η σημερινή όχι. Και η επόμενη είναι άγνωστο το τι θα διαθέτει ως ενισχυτικό βήμα δισκογραφικής παραγωγής, γιατί, τουλάχιστον σήμερα, μας χρειάζονται ακόμα δίσκοι. Δίσκοι όμως που δεν θα στολίζουν και θα γεμίζουν απλώς τις δισκοθήκες μας, αλλά θα ανανεώνουν το ενδιαφέρον μας και θα ανεβάζουν το επίπεδο των απαιτήσεων σε θέματα ποιότητας και εγκυρότητας. Να μας ωθήσουν να αντιλαμβανόμαστε το τραγούδι ως έργο τέχνης, ανεξάρτητα από την ψυχαγωγική του αποστολή.
Αντικαταστάσεις… Δεν βρίσκω με τι μπορεί να αντικατασταθεί ο σημερινός ψηφιακός δίσκος που παραμένει το κατ’ εξοχήν μέσον ακρόασης και δείχνει αναντικατάστατος προς το παρόν. Το θέμα λοιπόν επικεντρώνεται στον τρόπο που τα τραγούδια ενός δίσκου θα ηχογραφούνται, θα παράγονται και θα διανέμονται στο κοινό, στην αγορά, δίχως –ουσιαστικά– εταιρείες δίσκων! Νά ένα νέο στοιχείο διαφοράς της σημερινής από τη χθεσινή μέρα.
Δίσκοι χωρίς εταιρείες! Αλήθεια, δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα συνέβαινε· πως θα φτάναμε στο σημείο να συζητάμε μια τέτοια πραγματικότητα που ορθώθηκε μπροστά μας… Και ποιος μπορεί πλέον να φτιάξει έναν δίσκο δίχως την οικονομική υποδομή μιας εταιρείας, δίχως τη δυνατότητα διανομής και διακίνησης; Μοιάζουν λίγο με τεχνικά
τα θέματα αυτά, που ίσως να μην ενδιαφέρουν κανέναν πέρα από τους άμεσα εμπλεκόμενους επαγγελματίες της δισκογραφίας. Αυτό το σημείο όμως αφορά, κατ’ ουσία, στην ίδια τη δισκογραφική ύπαρξη και είναι θεμελιακής σημασίας για το ελληνικό τραγούδι. Είπαμε: η χθεσινή και η σημερινή μέρα είναι δύο θεμελιακά σημεία χρόνου που καλό είναι να τα αναγνωρίζουμε όλοι.
Αλήθεια, τι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πως θα αντικαταστήσει τον δίσκο; Δηλαδή, η σημερινή ή η αυριανή μέρα αντί για δίσκο, τι θα μπορούσε να διαθέτει; Προσωπικά, δεν βρίσκω τους τρόπους αντικατάστασης ενός τέτοιου μέσου. Να είναι οι ζωντανές συναυλίες; Μα αυτές πάντα υπήρχαν και πάντως δεν μπορούν να παίξουν τον ίδιο ρόλο με εκείνον του δίσκου, που μπορεί να βρίσκεται στο κάθε σπίτι. Να είναι οι κατ’ ιδίαν ηχογραφήσεις των συνθετών και στιχουργών, που θα διαθέτουν τα τραγούδια τους στους όποιους ενδιαφερόμενους; Χλομό το βλέπω…
Να είναι η δυνατότητα του διαδικτύου; Αυτό θα μπορούσε να είναι μια καλή προοπτική, αλλά το έδαφος στη χώρα μας είναι προς το παρόν συρρικνωμένο και απρόσφορο για την κάλυψη τέτοιων αναγκών. Η Ελλάδα, σε σχέση με το διαδίκτυο, όντως βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, αλλά ο κόσμος της χώρας μας δεν διαθέτει συνείδηση διαδικτυακής αγοράς και θα χρειαστεί πολύς χρόνος ώστε να επικρατήσει και να γίνει κραταιά κατάσταση.
Με όλα αυτά και άλλα πολλά, συνάγεται το συμπέρασμα πως μια χώρα όπως η Ελλάδα, που στην κυριολεξία είναι «τραγουδοφάγος», με ιστορική παράδοση γύρω από το τραγούδι, η σημερινή μέρα τη βρίσκει περίπου… ορφανή από το μέσον που επί έναν αιώνα (από την εποχή του γραμμοφώνου) μας επέτρεπε να φιλοξενούμε και να χρησιμοποιούμε στον ιδιωτικό μας χώρο την όποια μουσική έκφραση. Η απουσία του δίσκου θα δημιουργήσει ένα τεράστιο ιστορικό κενό, που είναι σίγουρο πως θα επηρεάσει αρνητικά τον παγκόσμιο πολιτισμό στο κατώφλι της νέας ομιχλώδους κατάστασης. Με λίγα λόγια, είμαστε… μάρτυρες μιας δυσμενούς εξέλιξης πολιτισμικής διάστασης στον χώρο τής μουσικής, που όμοιά της δεν υπήρξε ποτέ…
Ο δίσκος ως μέσο καταγραφής μουσικού πολιτισμού έγινε η βάση της μουσικής επικοινωνίας των λαών του κόσμου. Από την πρωταρχική αναλογική μορφή του έως την ψηφιακή, κατέγραψε και διέδωσε εκατομμύρια, αμέτρητες μελωδίες, στίχους και ερμηνείες, λόγιας, λαϊκής ή έντεχνης δημιουργίας, φτιάχνοντας γέφυρες πολιτιστικής επικοινωνίας μεταξύ των ηπείρων, των εθνών και των λαών.
Από την εφεύρεση του φωνογράφου του Thomas Edison το 1877 άρχισε να διαφαίνεται πως αργά ή γρήγορα θα κατακτούσε την παγκοσμιότητα για να καταστεί εργαλείο συνεννόησης και διευκόλυνσης των ποικίλων μουσικών ανταλλαγών. Κανείς δεν αμφέβαλλε πως το μέσον αυτό θα γινόταν η προσωπική ταυτότητα του κάθε μουσικού δημιουργού. Έτσι, η ανάπτυξή του έδωσε προνόμια στις εταιρείες εκμετάλλευσης αλλά και στους συμμετέχοντες στη διαδικασία παραγωγής του: Συνθέτες-στιχουργούς-ερμηνευτές, μουσικούς, παραγωγούς, γραφίστες, ηχολήπτες, γραφεία καλλιτεχνικά, διαφημιστικά, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ΜΜΕ, τέλος καταστήματα δίσκων, αλλά και εφορίες, ΦΠΑ, κρατικά έσοδα… Μια αλυσίδα που συνθέτει την ιστορία τής ελληνικής δισκογραφίας.
Προσαρμογές… Το καράβι του ελληνικού τραγουδιού είναι όντως βυθισμένο! Και για να μη δηλώσω τελείως πελαγωμένος από την εξέλιξη, θα υποστηρίξω πως είναι τουλάχιστον ανεμοδαρμένο από αέρηδες που δεν του επιτρέπουν ομαλή πορεία. Συζητάω, εκτός από συναδέλφους μου, και με στελέχη παλαιών εταιριών, αλλά και νέων, όσων έχουν απομείνει. Όλοι δηλώνουν άγνοια και δεν μπορούν να προβλέψουν τρόπους θεραπείας, ούτε καν την πορεία. Μια εταιρεία δίσκων είναι συγχρόνως και ένα συντονιστικό όργανο διανομής και προβολής της μουσικής παραγωγής, όπως ο εκδοτικός οίκος για το βιβλίο, ή, για να το πω πιο παραστατικά: είναι σαν τον ραδιοφωνικό σταθμό και τον παραγωγό του ραδιοφώνου. Εάν δεν υπάρξει ο πρώτος, δεν θα υπάρχει ο δεύτερος.
Δεν βρίσκω άλλη λύση από την προσαρμογή μας στην υπάρχουσα κατάσταση, και στην «προσφυγή» στο διαδίκτυο και τις ιδιωτικές προσωπικές δισκογραφικές παραγωγές. Ας το πάρουμε απόφαση: το τέλος εποχής προμηνύει την αρχή μιας άλλης. Η χθεσινή μέρα παραχωρεί τη θέση της στην επόμενη· έστω και αν μας βρίσκει απροετοίμαστους ακόμα και στη σκέψη. Έτσι, δίχως επεξεργασία θα πορευτούμε, για να επινοήσουμε άλλους δρόμους που θα μας οδηγήσουν σε διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας με το κοινό του ελληνικού τραγουδιού, αφού πρώτα βεβαίως δημιουργήσουμε καλά τραγούδια.
Ομολογώ πως δεν έχω να προτείνω τίποτα απολύτως! Απλώς καταθέτω την αμηχανία μου μπροστά στις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που μας κληροδότησε η απερισκεψία του παρελθόντος, σε συνδυασμό με τις ανατροπές των πάντων του παρόντος…
Εργασιακές κατοχυρώσεις… Αποφάσισα να θίξω ένα τέτοιο θέμα επειδή έχει άμεση σχέση με το τραγούδι, και θα εξηγήσω τον λόγο. Οι αμοιβές των δημιουργών του τραγουδιού εισπράττονται ως πνευματικά δικαιώματα από κάθε μορφή πωλήσεων των αποτυπωμένων ηχογραφημάτων σε οποιαδήποτε μορφή υλικού φορέα (βινύλιο, CD, DVD, σκληρός δίσκος υπολογιστή και άλλοι νέοι φορείς ήχου). Αυτό είναι ένα παγκόσμιο σύστημα προστασίας των πνευματικών έργων και απόδοσης των πνευματικών δικαιωμάτων από χρήσεις και εκμεταλλεύσεις των έργων τους από τρίτους (δισκογραφικές εταιρείες, χώρους διασκέδασης, ραδιοφωνία, τηλεόραση, κινητή τηλεφωνία κτλ.) Οι πωλήσεις των δίσκων και οι μεταδόσεις από τα ηλεκτρονικά μέσα (κανάλια, ραδιοσταθμούς και διαδικτυακούς τόπους) λογικά και αυτονόητα θα έπρεπε να κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών, αποδίδοντάς τα και εξασφαλίζοντάς τους ό,τι εξασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο πολίτη η αμοιβή από την εργασία του. Εάν οι χρήστες των πνευματικών έργων τηρούσαν συνολικά τις νόμιμες υποχρεώσεις άδειας χρήσης και καταβολής πνευματικών δικαιωμάτων, χωρίς προβλήματα συχνά άρνησης και μη άμεσης συμμόρφωσης, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν κενά ως προς τη συνολική απόδοση των πνευματικών δικαιωμάτων.
Όμως συμβαίνει το αντίθετο! Σειρά από φορείς που θα έπρεπε να καταβάλλουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, αντ’ αυτού ολιγωρούν ή υπεκφεύγουν, χρησιμοποιώντας πολλές φορές μεθόδους παρακώλυσης ή επίθεσης εναντίον της ΑΕΠΙ (Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας) που είναι εξουσιοδοτημένη από το 99% των Ελλήνων συνθετών, στιχουργών και δικαιούχων, να εισπράττει τα πνευματικά (μηχανικά και εκτελεστικά) δικαιώματα. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης για τα συγγενικά δικαιώματα.
Αυτή είναι μόνο μια σύντομη περιγραφή του θέματος. Τα πνευματικά δικαιώματα και η οργάνωση της είσπραξής τους στην ελληνική αγορά είναι θέματα τεράστια, γιατί έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό –εκτός των άλλων– και με τη συνείδηση της κοινωνίας γύρω από την αναγκαιότητα αμοιβής της πνευματικής εργασίας. Δεν είναι αυτονόητο στη συλλογική αντίληψη το καθήκον του χρήστη πνευματικών έργων να συνειδητοποιήσει την υποχρέωσή του για αμοιβή της πνευματικής εργασίας και να την καταβάλει. Γι᾿ αυτό υπάρχει και ο ρόλος του κράτους, και η ανάγκη εφαρμογής των υπαρχόντων νόμων που ισχύουν σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, αφού αποτελούν υλοποίηση των διεθνών συμβάσεων της Βέρνης και της Ρώμης ως προς τα πνευματικά και τα συγγενικά δικαιώματα αντίστοιχα.
Με ένα κλικ! «Λογικά και αυτονόητα» είπα, αλλά όταν η στοιχειώδης λογική και το αυτονόητο παρακάμπτονται από παντός είδους κερδοσκόπους κάτω από την ομπρέλα της ελληνικής πολυνομίας, της ασάφειας και της κρατικής αδιαφορίας, όταν ακόμα και οι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης που κινούνται γύρω από το ελληνικό τραγούδι αδυνατούν να βρουν κοινή γραμμή γύρω από τη σχέση-συνεργασία πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, τότε αυτή η λογική είναι «ανύπαρκτη ύλη», απλώς για να παραβιάζεται από πολυμήχανους επιτηδείους, έως και καρτέλ, της πάντα ένδοξης «πειρατείας» που καλά κρατεί: από την εποχή της κασέτας και του βινυλίου στην εποχή του CD, καθώς και στη σημερινή εποχή των παντός είδους μέσων ακρόασης, καθώς και του αχανούς χώρου του παγκόσμιου διαδικτύου… (Στο μέλλον, όπως ακούγεται, ίσως βρεθεί λύση στο πρόβλημα της νόμιμης διακίνησης των πνευματικών έργων στο διαδίκτυο με τα συνεχώς εξελισσόμενα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας). Με τη διαμορφωμένη συνήθεια και άνεση της ευκολίας του κατεβάσματος τραγουδιών με ένα κλικ, ο έλεγχος του πνευματικού δικαιώματος ισοδυναμεί με επιστήμη! Ποιος θα ελέγξει την ασύδοτη παρέμβαση τρίτων στα μουσικά έργα (διασκευές, ενσωμάτωση σε βίντεο αμφιβόλου αισθητικής, αλλοίωση γενικότερα) χωρίς άδεια και γνώση του δημιουργού τους, μέσα στο αχανές και ελεύθερα προσβάσιμο στον καθένα διαδίκτυο, όπου καταλύεται ο προσωπικός δεσμός του δημιουργού με το έργο του, καταστρέφεται πολλές φορές η μορφή και η ηχητική εικόνα που θέλει αυτός να έχει και καταστρατηγείται το ηθικό του δικαίωμα να θέλει το έργο του αναλλοίωτο; Το θέμα του ελέγχου της αγοράς του ήχου στον 21ο αιώνα έχει γίνει πονοκέφαλος για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων, καθότι ακόμα και μέσα στις κρατικές υπηρεσίες ελέγχου πρυτανεύουν οι δυνάμεις της διαπλοκής και της αδιαφορίας…
Παντός είδους πειρατείες… Έτσι, εδώ θα συνεχίσει να παίζεται ένα χοντρό οικονομικό παιχνίδι, ακριβώς επειδή η χώρα έχει μια παράδοση αγάπης και συναισθηματικής σύνδεσης με το ελληνικό τραγούδι. Τα εκατομμύρια δίσκων που πουλήθηκαν όλες αυτές τις περασμένες δεκαετίες παρήγαγαν δισεκατομμύρια κέρδη, που μοιράστηκαν σε στούντιο ηχογραφήσεων, εργοστάσια παραγωγής, δισκογραφικές εταιρείες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, μεσάζοντες, πνευματικά-συγγενικά δικαιώματα σε εισπρακτικούς φορείς, ΜΜΕ, διαφημιστικά γραφεία, εφορίες και κρατικά ταμεία.
Αναφέρομαι στα χρόνια της παντοδυναμίας της δισκογραφικής βιομηχανίας, χοντρικά από το 1965 έως το 2005. Περίπου μισόν αιώνα… Κατά την περίοδο που έδρασε αυτή η βιομηχανία, άνθησε και η κλοπή και παραχάραξη των τραγουδιών (κοινώς «πειρατεία της μουσικής»). Σε αυτή τη φάση το κράτος έμεινε απλός θεατής, δίχως να θέσει και να ενεργοποιήσει τούς ελεγκτικούς του μηχανισμούς για την πάταξη αυτού του εγκλήματος που έχει, εκτός των άλλων, και ως αποτέλεσμα τη φοροδιαφυγή και τη διακίνηση μαύρου χρήματος, την απώλεια ασφαλιστικών εισφορών και την αισχροκέρδεια εις βάρος τόσο των δημιουργών, όσο και των ίδιων των ταμείων του. Αυτή η απουσία ελέγχου οδήγησε το τέρας της πειρατείας να διογκώνεται καθημερινά, ενώ στην εποχή μας, την εποχή του διαδικτύου και της παντοδυναμίας του, την εποχή του εύκολου κατεβάσματος από τον υπολογιστή, άντε να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα, όπως είπαμε…
Επαναλαμβάνω πως όλα ετούτα δεν είναι άσχετα με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η τραγουδοποιία μας. Διότι, σε τελική ανάλυση, το ελληνικό τραγούδι είναι οι δημιουργοί και οι συντελεστές του· αυτοί είναι ο κόσμος του. Όταν αυτά υποβαθμίζονται μέσα από οικονομικές ζημιές και θεσμικές αδιαφορίες, τότε ολόκληρο το οικοδόμημα γίνεται σαθρό· νοσεί βαρύτατα και καταρρέει!
Και το αύριο; Να περιμένουμε καλύτερες μέρες; Το σκοτεινό τοπίο ίσως «κρύβει» κάτι το οποίο μέσα στα πολλαπλά αδιέξοδα δεν έχουμε την ψυχραιμία να δούμε… Είναι γεγονός πως η κρίση των πρώην κραταιών εταιρειών δίσκων, που εξελίχθηκαν σε επιχειρήσεις ανήμπορες πλέον να διατηρήσουν τις δραστηριότητές τους, δυσκολεύει τις παραγωγές νέου υλικού, παλαιότερων και πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών. Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Με τη διαγραφόμενη κατάσταση, δεν θα μπορέσει να ανατραπεί αυτός ο κατήφορος… Σε μια εποχή που συρρικνώθηκαν εταιρείες, δισκάδικα, αλλά και καταναλωτές-κοινό, η δισκογραφία θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να αλλάξει ρότα! Να διαμορφώσει μια διαφορετική πορεία. Να κρατήσουμε τα όποια θετικά τόσων δεκαετιών παραγωγής και να κοιτάξουμε το παραπέρα. Όσο και αν φαντάζει ουτοπική και ρομαντική μια τέτοια προτροπή, περιέχει μια λογική αμυντικής, στην αρχή τουλάχιστον, προσπάθειας από μέρους μας.
Είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε πώς θα κυλήσει το νερό στο ποτάμι. Φαντάζομαι έναν κόσμο που θα στηρίξει τα εργαλεία δουλειάς του μέσα στα νέα δεδομένα. Παραγωγές δίσκων λελογισμένες. Να συνδέονται με την εποχή. Να είναι μέσα στις αισθητικές διαδικασίες του χρόνου και της ζωής. Να δοκιμάζουν τη δυναμική τους μέσα στην αγορά του κόσμου. Να χωρέσει η νέα οπτική μέσα στην πραγματικότητα. Να μην κινούνται σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Να τελειώνουμε με τη… ναπολεόντεια φαντασμαγορία των μεγάλων (και άχρηστων επί της ουσίας) ορχηστρών, που πολλοί χρησιμοποιούν για εντυπωσιασμό, ξοδεύοντας απερίσκεπτα άχρηστο χρήμα… Να αποδοθούν οι πραγματικές διαστάσεις της δύναμης των τραγουδιών και οι ισορροπίες προσώπων και πρωταγωνιστών. Όχι σαν το μεγάλο ψάρι που τρώει το μικρό. Να εκλογικευθεί η διαφημιστική υπερπροστασία που παρέχουν οι μεγάλες εταιρείες δίσκων σε πρόσωπα υπερτιμημένα, πολλές φορές ακατάλληλα για να πορευθούν στην αντιφατική αγορά που έχει επιβληθεί…
Είναι άραγε ουτοπία αυτές οι σκέψεις; Θεωρώ πως όχι. Το ποτάμι θα κυλήσει θέλουμε δεν θέλουμε, απλώς, αφού η κατάσταση αλλάζει, ας αλλάξει με κανόνες που θα επινοηθούν στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας, που θα αναδείξουν νεότερες δημιουργικές ομάδες, καθώς και τα ποιοτικά στοιχεία των τραγουδιών και την οργανική (ορχηστρική) μουσική που είναι δισκογραφικά τόσο παραμελημένη…
*στην μνήμη του σπουδαίου συνθέτη και κιθαριστή που έφυγε πρόσφατα