του Γιώργου Καραμπελιά, Από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Μεγάλες διαστάσεις έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια η διαμάχη γύρω από την Ιστορία και μάλιστα τη διδασκαλία της –από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση– καθώς και την παραγωγή και διάδοση της ιστορικής γνώσης, από το Πανεπιστήμιο και τα Ερευνητικά Κέντρα, μέχρι τα περιοδικά της Ιστορίας, τα ένθετα των εφημερίδων, τα ιστορικά βιβλία, τις εγκυκλοπαίδειες κ.λπ.
Γιατί όποιος ελέγχει τη συνείδηση και το φαντασιακό ανθρώπων και λαών, αυτός μπορεί σχετικά εύκολα να ελέγξει και τους ίδιους τους ανθρώπους. Έτσι, αποφασιστικό ρόλο στην εδραίωση της νεοταξικής αντίληψης για τη διάλυση των εθνικών ταυτοτήτων παίζουν οι ιστορικοί, τα ιστορικά συγγράμματα, οι κατευθύνσεις που διοχετεύονται στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια και βιβλία. Σε συνθήκες, μάλιστα, γενικευμένης πολιτικής κρίσης και αδυναμίας παρέμβασης στην άμεση πολιτική, η Ιστορία καθίσταται προνομιακός χώρος για την ιδεολογική και πολιτική διαμάχη.
Με πολιορκητικό κριό την «ανανεωτική» Αριστερά και τη φιλελεύθερη Δεξιά, η αποεθνικοποιητική αντίληψη της ιστορίας έχει καταλάβει εδώ και μερικά χρόνια δεσπόζουσα θέση στα Πανεπιστήμια και τις μεγάλες εφημερίδες. Αρκεί κανείς να δει τα Ιστορικά Τμήματα και τα ανάλογα διδακτικά βιβλία των Πανεπιστημίων, ή τα κυριακάτικα ένθετα των εφημερίδων, για να διαπιστώσει την έκταση της άλωσης του φαντασιακού του ελληνικού λαού και κυρίως της φοιτητικής νεολαίας. Έτσι, επί παραδείγματι, τα τελευταία χρόνια, στα βιβλία που εκδίδονται από τους πανεπιστημιακούς, πολλαπλασιάζονται εκείνα που έχουν αντικαταστήσει τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα στην Κατοχή με τον «εμφύλιο», τον «αντισημιτισμό» των Ελλήνων, ή τις… διώξεις κατά των «τσάμηδων» από τον «ελληνικό εθνικισμό».
Αλλά και η ιδεολογική απάντηση στη Νέα Τάξη επικεντρώνεται εν πολλοίς στον χώρο της Ιστορίας. Βιβλία όπως του Χαριτόπουλου για τον Βελουχιώτη, του Σβορώνου για τη διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, του Γλέζου για την Εθνική Αντίσταση, του Καραμπελιά για το 1922 και πρόσφατα για το 1204, του Σαρρή για την οσμανική πραγματικότητα, του Καργάκου για την αρχαία Αθήνα και τη Σπάρτη, του Αγτζίδη και του Φωτιάδη για τον Πόντο, του Παπαγιώργη και άλλων, επιχειρούν να αναδείξουν τη συνέχεια του ελληνισμού και τον αντιστασιακό χαρακτήρα της συγκρότησής του. Ωστόσο, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, αυτά τα βιβλία, παρ’ ότι συναντούν την αναγνώριση των πολιτών και έχουν συχνά ευρύτατη κυκλοφορία, σπανιότατα παράγονται από πανεπιστημιακούς, και ακόμα λιγότερο εισάγονται ή διδάσκονται στα Πανεπιστήμια.
Όμως, για να ολοκληρωθεί η στρατηγική της άλωσης, θα πρέπει να επεκταθεί και στη δευτεροβάθμια ή την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Διότι εκεί διαμορφώνεται αρχικώς το φρόνημα των Ελλήνων πολιτών, οι δε δημοσκοπήσεις των τελευταίων ετών έδειχναν πως οι μαθητές παραμένουν εξαιρετικά «εθνικιστές». Και όσο και αν «στρώνουν» μετά, με την πλύση εγκεφάλου στα Πανεπιστήμια, ωστόσο πάντα κάτι μένει – εξ άλλου δεν περνούν όλοι από το Πανεπιστήμιο.
Κατά συνέπεια, προνομιακός στόχος είναι πλέον οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας εκπαιδευτικής βαθμίδας, καθώς και οι ίδιοι οι μαθητές. Γι’ αυτό και πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια τα προγράμματα, τα “projects” και η πίεση για την αλλαγή του περιεχομένου των εκπαιδευτικών βιβλίων, που έχει αρχίσει πλέον να υλοποιείται ή ακόμα και για τη χρήση μη κρατικά ελεγχόμενων εγχειριδίων, διαδικασία που έχει, μάλιστα, προχωρήσει αρκετά. Ας θυμηθούμε, πριν δύο χρόνια, την προσπάθεια να εμφανιστεί στα διδακτικά βιβλία ο αγώνας της ΕΟΚΑ ως φασιστικός, από βιβλίο της Ιστορίας, ή τη χρήση «βοηθημάτων», ιδιαίτερα στα ιδιωτικά σχολεία.
Η «κατήχηση» των εκπαιδευτικών
Σε ό,τι αφορά στις προσπάθειες που στοχεύουν τους εκπαιδευτικούς, έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς [βλέπε Άρδην 58: «Σόρος και Νεο-οθωμανοί στην Ελλάδα»] στις προσπάθειες του καθοδηγούμενου από τους Αμερικανούς CDRSEE (Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη). Το CDRSEE, για την παρέμβαση στον χώρο των εκπαιδευτικών και τη νεο-οθωμανική «συμφιλίωση» στα Βαλκάνια, δημιούργησε το Πρόγραμμα Κοινής Ιστορίας (Joint History Project, JHP) που «φέρνει κοντά καθηγητές απ’ όλες τις χώρες τις Ν.Α. Ευρώπης, οι οποίοι συζητούν τους τρόπους με τους οποίους η ιστορία χρησιμοποιείται για να επηρεάσει τις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις στην περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης». Καθόλου τυχαία, αυτό το πρόγραμμα χρηματοδοτείται κυρίως από την αμερικανική κυβερνητική υπηρεσία US AID, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και από το ίδιο το αμερικανικό (Department of State) και το βρετανικό (Foreign Office) ΥΠΕΞ, και άλλα «ευαγή» ιδρύματα, όπως το… καζίνο Hyatt, η δε εναρκτήρια συνάντηση είχε πραγματοποιηθεί στη Χάλκη, το 1999.
Θα υπενθυμίσουμε και πάλι πως το πρόγραμμα αυτό διευθύνεται από δύο επιτροπές, μία ακαδημαϊκή και μία για τη «διδασκαλία της ιστορίας». Από ελληνικής πλευράς, στην πρώτη συμμετέχουν ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ο Ιωάννης Κολιόπουλος και η Όλγα Κατσιαρδή-Χέρινγκ, ενώ στη δεύτερη, τη θέση της προέδρου κατέχει η Χριστίνα Κουλούρη και συμμετέχουν η Άννα Φραγκουδάκη και η Θάλεια Δραγώνα. Γενικός υπεύθυνος του προγράμματος εκ μέρους του CDRSEE είναι ο εφοπλιστής Κώστας Καρράς.
Το πρόγραμμα αφορά 11 χώρες: Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρο, Ελλάδα, ΠΓΔΜ, Σερβία-Μαυροβούνιο-Κοσσυφοπέδιο, Σλοβενία και Τουρκία.Εστιάζει στους καθηγητές Ιστορίας στα δημόσια και τα ιδιωτικά σχολεία, τους μαθητές, καθηγητές πανεπιστημίου, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, μη κυβερνητικές οργανώσεις που ενεργοποιούνται στους τομείς της Ιστορίας και της εκπαίδευσης, και τα υπουργεία Παιδείας, ενώ πραγματοποιεί πολυάριθμα σεμινάρια καθώς και μια σειρά από εκδόσεις.
Οι εκδόσεις αυτές κλιμακώθηκαν σε δύο φάσεις. Η πρώτη αφορούσε τρία βιβλία, εκ των οποίων τα δύο έχουν εκδοθεί και στα ελληνικά, και περιέγραφε την αντίληψη της Ιστορίας που προωθεί το CDRSEE. Όμως, σήμερα, περάσαμε στη δεύτερη φάση, η οποία περιλαμβάνει την προώθηση ιστορικών εγχειριδίων για εκπαιδευτικούς σε τέσσερις τόμους, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και τα «Έθνη και Κράτη στη Ν.Α. Ευρώπη». Ο προσανατολισμός είναι διάφανος, ήδη από την επιλογή των τίτλων, παραδόξως δε, από την «κοινή ιστορική κληρονομιά» έχει απαλειφθεί το Βυζάντιο και όλα αρχίζουν –μήπως και τελειώνουν;– με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόσφατα, αυτά τα βιβλία εξεδόθησαν στα ελληνικά, ενώ οι υπεύθυνοι του προγράμματος προσπαθούν «να πείσουν» το υπουργείο Παιδείας να τα εισαγάγει στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα ως επίσημα βοηθήματα.
Η εθνική αλλοτρίωση των μαθητών
Ωστόσο, η επιχείρηση της λοβοτόμησης της εθνικής μνήμης δεν περιορίζεται πλέον στα βιβλία που απευθύνονται στους φοιτητές και τους εκπαιδευτικούς, αλλά έχει προχωρήσει και στα ίδια τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια και μάλιστα ακόμα και σε εκείνα του Δημοτικού Σχολείου. Παραδειγματικό χαρακτήρα έχει προσλάβει, ενώ έχει καταστεί και αντικείμενο δημόσιας διαμάχης, η συζήτηση γύρω από το βιβλίο της Ιστορίας της 6ης Δημοτικού, του οποίου η συγγραφή άρχισε επί κυβερνήσεως Σημίτη, το 2003, και εισήχθη το 2006 στα σχολεία της χώρας επί κυβερνήσεως Καραμανλή. Συγγραφείς του βιβλίου, η Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου και υπεύθυνη της έκδοσης, καθώς και οι εκπαιδευτικοί ΕΠ, Χαρίκλεια Ανδρεάδου, Αριστείδης Πουταχίδης, Αρμόδιος Τσιβάς. Το βιβλίο αξιολογήθηκε και εγκρίθηκε από την Αθανασία Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Απόστολο Καραπαπά, τ. Σχολικό Σύμβουλο, και τη Δέσποινα Μουζαλά, εκπαιδευτικό. Εκδόθηκε, φυσικά, από τον εκδοτικό οίκο του Οργανισμού Λαμπράκη, τα «Ελληνικά Γράμματα», μια και το έργο του «Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων» παραχωρήθηκε στους ιδιώτες.
Το εγχειρίδιο ενσταλάσσει στους μικρούς μαθητές μιαν αντίληψη της Ιστορίας σύμφωνη τόσο με τον παραδοσιακό δυτικόστροφο στραβισμό των εκσυγχρονιστών, όσο και με τον νεοπαγή «νεο-οθωμανισμό». Έτσι, η αφύπνιση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν στον δυτικό «Διαφωτισμό» και τους λογίους και δεν συναρτάται καθόλου με την Εκκλησία και τον ρόλο της (όταν, επί παραδείγματι, από τους 1500 γνωστούς λογίους της Τουρκοκρατίας, πάνω από 1000 ήταν κληρικοί), υποβαθμίζεται δραματικά ο ρόλος της αντίστασης ενάντια στην Τουρκοκρατία, ενώ σβήνεται σχεδόν ολοκληρωτικά η συνέχεια με το Βυζάντιο. Εξ άλλου, αυτή η συνέχεια, τις σπάνιες φορές που μνημονεύεται, δεν αφορά στο ελληνικό έθνος, αλλά απλώς στους «Έλληνες», διότι, ως γνωστόν, σύμφωνα με τη νεο-ταξική ιστοριογραφία, το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του… διαφωτισμού, μετά τον 18ο αιώνα. Και βέβαια, το νέο αποφασιστικό στοιχείο είναι ο εξωραϊσμός της Τουρκοκρατίας και η άμβλυνση της εθνικο-απελευθερωτικής διάστασης του 1821. Για παράδειγμα, στη σελίδα 18, το παιδομάζωμα αναφέρεται ως «στρατολόγηση των παιδιών των χριστιανών από τους Οθωμανούς» (sic!), χωρίς να συνδέεται άμεσα με τους «βίαιους εξισλαμισμούς», και βέβαια δεν γίνεται καμιά αναφορά στην τεράστια έκταση που είχε προσλάβει. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είναι πια ένα από τα στυγνότερα εκμεταλλευτικά καθεστώτα που γνώρισε η σύγχρονη ιστορία, αλλά μια «πολυπολιτισμική» κοινότητα, όπως απεφάνθη ο μέντορας της «νέας Ιστορίας», εκλεκτός των εντύπων του Οργανισμού Λαμπράκη, Αντώνης Λιάκος. Όσο δε για τη μετεπαναστατική ιστορία, εκεί, τα πράγματα λαμβάνουν την έκταση σκανδάλου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας μεταβάλλονται σε «προσάρτηση», ενώ, ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, υπογραμμίζεται ο «μειοψηφικός χαρακτήρας» του ελληνικού πληθυσμού της πόλης, χωρίς καμιά αναφορά στους ελληνικούς αγροτικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιφέρειας της Θεσσαλονίκης, ούτε στους εκτεταμένους ελληνικούς πληθυσμούς σε περιοχές που σήμερα ανήκουν σε άλλα κράτη, και όχι μόνο την Τουρκία κ.λπ., κ.λπ.
Μετά από πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών, που διαπίστωσαν το περιεχόμενό του πριν ακόμα τυπωθεί, από το διαδίκτυο, το Καλοκαίρι του 2006 άρχισε να γνωστοποιείται και στο ευρύτερο κοινό και υπήρξαν και οι πρώτες αντιδράσεις. Το ηλεκτρονικό περιοδικό «Αντίβαρο» ανέλαβε την πρωτοβουλία να κυκλοφορήσει ένα κείμενο διαμαρτυρίας, με το οποίο καλεί το υπουργείο να αποσύρει το συγκεκριμένο βιβλίο, και συγκέντρωσε εκατοντάδες υπογραφές, ενώ ο ανεξάρτητος βουλευτής Στέλιος Παπαθεμελής κατέθεσε σχετική ερώτηση στη Βουλή.
Έτσι, η Συντακτική Επιτροπή του Άρδην αποφάσισε να ανοίξει τον υπεσχημένο εδώ και καιρό φάκελο για τη σύγχρονη Ιστορία και Ιστοριογραφία στην Ελλάδα, με μια εκτεταμένη διερεύνηση του περιεχομένου του βιβλίου της 6ης Δημοτικού και μερικές πρώτες αναφορές στο γενικότερο ζήτημα της Ιστοριογραφίας και της λεγόμενης «Νέας Ιστορίας». Ο Αντώνης Παυλίδης και ο Νίκος Λυγερός επιχειρούν μια πρώτη αποτίμηση του βιβλίου, ενώ ο Βασίλης Στοϊλόπουλος και ο Βλάσης Αγτζίδης εγκύπτουν, ο μεν πρώτος στον τρόπο παρουσίασης της ευρωπαϊκής Ιστορίας και ο δεύτερος στο ζήτημα της Μικράς Ασίας και των Ποντίων. Ο Χρήστος Κορκόβελος, σε μια συστηματική μελέτη, παρουσιάζει τις αποκλίσεις του βιβλίου από το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του υπουργείου, οι οποίες θεμελιώνουν και βάση για προσφυγή εναντίον του, ενώ ο Γιώργος Ρακκάς επανέρχεται στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια του CDRSEE και παρουσιάζει ενδεικτικά αποσπάσματα από αυτά.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς αναφέρεται στη νέα αναθεωρητική ιστοριογραφία και ιδιαίτερα στους Π. Κιτρομηλίδη και Α. Λιάκο, ο Γιάννης Παπαμιχαήλ καταδεικνύει πώς οι θεωρίες για δήθεν «επινόηση του έθνους» αποτελούν… επινόηση των μεταμοντέρνων ιστορικών της αποεθνικοποίησης, ενώ, τέλος, η Χαρά Καπώλη εξετάζει τον «διάλογο μεταξύ της μοντέρνας και μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας».
Σε επόμενα τεύχη του περιοδικού, θα αναφερθούμε σε τρία μεγάλα θέματα της Ιστορίας μας, το ζήτημα του Διαφωτισμού, της «Μεγάλης Ιδέας» και, τέλος, της Αντίστασης-Εμφυλίου 1940-1949.
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, η μάχη για την Ιστορία είναι ο αγώνας της Μνήμης ενάντια στις ποικίλες διαστρεβλώσεις της, η δε σχετική εγκατάλειψη αυτού του πεδίου στον ριζοκτόνο «μεταμοντερνισμό» τού επέτρεψε να χτυπάει ήδη την πόρτα και των δημοτικών σχολείων μας. Είναι καιρός να δραστηριοποιηθούμε, γιατί σε λίγο τα παιδιά στο νηπιαγωγείο θα τραγουδούν ασμάτια για την ελληνοτουρκική φιλία!