Του Αντώνη Σπυρόπουλου από το Άρδην τ. 122
Η ιδέα μιας γνωσιολογικής προσέγγισης για την ανεξιθρησκεία στο δυτικό κόσμο βασίζεται στη σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και εκκλησίας, μια σύγκρουση που συχνά έλκει τη καταγωγή της στην εμβληματική δίκη του Γαλιλαίου και διαμορφώνει την αφετηρία της, ίσως, σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενα υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους, το «Δόγμα των Δυο Βασιλείων» του Λουθήρου, το οποίο σήμανε την γέννηση της σύγχρονης ιδέας του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και εκκλησίας.
Στη χριστιανική αντίληψη του Θείου, ο Άνθρωπος και ο Θεός καταλαμβάνουν το ίδιο οντολογικό επίπεδο, επομένως η ανθρώπινη προσπάθεια μπορεί δυνητικά να ανταγωνιστεί το Θείο. Η ισότητα σε οντολογικό επίπεδο μεταξύ θείου και ανθρώπινου επιτυγχάνεται μέσω του γεγονότος της ενσάρκωσης στην οποία το θείο και το εγκόσμιο συγχωνεύονται στο σώμα του Χριστού. Η οντολογική αυτή ισότητα αναμφίβολα βοηθά στη διατήρηση μιας προοπτικής στην οποία ο άνθρωπος και το θείο ενυπάρχουν ή μπορούν (δυνητικά) να συνυπάρξουν στην ίδια διάσταση. Έτσι, οι αφηγήσεις θεϊκής αιτιότητας και θείας παρέμβασης, στον χριστιανισμό, συμπλέκονται σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος με αφηγήσεις που επικεντρώνονται στην ανθρώπινη δράση.
Από την άλλη, η απουσία οργανωμένης Εκκλησίας στις ισλαμικές κοινωνίες, αλλά και η επάρκεια που προσδίδει η θρησκεία στη διάρθρωση των ανθρώπινων κοινωνιών, κατέστησε αδύνατον, αφενός, τον διαχωρισμό μεταξύ κράτους, θρησκείας και επιστήμης αλλά και αφετέρου, η κοινωνική εξέλιξη δεν συνταυτίστηκε ποτέ με την γραμμική εξέλιξη της επιστήμης, έτσι όπως διαμορφώθηκε, τουλάχιστον, στις δυτικές χριστιανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, η επιστήμη και η θρησκεία συγκρούονται συνεχώς στον ισλαμικό κόσμο ενώ κράτος και εκκλησία είναι έννοιες αλληλοτροφοδοτούμενες και αλληλοεξαρτώμενες. Η επιστήμη συνιστά εργαλειακή συνιστώσα σε αντίθεση με την Δύση που η οντολογική διάσταση της επιστήμης έχει σωτηριολογικό, εν πολλοίς, χαρακτήρα υποκαθιστώντας, εν τέλει, το θεό.
Αντιθέτως μέσα στις ισλαμικές ερμηνείες το χάσμα μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου δεν μπορεί να γεφυρωθεί. Οι ισλαμικοί προβληματισμοί σχετικά με τη φύση του Θείου παραμένουν αρκετά συνεπείς και ξεκάθαροι στη διατήρηση του χάσματος μεταξύ της ανθρώπινης και της θεϊκής σφαίρας – ένα χάσμα που είναι μεγάλο και μόνιμο. Αυτή η αντίθεση των Ισλαμικών κειμένων για το θείο μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστική ή και θεμελιώδης διαφορά με τις χριστιανικές κοινωνίες έτσι όπως διαμορφώθηκαν μέσα στους αιώνες.
Η άποψη για την κοσμικότητα στη Δύση, ως απαραίτητη για την ειρήνη των πολιτών και την οργάνωση των κοινωνιών, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εμπειριών των Πολέμων της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης, για να γίνει μια γενική άποψη σχετικά με τη σχέση μεταξύ της ειρήνης των πολιτών και της αποπολιτικοποίησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Γεγονός που οδήγησε στον οριστικό διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας στη συνέχεια, σε πολλά από αυτά τα κράτη. Αντίθετα στο Ισλάμ οι θρησκευτικοί κανόνες και επιταγές διαπλέκονται άρρηκτα, διεισδύουν και συνυπάρχουν με τους κρατικούς κανόνες οργάνωσης της κοινωνίας.
Ισλάμ -κράτος και θρησκεία
Σύμφωνα με το Ισλάμ ο διαχωρισμός κράτους-θρησκείας απαγορεύεται καθώς το Ισλάμ είναι πέρα από θρησκεία και ένα ολοκληρωμένο σύστημα διακυβέρνησης και διοίκησης. Επομένως το κράτος κυβερνάται από τους θρησκευτικούς νόμους που έχουν δοθεί από τον Θεό και όχι από τους κοσμικούς νόμους που δημιουργήθηκαν από ανθρώπους. Το σύστημα της κοσμικής δημοκρατίας δεν αναγνωρίζεται στο Ισλάμ καθώς η διακυβέρνηση ανήκει στον Θεό και όχι στο λαό και τον όχλο: «Και όποιος δε διοικήσει με βάση τα όσα αποκαλύφτηκαν από τον Θεό, αυτός είναι άπιστος» (Κοράνι 5:44)
Στη ισλαμική ιστορία, τοώντι, δεν υπάρχει άμεσο ανάλογο με τους πολέμους αντιμεταρρύθμισης, τέτοιας έντασης και κλίμακας, όπως στη χριστιανική Δύση και επομένως η ιδέα ότι η ειρήνη των πολιτών είναι δυνατή μόνο εάν η θρησκεία περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα και δεν εμπλέκεται στην κρατική οργάνωση, δεν μπορεί, πολύ απλά, να διαβαστεί από την ισλαμική ιστορία. Κάνοντας την ακριβώς αντίστροφη προσέγγιση, η υποχώρηση της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα, στην ισλαμική ιστορία, έχει συνδεθεί τις περισσότερες φορές με την κατάρρευση της ειρήνης των πολιτών και της κοινωνίας.
Για παράδειγμα, η συχνά θαυμαζόμενη κοσμική τάξη στην Τουρκία επιβλήθηκε από την κορυφή, σε έναν πληθυσμό μουσουλμάνων καθώς οι κεμαλικοί φρόντισαν να εξαφανίσουν (βλ γενοκτονίες), πανάρχαιους πολιτισμούς της περιοχής με κύριο χαρακτηριστικό «εκκαθάρισης» το θρησκευτικό τους δόγμα. Έτσι, η εκκοσμίκευση της τουρκικής κρατικής δομής δεν ήταν απάντηση στα αιτήματα των λαϊκών μαζών, αλλά επιθυμία των κεμαλικών ελίτ και του σχεδίου τους για εκδυτικισμό της Τουρκίας και σε κάθε περίπτωση απευθύνθηκε μόνο στους μουσουλμάνους υπηκόους του νεοσύστατου κεμαλικού κράτους. Ήταν ένας τρόπος ενσωμάτωσης της ισλαμικής σουνιτικής κοινότητας στις νεοσύστατες κρατικές δομές ενός κατ’ τ΄ άλλα πολυδιαφημιζόμενου στη Δύση «εκδυτικισμού».
Επιπρόσθετα η εκκοσμίκευση στο πλαίσιο των ισλαμικών κοινοτήτων σήμαινε συχνά αποϊσλαμισμό, και ως επί το πλείστον, έχει επιβληθεί είτε από αποικιακά καθεστώτα είτε από εκδυτικιζόμενα καθεστώτα. Και όλα αυτά οδήγησαν στην αύξηση παρά στη μείωση των κοινωνικών συγκρούσεων, όξυναν την αντιπαράθεση Ισλάμ-Δύσης αλλά και συντέλεσαν στον επερχόμενο «πόλεμο των πολιτισμών» όπως –εντέλει- προφητικά είχε προβλέψει ο Σάμιουελ Χάντιγκτον στο βιβλίο του «Σύγκρουση Πολιτισμών» (Εναλλ. Εκδόσεις).
Το επιχείρημα, της δυτικής κοσμοαντίληψης, ότι η ανεξιθρησκία είναι απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος λαϊκής κυριαρχίας αντιβαίνει θεμελιωδώς την ισλαμική αφήγηση οργάνωσης των κοινωνιών κατά την οποία η θρησκεία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ύπαρξη και οργάνωση των κοινωνιών. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία του θείου είναι μια επεξεργασία της κεντρικής θέσης του Θεού στον κόσμο και δεν αφήνει κανένα περιθώριο εξαίρεσης, στην οργάνωση και στον καθορισμό των κοινωνικών κανόνων προς εκκοσμικευμένα καθεστώτα ανεξιθρησκείας, και αυτό μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει όταν περιδιαβεί τα γκέτο των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το νόημα της ανεξιθρησκίας βρίσκεται ίσως στην προσάρτηση και τη άρθρωση πολύ διαφορετικών ιστορικών εξελίξεων που περιλαμβάνει μόνο τις δυτικές κοινωνίες. Η άρθρωση μιας παγκόσμιας μουσουλμανικής υποκειμενικότητας, εκφρασμένης από το επιθετικό πολιτικό Ισλάμ απειλεί σήμερα την Ευρώπη και ουσιαστικά αναιρεί την αφήγηση της ενσωμάτωσης των πληθυσμών αυτών υπό την οικονομική και τεχνολογική υπεροχή της Δύσης απέναντι στους ισλαμικούς πληθυσμούς. Για τους μουσουλμάνους που ζουν στις δυτικές πλουτοκρατίες, τα βασικά στοιχεία του «μεταναστευτικού φαντασιακού» της Ευρώπης που εντιμετωπίζει κατηγορίες όπως η θρησκεία, η μειονότητα, η «φυλή» ως ενσωματώσιμες έννοιες. υπό το πρίσμα της οικονομικής υπεροχής μετατρέπεται σε στοιχείο αντιπαράθεσης, Η προσπάθεια αυτή μεταφράζεται τελικά και εκλαμβάνεται από τους μουσουλμάνους ως ένας νέο-αποικιακός πόλεμος της Δύσης απέναντι στο Ισλάμ.
Το αφήγημα της ενσωμάτωσης υποστηρίζει ότι το ευρωπαϊκό Ισλάμ θα επιτρέψει στους μουσουλμάνους της Ευρώπης να γίνουν Ευρωπαίοι μουσουλμάνοι. Δηλαδή, ο μουσουλμάνος θα υιοθετήσει έναν άλλο τρόπο ζωής δίπλα στην επιφανειακή ποικιλομορφία άλλων τρόπων ζωής που είναι διαθέσιμοι στις δυτικές κοινωνίες, έναν ακόμα νέο: τον McMuslim. Στην πραγματικότητα εκφράζει την αντίληψη ενός μουσουλμανικού υποκειμένου το οποίο απλώς «αποικίζεται» από τις ευρωπαϊκές προσδοκίες και απαιτήσεις για το τι πρέπει να είναι ένας καλός μουσουλμάνος. Και αυτός ο καλός Ευρωπαίος μουσουλμάνος, υποστηρίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κυρίως από τη σχολή της μεταμοντέρνας παγκοσμιοποίησης την οποία ασπάζονται πολλές σοσιαλιστικές και κυρίως αριστερής προέλευσης πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, μεταξύ αυτών και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδέα των ευρωμουσουλμάνων διαφορετικών από τους άλλους μουσουλμάνους βασίζεται στις προϋποθέσεις ενός υποκείμενου Λόγου υπεροχής. Αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την πιθανότητα ότι οι καθολικές αξίες και οι έννοιες της καλής ζωής μπορούν να δημιουργηθούν από οποιαδήποτε ιστορική κοινότητα, ότι δεν απαιτούν τη δουλική μίμηση του «βασιλικού δρόμου προς τη σοφία» που διαμορφώθηκε στη Δύση και εντέλει φορέας του –αν ποτέ γίνει- θα είναι οι ίδιες μουσουλμανικές κοινωνίες.
Με αυτόν τον τρόπο, όταν οι καλοπροαίρετοι μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι το Ισλάμ είναι μια θρησκεία ειρήνης, αρνούνται την ικανότητα των Μουσουλμάνων να γράψουν τη δική τους ιστορία, δηλαδή μια ιστορία που δεν διαβάζεται σαν κάτι που έχει βγει από τη δυτική ιστορία. Ασφαλώς, η καλύτερη απάντηση σε εκείνους που έλκονται από ένα τέτοιο αφήγημα είναι να καταδειχτεί ότι το Ισλάμ αποτελεί έναν διαφορετικό κόσμο αντιλήψεων και κοινωνικής οργάνωσης, ο οποίος περικλείεται σε μια θεοκρατική ερμηνεία του ανθρώπινου γεγονότος πέρα από το φαντασιακό τους αφήγημα. Και την εμπειρία αυτού του αποτυχημένου αφηγήματος, σήμερα, την έχει αντιληφθεί πολύ περισσότερο στην Ευρώπη, απ’ όλους, η Γαλλία.
Ο «Ευρωπαίος μουσουλμάνος»
Σε τελική ανάλυση, η ιδέα ενός «ευρωπαίου μουσουλμάνου» είναι αποτυχημένη καθώς δεν προσεγγίζει τις μεγάλες αντιθέσεις των Αρχών της αστικοδημοκρατίας του δυτικού πολιτισμικού προτύπου με τη θεοκρατική αντίληψη του Ισλάμ, αλλά επιδιώκει να ρυθμίσει και να ενσωματώσει τα μουσουλμανικά αιτήματα για αυτονομία και ελευθερίες με αναφορές στη δυτική κοσμοαντίληψη περί κράτους δικαίου.
Εάν το Ισλάμ δεν είναι θεοκρατία με τον τρόπο που θα επιθυμούσε ο ηγεμονικός λόγος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τότε πώς θα το κατανοήσουμε; Το Ισλάμ εγκαινίασε ένα νέο σημασιολογικό σύμπαν, που πέτυχε αρχικά να μεταμορφώσει ριζικά μεγάλα τμήματα της αφροευρασιατικής ηπείρου, δημιουργώντας ένα πολιτισμικό λεξικό στις κοινωνίες αυτές που κυριαρχείται από το εγχείρημα του θεοκρατικού Ισλάμ. Το Ισλάμ είναι μια γλώσσα καθώς και μια ιστορική ακολουθία με την οποία οι μουσουλμάνοι μπορούν να προβάλουν τον εαυτό τους στο παρελθόν και το μέλλον. Γύρω από αυτή την αφήγηση και τη συνεχή αναδιήγηση αυτής της ακολουθίας συστήνονται οι κοινότητές του και οι λαοί του.
Η ιδέα του ευρωπαϊκού Ισλάμ, λοιπόν, ανήκει σε μια εποχή στην οποία η ικανότητα των Μουσουλμάνων να γράφουν την ιστορία τους περιοριζόταν στη δυτική κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην οποία τα έθνη-κράτη της Δύσης ήταν σε θέση να ρυθμίζουν τις ροές των λαών και των πληροφοριών.
Ένα ευρωπαϊκό Ισλάμ είναι δύσκολο να διατηρηθεί εν ειρήνη στο πλαίσιο ενός πλανήτη ενοποιημένου από την οικονομική ολοκλήρωση και τη μονοπολικότητα της Δύσης όπως καταδεικνύεται σήμερα από τρεις παράγοντες. Ο πρώτος αφορά την υποχώρηση και το μετασχηματισμό της παγκοσμιοποίησης, με το πρόσωπο τουλάχιστον που την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, ο δεύτερος την πολιτισμική ένδεια της Δύσης και την επακόλουθη αδυναμία της να εκφράσει ένα ηγεμονικό πολιτισμικό πρότυπο για την ανθρωπότητα και ο τρίτος –μέσα στο διαμορφούμενο αυτό περιβάλλον- είναι η ανάδυση πλέον της πολιτικής διεκδίκηση της νέας θέσης του Ισλάμ στις σημερινές γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Μια διεκδίκηση που εκφράζεται με επιθετικό τρόπο απέναντι στα κεκτημένα της Δύσης μέσω του εκφραστή του νεοϊσλαμισμού που αποτελεί η Τουρκία. Αυτή απειλεί ακόμα και την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της σημερινής Ευρώπης, τόσο με τις προκλήσεις στη Μεσόγειο και την Ελλάδα, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν τα τελευταία 2 χρόνια, όσο και με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Οι προσπάθειες, λοιπόν, να χωρέσουν το ισλάμ σε μια «τρύπα» ευρωπαϊκού σχήματος δεν αναγνωρίζουν τη μεταπολίτευση των καιρών. Τα κινήματα και οι αγώνες για μουσουλμανική αυτονομία έχουν παγκοσμιοποιηθεί. Στον αγώνα για μουσουλμανική αυτονομία, οι διάφορες προσπάθειες να παραχθούν «εξημερωμένες» δυτικές ερμηνείες του Ισλάμ είναι απίθανο να είναι επιτυχείς και αυτό το συνειδητοποίησαν με οικτρό τρόπο οι ΗΠΑ τόσο στο Ιράκ όσο και, πρόσφατα, στο Αφγανιστάν.
Ο προσδιορισμός του Ισλάμ, σήμερα, έχει ξεφύγει από ένα γενικό πεδίο λογομαχίας και ερμηνείας εντός των δυτικών υπερδυνάμεων όσον αφορά στον τρόπο που θα υπάρχει στον κόσμο. Μετατρέπεται σε μια πολιτική παγκόσμια υποκειμενικότητα μέσω των εκφραστών του, που κυρίως είναι ο νεοθωμανισμός της Τουρκίας, απειλώντας τις δυτικές κοινωνίες και κυρίως την Ευρώπη.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως η θέση του Ισλάμ στον κόσμο αφορά αποκλειστικά και μόνο τις κοινωνίες των λαών αυτών και πολύ σαφέστερο πως περικλείεται στα γεωγραφικά όρια τους.
Πηγές
Madison to Schaeffer, 1821. 1865
Gary B.Ferngren et al, The History of Science and Religion in The Western Tradition: An Encyclopedia, (2000), Garland Publishing, Inc
Γιώργος Καραμπελιάς, Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση: η Θανάσιμη Διελκυστίνδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2001
https://el.wikipedia.org/wiki/: Χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας
Συλλογικό, Η Σύγκρουση Ανατολής-Δύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον, Εναλλακτικές Εκδόσεις