Όμως πολλές φορές σκεφτόμαστε
Στις ώρες τις μικρές
Πως τάχατες δεν έσπασαν οι γέφυρες
Κι υπάρχει δρόμος ανοικτός
Στα περασμένα
Κλείτος Κύρου, Μόνωση
Απόσπασμα από την εισαγωγή του Γ. Καραμπελιά στο βιβλίο, Εξέγερση και Μελαγχολία των Michael Löwy – Robert Sayre (Εναλλακτικές Εκδόσεις)
Το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά το 1922 έως και τη δεκαετία του ’80, θα είναι αντιρομαντικό και νεωτεριστικό, σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα που θα χαρακτηριστεί μάλλον «ρομαντικός»[1]. Πράγματι, κατά τον 19ο αιώνα, η προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης και οι απόπειρες να συγκροτηθεί ένα «εθνικό παρελθόν» για ένα λαό που μόλις έβγαινε από αφάνεια αιώνων, αποτελούσαν το ισχυρότερο κίνητρο για την ανάδυση της ρομαντικής ευαισθησίας, έστω και αν ως ρομαντικές θα καταγραφούν από το ευρύ «πεπαιδευμένο κοινό» αρχικώς μόνον οι ωχρές μιμήσεις των παρισινών ρευμάτων του ρομαντισμού της εποχής του ορλεανισμού και της Παλινόρθωσης. Ωστόσο, όπως παρατηρεί στην εξαιρετική μελέτη του για τον ελληνικό ρομαντισμό ο Κ.Θ. Δημαράς, ο ρομαντισμός, ή έστω η ρομαντική διάθεση, εκφράζεται ακόμα και στο τόσο «κλασικιστικό» δημοτικό τραγούδι, σε ό,τι αφορά την άρνηση της συμβατικής ζωής:
Να’χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια
Να με κοιμούν οι πέρδικες, να με ξυπνάν τ’ αηδόνια…
ή τη μελαγχολική ροπή:
…τούτ’ η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε[2]
Στην πραγματικότητα, ένας από τους πρώτους εκφραστές της ρομαντικής διάθεσης υπήρξε ο Ρήγας Φεραίος˙ το 1790 θα μεταφράσει και θα δημοσιεύσει το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών», όπου εμφανίζονται όλα τα τυπικά ρομαντικά χαρακτηριστικά: «Μα εσύ, καρδιά μ’ θλιμμένη,/ πώς είσαι κατοικημένη/ και βαστάς τόσον καιρόν;» ή αλλού: «Η δική σου η αγάπη μ’ έκανε να στερηθώ/ κάθε ηδονήν του κόσμου,/ και το παν να αρνηθώ/»[3]. Και ποιος δεν θυμάται τον περίφημο επαναστατικό ύμνο που είχε μεταφράσει ο Ρήγας, «Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί!». Στη συνέχεια ρομαντικοί δεν θα είναι μόνο οι Φαναριώτες ποιητές, που θα χαρακτηριστούν τέτοιοι, αλλά η ρομαντική (και προρομαντική) διάθεση θα κυριαρχεί στον Κάλβο και στον Σολωμό. Γράφει πάλι ο Δημαράς: «Οι οπαδοί του ελληνικού Διαφωτισμού γνώριζαν μια φλόγα, την φλόγα του νου. Ο Σολωμός μάς θυμίζει πως “είναι δύο φλόγες”: “μια στο νου, άλλη στην καρδιά”. Το ιδανικό του αρχίζει να διαγράφεται από τώρα˙ να ενώσει τις δύο φλόγες, να συνθέσει. Το ίδιο αργότερα θα δοκιμάσει να κάνει και με την τέχνη του, σμίγοντας τα ρομαντικά και τα κλασικά στοιχεία “εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο”»[4].
Η ιδεολογία του διαφωτισμού και του κλασικισμού θεωρούσε τη νεώτερη Ελλάδα αναβίωση της αρχαίας, τους δε Μακεδόνες και Βυζαντινούς ως κατακτητές, στο ίδιο επίπεδο με τους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς. Η αντίληψη αυτή υπήρξε απόλυτα κυρίαρχη έως τον Κοραή και τα πρώτα χρόνια ζωής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Θα γράψει ο Κοραής: «Οι Μακεδόνες(…) επροχωρούσαν καθημέραν εις την κατάλυσιν της ελευθερίας [της Ελλάδας]… Μετά την Μακεδονικήν δεσποτείαν έπεσαν υποκάτω εις των Ρωμαίων την εξουσίαν και τέλος στους Τούρκους»[5]. Γράφει γι’ αυτό ο Κ.Θ. Δημαράς: «Αυτή λοιπόν είναι η ιδεολογία του ελληνισμού ως τα χρόνια 1839, 1840, 1841. Η Ελλάδα είναι η Ελλάδα, κληρονόμος και διάδοχος του αρχαίου κόσμου, άσχετη από ο,τιδήποτε έζησε στα χώματά της…»[6]. Ο ρομαντισμός όμως θα απαντήσει με τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο[7] και θα κυριαρχήσει στην ιστοριογραφία, από το 1850 και ύστερα, αποκαθιστώντας την ενότητα του ελληνικού έθνους, από την αρχαιότητα και τους Μακεδόνες, ως ελληνικό φύλο, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, περνώντας από το Βυζάντιο. Στην πολιτική, η Μεγάλη Ιδέα[8] της «επιστροφής» του ελληνισμού, από τον ύστερο Κωλέττη έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα στοιχειώνει τα όνειρα και τις επιθυμίες των Ελλήνων και θα παραμένει το κυρίαρχο ρεύμα του αιώνα, όσο και αν ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός θα του αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία. Τούτος ο «αποκαταστασιακός» και ταυτόχρονα «επαναστατικός» ρομαντισμός θα εκφράζεται σε όλη την έκταση του πολιτικού φάσματος. Από τους «συντηρητικούς» έως τους επαναστάτες ακτιβιστές –από τον Ανδρέα Ρηγόπουλο, τον Παναγιώτη Πανά[9] και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες ως τον σοσιαλιστή Σταύρο Καλλέργη. Εθνική, κοινωνική και ατομική απελευθέρωση θα συνδυάζονται στους ρομαντικούς ριζοσπάστες και θα συνεχίσουν να επιβιώνουν μετά το γύρισμα του αιώνα στις ρομαντικές φιγούρες του Περικλή Γιαννόπουλου ή του Ίωνα Δραγούμη. Οι εξίσου παρούσες στη σκέψη του 19ου αιώνα τάσεις προς τον εκδυτικισμό και τον ορθολογισμό θα διαπλέκονται με τις κυρίαρχες ρομαντικές τάσεις.
Όμως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον οριστικό ενταφιασμό των ονείρων της Μεγάλης Ελλάδας, κυριαρχεί ένας πικρόχολος και διαψευσμένος ρεαλισμός· «νέα εθνική ιδέα» γίνεται αποκλειστικά η δίψα και η επιθυμία «να φθάσουμε τη Δύση». Οι κριτικές του εργαλειακού ορθολογισμού που κυριαρχούσαν στο φιλοσοφικό πεδίο στην ύστερη Δύση, ή ακόμα περισσότερο τα ρεύματα της «επιστροφής» στο παρελθόν, έμοιαζαν εντελώς ξένα προς το κυρίαρχο ιδεολογικό και πνευματικό τοπίο της χώρας. Ο αριστερός και φιλελεύθερος διαφωτισμός θα επιβληθούν χωρίς σχεδόν καμία αμφισβήτηση μέχρι τη δεκαετία του ’60. Ακόμα και στον θρησκευτικό χώρο, η ηγεμονία των ευσεβιστικών «κοσμικών» οργανώσεων θα εμποδίζει την ανάδειξη μιας ορθόδοξης «ρομαντικής» πνευματικότητας[10]. Οι Έλληνες – κυρίως οι μη καλλιτέχνες διανοούμενοι και οι πολιτικοί– ήταν παραδομένοι ψυχή τε και σώματι στην αγωνιώδη αναζήτηση της μοντερνικότητας. Ίσως γιατί οι δεσμοί μας με την Ανατολή είχαν κοπεί τόσο ριζικά και αμετάκλητα μετά το 1922, ίσως γιατί η παραδοσιακή κοινωνικότητα εξακολουθούσε να επιβιώνει στην επαρχία και εν μέρει στις πόλεις, έτσι ώστε η έλλειψή της δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή[11], ίσως γιατί η ελληνική αριστερά, τόσο κυρίαρχη ιδεολογικά μετά τον πόλεμο, υπήρξε ένας φοβερός μηχανισμός εκσυγχρονισμού και εκνεωτερίκευσης.
Ωστόσο, στους τομείς της τέχνης –και της φιλοσοφίας μεταγενέστερα– θα συναντήσουμε μορφές που αποπειράθηκαν να αντισταθούν σε έναν τυφλό εκδυτικισμό ή σε μια τυφλή πίστη στον ορθολογισμό. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι, του ευρύτερου ελληνισμού συνήθως, κοσμοπολίτες με βαθύτατη γνώση της Δύσης, θα δοκιμάσουν ένα εγχείρημα σύνθεσης ορθολογισμού και ρομαντισμού (και παρεμπιπτόντως της ελληνικότητας). Ο Καβάφης και ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης ή ο Παρθένης και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, θα επιχειρήσουν μια «ρομαντική» ή ακόμα και υπερρεαλιστική κριτική της Δύσης, συνδυασμένη για πολλούς από αυτούς με μια «επιστροφή» στην ελληνικότητα, ακριβώς γιατί είχαν ήδη διανύσει τον δρόμο προς τη Δύση. Ιδού πως εξέφραζε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας αυτή τη νέα συνείδηση της γενιάς του: «Με τη συνεχή καλλιέργεια αυτής της ιδέας άρχισε να εισχωρή το αίτημα της γνησιότητος και της Ελληνικότητος μέσα στις πλαστικές τέχνες… Οι δυσκολίες της μεταβολής ή της αναπροσαρμογής των στοιχείων μιας πλαστικής γλώσσας όπως την ξέρουμε, όπως την έχουμε συνηθίση ή όπως την έχουμε εκμάθει αποτελεί κάτι το δυσκολοκατόρθωτο. Ούτε και θα υπήρχε σε μας τέτοιο πρόβλημα, τουλάχιστον σ’ αυτή τη μορφή, αν η εξέλιξή μας είχε γίνη φυσιολογικά από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δουλεία απέκοψε την εσωτερική εξέλιξη και συγχρόνως μας απέκοψε από την εξέλιξη των άλλων. Το ελεύθερο κράτος εν σπουδή, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθη εάν υπήρχε καιρός να ωριμάση η εσωτερική μας οντότητα σύμφωνα με τα δικά της αιτήματα. Ποδοπατήσαμε τον εαυτό μας με αδιαφορία, κυνηγώντας μια χίμαιρα που κι αν την φθάναμε, δεν είχε να μας προσφέρη τίποτε το πνευματικώς αξιόλογο… Αυτούς τους σκοπέλους έπρεπε να αποφύγομε πάση θυσία: την επιστροφή σε νεκρούς τύπους και την άγνοια των αρχών που δημιούργησαν αυτούς τους τύπους. Επί πλέον έπρεπε το κύριο ελάττωμά μας: την έλλειψη συνοχής στην παράδοσή μας και την απομόνωσή μας από τη Δυτική Αναγέννηση να το μετατρέψομε σε προτέρημα».[12]
Μετά τη δεκαετία του ’60 και κατ’ εξοχήν του ’70, το ρεύμα ενός καταστροφικού εκσυγχρονισμού θα εκχερσώσει πόλεις, χωριά και συνειδήσεις. Όπως είπε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «μέσα σε τριάντα χρόνια καταστράφηκε μια παράδοση χιλιετιών». Τα χωριά μας γκρεμίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από κουτιά, οι γειτονιές θανατώθηκαν από τις πιο άθλιες και αποξενωτικές πολυκατοικίες. Η ταχύτητα του παρασιτικού εκσυγχρονισμού ήταν τόσο μεγάλη και σαρωτική ώστε οι καταστροφές δεν μπορούν καν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες διαδικασίες στη Δύση που διήρκεσαν αιώνες.
[1] Αναφερόμαστε πάντοτε στον γενικότερο ιδεολογικό χρωματισμό και όχι στην τέχνη, όπου ο ρομαντισμός και οι επιρροές του παραμένουν πάντα ισχυρές, αν όχι κυρίαρχες.
[2] Κ.Θ.Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1982,σελ. 7.
[3] Κ.Θ.Δημαράς, όπ.π. σελ. 8, 9.
[4] Κ.Θ.Δημαράς, όπ.π. σελ. 139.
[5] Το απόσπασμα από τον Κοραή («Εφημερίς του Κάτω Κόσμου») αναφέρεται από τον Αλέξη Πολίτη, Ρομαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα,1830-1880, β΄ έκδοση, έκδοση του περιοδικού Μνήμων, Αθήνα 1998.
[6] Όπ. π. σελ.339.
[7] Για μια πιο εκτεταμένη αναφορά στο ζήτημα της ιστοριογραφίας, βλέπε επίσης Κ.Θ. Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1986. Και, βέβαια, τα βασικά έργα που εγκαινιάζουν τη νέα προοπτική της σύνδεσης των διαφορετικών φάσεων της ιστορίας του ελληνικού έθνους, του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα μετά μελέτης περί μεσαιωνικού ελληνισμού, Κέρκυρα 1952, επανέκδοση Καραβίας, Αθήνα, και του Κων. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού έθνους (Η πρώτη μορφή: 1853), επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1970.
[8] Βλέπε Έλλη Σκοπετέα, Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, 1830-1880, Πολύτυπο, Αθήνα 1988
[9] Βλέπε Ερασμία-Λουίζα Σταυροπούλου, Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), ένας ριζοσπάστης ρομαντικός, Επικαιρότητα, Αθήνα 1987, καθώς και τη μυθιστορηματική βιογραφία του Ανδρέα Ρηγόπουλου στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη, Θα υπογράφω Λουί, Άγρα, Αθήνα, 1993.
[10] Βλέπε τα βιβλία του Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα, 1992, και Καταφύγιο Ιδεών, Δόμος Αθήνα 1987.
[11] Η ρομαντική αντίδραση με τη μορφή της αντίστασης στον εκνεωτερισμό, ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας, εμφανίζεται συνήθως αφού ήδη έχουν εκδηλωθεί οι κοινωνικά αποσυνθετικές συνέπειες του εκδυτικισμού. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, που συντελείται αφού ένας τερατώδης εκσυγχρονισμός θα έχει εκχερσώσει ολόκληρο το κοινωνικό τοπίο της χώρας επί της εποχής του Σάχη.
[12] Νίκος-Χατζηκυριάκος Γκίκας, Ανίχνευση της ελληνικότητας, β′ Εκδ. Αστρολάβος-Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ. 26-27.