Αρχική » Τα υπαρξιακά διλήμματα μίας αντι-δυτικής Δύσης

Τα υπαρξιακά διλήμματα μίας αντι-δυτικής Δύσης

από Αναδημοσιεύσεις

Μάχη Κένταυρου με Λάπιθα. Ο συμβολισμός της πάλης μεταξύ της βαρβαρότητας και της λογικής.

Πέραν της αντιδυτικής υστερίας.

Του δρ. Χρήστου Ζιώγα από την huffingtonpost.gr

Την 25η Δεκεμβρίου του 1991 συντελέστηκε το τελευταίο κοσμοϊστορικό γεγονός του, ούτως ή άλλως, σημαντικού 20ου αιώνα. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε και την αποκοπή του υπαρκτού σοσιαλισμού από το ιστορικό γίγνεσθαι, ο οποίος στη βάση της μαρξιστικής θεωρίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού επιδίωξε για περισσότερα από 70 έτη να αναμορφώσει τις κοινωνίες -που επικράτησε ή επιβλήθηκε- και τον Άνθρωπο, καθορίζοντας ανεπίστρεπτα την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.

Εν τέλει, η εξελικτική δυναμική του όλου εγχειρήματος εξασθένησε λόγω λανθασμένων ανθρωπολογικών υποθέσεων, υστέρηση στον τομέα των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χαμηλής παραγωγικότητας της οικονομίας και εξωγενών ανταγωνισμών, με αποτέλεσμα τα Χριστούγεννα του 1991 να επέλθει το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Υπό άλλες ιστορικές συνθήκες, το 2022 θα συμπληρώνονταν 100 χρόνια από την ίδρυσή της˙ εφέτος θα περιοριστούμε απολαμβάνοντας τους κατά τόπους εορτασμούς.

Η προλογική υπόμνηση της συμπλήρωσης 30 ετών από την πτώση της φαινομενικά κραταιής Σοβιετικής Ένωσης συνιστά μια επαρκή περίοδο για να τοποθετηθούμε βάσιμα επί ορισμένων ζητημάτων τα οποία προσαρμοσμένα στην παρούσα συγκυρία δείχνουν να επανέρχονται ξανά στο προσκήνιο, όχι πλέον με τους όρους των πρώιμων μεταψυχροπολεμικών προσδοκιών.

poster

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο τελευταίος ΓΓ του σοβιετικού ΚΚ Mikhail Gorbachev (Μιχαήλ Γκορμπατσόφ)  προσπάθησε, μέσω εσωτερικών μεταρρυθμίσεων –Glassnost και Perestroika– και της μερικής διπλωματικής αναδίπλωσης και προσαρμογής του στους δυσμενέστερους τότε πλανητικούς συσχετισμούς ισχύος, να ανακόψει την παρακμιακή τροχιά της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Τελικά, το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε και την σοβιετική κατάρρευση ακολούθησε η εξαΰλωση – με την εξαίρεση της Κίνας – του σοσιαλιστικού κοσμοσυστήματος, γεγονός το οποίο ανατροφοδότησε τις πλανητικές επιδιώξεις του μέχρι τότε ευθύγραμμα ανταγωνιστικού φιλελεύθερου. 

Ο φιλελευθερισμός, στην ύστερη εκδοχή του και ως η τελευταία «ζώσα», υλιστική κοσμοθεωρία της νεωτερικότητας, λειτούργησε μεν ως κατευθυντήρια ιδέα συγκρότησης της διεθνούς τάξης μεταψυχροπολεμικά, δεν κατόρθωσε όμως να επιφέρει ή να επιβάλλει τις συναρτώμενες νομοτέλειές του στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας.

Με βασικό φορέα διάδοσης τις Ηνωμένες Πολιτείες προσδιορίστηκε ως κυρίαρχη πλέον αξίωση η αφομοιωτική διάχυση των φιλελεύθερων πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών προτύπων, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα του διεθνούς συστήματος. Εφ’ όσον είχε θετική έκβαση η συγκεκριμένη διαδικασία θα κατέληγε, κατά την γνωστή φράση του Francis Fukuyama στη Χεγκελιανή εκδοχή της, σ’ ένα δυτικότροπο τέλος της Ιστορίας.

Η τριακονταετής μεταψυχροπολεμική εμπειρία κατέδειξε πως ο φιλελευθερισμός, στην ύστερη εκδοχή του και ως η τελευταία «ζώσα», υλιστική κοσμοθεωρία της νεωτερικότητας, λειτούργησε μεν ως κατευθυντήρια ιδέα συγκρότησης της διεθνούς τάξης μεταψυχροπολεμικά, δεν κατόρθωσε όμως να επιφέρει ή να επιβάλλει τις συναρτώμενες νομοτέλειές του στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας.

Στις τρεις προηγούμενες απόπειρες να θέσουμε τις βασικές παραμέτρους για μία σειρά ζητημάτων που προσδιορίζουν τη διεθνή πολιτική την τρέχουσα δεκαετία, θεωρώ πως οι τάσεις έχουν αποτυπωθεί ευκρινώς. Πριν λοιπόν αναλύσουμε περαιτέρω την εξέλιξη των σινο-αμερικανικών σχέσεων, την παράθεση των ρωσο-αμερικανικών θεμάτων που προκαλούν αντεγκλήσεις, ή τα πεδία των ευρω-αμερικανικών συγκλίσεωνκαι αποκλίσεων, στην εφετινή απόπειρα θα εξετάσουμε ποιες είναι οι προοπτικές στην παρούσα ιστορική καμπή, στα κράτη που αθροιστικά προσδιορίζονται ως δυτικός κόσμος.

Ο λόγος είναι διττός: από την μία πλευρά είναι προφανές ότι η εξελικτική δυναμική της Δύσης να προσδιορίζει κατ΄αρέσκεια το περιεχόμενο της διεθνούς πολιτικής φθίνει και από την άλλη οι αναδυόμενες τάσεις στις δυτικές κοινωνίες, ώστε να ανατιμηθούν τα ζητήματα αυτοπροσδιορισμού των επάλληλων ή συμπληρωματικών επιμέρους ταυτοτήτων, θέτουν σημαντικά ζητήματα συλλογικού προσανατολισμού. 

Είναι γεγονός ότι στο σύνολο σχεδόν των δυτικών κοινωνιών εμφανίζονται ως  κυρίαρχες  οι αναστοχαστικές  τάσεις σχετικά με τον ρόλο του δυτικού κόσμου στην παγκόσμια ιστορία.

Διατρέχοντας πλέον την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα διαφαίνεται ότι τελικά ο υπόλοιπος κόσμος συμμερίστηκε την αυτοκατανόηση των δυτικών κρατών ευθέως ανάλογα με την κατά περίπτωση κατανομή και τις διακυμάνσεις του πλανητικού καταμερισμού ισχύος. Υπό αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα, οι παρούσες τάσεις αποτυπώνουν την αμφισβήτηση του πρότερου μεταψυχροπολεμικού προνομίου των δυτικών κρατών να προσδιορίσουν κατά το δοκούν το περιεχόμενο της διεθνούς πολιτικής και τους απορρέοντες συνολικούς ή επιμέρους στόχους της.

Η αναδιανομή πλούτου και ισχύος τις δύο τελευταίες δεκαετίες αναπόφευκτα διαφοροποίησε τους συσχετισμούς, δίχως στο μεσοδιάστημα να έχουν επέλθει οι αφομοιωτικές πολιτικές και πολιτισμικές επενέργειες, στην ένταση και το βαθμό, που η φιλελεύθερη Δύση προσδοκούσε.

Το σημαντικότερο όμως ζήτημα δεν είναι τόσο η παρούσα αναγκαιότητα των δυτικών κρατών να συνυπάρξουν, σε πιο ισόρροπη βάση, με κράτη που έχουν σαφώς διακριτό πολιτικό, πολιτισμικό ακόμη και οικονομικό προσανατολισμό και υπόσταση. Το πιο κρίσιμο στοιχείο της διαμορφούμενης ιστορικής συγκυρίας συνίσταται στον οικείο προσανατολισμό του δυτικού κοσμοσυστήματος εν γένει, του ευρωπαϊκού χώρου εν μέρει και κάθε δυτικού κράτους ξεχωριστά.  

Εχει ξεκινήσει ένα «κυνήγι μαγισσών» ώστε να εξοστρακιστούν από την αμερικανική παιδεία κλασσικά φιλοσοφικά, ποιητικά και λογοτεχνικά κείμενα  -ακόμη κι αν έχουν γραφτεί χιλιάδες χρόνια πριν- τα οποία απάδουν από τις συγκαιρινές προδιαγραφές «προοδευτικότητας» και τα κριτήρια της τρέχουσας πολιτικής ορθότητας.

Είναι γεγονός ότι στο σύνολο σχεδόν των δυτικών κοινωνιών εμφανίζονται ως  κυρίαρχες  οι αναστοχαστικές  τάσεις σχετικά με τον ρόλο του δυτικού κόσμου στην παγκόσμια ιστορία. Η όλη διαδικασία είχε ως αφετηρία την -καθ΄όλα επιθυμητή ως αναστοχαστική ή κριτική προσέγγιση στον επιστημονικό χώρο- προσπάθεια αποδομητικής μεθερμηνείας της ιστορίας, ώστε να επαναξιολογήσουμε την συνεισφορά και τα πεπραγμένα της Δύσης, κατάσταση η οποία εξελικτικά απέκτησε ένα μάλλον αυτοϋπονομευτικό και ετεροδοξαστικό περιεχόμενο.

Το προηγούμενο έτος στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης -ακαδημαϊκή μητρόπολη των Ηνωμένων Πολιτείων- αποφασίστηκε η παύση της διδασκαλίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έργων του Ομήρου, του Σαίξπηρ και του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.

Έκτοτε, έχει ξεκινήσει ένα «κυνήγι μαγισσών» ώστε να εξοστρακιστούν από την αμερικανική παιδεία κλασσικά φιλοσοφικά, ποιητικά και λογοτεχνικά κείμενα  -ακόμη κι αν έχουν γραφτεί χιλιάδες χρόνια πριν- τα οποία απάδουν από τις συγκαιρινές προδιαγραφές «προοδευτικότητας» και τα κριτήρια της τρέχουσας πολιτικής ορθότητας.

Δεν είναι βέβαιο αν στόχος της εν λόγω προσπάθειας είναι να προστατευθεί η αμερικανική κοινωνία από την εκμαυλιστική(sic) επιρροή αυτού που ονομάζεται κλασσική παιδεία, αλλά η τάση αποκοπής του δυτικού κόσμου από τις αφετηριακές του πνευματικές παραδοχές,εκ των πραγμάτων εγείρει ζήτημα επανατοποθέτησης της Δύσης στο ιστορικό γίγνεσθαι και μείζονος επανακαθορισμού των εστιακών σημείων αναφοράς της. 

Παρατηρείται όμως μία συντεταγμένη προσπάθεια από σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις, αντλώντας από την ιστορία επιλήψιμες δυτικές συμπεριφορές, ώστε να αποδομηθούν οι αφετηριακοί αλλά και να υπονομευτούν οι σύγχρονοι προσδιοριστικοί παράγοντες του δυτικού κόσμου.

Οι απανταχού θιασώτες της εν λόγω διαδικασίας θέτουν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα επαναξιολόγησης της ιστορίας και επαναπροσδιορισμού των βασικών αξόνων αναφοράς του δυτικού κόσμου. Η κυριαρχία του δυτικού ανθρώπου τους τελευταίους αιώνες είναι αδιαμφισβήτητη και ιστορικά αποτυπωμένες οι περισσότερες από τις ειδεχθείς του πράξεις, όπως και η αδιαμφισβήτητη και καίρια συνεισφορά του δυτικού στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Δεν μπορεί κάποιος με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι η διαρκής υπόμνηση των αρνητικών πεπραγμένων του δυτικού κόσμου, πέραν της (αυτο)κριτικής διάθεσης εμπεριέχει και κάποια πολιτική υστεροβουλία. Παρατηρείται όμως μία συντεταγμένη προσπάθεια από σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις, αντλώντας από την ιστορία επιλήψιμες δυτικές συμπεριφορές, ώστε να αποδομηθούν οι αφετηριακοί αλλά και να υπονομευτούν οι σύγχρονοι προσδιοριστικοί παράγοντες του δυτικού κόσμου.

Επομένως, στην περίπτωση ακόμη που δεν προϋπάρχει άμεση πολιτική σκόπευση, παράγονται δευτερογενώς πολιτικά αποτελέσματα, προλειαίνοντας το έδαφος για ευρύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Οι συγκεκριμένες διεργασίες αφορούν ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών τομέων, οι οποίες όμως απολήγουν στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και δράσης με ξεκάθαρες αξιώσεις πολιτικής επιβολής.

Η μεταδυτικοκετρική φάση στην οποία διέρχεται το διεθνές σύστημα, εκ των πραγμάτων θα περιορίσει τη θέση και τον ρόλο της Δύσης εν γένει και των οργανωμένων κοινωνιών που την συναποτελούν, σε ένταση και βαθμό ανάλογο των συντελεστών ισχύος που θα μπορέσει να κινητοποιήσει και να διατηρήσει συλλογικά και έκαστο κράτος.

Στο πεδίο της αντιπαράθεσης, σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό των δυτικών κοινωνιών στο παρόν, έχουν στρατευθεί και υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας, προσπαθώντας να οριοθετήσουν μία σαφώς πιο περιοριστική χρήση της γλώσσας.

Επιδιώκουν λοιπόν, όχι μόνο να οικοδομήσουν διαφορετικά καθεστώτα λόγου που δεν θα αναπαράγουν σχέσεις κυριαρχίας -κι αυτό ως έναν βαθμό είναι θεμιτό- αλλά επιθυμούν να επιφέρουν, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα, έναν ευρύτερο γλωσσικό (αυτό)περιορισμό στις δυτικές κοινωνίες όσον αφορά την λεκτική αναπαραγωγή των ιδιοσυστατικών τους χαρακτηριστικών.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας επανακαθορισμού τόσο του περιεχομένου, όσο και των ορίων της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, υπερτονίζονται ατομικές ιδιότητες, που ίσως δεν ενδιαφέρουν και κανέναν, και προσπαθούν να εξοβελιστούν από τη δημόσια και να περιοριστούν και εντός της ιδιωτικής σφαίρας, ταυτοτικά χαρακτηριστικά που αφορούν την πλειονότητα του εκάστοτε συλλογικού υποκειμένου.

Ενδεχομένως, η δρομολόγηση μίας τέτοιας διαδικασίας να εκπορεύεται από την ανάγκη προστασίας και ενσωμάτωσης στις δυτικές κοινωνίες σημαντικού αριθμού ανθρώπων με διακριτά αυτοπροσδιοριστικά χαρακτηριστικά. Βέβαια, αυτή η δικαιωματικού χαρακτήρα μέριμνα δεν σημαίνει ότι ανθρωπολογικά πρότυπα, που προσδιόρισε η εξελικτική πορεία  του δυτικού κόσμου για τις κοινωνίες που συγκρότησε, πρέπει να αλλάξουν και να αντικατασταθούν με νέα συρρικνωμένα και καταφανώς διακριτά έως και εχθρικά εν σχέσει με τα υφιστάμενα.

Ευτυχώς, η «επάρατη» Δύση συγκρότησε πλουραλιστικές κοινωνίες και τρόπους αμεσότερης -περιορισμένους- και εμμεσότερης πολιτικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης, έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα ελεύθερης δημόσιας έκφρασης ακόμη και αυτοϋπονομευτικές και αυτοκαταστροφικές απόψεις, αλλά παράλληλα προσφέρει και το θεσμικό πλαίσιο πολιτικού τους ελέγχου.

Παραδείγματος χάριν, διαφαίνεται ότι από τις πρότερες επιδιώξεις κοινωνικών μετασχηματισμών στη βάση της πολυπολιτισμικότητας, διερχόμαστε στη φάση αξίωσης για μία «αναγκαία» -αλλά όχι και τόσο αμοιβαία- ανθρωπολογική συρρίκνωση. Οι προαναφερθείσες αξιώσεις προκαλούν δυσφορία σε σημαντικό τμήμα των δυτικών κοινωνιών, οι οποίες πιθανόν να εξελιχθούν σε αντικείμενο πολιτικής  αντιπαράθεσης και σίγουρα χρήζουν δημοκρατικής νομιμοποίησης. 

Ο δυτικός κόσμος εκτός από την έξωθεν αμφισβήτηση της μακραίωνης κυριαρχίας του στο διεθνές σύστημα έχει να διαχειριστεί και τη έσωθεν αξίωση επαναξιολόγησης της ιστορικής του πορείας και την αμφιλογία, όσον αφορά το περιεχόμενο και τη σημασία  των πολιτισμικών και πνευματικών οριζουσών.

Ίσως η σοβιετική εμπειρία να είναι διδακτική για τα όρια των up to bottom διαδικασιών κοινωνικού μετασχηματισμού και μάλιστα σε ένα εξόχως ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον για ένα τέτοιο προτσές. Η μεταδυτικοκετρική φάση στην οποία διέρχεται το διεθνές σύστημα, εκ των πραγμάτων θα περιορίσει τη θέση και τον ρόλο της Δύσης εν γένει και των οργανωμένων κοινωνιών που την συναποτελούν, σε ένταση και βαθμό ανάλογο των συντελεστών ισχύος που θα μπορέσει να κινητοποιήσει και να διατηρήσει συλλογικά και έκαστο κράτος.

Μεταπολεμικά και μεταψυχροπολεμικά ο δυτικός κόσμος βίωσε πρωτόγνωρες συνθήκες ευημερίας και ασφάλειας, κατάσταση που εξελικτικά τείνει να αμφισβητηθεί. Είναι απορίας άξιο σε τί θα συμβάλλει, στην συγκεκριμένη ιστορική καμπή, η αξίωση αποδόμησης και αποκοπής των δυτικών κοινωνιών από τους διαχρονικούς άξονες αναφοράς τους.

Ευτυχώς, η «επάρατη» Δύση συγκρότησε πλουραλιστικές κοινωνίες και τρόπους αμεσότερης -περιορισμένους- και εμμεσότερης πολιτικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης, έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα ελεύθερης δημόσιας έκφρασης ακόμη και αυτοϋπονομευτικές και αυτοκαταστροφικές απόψεις, αλλά παράλληλα προσφέρει και το θεσμικό πλαίσιο πολιτικού τους ελέγχου. 

Καταληκτικά, όσον αφορά την πορεία της Δύσης στα πλαίσια ενός άκρως ανταγωνιστικού μεταδυτικοκεντρικού κόσμου, η τρέχουσα και η επόμενη δεκαετία είναι ενδογενώς και εξωγενώς κρίσιμες.

Σας εύχομαι Καλή Χρονιά!

*Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Παν/μιου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ