Αρχική » Το τέλος του δημοκρατικού καπιταλισμού; (Α΄ μέρος)

Το τέλος του δημοκρατικού καπιταλισμού; (Α΄ μέρος)

από Άρδην - Ρήξη


Πώς η ανισότητα και η ανασφάλεια πυροδότησαν μια κρίση στη Δύση*

του Ντάρον Ατσέμογλου, οικονομολόγου από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 26

μετάφραση: Μαριάννα Δεσύπρη

κόσμος βρίσκεται στη δίνη μιας διάχυτης κρίσης. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει διευρυνθεί στις περισσότερες χώρες. Αν και οι βιομηχανοποιημένες οικονομίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται, τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτές έχουν ελάχιστα αυξηθεί από το 1980 και, σε ορισμένα μέρη, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση έχουν πέσει κατακόρυφα. Η οικονομική δυσφορία έχει συνέπειες στην πολιτική: η δημοκρατία παραπαίει. Σύμφωνα με το Freedom House (σ.τ.μ. ένας από τους παλαιότερους αμερικανικούς οργανισμούς με στόχο την υποστήριξη της δημοκρατίας σε όλον τον κόσμο), κάθε χρόνο, περισσότερες χώρες χάνουν την ελευθερία τους από όσες την κατακτούν τα τελευταία 17 χρόνια. Ο αυταρχισμός φαίνεται να βρίσκεται σε έξαρση. Για πολλές κυβερνήσεις, η κρατικιστική μορφή καπιταλισμού της Κίνας προσφέρει ένα δελεαστικό μοντέλο. Η Ρωσία, υπό τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει εξαπολύσει τον μεγαλύτερο πόλεμο στην Ευρώπη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο 21ος αιώνας, μέχρι στιγμής, έχει στιγματιστεί από καταστολή, αναταραχή και αποσύνθεση των δημοκρατικών θεσμών.

Δύο πρόσφατα βιβλία που μας βάζουν σε σκέψεις επιδιώκουν να εξετάσουν αυτούς τους απαισιόδοξους καιρούς με νέο τρόπο. Στο The Crisis of Democratic Capitalism, ο Μάρτιν Γουλφ (Martin Wolf), ένας βετεράνος σχολιαστής οικονομικών θεμάτων των Financial Times, προτείνει ως βασική αιτία αυτής της δυσφορίας την κατάρρευση της σχέσης μεταξύ καπιταλισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στο A World of Insecurity, ο οικονομολόγος Πράναμπ Μπάρνταν (Pranab Bardhan) υποστηρίζει ότι τα δεινά που μαστίζουν τον κόσμο γίνονται καλύτερα κατανοητά όχι με όρους ανισότητας αλλά με όρους ανασφάλειας – το υποβόσκον οικονομικό και κοινωνικό άγχος μιας πιθανής απώλειας εργασίας, τα μειωμένα εισοδήματα, η φτώχεια και η πολιτιστική αλλαγή.

Ο Μπάρνταν μας εισάγει στο βιβλίο του με μια προειδοποίηση από τον Γερμανό μυθιστοριογράφο Τόμας Μαν, ο οποίος έγραψε, το 1938, ότι το μεγαλύτερο λάθος που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι στις δημοκρατίες είναι να «ξεχαστούν». Ο Μαν φοβόταν ότι ήταν επικίνδυνα εύκολο για τις κοινωνίες να θεωρήσουν δεδομένη τη δημοκρατία, διαγράφοντας από τη συλλογική μνήμη τη δύσκολη διαδικασία δημιουργίας των θεσμών που στηρίζουν την αυτοκυβέρνηση και θεωρώντας ως θέσφατο ότι αυτοί οι θεσμοί είναι άτρωτοι. Αυτό το συναίσθημα συμμερίζονται και οι δυο συγγραφείς. Σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών, οι άνθρωποι έχουν διαπράξει το αμάρτημα που τόσο ανησυχούσε τον Μαν, αποτυγχάνοντας να υποστηρίξουν τη δημοκρατία, τα καθήκοντα της πολιτειότητας και τον στόχο της κοινής ευημερίας.

Οι πολιτικοί, οι ειδικοί και οι εύποροι είναι σοκαρισμένοι που οι συμπολίτες τους στρέφονται σε προβληματικές εναλλακτικές λύσεις αντί της δημοκρατίας –  ή, τουλάχιστον, τη μορφή δημοκρατίας που τους προσφέρθηκε. Η δημοκρατία δεν είναι τέλεια, επιμένουν αυτοί οι προβληματισμένοι σχολιαστές, αλλά είναι η καλύτερη διαθέσιμη επιλογή. Μερικοί διανοούμενοι κατηγορούν το κοινό για τα προβλήματα της δημοκρατίας. Οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά ώριμοι για να κάνουν τη δημοκρατία να λειτουργήσει, ισχυρίζονται. Κατά την άποψή τους, οι πολίτες έχουν γίνει ανίκανοι ή έχουν υποκύψει στο δέλεαρ του αυταρχισμού σε μια εποχή αβεβαιότητας. Ή, όπως το διατύπωσε πιο ευσύνοπτα ο αντι-διαφωτιστικός Γάλλος φιλόσοφος Ζοζέφ ντε Μαιστρ (Joseph de Maistre), «Κάθε έθνος έχει την κυβέρνηση που του αξίζει». Αλλά ο Γουλφ και ο Μπάρνταν έχουν δίκιο: το πρόβλημα είναι ότι οι θεσμοί έχουν απογοητεύσει τους ανθρώπους και όχι το αντίστροφο.

Και οι δύο συγγραφείς αναζητούν λύσεις στο κράτος. Ο Μπάρνταν υποστηρίζει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες μπορούν να αντιστρέψουν αυτήν την τάση κατανέμοντας πιο δίκαια τον πλούτο, χρησιμοποιώντας μια σειρά εργαλείων, κυρίως το καθολικό βασικό εισόδημα – μια τακτική πληρωμή σε όλους τους ανθρώπους μιας χώρας ανεξαρτήτως των εισοδημάτων τους. Ο Γουλφ πιστεύει ότι η απάντηση βρίσκεται στην ενίσχυση των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας και στις επενδύσεις που εξασφαλίζουν καλύτερες θέσεις εργασίας. Κανένας από τους δυο συγγραφείς δεν δίνει επαρκή προσοχή σε μια άλλη σημαντική λύση: τη ρύθμιση της τεχνολογίας κατά τρόπο που να βελτιώνει την παραγωγικότητα των εργαζομένων αντί να καταργεί τις δουλειές τους. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε επίσης να αντιμετωπιστούν οι αδικίες που έχουν πυροδοτήσει μεγάλη δυσαρέσκεια, ειδικά στα αποσκελετωμένα βιομηχανικά κέντρα της Δύσης.

Όμως και οι δυο συγγραφείς δικαίως αναγνωρίζουν ένα θεμελιώδες εμπόδιο σε οποιαδήποτε λύση: όλα αυτά τα μέτρα θα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν αν οι άνθρωποι αρνηθούν να εμπιστευτούν τους ίδιους τους θεσμούς που ρυθμίζουν τη ζωή τους.

Διλήμματα ασφάλειας

Τα δυο βιβλία ξεκινούν με μια λεπτομερή εξέταση του πώς άρχισε να καταρρέει η δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που οδήγησαν σε αυξημένη ανισότητα, ανασφάλεια και απώλεια αντιπροσώπευσης των πληθυσμών, σε πλούσιες και φτωχές χώρες εξίσου. Στη συνέχεια εξηγούν γιατί αυτές οι εντάσεις έχουν οδηγήσει σε μια αυταρχική στροφή σε μέρη τόσο διαφορετικά όσο η Βραζιλία, η Ουγγαρία, η Ινδία, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Αλλά οι εξηγήσεις τους διαφέρουν. Ο Μπάρνταν εστιάζει περισσότερο στην ανισότητα και προτείνει ότι, καθώς οι εισοδηματικές διαφορές μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών έχουν διευρυνθεί, η οικονομική ανασφάλεια έχει αυξηθεί. Η ανάλυσή του είναι αναζωογονητικά συνοπτική και υποστηρίζεται συχνά από πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες.

Ο Γουλφ παρέχει μια πιο εκλεπτυσμένη και εκτεταμένη ανάλυση, υπογραμμίζοντας τις δομικές αδυναμίες στη συγκεκριμένη εκδοχή της δημοκρατίας που έχει εφαρμόσει η Δύση τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, μια μορφή διακυβέρνησης που έχει παραβλέψει τους φτωχούς και την εργατική τάξη. Αντίθετα, πολλές δημοκρατίες έχουν αγκαλιάσει με ενθουσιασμό την ταχεία παγκοσμιοποίηση, την απορρύθμιση και άλλες διευθετήσεις που ευνόησαν τα συμφέροντα του κεφαλαίου έναντι αυτών της εργασίας. Οι ηγέτες ισχυρίστηκαν ότι αυτές οι αλλαγές ήταν προς το συμφέρον όλων, αλλά, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι στα χαμηλά της κοινωνικής κλίμακας επωμίστηκαν το κόστος και είδαν ελάχιστα από τα κέρδη, ειδικά καθώς οι δημοκρατίες απέτυχαν να ενισχύσουν το δίχτυ ασφαλείας τους για να βοηθήσουν όσους υστερούν. Ο Γουλφ αναγνωρίζει ορθά τους στενούς δεσμούς ανάμεσα στην κατάρρευση της κοινής ευημερίας και στην κρίση της δημοκρατίας.

Πάρτε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως παράδειγμα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 έως τη δεκαετία του 1970, οι καρποί της οικονομικής ανάπτυξης διαμοιράζονταν ευρέως. Οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν γρήγορα – κατά μέσον όρο περισσότερο από 2% κάθε χρόνο, τόσο για τους εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης όσο και για τους εργαζομένους με χαμηλή ειδίκευση. Και από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως το 1980, η συνολική ανισότητα μειώθηκε σημαντικά. Από το 1980, ωστόσο, οι πραγματικοί μισθοί συνέχισαν να αυξάνονται για τους εργαζόμενους με μεταπτυχιακά και εξειδικευμένες δεξιότητες, αλλά έχουν μείνει στάσιμοι, ή και μειώθηκαν, για τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα τους άνδρες, που έχουν μόνο απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή τίποτα τέτοιο. Στο μεταξύ, το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος που πηγαίνει στο πλουσιότερο 1% των νοικοκυριών έχει σχεδόν διπλασιαστεί – από δέκα τοις εκατό το 1980 σε 19 τοις εκατό σήμερα. Για να το θέσω απλά, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν την κοινή ευημερία υπέρ ενός μοντέλου στο οποίο μόνο μια μειοψηφία ανθρώπων επωφελείται από την οικονομική ανάπτυξη ενώ οι υπόλοιποι εγκαταλείπονται στην τύχη τους.

Η κατάσταση είναι λιγότερο άσχημη σε πολλές άλλες δυτικές χώρες, χάρη στους υψηλότερους κατώτατους μισθούς, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τους κοινωνικούς κανόνες κατά της ανισότητας στον χώρο εργασίας. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες βιομηχανικές χώρες έχουν δει τις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων με χαμηλή εκπαίδευση να παραμένουν στάσιμες ή να μειώνονται, ενώ οι πλούσιοι έχουν γίνει πλουσιότεροι. Δεδομένης αυτής της εικόνας, είναι εύκολο να συμφωνήσουμε με την επιμονή του Γουλφ στην ενοχή της οικονομίας, που απέτυχε να διανείμει τα οφέλη της ανάπτυξης περισσότερο ομοιόμορφα.

Ο Μπάρνταν, αντίθετα, υποστηρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ανισότητα όσο η ανασφάλεια, μια ευρύτερη αγωνία που αφορά θέματα υλικής ευημερίας και πολιτισμικές αλλαγές. Ως διάγνωση, αυτή η έμφαση δεν είναι αρκετά πειστική. Η οικονομική ανασφάλεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, δεν έχει αυξηθεί τόσο πολύ όσο η ανισότητα τα τελευταία 50 χρόνια. Χάρη σε μια σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που ξεκίνησε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, από τη δεκαετία του 1960, η φτώχεια έχει γίνει πολύ λιγότερο συχνή. Ο παιδικός υποσιτισμός και η φτώχεια μειώθηκαν ιδιαίτερα έντονα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ ενίσχυσε το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, αν και αυτές οι βελτιώσεις έχουν αρχίσει να αντιστρέφονται από τότε. Τον τελευταίο μισό αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει οικονομικά ασφαλέστερες, αν και λιγότερο ίσες.

Ο ίδιος ο Μπάρνταν δεν βλέπει την οικονομική ανασφάλεια ως τη μόνη αιτία της παρακμής της δημοκρατίας. Υποστηρίζει ότι η πολιτισμική ανασφάλεια ευθύνεται επίσης, επειδή οι σχετικά προνομιούχες ομάδες, όπως οι λευκοί άνδρες στις Η.Π.Α., αισθάνονται ότι απειλούνται από την αποδυνάμωση των παλαιών κοινωνικών ιεραρχιών. Έχει δίκιο ότι η τρέχουσα αντιδημοκρατική στροφή σε όλον τον κόσμο ενέχει μια σημαντική πολιτισμική παράμετρο. Αλλά το αν η πολιτισμική ανασφάλεια είναι το σωστό πλαίσιο κατανόησης, είναι λιγότερο σαφές, δεδομένου ότι αρκετές πτυχές ανατρεπτικής κοινωνικής αλλαγής ήταν ακόμη ταχύτερες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 – περιόδους κατά τις οποίες η δημοκρατία δεν υποχώρησε σημαντικά.

Η ψευδαίσθηση της αξιοκρατίας

Παρόλο που ο Γουλφ αποφεύγει μία και μοναδική ερμηνεία για τα δεινά της δημοκρατίας, αναγνωρίζει ότι μια από τις βασικές αιτίες τους είναι η απώλεια της δημοκρατικής πολιτειότητας – η ιδέα ότι, για να λειτουργήσει μια δημοκρατία, οι πολίτες πρέπει να αναλάβουν ευθύνες απέναντι στην κοινότητα και τους θεσμούς της. Η ανάλυση του Γουλφ περιλαμβάνει μια μακρά ιστορία. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη δημοκρατία ως στενά συνδεδεμένη με τα καθήκοντα των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης της πόλης ή της πολιτείας τους και της προσφοράς βοήθειας στους ανθρώπους γύρω τους. Αλλά η δυτική δημοκρατία, στα τέλη του 20ού αιώνα, αποσυνδέθηκε από τα καθήκοντα της πολιτειότητας. Οι μάζες ενθαρρύνθηκαν να ασκήσουν δημοκρατική εξουσία ενώ απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να κάνουν θυσίες για το καλό των άλλων.

Η αποσύνδεση κατέληξε σχεδόν φάρσα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζορτζ Μπους. Λίγο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονταν να εισέλθουν σε δύο μεγάλους πολέμους, ο πρόεδρος είπε στους Αμερικανούς ποιο ήταν το καθήκον τους. «Πετάξτε και απολαύστε τους υπέροχους προορισμούς της Αμερικής», είπε ο Μπους. «Πηγαίνετε στο Disney World στη Φλόριντα». Μόνο ένας μικρός αριθμός ανθρώπων, πολλοί χαμηλού εισοδήματος, αναμενόταν να ενταχθούν στον στρατό και να ρισκάρουν τη ζωή τους για τη χώρα τους. Οι υπόλοιποι απλώς κλήθηκαν να ξεπεράσουν τον φόβο τους για τα αεροπορικά ταξίδια ώστε να τονώσουν την οικονομία, χωρίς να ξεχάσουν την κατανάλωση ή την άνεσή τους. Ουσιαστικά, σε μια περίοδο ανάγκης, ο πρόεδρος κάλεσε τους Αμερικανούς να είναι καταναλωτές και όχι πλήρως δημοκρατικοί πολίτες.

Αλλά δεν είναι μόνο οι νεοσυντηρητικοί και οι δεξιοί πολιτικοί που συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της δημοκρατικής πολιτειότητας. Όπως τονίζει ο Γουλφ, πολλοί από την αριστερά και το φιλελεύθερο κέντρο ζητούν πιο εύκολη μετανάστευση στις βιομηχανικές χώρες, χωρίς να συνυπολογίζουν πως αυτή η εισροή θα αναδιαμόρφωνε την πολιτειότητα και τη δημοκρατία. Αν ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών απορρίψει ορισμένες από τις θεμελιώδεις αξίες και δικαιώματα της χώρας υποδοχής τους –όπως η ελεύθερη κριτική ή ο χλευασμός της θρησκείας–, μπορεί να θεωρηθούν από τους ντόπιους ότι υπονομεύουν τη φύση του κοινωνικού συμβολαίου, όπως συνέβη στη Δανία και τη Γαλλία, για παράδειγμα. Είναι δύσκολο για τη δημοκρατία να λειτουργήσει όταν διαφορετικές εκλογικές ομάδες διαφωνούν στα θεμελιώδη για τη φύση της δημοκρατίας τους.

Ο Γουλφ αναφέρεται επίσης, αλλά δεν δίνει επαρκή προσοχή, σε μια άλλη πτυχή ενός ευρύτερου πολιτισμικού μετασχηματισμού: πώς η έπαρση της αξιοκρατίας έχει εντείνει το άγχος των λιγότερο εύπορων εργαζομένων στη Δύση. Αν οι δημοκρατίες είναι πραγματικά αξιοκρατικές, τότε οι άνθρωποι που πετυχαίνουν αξίζουν την επιτυχία τους, ενώ εκείνοι που αποτυγχάνουν αξίζουν την αποτυχία τους. Φυσικά, καμία κοινωνία δεν είναι πραγματικά αξιοκρατική. Τα προνόμια (ή η έλλειψή τους) διαμορφώνουν τη ζωή των περισσότερων ανθρώπων. Όπως τόνισε ο φιλόσοφος του Χάρβαρντ, Μάικλ Σάντελ (Michael Sandel), η ψευδαίσθηση της αξιοκρατίας είχε ολέθριες συνέπειες: πολλοί Αμερικανοί, που είδαν το πραγματικό τους εισόδημα να μειώνεται ή να λιμνάζει, κατηγορούνται, σιωπηρά ή ρητά, ότι η ατυχία τους είναι δικό τους φταίξιμο. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το ότι πολλοί από αυτούς που έμειναν πίσω απορρίπτουν τώρα δημοκρατικούς θεσμούς, εμβληματικούς για το  είδος της αξιοκρατίας που κατηγορεί ανθρώπους οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες.

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Foreign Affairs (τχ. Ιούλιος-Αύγουστος 2023). Ο Daron Acemoglu είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και συν-συγγραφέας, μαζί με τον Simon Johnson, του βιβλίου Power and Progress: Our Thousand-Year Struggle Over Technology and Prosperity (2023). Έγραψε, μαζί με τον J. A. Robinson, το Economic Origins of Dictatorship and Democracy (2006) και το Why Nations Fail (2012). Το τελευταίο είναι ένα εξαιρετικά επιδραστικό βιβλίο σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι θεσμοί στη διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων των εθνών.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ