Συρρίκνωση της εμπιστοσύνης*
του Ντάρον Ατσέμογλου, οικονομολόγου από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 26
μετάφραση: Μαριάννα Δεσύπρη
Πράγματι, η εμπιστοσύνη του κοινού στην αμεροληψία και τις δυνατότητες των δημοκρατικών κυβερνήσεων έχει διαβρωθεί σε όλον τον βιομηχανοποιημένο κόσμο, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και οι ακριβείς αιτίες αυτής της πτώσης δεν έχουν ακόμα κατανοηθεί επαρκώς. Είναι δύσκολο να περιμένουμε από τους ανθρώπους να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους ως πολίτες όταν η εμπιστοσύνη τους στους κρατικούς θεσμούς είναι τόσο χαμηλή. Ορισμένοι μελετητές, όπως ο πολιτικός επιστήμονας του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Πάτναμ (Robert Putnam), έχουν αποδώσει την εξασθένιση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση στην εξαφάνιση των τοπικών θεσμών, όπως οι λέσχες μπόουλινγκ και οι εκκλησίες, που χρησίμευαν ως συνδετικός ιστός για τις κοινότητες. Με λιγότερους τρόπους οικοδόμησης συνεργασίας και εμπιστοσύνης σε τοπικό επίπεδο, οι άνθρωποι είναι πιθανό να αποξενωθούν από όλους τους θεσμούς, και ιδιαίτερα από τους ομοσπονδιακούς, που πάντα θεωρούσαν απόμακρους. Άλλοι παρατηρητές τονίζουν μια ευρύτερη υπόσκαψη της εμπιστοσύνης: μειωμένη εμπιστοσύνη στις προθέσεις των επιχειρηματικών εταίρων και των γειτόνων και μειωμένη εμπιστοσύνη και επικοινωνία μεταξύ διευθυντών και εργαζομένων. Πολλοί άνθρωποι στις δημοκρατίες έχουν πάψει να βλέπουν τον εαυτό τους ως μέρος μιας κοινότητας, θεωρώντας τους συμπατριώτες τους ξένους ή μέλη κατά βάση αντίπαλων ομάδων.
Όπως τονίζουν τόσο ο Μπάρνταν όσο και ο Γουλφ, η λειτουργία των κρατικών θεσμών εξαρτάται από τον βαθμό εμπιστοσύνης και συνεργασίας της κοινωνίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, ένα ιστορικά χαμηλό 20% του κοινού λέει ότι εμπιστεύεται την κυβέρνηση να κάνει το σωστό τις περισσότερες ή όλες τις φορές. Η δική μου εργασία με τον πολιτικό επιστήμονα Τζέιμς Ρόμπινσον (James Robinson) έχει τονίσει ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να επιβιώσουν μόνο αν η κοινωνία των πολιτών είναι εξίσου ισχυρή με τους θεσμούς του κράτους. Μια τέτοια ισορροπία μπορεί επίσης να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, όταν πιστεύουν ότι μπορούν να επηρεάσουν τις κυβερνήσεις και τις ελίτ, οι πολίτες αισθάνονται πιο άνετα να δίνουν σε τέτοιους θεσμούς μεγαλύτερη ελευθερία για να κυβερνήσουν. Αλλά η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και της κυβέρνησης είναι επισφαλής και εξαρτάται από την επαγρύπνηση και την πολιτική συμμετοχή των απλών ανθρώπων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να κατασκευαστεί με έξυπνα συντάγματα. Απαιτεί από τους ανθρώπους να εμπλακούν στην πολιτική διαδικασία και να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί.
Και πάλι, είναι πιθανό η συρρίκνωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς να ερμηνευθεί ως αποτυχία του λαού. Αλλά το επιχείρημα του Γουλφ ακολουθεί μια άλλη λογική: πρώτοι οι κρατικοί θεσμοί εγκατέλειψαν τους ανθρώπους. Αυτό είναι πεντακάθαρο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πολιτικοί, γραφειοκράτες και ειδήμονες με επιρροή υποστήριξαν με ενθουσιασμό την ταχεία παγκοσμιοποίηση και διάφορες μορφές φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς που έχουν βαθύνει την ανισότητα. Για παράδειγμα, πολιτικοί των ΗΠΑ προωθούσαν τόσο τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) όσο και την ενσωμάτωση της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ως επωφελή όχι μόνο για τις αμερικανικές εταιρείες αλλά τελικά για όλους τους Αμερικανούς. Οι ίδιοι καθησύχαζαν επίσης το κοινό ότι σύντομα θα καρπωθεί τα οφέλη, διογκώνοντας έτσι τις προσδοκίες και παραλύοντας τις προσπάθειες να οικοδομηθούν καλύτεροι θεσμοί για την αντιμετώπιση των διαβρωτικών επιπτώσεων της νέας τεχνολογίας και της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη χειρότερα, πολλές από αυτές τις πολιτικές παρουσιάστηκαν ως τεχνοκρατικές, επιστημονικά απόλυτες αλήθειες. Αυτή η παραποίηση διευκόλυνε την αποδοχή αυτών των πολιτικών βραχυπρόθεσμα. Συνέβαλε επίσης στην περαιτέρω μείωση της εμπιστοσύνης προς τους κρατικούς θεσμούς και τους εμπειρογνώμονες μακροπρόθεσμα.
Αν και είναι σαφές ότι αυτή η πτώση της εμπιστοσύνης έχει οδηγήσει τους ανθρώπους στις δημοκρατίες να χάσουν την πίστη τους στους θεσμούς τους, είναι λιγότερο σαφές γιατί οι απογοητευμένοι έχουν στραφεί προς τον δεξιό λαϊκισμό και τον αυταρχισμό παρά προς τις αριστερές εναλλακτικές. Ο Γουλφ και ο Μπάρνταν προτείνουν ορισμένους λόγους, αλλά κανένας από τους δύο δεν συνυπολογίζει επαρκώς την κινητήρια δύναμη του εθνικισμού. Ο Γουλφ αναφέρει την αναζωπύρωση του εθνικισμού, αλλά δεν τον τονίζει ως κύρια πηγή δημοκρατικής διάβρωσης. Ο Μπάρνταν αφιερώνει ένα σύντομο κεφάλαιο στον εθνικισμό, το οποίο δεν προσφέρει μια πειστική εξήγηση για την αναβίωσή του σήμερα. Και οι δύο συγγραφείς βλέπουν τον αναζωπυρούμενο εθνικισμό ως συνέπεια, και όχι ως αιτία, της παρακμής της δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, ένα αυξανόμενο κύμα εθνικισμού έχει μετατρέψει τη δυσαρέσκεια, τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες, σε υποστήριξη του δεξιού λαϊκισμού, ειδικά όταν υποκινείται επιδέξια από πολιτικούς όπως ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία ή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία. Τα καθεστώτα που ονομάζονται δεξιά λαϊκιστικά, αυταρχικά, πλειοψηφικά ή θρησκευτικώς συντηρητικά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Ινδία και την Τουρκία, είναι στην πραγματικότητα πρώτα και κύρια εθνικιστικά στον προσανατολισμό τους. Οι ηγέτες εκμεταλλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα για να ενισχύσουν τη δημοτικότητά τους – και τον έλεγχό τους πάνω στον πληθυσμό. Αυτό συμβαίνει επίσης στην Κίνα, όπου τα σχολικά προγράμματα και η προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης έχουν πυροδοτήσει το εθνικιστικό αίσθημα.
Η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην αναζωπύρωση του εθνικισμού. Έχει δημιουργήσει νέες ανισότητες, επιτρέποντας στις εταιρείες να αποφεύγουν τους φόρους και μη συμβάλλοντας στη δημιουργία θέσεων εργασίας στο εσωτερικό, όπως επίσης έχει βαθύνει τις εντάσεις, επειδή αμφισβητεί τους κοινωνικούς κανόνες μέσα από τη διάδοση ιδεών μέσω του Διαδικτύου, των ταινιών, της τηλεόρασης και της μουσικής.
Φεουδάρχες ευγενείς και τιτάνες της τεχνολογίας
Ο Γουλφ και ο Μπάρνταν προτείνουν και οι δυο ανανεωμένες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας (αν και ο Γουλφ δεν χρησιμοποιεί ποτέ αυτόν τον όρο), αλλά υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των λύσεων που προτείνουν οι δύο συγγραφείς. Ο Γουλφ υποστηρίζει περισσότερη ισότητα ευκαιριών και επενδύσεις στο κράτος πρόνοιας. Το κεντρικό στοιχείο των προτάσεών του είναι «καλές δουλειές για όσους μπορούν να εργαστούν και είναι έτοιμοι να το κάνουν». Αυτό είναι συνεπές με το συνολικό μήνυμά του ότι η ιδιότητα του πολίτη, η δημοκρατική συμμετοχή, οι καλύτεροι θεσμοί και η κοινή ευημερία πρέπει να οικοδομηθούν και να διατηρηθούν σε συντονισμό μεταξύ τους. Φυσικά, η δυσκολία είναι ότι κανείς δεν έχει την τέλεια συνταγή για τη δημιουργία τέτοιων καλών θέσεων εργασίας.
Παρόλα αυτά, ο Γουλφ έχει δίκιο. Οι καλές θέσεις εργασίας, που προσφέρουν υψηλούς μισθούς και παρέχουν μια αίσθηση ασφάλειας και σκοπού, είναι απαραίτητες για την κοινή ευημερία και τη δημοκρατική πολιτειότητα. Κάποτε πίστευαν ότι χώρες με χαμηλή ανισότητα, όπως η Σουηδία, πέτυχαν μια σχετική ισοτιμία μέσω μιας μεγάλης ανακατανομής. Έρευνα των οικονομολόγων Blanchet, Chancel και Gethin, που δημοσιεύθηκε το 2022, δείχνει ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η ανισότητα έχει τις ρίζες της στην κατανομή του εισοδήματος, προ φόρων. Για παράδειγμα, επειδή η Σουηδία έχει ισχυρές συλλογικές μισθολογικές διαπραγματεύσεις, πιο ισομερή κατανομή δεξιοτήτων στο εργατικό δυναμικό της και θέσεις εργασίας που χρησιμοποιούν αυτές τις δεξιότητες, οι μισθοί είναι πιο ισότιμα κατανεμημένοι προ φόρων στη Σουηδία από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την πλευρά του, ο Μπάρνταν υποστηρίζει μια σειρά από γνωστές ιδέες, όπως η διασπορά της εξουσίας στις τοπικές κυβερνήσεις, περισσότερος διεθνής συντονισμός για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, των πανδημιών και της φοροδιαφυγής, εντονότερες προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς και περισσότερη δημόσια έρευνα που υποστηρίζει την ανάπτυξη τεχνολογιών που θα ωφελήσουν τους εργαζόμενους (κάτι που έχω επίσης υποστηρίξει τα τελευταία χρόνια). Αλλά η κύρια λύση του είναι ένα καθολικό βασικό εισόδημα (Κα.Β.Ε.) που πληρώνει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό σε μετρητά σε όλους. Το νέο πρόβλημα εδώ είναι το επιχείρημά του ότι το Κα.Β.Ε. θα ήταν ιδιαίτερα αποδοτικό σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία, όπου η ανισότητα είναι υψηλή και αυξάνεται συνεχώς, οι δημόσιες υπηρεσίες παρέχονται αναποτελεσματικά –όταν υπάρχουν– και φαίνεται να υπάρχει ελάχιστη διάθεση για την οικοδόμηση ενός καλύτερου δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Επειδή ο Μπάρνταν θεωρεί την οικονομική ανασφάλεια ως κρίσιμο μοχλό για την τρέχουσα δημοκρατική κρίση, βλέπει στο Κα.Β.Ε. ένα ισχυρό εργαλείο για την ανακούφιση της οικονομικής ανασφάλειας και, ως εκ τούτου, την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών.
Αλλά το Κα.Β.Ε. είναι η λάθος πολιτική που στοχεύει σε λάθος προβλήματα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι το Κα.Β.Ε. θα είναι δαπανηρό, αλλά επίσης ότι δεν θα παρέχει στους ανθρώπους την αίσθηση ότι συνεισφέρουν στην κοινωνία, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την έννοια της πολιτειότητας πάνω στην οποία πρέπει να οικοδομηθεί η δημοκρατία. Μια μελέτη του 2022 από τους οικονομολόγους Hussam, Kelley, Lane και Zahra δείχνει τη σημαντική σχέση μεταξύ ψυχολογικής ευεξίας και εισοδήματος. Η μελέτη εξέτασε τη στάση απέναντι στην εργασία στους πρόσφυγες Ροχίνγκια, στο νότιο Μπαγκλαντές. Οι ερευνητές πρόσφεραν σε ορισμένους συμμετέχοντες μετρητά σε εβδομαδιαία βάση και έδωσαν σε άλλους την ευκαιρία να ασχοληθούν με αμειβόμενη εργασία. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι εργάζονταν ανέφεραν σημαντικά βελτιωμένη ψυχολογική ευεξία, ενώ όσοι έλαβαν τις πληρωμές σε μετρητά χωρίς εργασία, όχι. Παρά τη φτώχεια και τις δύσκολες συνθήκες, όταν τους δόθηκε η επιλογή, περίπου τα δυο τρίτα των συμμετεχόντων ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την πληρωμή σε μετρητά για να αναλάβουν εργασία με χαμηλότερο μισθό.
Το Κα.Β.Ε. αντικατοπτρίζει μια θεμελιωδώς ηττοπαθή άποψη για το μέλλον. Αποδέχεται ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν μπορεί να συνεισφέρει στην κοινωνία, εν μέρει λόγω της τεχνολογικής προόδου. Ως εκ τούτου, ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι μια μικρή μειοψηφία να κερδίζει όλο το εισόδημα και να προσφέρει ψίχουλα στους υπόλοιπους – ένα αποθαρρυντικό συμπέρασμα.
Είναι επίσης λάθος να δεχόμαστε ότι οι νέες τεχνολογίες και η παγκοσμιοποίηση θα δημιουργήσουν αναγκαστικά ανισότητα και ανεργία. Σε όλη την ιστορία, ο έλεγχος της τεχνολογίας καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται τα κέρδη από την οικονομική ανάπτυξη. Όταν οι γαιοκτήμονες της μεσαιωνικής Ευρώπης έλεγχαν την πιο σημαντική τεχνολογία της εποχής, όπως το νερό και τους ανεμόμυλους, διασφάλιζαν ότι οι βελτιώσεις στην παραγωγικότητα θα έφερναν πλούτο σε αυτούς και όχι στους εργάτες τους. Στα πρώτα στάδια της Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν οι επιχειρηματίες εισήγαγαν γρήγορα αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής και μάζεψαν εργάτες, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, στα εργοστάσια, επωφελήθηκαν, ενώ οι μισθοί έμειναν στάσιμοι και ίσως ακόμη και να μειώθηκαν.
Ευτυχώς, είναι εφικτό ακόμα να αλλάξουμε το ποιος ελέγχει την τεχνολογία και έτσι να αλλάξει η εφαρμογή της, ειδικά όσον αφορά το αν θα αποδυναμώσει τους εργαζόμενους και θα αυτοματοποιήσει την εργασία ή θα αυξήσει τις ικανότητες και την παραγωγικότητα των εργαζομένων. Ο λόγος που οι δυτικές χώρες έχουν γίνει πολύ πιο άνισες είναι ότι επέτρεψαν σε μια μικρή ομάδα επιχειρηματιών και εταιρειών να καθορίσουν την κατεύθυνση της τεχνολογικής αλλαγής σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα – και ενάντια σε αυτά των περισσότερων εργαζομένων.
Αν και οι λύσεις του Γουλφ είναι στον σωστό δρόμο, δεν φτάνουν αρκετά μακριά. Οι σύγχρονες οικονομίες της αγοράς πρέπει να μεταρρυθμιστούν ριζικά. Διαφορετικά, οι εταιρείες θα συνεχίσουν να υπερεπενδύουν στο είδος του αυτοματισμού που αντικαθιστά τους εργαζόμενους αντί να ενισχύει την παραγωγικότητά τους. Οι εταιρείες ενδέχεται επίσης να επιτείνουν τη μαζική συλλογή δεδομένων και την ανεξέλεγκτη χρησιμοποίησή τους, παρόλο που αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν ανάθεμα σε μια δημοκρατία.
Εναπόκειται στις κυβερνήσεις να ρυθμίσουν και να ανακατευθύνουν την τεχνολογική αλλαγή. Αν οι εταιρείες συνεχίσουν να αυτοματοποιούνται χωρίς να επενδύουν σε κατάρτιση και τεχνολογίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους εργαζόμενους, η ανισότητα θα συνεχίσει να επιδεινώνεται και όσοι βρίσκονται στα χαμηλά της κοινωνικής κλίμακας θα αισθάνονται ακόμη πιο αναλώσιμοι. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να καθορίσουν ποιες ευρείες κατηγορίες τεχνολογιών ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους εργαζόμενους και αξίζουν δημόσια υποστήριξη. Πρέπει επίσης να ρυθμίσουν την τεχνολογική βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητάς της να συλλέγει δεδομένα, να διαφημίζεται ψηφιακά και να δημιουργεί μεγάλα μοντέλα γλώσσας, όπως το chatbot τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT. Και η κυβέρνηση πρέπει να δώσει στους εργαζόμενους φωνή στη διαδικασία ρύθμισης των εταιρειών της νέας τεχνολογίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να επιτρέψει στα εργατικά συνδικάτα να μπλοκάρουν την τεχνολογική αλλαγή. Αντίθετα, θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να διαπραγματεύονται το πώς χρησιμοποιείται η τεχνολογία στους χώρους εργασίας.
Αλλά μια τέτοια ρύθμιση είναι πολύ δύσκολο να επινοηθεί επειδή οι πολιτικές, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, έχουν καταστρέψει την εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς. Είναι ακόμη πιο δύσκολο όταν το εργατικό κίνημα έχει αποδεκατιστεί και οι πυλώνες της δημοκρατικής πολιτειότητας έχουν αποδυναμωθεί.
Ο δημοκρατικός καπιταλισμός βρίσκεται όντως σε κρίση. Η οποιαδήποτε λύση χρειάζεται να ξεκινήσει εστιάζοντας στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του λαού στη δημοκρατία. Οι άνθρωποι στις δημοκρατίες δεν είναι, στην πραγματικότητα, αβοήθητοι: υπάρχουν τρόποι για να δημιουργηθεί ένας δικαιότερος τύπος οικονομικής ανάπτυξης, να ελεγχθεί η διαφθορά και να περιοριστεί η υπερβολική δύναμη των μεγάλων εταιρειών, όπως υποστηρίξαμε ο οικονομολόγος Σάιμον Τζόνσον (Simon Johnson) και εγώ. Αυτό όχι μόνο θα συμβάλει στη μείωση της ανισότητας και θα θέσει τα θεμέλια της κοινής ευημερίας, αλλά θα δείξει επίσης ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν – διασφαλίζοντας ότι αυτή η κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού δεν θα σημάνει το τέλος της δημοκρατίας.
*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Foreign Affairs (τχ. Ιούλιος-Αύγουστος 2023). Ο Daron Acemoglu είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και συν-συγγραφέας, μαζί με τον Simon Johnson, του βιβλίου Power and Progress: Our Thousand-Year Struggle Over Technology and Prosperity (2023). Έγραψε, μαζί με τον J. A. Robinson, το Economic Origins of Dictatorship and Democracy (2006) και το Why Nations Fail (2012). Το τελευταίο είναι ένα εξαιρετικά επιδραστικό βιβλίο σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι θεσμοί στη διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων των εθνών.