Μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών του
Του Βύρωνα Κοτζαμάνη*
Οδεύουμε επομένως προς μια ταχύτατη γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας που, αν συνεχισθεί, θα υποθηκεύσει τις όποιες προσπάθειες εδαφικής, κοινωνικής και οικονομικής συνοχής.
Η χώρα μας χαρακτηρίζεται από:
1 Την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειάς της και την εγκατάλειψη του υπαίθρου χώρου, καθώς τα 2/3 σχεδόν του πληθυσμού μας είναι συγκεντρωμένο πλέον στο 7% της συνολικής επιφάνειας. Οφείλουμε ταυτόχρονα να σημειώσουμε ότι οι μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα έχουν ανακοπεί την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ αναδύεται ταυτόχρονα μια τάση αναστροφής τους. Η τάση αυτή όμως, ακόμη και αν ενισχυθεί με κάποια μέτρα (ενίσχυση π.χ. νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο) δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες.
2 Την ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης (εξόδου από τη χώρα τόσο νέων Ελλήνων όσο και νέων αλλοδαπών που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα) και η δημιουργία σημαντικών αρνητικών μεταναστευτικών ισοζυγίων μετά το 2011, παρόλη την εγκατάσταση στη χώρα μας την τελευταία πενταετία τμήματος αλλοδαπών (βλ. «προσφυγική κρίση»). Τα ισοζύγια αυτά, αν παραμείνουν αρνητικά και στο μέλλον, προστιθέμενα στα αρνητικά φυσικά ισοζυγία θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του πληθυσμού και στην επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης.
3 Τη μείωση του συνολικού πληθυσμού που έχει αρχίσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, μια μείωση που θα συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες. Η μείωση αυτή δεν αφορά όλες τις χωρικές ενότητες της χώρας μας, καθώς καταγράφονται ήδη από τώρα (2011-21) σημαντικές διαφοροποιήσεις από τον μέσο εθνικό όρο (-3,5%). Η μείωση αυτή θα οδηγήσει αναπόφευκτα τόσο στη μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (των 20-64 ετών, 6,2 εκατ. σήμερα), όσο και στην αύξηση της μέσης και διάμεσης ηλικίας του. Ειδικότερα, με βάση τις διαθέσιμες προβολές, αν δεν αυξηθούν στο μέλλον τα ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό και δεν μειωθεί η ανεργία, αναμένεται μια σημαντική μείωση του πληθυσμού των απασχολουμένων τις επόμενες δεκαετίες.
4 Την ιδιαίτερα χαμηλή γεννητικότητα/γονιμότητα, ήτοι έναν περιορισμένο και μειούμενο αριθμό γεννήσεων, χαμηλούς δείκτες ετήσιας γονιμότητας (<1,5 παιδιά/γυναίκα) για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες και μια συνεχή μείωση του αριθμού των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι μετά το 1960 γενεές.
5 Την προβληματική εξέλιξη της θνησιμότητας. Αν και η αύξηση των προσδόκιμων ζωής ήταν ταχύτατη στη χώρα μας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, την τελευταία εικοσιπενταετία καταγράφεται μια επιβράδυνση των ρυθμών τους. Η πιο αργή -σε σχέση με τις χώρες-μέλη της ΕΕ (προ της διεύρυνσής της το 2004 και 2007) αύξηση των κερδών σε έτη ζωής στην Ελλάδα οφείλεται, κυρίως, στη λιγότερο -σε σχέση με τις χώρες αυτές- αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες. Η μη αποτελεσματική δε αντιμετώπισή τους αποτελεί μια ένδειξη των αδυναμιών του συστήματος υγείας μας (ελλιπής διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων).
6 Την υψηλή, έντονα διαφοροποιημένη χωρικά και μη αναστρέψιμη δημογραφική γήρανση, τη συνεχιζόμενη δηλ. αύξηση τόσο του πλήθους όσο του ποσοστού στον πληθυσμού των άνω των 65 ετών (23% σήμερα, γύρω στο 33% το2050) και η ακόμη ταχύτερη αύξηση του ποσοστού των άνω των 85 ετών(3,6 % του συνολικού πληθυσμού σήμερα, γύρω στο 7% αύριο). Υπενθυμίζουμε ειδικότερα ότι ήδη μια ενδεκάδα νομών (το 8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας και το 22% της επιφάνειάς της) «προπορεύονται» στη γήρανση με περισσοτέρους από 1 στους 4 κατοίκους τους να είναι 65 ετών και άνω, ενώ σε δύο από αυτούς η αναλογία είναι 1 σχεδόν στους 3 με αποτέλεσμα το ποσοστό των ηλικιωμένων τους να είναι σήμερα υψηλότερο ακόμη και από το αναμενόμενο σε εθνικό επίπεδο το 2050! Οδεύουμε επομένως προς μια ταχύτατη γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας που, αν συνεχισθεί, θα υποθηκεύσει τις όποιες προσπάθειες εδαφικής, κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Η ανακοπή του κύματος φυγής των νέων και η προσέλκυση – εγκατάσταση στις περιοχές αυτές νεανικού πληθυσμού είναι επομένως αναγκαίες, αν δεν επιθυμούμε να βρεθούμε πολύ σύντομα (και όχι το 2050) σε μια μη αναστρέψιμη πλέον κατάσταση, με ένα μεγάλο τμήμα της χώρας μας να χάνει συνεχώς πληθυσμό έχοντας τρεις ηλικιωμένους στους 10 εναπομείναντες κάτοικους του εκ των οποίων ένας στους τέσσερις θα είναι 85 ετών και άνω.
7 Ταχύτατες αλλαγές της δομής και σύνθεσης των νοικοκυριών των 65 ετών και άνω. Η ηλικιακή ομάδα των 65 + είναι η μόνη που θα αυξηθεί τις αμέσως επόμενες δεκαετίες καθώς θα περικλείει 750-800 χιλ. περισσότερα άτομα σε σχέση με σήμερα (2,4 εκατ.) το 2050, ενώ στο εσωτερικό της η ομάδα των 85+ από 350 χιλ. σήμερα θα ξεπεράσει πιθανότατα τις 650 χιλ. τρεις δεκαετίες μετά, αποτελώντας το 2050 πιθανότατα το 20% των 65 + (έναντι του 15,5% σήμερα). Οι μεταβολές της πορείας των βασικών δημογραφικών συνιστωσών των τελευταίων δεκαετιών θα επηρεάσουν αναπόφευκτα και τη δομή και σύνθεση των νοικοκυριών των ηλικιωμένων στο μέλλον. Έτσι το «στενό» οικογενειακό περιβάλλον των 65+ που έχουν γεννηθεί μετά το 1975 θα αποτελείται όλο και από λιγότερα άτομα σε σύγκριση με το αντίστοιχο αυτών που έχουν γεννηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες και ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των μετά το 1975 γενεών, όταν φθάσουν στα 65 τους (>90% έναντι του 75% όσων γεννήθηκαν προπολεμικά, με προσδόκιμο ζωής που θα υπερβαίνει τα 25 έτη), θα είναι μόνοι. Αλλά ακόμη και όσοι θα έχουν κάποιους στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον, τα άτομα αυτά θα είναι πολύ λιγότερα από αυτά που είχαν γύρω τους οι προηγούμενες γενεές. Έτσι, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι υπάρχοντες οικογενειακοί δεσμοί δεν ατονήσουν τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, με δεδομένο ότι σήμερα η οικογένεια υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το κράτος πρόνοιας, το διακύβευμα είναι προφανές.
Έχοντας ως δεδομένο τις τάσεις και τις αναμενόμενες εξελίξεις τις αμέσως επόμενες δεκαετίες (εξελίξεις που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από την υφιστάμενη κατάσταση, καθώς το σύστημα «πληθυσμός» χαρακτηρίζεται από σημαντικές αδράνειες), οι προκλήσεις είναι προφανείς. Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο οφείλουν αφενός μεν να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες δημογραφικές τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη τους, αφετέρου, δε, να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα για τη μεσο-μακροπρόθεσμα αναστροφή των τάσεων αυτών. Επομένως προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές (pre-activity) και δράσεις (pro-activity) θα πρέπει να αντικαταστήσουν την όποια παθητικότητα και στάσεις αναμονής.
*Καθ. Δημογραφίας, Επιστ. Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», ΕΛΚΕ/ΕΔΚΑ-Παν. Θεσσαλίας, bkotz@uth.gr.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube