του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Ίσως κάποιοι νομίσουν ότι η φάλαινα του τίτλου είναι ο ήρωας του Ντάρεν Αρονόφσκι ο οποίος είναι, δηλαδή, με τα κιλά του, φάλαινα. Αλλά η αναφορά της ταινίας δείχνει αλλού: Στη μεγάλη γαλάζια φάλαινα, την εμμονή του πλοίαρχου Άχααβ, στον «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ, από τα θεμέλια της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ναι, ο καθηγητής σε κολέγιο Τσάρλι, ο υπέρβαρος και εσώκλειστος ήρωας του έργου, διδάσκει αγγλική λογοτεχνία και η δική του εμμονή είναι κάποιες αράδες ανάλυσης αυτού του επικού έργου. Τις διαβάζει συγκρίνοντάς τες με τις ανοστιές που του γράφουν οι φοιτητές του. Ποιος τις έχει γράψει; Μόλις στο τέλος το μαθαίνουμε. Πως αυτές οι αράδες είναι, δηλαδή, η τελευταία του γέφυρα με τη χαμένη του ζωή.
Ο Τσάρλι, λοιπόν, εγκατέλειψε την οικογένειά του, τη γυναίκα και την κόρη του, για χάρη του έρωτά του με έναν νεαρό μαθητή του. Ο νεαρός, έχει, εν τω μεταξύ, πεθάνει άωρα, βυθίζοντάς τον σε βαριά κατάθλιψη. Δεν βγαίνει από το σπίτι, λόγω και των κιλών του, βυθίζεται όλη μέρα στον καναπέ και διδάσκει διαδικτυακά, χωρίς να δείχνει το πρόσωπό του, στους φοιτητές του. Τον υπηρετεί με αφοσίωση η αδελφή του πεθαμένου φίλου του. Η κατάσταση της υγείας του, λόγω πάχους και ακινησίας, χειροτερεύει, και αυτός αρνείται πεισματικά να μπει σε νοσοκομείο. Υπό αυτές τις συνθήκες η κατάληξή του προοιωνίζεται μοιραία. Στην πεισιθάνατη αυτή προοπτική του εισβάλλουν διαδοχικά ένας νεαρός, απόστολος νεόκοπης εκκλησίας, που θέλει να τον «σώσει», ένας ντελιβεράς που του φέρνει καθημερινά φαΐ, αλλά που ποτέ δεν του ανοίγει την πόρτα, η έφηβη κόρη του Έλι…
Ο Σάμιουελ Χάντερ διασκεύασε ένα παλαιότερο δικό του θεατρικό για χάρη του Αρονόφσκι και ο δεύτερος κατάφερε στα όρια ενός στενού διαμερίσματος-σκηνής να χωρέσει όση μισανθρωπία, δυσανεξία και απάρνηση ζωής αφήνουν πίσω τους τα συντρίμια ενός μεγάλου έρωτα. Είναι σίγουρο ότι πολλοί θεατές —όχι απαραίτητα οι μοναχικοί— θα ταυτιστούν με αυτές τις καταστάσεις. Μια παρακμή σε κατηφόρα, που το τέλος της δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος. Κι όμως, σ’ αυτές τις δύο περίπου ώρες της διάρκειάς της, θα υπάρξουν πολλές ακτίνες να πιαστεί κανείς, όχι πάντως ο αποφασισμένος να τελειώνει με τη ζωή ήρωας.
Φορτωμένη με αρκετές οσκαρικές προδιαγραφές, για να το πω έτσι, η ταινία με κύριο ατού τον μεταμορφωμένο μέσω του δημιουργικού μακιγιάζ Μπρένταν Φρέιζερ, τον πρωταγωνιστή, κερδίζει τη συμπάθειά μας. Ναι, είναι ένας κινηματογράφος που πασχίζει να γίνει βαθιά ανθρώπινος, χωρίς ξέφρενα κυνηγητά και πυροβολισμούς, σ’ αυτήν τη γιγαντιαία διαφήμιση της άπατης κενότητας, στην οποία επιδίδεται με λαιμαργία το σύγχρονο σινεμά. Αν υποθέσουμε ότι το σινεμά είναι ακόμα εν ζωή.
Ίσως ξενίσει κάποιους όλο αυτό: Ένας συντετριμμένος εραστής, σε μια ταινία χωρίς ερωτικές σκηνές. Ένας πατέρας με σπασμένα μούτρα, που εννοεί, ωστόσο, να θυσιαστεί για το μοναδικό του δημιούργημα, την κόρη του. Ένας απηυδισμένος δάσκαλος, ο οποίος εκλιπαρεί τους μαθητές του για έστω μια στιγμή ειλικρίνειας. Μια φιλία, τέλος, αυτή που του έχει η αδελφή του αγαπημένου του, που την αυταπάρνησή της δεν μπορεί να τη σηκώσει. Όλα προδιαθέτουν συγκινήσεις όχι ρηχές.
Ο Αρονόφσκι καταφέρνει να ξεχαστεί η αναμενόμενη «θεατρικότητα» του έργου και να παρασύρει σε κάποιες στιγμές σε σκηνές καθαρής κινηματογραφικής συγκίνησης. Ο Φρέιζερ, βέβαια, γεμίζει με την παρουσία του όλο τον χώρο της σκηνής, αλλά και οι συμπρωταγωνίστριές του, η Σάντι Σινκ, η 17χρονη Έλι, η Χονγκ Τσάου, η φίλη, και η Σαμάνθα Μόρτον, η πρώην σύζυγος, υποστηρίζουν η καθεμιά τη δική της διάσταση στις προσδοκίες ή τους εφιάλτες του κύριου ήρωα.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube