Αρχική » cineρήξη: Τα πνεύματα του Ινισέριν

cineρήξη: Τα πνεύματα του Ινισέριν

από Κωνσταντίνος Μπλάθρας

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα

Σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ιρλανδίας, το Ινισέριν, στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, άνοιξη του 1923, ένας μουσικός, εμμονικός χαρακτήρας, αποφασίζει να διακόψει τη φιλία του με τον κολλητό του αγρότη, που κι αυτός είναι εμμονικός, όπως λίγο πολύ όλοι οι κάτοικοι του μικρού νησιού. Σε μια αλληγορία του αδελφοκτόνου πολέμου, ο οποίος μαίνεται στα «ηπειρωτικά» —το Ινισέριν είναι φανταστικό όνομα μικρού νησιού δυτικά της Ιρλανδίας, η οποία για τους ντόπιους είναι «ηπειρωτική»— ο σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα προσωποποιεί την αμάχη μεταξύ οικείων, δίνοντας ταυτόχρονα πορτραίτα ανθρώπων της απομονωμένης κοινότητας.
Ο Κολμ, λοιπόν, αποφασίζει μια μέρα να πάψει να μιλιέται με τον Πάντρικ —γνώριμη κατάσταση κάποτε, όταν είχαν κατοίκους και τα δικά μας χωριά. Το θέμα είναι ότι ο Πάντρικ, μαθημένος κάθε μέρα στις 2 το απόγευμα να περνά απ’ του Κολμ και να πηγαίνουν παρέα στην παμπ για την μπίρα τους, μένει εμβρόντητος με την απόφαση του φίλου του να μην του ξαναμιλήσει. Μάλιστα, όταν επιχειρεί να τα ξαναβρούν, αυτός του λέει ότι, αν τον ξαναενοχλήσει και του ξαναμιλήσει, θα κόψει για τιμωρία τα ίδια τα δάχτυλά του. Μακάβριο, αλλά αληθινό το εύρημα, καθώς η κατάσταση του αποχωρισμού τελικά θα πονέσει βαθιά και τους δύο. Ο Κολμ θέλει να γράψει ένα τραγούδι στο βιολί του, για να τον θυμούνται οι άνθρωποι όταν πεθάνει. Πιστεύει ότι ο χρόνος που σπαταλά με τον Πάντρικ, που δεν έχει ιδέα από αυτά, του είναι πολύτιμος για να ολοκληρώσει το έργο του. Ο Πάντρικ νομίζει ότι του είναι βαρετός — όλοι είναι μάλλον έτσι στο νησί. Η αδελφή του Σίομπαν είναι η μόνη του παρέα, ενώ εμφανίζεται και ο Ντόμινικ, ο λίγο αφελής έφηβος, γιος του χωροφύλακα, που υφίσταται κακοποίηση από τον πατέρα του. Η ιστορία ακροβατεί μεταξύ κωμωδίας και θρίλερ μέσα στην ερημική ατμόσφαιρα του νησιού. Με δόσεις μεταφυσικές-ποιητικές, όταν εμφανίζεται η γριά μάγισσα-πνεύμα του Ινισέριν προαναγγέλοντας κακά.
Η ταινία στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πολύ καλές ερμηνείες της. Ο Κόλιν Φάρελ στο ρόλο του Πάντρικ έχει όλους τους προβολείς πάνω του. Ωστόσο, νομίζω οι «δεύτεροι» Μπρένταν Γκλίσον στον ρόλο του Κολμ, Μπάρυ Κιόγκαν στον ρόλο του Ντόμινικ (τον είχαμε δει, μαζί με τον Φάρελ, στον Θάνατο του ιερού ελαφιού (2017) του Λάνθιμου) και Κέρι Κόντον στον ρόλο της Σίομπαν δίνουν εξίσου δυνατές ερμηνείες — ίσως πιο στέρεες κι απ’ του Φάρελ. Στα γοητευτικά επίσης της ταινίας, εκτός από το απαρράμιλο ιρλανδικό τοπίο, η μουσική του Κάρτερ Μπέργουελ, με τις παραδοσιακές μπαλάντες.
Ωστόσο, ο ΜακΝτόνα δεν αποφεύγει ολωσδιόλου τις γραφικότητες. Το τοπίο και η σκηνογραφία είναι λιγάκι παρμένα από την αισθητική του αρ-μπι-εν-μπι, όπως και οι γραφικοί τύποι της επαρχίας: ο μπάτσος, ο παπάς, ο μπάρμαν, η κουτσομπόλα, η μάγισσα κ.λπ. Χάνεται έτσι εν μέρει η στοχαστικότητα την οποία προσπαθεί να εμπνεύσει αυτή η κωμωδία-τραγωδία του παραλόγου. Πολύ καλοφορεμένοι είναι, επίσης, οι ήρωες, σε μια ιστορία που τους συντρίβει ψυχικά. Ο λίγο χαζούλης, αφελής, «καλός» Πάντρικ και ο μελαγχολικός, απόμακρος και κάπως κυνικός Κολμ, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν κατά τη σύγκρουσή τους πολύ περισσότερα, θαρρώ, πέρα από τα προφανή γκροτέσκα της ταινίας. Οι σχέσεις αγάπης-μίσους άλλωστε, σε ανάλογες και εύκολα αναγνωρίσιμες περιπτώσεις, έχουν πολύ δραματουργικό ψωμί. Η ισορροπία πάντως των υπόλοιπων στοιχείων, κυρίως των ερμηνειών, όπως είπα, αποζημειώνει τον θεατή. Έστω και αν δεν τον απογειώνει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ