του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από το Άρδην τ. 127
Πώς μπορείς να πεις τα πάντα για το σήμερα με μια ταινία παλιακιά; Πώς μπορείς να χαρτογραφήσεις όλο το κοινωνικό και ψυχικό τοπίο της επικαιρότητας μέσα από μια ιστορία παλιομοδίτικου έρωτα -αν μπορεί ποτέ ο έρωτας να είναι περασμένης μόδας-; Η απάντηση βρίσκεται στα Πεσμένα φύλλα του Άκι Καουρισμάκι. Αν έχεις έναν άντρα και μία γυναίκα έχεις μια ταινία, δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά ισχύει. Μόνο που ο καθένας έχει τα όπλα του. Και ο Καουρισμάκι τα δικά του. Η μπαναλιτέ δεν τον φοβίζει. Έχει τον τρόπο να της εμφυσά ζωή. Χωρίς εφέ και τέτοιες ευκολίες.
Η Άνσα, λοιπόν, είναι μια γυναίκα σαραντάρα και πες, μόνη και δουλεύει σε ένα σούπερ μάρκετ. Καθημερινά στη δουλειά και το βράδυ γυρίζει στο μικροσκοπικό της διαμέρισμα κάπου σε κάποιο λαϊκό προάστιο, ας πούμε. Ο Χολάπα δουλεύει σε σιδεράδικο, μοναχικός και αμίλητος. Μένει στο κοντέινερ των εργατών δίπλα στη δουλειά. Μόνος του σύντροφος το ποτό. Ο φίλος και συνάδελφός του Χουοτάρι τον τραβάει ένα βράδυ να βγούνε στο Καραόκε. Εκεί ο Χουοτάρι τραγουδάει και ο Χολάπα κοιτάζεται με την Άνσα. Κάπως έτσι, χωρίς τίποτα το εξαιρετικό στη δράση, ξεκινάει η ταινία και το ιδιότυπο ειδύλλιο της Άνσα και του Χολάπα, του Χολάπα και της Άνσα. Θα συναντηθούν κάποια στιγμή, μιαν άλλη μέρα, τυχαία. Η Άνσα έχει απολυθεί από τη δουλειά, ο Χολάπα την κερνάει έναν καφέ. Του δίνει το τηλέφωνό της και ο Χολάπα το χάνει. Δεν ξέρει ούτε το όνομά της: «Πώς σε λένε;» τη ρωτάει. «Θα σου πω όταν ξαναβρεθούμε», του λέει. Θα ξαναβρεθούν; Στο σινεμά όλα μπορούν να συμβούν. Θα ξαναβρεθούν και θα ξαναχαθούν και κάπως έτσι κυλάει σχεδόν μιάμιση ώρα χωρίς να το καταλάβεις. Στο τέλος, φεύγεις κι εσύ, με τους ήρωες που απομακρύνονται στον ορίζοντα ανάλαφρος. Σαν πεσμένο φύλλο. Του φθινοπώρου. Ενός ζεστού φθινοπώρου που υπόσχεται ένα χειμώνα ελπίδας. Γίνεται; Ο Καουρισμάκι λέει πως γίνεται.
Εν τω μεταξύ, έχεις βγει από το σινεμά πιο πλούσιος και περισσότερο ενημερωμένος από τα βραδινά δελτία ειδήσεων: Η Άνσα έχει μόνη της συντροφιά το ραδιόφωνο που μεταδίδει συνεχώς ειδήσεις για το σφαγείο της Ουκρανίας. Ο Χολάπα μένει σε ένα κοντέινερ μαζί με ξένους εργάτες από την Ασία. Η Άνσα απολύεται από το σούπερ μάρκετ γιατί κράτησε από τα σκουπίδια, για δική της χρήση, μια ληγμένη κονσέρβα. Ο Χολάπα απολύεται γιατί σκάει η πρέσα, που είναι χωρίς συντήρηση, και τον τραυματίζει. Το αφεντικό τού ρίχνει την ευθύνη γιατί στο ενδιάμεσο της βάρδιας πίνει και καμιά γουλιά. Ο κινηματογράφος που παίζει μη δημοφιλείς ταινίες, καληώρα σαν αυτές του Καουρισμάκι, έχει ελάχιστους θεατές και μοιάζει με απολίθωμα άλλου καιρού. Η εργατική τάξη δεν έχει ούτε δύο δεκάρες να ψάξει στο ίντερνετ για δουλειά. Λίγα μόνο από όσα μαθαίνεις και η ταινία με τον τρόπο της σχολιάζει. Αλλά δεν είναι αυτή η έγνοια του σκηνοθέτη.
Ο Καουρισμάκι νοιάζεται για τους ανθρώπους. Ένας από τους τελευταίους ανθρωπιστές του σινεμά. Γιατί οι περισσότεροι σήμερα ενδιαφέρονται μάλλον για το ευγενές περιτύλιγμα της πολιτικής ορθότητας σε ταινίες που είναι πιο κυνικές και από τον καπιταλισμό τον ίδιο. Για τούτο και το έργο του μοιάζει αλλούτερο. Χωρίς περιττές κινήσεις της κάμερας. Κοιτάζοντας με θαυμασμό σχεδόν τους ήρωές του κατά πρόσωπο, χωρίς απίθανες ανελίξεις της δράσης. Μέσα σε ένα καθημερινό πηγαινέλα που ρουτινιάρικα επαναλαμβάνεται καταφέρνει να ανασύρει από τους ήρωές του σπάνιες γαίες αισθημάτων και ξεχασμένης ανθρωπιάς. Σαν σε μια ουράνια σκηνοθεσία, ο Χολάπα και η Άνσα χάνονται και βρίσκονται. Και ξέρεις ότι στο τέλος ο σπλαχνικός σκηνοθέτης θα τους χαρίσει την ελπίδα της ζωής. Της συνέχειας. Πραγματική όαση σε έναν κόσμο που μέρα με τη μέρα θυμίζει περισσότερο έρημο και τέλος. Οι πρωταγωνιστές του ενσαρκώνουν τους ρόλους τους χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς περιττές κινήσεις. Η αρχική σεκάνς με την Άνσα να βάζει προϊόντα στα ράφια και τον σεκιουριτά-καρφί να την κοιτάζει είναι ένα παράδειγμα του καουρισμακικού ρεαλισμού. Το ίδιο και η σκηνή που ο Χολάπα περιμένει στο σινεμά την Άνσα ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Τα βλέμματα, πάλι, είναι η ακαταμάχητη γοητεία αυτού του σινεμά.
Η Άλμα Πόιστι (Άνσα), ο Γιούσι Βάτανεν (Χολάπα), η Νούπου Κόιβου (Λίιζα, φίλη της Άνσα), ο Γιάνε Χιτιάινεν (Χουοτάρι) δίνουν με τον καλύτερο τρόπο τις ερμηνευτικές συντεταγμένες αυτού του κινηματογραφικού σύμπαντος. Ο Τίμο Σαλμίνεν στη φωτογραφία, που εκτός από την κινηματογράφηση στα έργα του Καουρισμάκι, παίζει κιόλας (Το λιμάνι της Χάβρης, 2011), χτίζει με τα φώτα και τα χρώματά του ένα βίνταζ περιβάλλον πολύ ταιριαστό της ταινίας. Ο Σαμού Χεϊκιλά στο μοντάζ κανοναρχεί τον αντισυναισθηματικό ρυθμό του σκηνοθέτη. Και το σάουντρακ, με τραγούδια λαϊκά φινλανδικά, ιταλικά, αμερικάνικα, βέβαια, ως και γιαπωνέζικα, μαζί με ήχους του Τσαϊκόφσκι, κλέβει στις σιωπές την παράσταση, υπογραμμίζοντας βλέμματα και συναισθήματα όχι μόνο των ηρώων αλλά και του θεατή. Σε μια απολαυστική ως το τέλος ταινία, καθόλου μελαγχολική, με τις γνωστές χιουμοριστικές στιγμές του Καουρισμάκι και φυσικά μπόλικη σινεφιλία.
Για τέλος διακινδυνεύω ένα σχόλιο για τη μεσαία ηλικία, το φθινόπωρο και τα πεσμένα φύλλα. Όλοι στην ταινία είναι μεσόκοποι, όλα μοιάζουν σαν μία ανάπαυλα πριν την τελική ευθεία. Ένας κόσμος που γερνάει, που είναι ξεπερασμένος, που παλιώνει γλυκά σαν ανάμνηση. Ένα ποιητικό σχόλιο στο τέλος εποχής: του κινηματογράφου, της Ευρώπης, της εργατιάς, του έρωτα, των αισθημάτων. Η ανθρωπότητα δεν είναι πια νέα. Ο Καουρισμάκι ονειρεύεται τα φύλλα –τα πιο ωραία χρώματα τα έχει το φθινόπωρο– να πέφτουν. Πέφτου(με)ν όμως μαζί.

Αναμνηστική φωτογραφία
Συγχωρέστε μου τη μελαγχολία για λίγο. Το κομμάτι που ακολουθεί δεν είναι για μια ταινία. Είναι για ένα σινεμά. Μαζί με το πρόγραμμα των δημοσιογραφικών προβολών λάβαμε τις προάλλες και το εξής μήνυμα: «Για ένα μεγάλο διάστημα, πάνω από 20 χρόνια μέχρι σήμερα, το “Ιντεάλ” τα πρωινά έχει γίνει το δεύτερο σπίτι σας. Εδώ ο καθένας σας έχει την γωνιά του, την θέση του! Θέλοντας να κρατήσουμε εικόνες από την αίθουσά μας μαζί με εσάς σας προσκαλούμε, όποιος συμφωνεί, να γίνετε μέρος ενός στιγμιότυπου, ενός φωτογραφικού ή βιντεογραφικού κλικ που θα απαθανατίσει το πνεύμα μας στο σινεμά μας».
Ναι, «Ιντεάλ» τέλος με το 2023. Θα «αναπλαστεί» υποτίθεται ως μέρος του ξενοδοχειακού συγκροτήματος που ετοιμάζεται στο ιστορικό κτήριο της οδού Πανεπιστημίου. Μετά από τις αντιδράσεις και την παρέμβαση της πολιτείας οι νέοι ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να υποσχεθούν ότι θα φτιάξουν ξανά κινηματογράφο στο νέο συγκρότημα. Αλλά, κακά τα ψέματα, η ιστορική αίθουσα της Αθήνας, με εκατόχρονη ιστορία, δεν θα υπάρχει πια. Το σινεμά, σχεδόν καθημερινή συνήθεια πριν από μερικές μόλις δεκαετίες, τείνει να εκλείψει ως διασκέδαση και ψυχαγωγία στη σκοτεινή αίθουσα. Ολοένα και περισσότερο οι θεατές το συναντούν στις πλατφόρμες της τιβί, στο ίντερνετ, σε οθόνες τηλεόρασης, υπολογιστή, κινητού, σε κατά μόνας θέαση.
Η σκοτεινή αίθουσα αργοπεθαίνει. Σαν τις νοσταλγικές σκηνές της ταινίας του Καουρισμάκι. Οι ελάχιστες αίθουσες που έχουν καταφέρει να μείνουν ανοιχτές ως σήμερα στο κέντρο της Αθήνας κινδυνεύουν να παίζουν σχεδόν χωρίς θεατές. Κι αν δεν υπάρχουν θεατές, οποιοδήποτε κρατικό μέτρο στήριξής τους είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Και οι ταινίες; Μόνο ελάχιστες από αυτές καταφέρνουν να έχουν ικανό αριθμό θεατών στην αίθουσα που να δικαιολογεί την προβολή τους στην κινηματογραφική οθόνη.
Ακόμα και όταν –και αν– ανοίξει το «Αττικόν» ή το «Απόλλων» στην οδό Σταδίου, που χαίνουν τώρα ως ανοιχτή πληγή, μετά την πυρπόλησή τους το 2011, η κατάσταση δεν μοιάζει να είναι αντιστρέψιμη. Οι πλατφόρμες στο ίντερνετ έχουν κερδίσει κατά κράτος. Και το σινεμά επιστρέφει στα χέρια του Έντισον, μετά από έναν και πλέον αιώνα ανάπτυξής του στα χέρια των Λυμιέρ. Ο κινηματογράφος των συλλογικών ονείρων μοιάζει να πεθαίνει μαζί με το συλλογικό όνειρο στις κοινωνίες των ανθρώπων. Ναι, στο σινεμά της γειτονιάς ή του κέντρου είχαμε ο καθένας τη θέση του. Τώρα την έχουμε προ πολλού ανταλλάξει με ένα κινητό που βγάζει φωτογραφίες και βίντεο. Αντί να βρισκόμαστε, ανταλλάσουμε μηνύματα. Τι θα μείνει; Ίσως μονάχα μια αναμνηστική φωτογραφία. Που θα ποσταριστεί κι αυτή, πιθανότατα, σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Χωρίς εκτύπωση. Χωρίς σώμα.