Της Τάνιας Μποζανίνου από ΤΟ ΒΗΜΑ
Η γεωπολιτική αβεβαιότητα, κυρίως λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αλλά και της έκρυθμης κατάστασης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την πιθανότητα εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο, έχουν επαναφέρει τον όρο «πολεμική οικονομία» στο προσκήνιο. Τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όπως με την πρώτη στα χρονικά Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (EDIS), που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο μήνα και την οποία ο ευρωπαίος επίτροπος Τιερί Μπρετόν περιέγραψε ως δέσμη μέτρων για να ενισχυθεί η βιομηχανία όπλων της ΕΕ προκειμένου να στραφεί σε «λειτουργία πολεμικής οικονομίας». Οσο και σε επίπεδο μεμονωμένων κρατών-μελών, όπως στη Γαλλία την περασμένη Πέμπτη όπου ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε, εγκαινιάζοντας την ανέγερση εργοστασίου παραγωγής οβίδων, ότι «λόγω των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών αλλαγών» η γαλλική αμυντική βιομηχανία πρέπει να περάσει σε «οικονομία πολέμου» προκειμένου να συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία.
Η ρωσική απειλή
Η παράταση του πολέμου, που φέρνει πιο κοντά την πιθανότητα ήττας του Κιέβου, κάνει πολλούς Ευρωπαίους να θεωρούν τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν υπαρξιακή απειλή που, αν δεν ανακοπεί στα μέτωπα της Ουκρανίας, θα επιτεθεί στο άμεσο μέλλον και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. «Η Ρωσία απειλεί την Ευρώπη» δήλωσε ο εκπρόσωπος Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, την περασμένη Τρίτη, καλώντας την ΕΕ να προετοιμαστεί για έναν «υψηλής έντασης συμβατικό πόλεμο» που «δεν αποτελεί πλέον φαντασίωση» – πρώτη φορά ήταν τόσο απροκάλυπτος ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
ADVERTISEMENT
Η Ευρώπη υποτίμησε τη ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2014 και μέχρι το «παρά πέντε» του πολέμου στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, συνέχισε να υποτιμάει τη ρωσική απειλή. Ομως πιο αργά στην αρχή και εντονότερα τα τελευταία χρόνια, τα ευρωπαϊκά κράτη αύξησαν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους – ακολουθώντας και την παγκόσμια τάση για αύξηση των εξοπλισμών. Οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης σχεδόν διπλασιάστηκαν (+94%) την πενταετία 2019-2023 σε σχέση με την προηγούμενη, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ειρηνευτικών Ερευνών της Στοκχόλμης (Sipri), που θεωρείται το κορυφαίο think tank στον κόσμο για στοιχεία εξοπλισμών.
Γεωπολιτική αβεβαιότητα
Είναι αλήθεια ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο κόσμος διάνυσε μια παρατεταμένη περίοδο αισιοδοξίας όπου ένας γενικευμένος πόλεμος φάνταζε κάτι μακρινό, ακόμη και ξεπερασμένο ύστερα από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τους οικονομικούς δεσμούς ανάμεσα στα κράτη που ενίσχυε η παγκοσμιοποίηση. Σήμερα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική: η γεωπολιτική σταθερότητα έχει εκλείψει και έχει αντικατασταθεί από επικινδυνότητα και όξυνση. Ο υπουργός Αμυνας της Δανίας, Τρολς Λουντ Πούλσεν, περιέγραψε πρόσφατα πολύ γλαφυρά τη νέα τάξη πραγμάτων: «Το Τείχος του Βερολίνου αντικαταστάθηκε από ένα στεφάνι με φωτιές γύρω μας».
Η γεωπολιτική αβεβαιότητα αντικατοπτρίζεται και στους αμυντικούς προϋπολογισμούς παγκοσμίως, που έφθασαν συνολικά ποσό-ρεκόρ το 2023 (υπολογίζεται στα 2,2 τρισ. δολάρια) με όλο και περισσότερες χώρες να εξοπλίζονται όλο και περισσότερο για διαφορετικές αιτίες – η άνοδος της Κίνας που γίνεται, για παράδειγμα, η πρώτη δύναμη παγκοσμίως στο πολεμικό ναυτικό, η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, ο ανταγωνισμός Ινδίας – Πακιστάν και, βεβαίως, η ρωσική επιθετικότητα συν τα πυρηνικά.
Η στρατιωτική ανετοιμότητα της ΕΕ
Η απειλή από τον Πούτιν, σε συνδυασμό με την απειλή Τραμπ να απομακρύνει τις ΗΠΑ από τον ρόλο του εγγυητή της ασφάλειας της Ευρώπης, έφερε στο προσκήνιο το πόσο ανέτοιμη στρατιωτικά ήταν η ΕΕ και πόσο υποεπένδυαν τα περισσότερα κράτη-μέλη στην άμυνα. Η επικρατέστερη ανάλυση που πραγματοποιείται στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σήμερα είναι πως ακόμη και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία τελειώσει χωρίς ήττα του Κιέβου, η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να εξοπλίζεται και να προετοιμάζεται για πόλεμο για να ακολουθήσει την τεράστια κούρσα εξοπλισμών που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο – με άλλα λόγια, να προετοιμάζεται καλά για πόλεμο προκειμένου να μπορεί να διατηρήσει την ειρήνη που γίνεται όλο και πιο εύθραυστη.
«Αν επιθυμούμε ειρήνη, πρέπει να προετοιμαστούμε για πόλεμο» ανέφερε πρόσφατα σε επιστολή του προς τους ευρωπαίους ηγέτες ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, κάνοντας και αυτός λόγο για την ανάγκη υιοθέτησης «πολεμικής οικονομίας». Οι αναφορές στην «πολεμική οικονομία» – όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – πολλαπλασιάζονται τον τελευταίο χρόνο. Παραμένει όμως ασαφές το τι ακριβώς σημαίνει το «να παράγουμε περισσότερους εξοπλισμούς και σε συντομότερο χρόνο», όπως διευκρινίζουν αξιωματούχοι ότι σημαίνει «πολεμική οικονομία», και πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτή (π.χ. με ευρωπαϊκά αμυντικά ομόλογα ή χρήση παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων;). «Η περίφημη «πολεμική οικονομία», έκφραση που εισήγαγε ο πρόεδρος Μακρόν τον Ιούνιο του 2022, δεν έχει δει ακόμη το φως της ημέρας» έγραψε η Σιλβί Κοφμάν, κορυφαία αρθρογράφος του «Monde», αυτή την εβδομάδα.