Αρχική » Ἐνθύμηση Φώτη Κόντογλου

Ἐνθύμηση Φώτη Κόντογλου

από Άρδην - Ρήξη


Νεανικό πορτρέτο του Στρατή Δούκα από τον Φώτη Κόντογλου

του Στρατὴ Δούκα από το περιοδικό Αἰολικά Γράμματα, τ. 6, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1971, σσ. 491-496.

Αναδημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 129

Στὰ 1908 ἀποφοιτῶντας ἀπὸ τὸ σχολαρχεῖο τῆς πατρίδας μου, γράφτηκα στὸ γυμνάσιο τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου φοίτησα ἀπὸ τὸ 1908 – 1912. Συμμαθητές μου εἶχα τοὺς Γονατάδες, τὸν Χονδρονίκη ἀπὸ τὴν Πέργαμο, τὸν Βαγῆ ἀπὸ τὴ Θάσο, τὸν Γιῶργο τὸν Ψαρᾶ, τὸν Θανάση Γκράβαλη, τὸν Φώτιο Ἀποστολέλλη, (τὸν κατόπι Φωτῆ Κόντογλου) καὶ ἄλλους. Μιὰ ἢ δυὸ τάξεις πιὸ πάνω ἀπὸ μᾶς ἦταν ὁ Γιάννης Ἰμβριώτης, ὅπως φαίνεται ἀνάμεσα στοὺς τελειοφοίτους καὶ τοὺς καθηγητές του στὸ τέλος τῆς δίτομης «ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν» τοῦ Ἴω. Καραμπλιά. Γυμνασιάρχη εἴχαμε τὸν πρῶτο χρόνο τὸν Γ. Σάκκαρη, φιλάσϑενο καὶ ποιητή, μὰ γερὸ φιλόσοφο καὶ πρῶτο ἱστορικὸ τῶν Κυδωνιῶν, τὸ δεύτερο χρόνο τὸν Λαμπρίδη φημισμένο Πινδαριστή, καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα χρόνια (1910-1912) τὸν Ἰωάννη Ὀλύμπιο τὸν γνωστὸ συγγραφέα τῆς «Φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνος», ποὺ τὸν πρῶτο τόμο της, ὅπως θυμᾶμαι, τὸν τύπωσε στὴ Μυτιλήνη, στὰ τυπογραφεῖα τῆς «Σάλπιγγος».
Καθηγητὲς εἴχαμε τὸν Ἰωάννη Καραμπλιὰ τὸν ἱστορικό, συγγραφέα κι αὐτὸν τῆς «Ἱστορίας τῶν Κυδωνιῶν καὶ Μοσχονησίων», στὰ λατινικὰ τὸν Δήμου, στὰ μαθηματικὰ τὸν Ἀλέξανδρο Πανταζῆ, τὸν ἀργότερα νομομηχανικὸ τοῦ νομοῦ Λέσβου, στὰ γαλλικὰ τὸν Εὐθυμιάδη, ἠθοποιό, ὅπως λέγανε, στὰ νειάτα του σὲ γαλλικὸ θίασο, ποὺ μᾶς ἐνθουσίαζε μὲ τὶς ποιητικὲς ἀπαγγελίες του καὶ ἀναγνώσεις του ἀπὸ τὸ «Toure de la France». Tὸν τουρκιστὴ Ραπτάρνη καὶ ἄλλους. Ἀπ᾿ τοὺς συμμαθητές μας διακρίνονται γιὰ τὶς ἐξωσχολικὲς ἐπιδόσεις τοὺς ὁ Θανάσης Γκράβαλης καὶ ὁ Φωτῆς, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκα ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ καθόλη τὴ φοίτησή μας, στενά. Κοντός, πυρόξανθος μὲ μιὰ σημαδιακὴ ἄσπρη τούφα στὰ μαλλιά του, μιᾶς ἐξαρχῆς σοῦ ἐπιβάλλονταν μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ ἀφηγητῆ, μιμητῆ καὶ ζωγράφου καταγέλαστων καὶ κωμικῶν τύπων, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους εἶχε καταρτίσει ἀπὸ τότε ὁλόκληρη πινακοθήκη, ἀλλὰ καὶ τὸ συγγραφικὸ ταλέντο του, μὲ τὸ ὁποῖο ξεφούρνιζε στὸ ἇψε – σβύσε, τόμους ὁλόκληρους, μὲ ἱστορίες περιπετειῶν, ἀλὰ ᾿Ιούλιο Βέρν. Στὴν εὐχέρεια τὴ συγγραφικὴ, μονάχα ὁ Θ. Γκράβαλης τὸν παράβγαινε μὲ τὰ ἔμμετρα κωμειδύλλιάτου ἀλὰ «Χάϊδω» καὶ «Ἀγαπητικὸ τῆς βοσκοπούλας». Ἐγώ, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀρκούμουνα νὰ τοὺς θαυμάζω τότε.
Μὰ ἴσως, κι ἐγὼ νὰ εἶχα κάποιο χάρισμα ἀνεκκόλαπτο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα συνειδητοποιήσει ἀκόμη. Γιατί ὅταν στὸν τελευταῖο χρόνο ὁ Ὀλύμπιος μας ἔβαλε στο μάθημα τῆς σύνθεσης γιὰ θέμα τὴν ἀπολογία τοῦ Σωκράτη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα κι ὁ φίλος μου Φωτῆς σκάρωσε μιὰ θαυμάσια, περιγραφὴ τοῦ δικαστηρίου, ἐγώ, ἐπωφελούμενος κι ἀπὸ μιὰ ἀδιαθεσία ποὺ μὲ κράτησε λίγες μέρες στὸ σπίτι, παρουσίασα μιὰ πολυσέλιδη φιλοσοφικὴ ἀνάλυση, ποὺ τόσο ἐνθουσίασε τὸν Πλατωνικὴ Γυμνασιάρχη μου, ὥστε νὰ τὴν καταστολίσει στὰ περιθώρια μὲ τὰ «εὖγε» «εὖγε» καὶ τὰ «πόθεν», μὴ πιστεύοντας ἴσως πὼς μποροῦσε νὰ εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ νοηματικὴ ἀλληλουχία δικιά μου, ποὺ μοῦ τὴ βαθμολόγησε στὸ τέλος μὲ 10 καὶ δύο τόνους, ἐνῷ τὸ φίλο μου Φωτῆ μὲ 9,5, πρᾶγμα ποὺ εἰλικρινὰ μὲ ἐξόργισε, γιατί ἐγὼ πάντα θαύμαζα τοὺς φίλους μου, ποὺ τοὺς θεωροῦσα ἀνωτέρους μου.
Κείνη τὴν ἐποχή, συχνὰ μὲ πήγαινε σὲ διάφορες ἐκκλησίες, γιὰ νὰ μοῦ δείξει μερικὲς καλὲς εἰκόνες καὶ ἁγιογραφίες ποὺ ξεχώριζαν, κι αὐτῆς τῆς τόσο πρώϊμης ἔρευνάς του εἶδα δημοσιευμένη στὸν «Κυδωνιακὸ Ἀστέρα» πρόσφατα, μιὰ μακρὰ ἀπομνημόνευση ἀπὸ ἁγιογραφίες καὶ ἁγιογράφους τοῦ τόπου του, ἀξιόλογη καθόλα, ἔξω ἀπὸ τὶς ὑπερβολικὲς ἐκτιμήσεις του, φέρνοντας τοὺς ταπεινοὺς τούτους ἀντιγραφεῖς στὴ σειρὰ τῶν μεγάλων ζωγράφων τῆς ἀναγεννήσεως.
Πολλὰ θὰ μποροῦσα ν᾽ ἀφηγηθῶ γιὰ τὰ μαθητικά μας τοῦτα χρόνια, ἀλλὰ θὰ μακρηγοροῦσα. Τελειώνοντας εἴχαμε κι οἱ δυὸ προσανατολιστεῖ, ἐκεῖνος γιὰ τὴ ζωγραφικὴ σχολὴ τοῦ Πολυτεχνείου κι ἐγὼ γιὰ τὰ νομικὰ στὸ Πανεπιστήμιο. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή μας, τὸν Κόντογλου τὸν ἔφερε στὴν Ἀθήνα ὁ ἴδιος ὁ θεῖος του, ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τους, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ τὸν ἔβαλε οἰκότροφο στὸν ἰατρὸ Λοιδωρίκη, ποὺ ἡ γυναῖκα του ἦταν ἀδελφὴ τοῦ πρεσβευτῆ Μεταξᾶ, καὶ κατοικοῦσε στὴν ὁδό Μητροπόλεως.
Ἐγώ, ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκα ἐπὶ καιρὸ στὰ ξενοδοχεῖα, νοίκιασα, ἐπιτέλους ἕνα δωμάτιο στὴν ὁδὸ Ἀριστοτέλους, στὸ σπίτι τοῦ Παπαπαύλου, ἐπιστάτη τοῦ Πολυτεχνείου. Μὰ κι οἱ δυό μας δὲ μείναμε χωρισμένοι ἐπὶ πολύ, κι ἀποφασίζουμε νὰ συγκατοικήσουμε, σὲ μιὰ σοφίτα τῆς φοιτητικῆς συνοικίας τῆς Νεαπόλεως, καὶ τὸ δεύτερο χρόνο στὰ νεόκτιστα γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγ. Γεωργίου Κυψέλης, ὅπου τότε δὲν ὑπῆρχε παρὰ λίγο πιὸ πέρα ἡ ἔπαυλη τοῦ Κανάρη.
Στὸ Πολυτεχνεῖο ὁ Φωτῆς μπῆκε ἀμέσως στὴν Γ΄ τάξη. Καθηγητὴς ἐκεῖ ἦταν ὁ Καλούδης, ὁ Γερανιώτης, ὁ Ροϊλός, ο Βικᾶτος, διευθυντὴς ὁ Ἰακωβίδης, γραμματεὺς ὁ Ἰωάννης Πολέμης, κι ἐπιστάτης ὁ δαιμόνιος νοικοκύρης μου Παπαπαύλου. Ἔτσι ἐγώ, περισσότερο βρισκόμουνα στὸ πολυτεχνεῖο, παρὰ στὸ Πανεπιστήμιο. Ἐκεῖ πρωτογνώρισα καὶ τὸν Παπαλουκᾶ, τεταρτοετῆ ἐκεῖνον, σπουδαστὴ στὰ ἐργαστήρια τοῦ Βικάτου καὶ τοῦ Ροϊλοῦ, ποὺ τοῦ πόζαρα πολλὲς φορὲς στὸ ἀτελιέ τοῦ γιὰ τὸ πορτραῖτο τοῦ στρατηγοῦ, φορώντας τὴ στολή του, μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ Παπαλουκᾶ καὶ τοῦ Κόντογλου. Ὕστερα ἀπὸ κάθε πόζα, παρετίθετο τσάϊ ἀπ᾿ τὸν οἰκοδεσπότη καὶ ἀκολουθοῦσε συζήτηση καλλιτεχνικὴ γύρω ἀπὸ τὶς προτιμήσεις μας, ὅπου αἴφνης ὁ Φωτῆς κι ἐγὼ εἴμαστε ὑπὲρ τοῦ Βελάσκεθ κι ὁ Παπαλουκᾶς μὲ τὸν καθηγητὴ του Ροϊλό, ὑπὲρ τοῦ Ρέμπραντ.
Ὁ Φωτῆς εἶχε ἀπαρχῆς καταρτίσει μὲ τὶς οἰκονομίες τοῦ πλούσια συλλογὴ ἀπὸ γερμανικὲς καλλιτεχνικὲς ἐκδόσεις, Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στούκ, Κλίνγκερ κ.λπ. καθὼς καὶ τῶν μεγάλων καλλιτεχνῶν τῆς ἀναγεννήσεως, νεοφερμένες τότε ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Ἐλευθερουδάκη. Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ ἀρκετὰ σεβαστὸ οἰκογενειακό του ἐπίδομια διετίθετο γιὰ τὴν ἀγορά τους, ὅπως καὶ τὸ δικό μου γιὰ τὴν ἀγορὰ βιβλίων καὶ περιοδικῶν ἀπὸ τὸ παλαιοπωλεῖο τοῦ πασίγνωστου Βασιλάκη Κουμπούγια τῆς ὁδοῦ Σοφοκλέους καὶ ἀργότερα Εὐριπίδου. Γιὰ τὴν πόρεψή μας, διαθέταμε ἐλάχιστα, τρώγοντας κι οἱ δυὸ στὰ οἰκονομικὰ συσίτια τοῦ Βαρβακείου καὶ τῆς Πλάκας, μὲ 10 λεπτὰ τὴ φασολάδα καὶ 15 λεπτὰ τὴ μερίδα τὸ κρέας.
Στὸ παραπάνω στέκι τοῦ Βασιλάκη, ἐντευκτήριο μοναδικῶν παλαιῶν καὶ νέων τύπων, θαμῶνες τακτικοὶ ἦταν ὁ θυμοειδὴς Λαζαρῆς, ξεπεσμένη μαθηματικὴ μεγαλοφυΐα, μὲ τὴν ὀζώδη ράβδο του, ποὺ τὴν ὕψωνε ἀπειλητικά, ὅταν τὸν δούλευε ὁ νέος, φοιτητὴς τῶν μαθηματικῶν Γεροντόπουλος, ὁ Ἀκεστορίδης, μὲ τὸ κατακάθαρο ἄσπρο γενάκι του, τὴν ἄμεμπτη βελάδα καὶ τὸ κεντητὸ πικιδένιο ζιλέ του, ἰατρὸς τῶν Σουλτανικῶν χαρεμιῶν, εἰδικὸς ἐπὶ τῶν ἐκτρώσεων, ποὺ οἱ πικάντικες ἱστορίες του μᾶς ἐγοήτευαν καὶ πιὸ πολὺ τοῦ Βασιλάκη, ὁ πάνσοφος πάντα Ηρακλῆς Ἀποστολίδης ὁ ἄτακτος, γυμνασιόπαις τότε καὶ ἀσυγκράτητος Φάνης Μιχαλόπουλος, ὁ μύωψ καὶ κουκουλομάτης Λιάτσιχας, φοιτητὴς τῶν φυσικομαθηματικῶν κι αὐτὸς τότε καὶ ἀργότερα διακεκριμένος γεωλόγος, καὶ ἄλλοι.
Σὲ τοῦτο τὸ φιλικὸ παλαιοπωλεῖο, ὅπου ἐρχόμουνα τακτικὰ μὲ τὸν Κόντογλου, ἐξαργύρωνα πάντα τὶς λιγοστὲς χρυσὲς λιρίτσες μου, ἀγοράζοντας σὲ τιμὲς εὐκαιρίας καὶ σχεδὸν ἀμεταχείριστα βιβλία καὶ περιοδικά, ὅπως ὁλόκληρη τὴν δεκαετία τῶν «Παναθηναίων» τὴν εἰκοσαετία τοῦ «Νουμᾶ», ποὺ μοῦ τὴν προμήθεψε μέσω τοῦ Κουμπούγια ὁ γυιὸς τοῦ Ταγκόπουλου, ὁ Πάνος, ἀφαιρῶντας τὴν κρυφὰ ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα του, τὴν «Τέχνη» τοῦ Χατζόπουλου, τὸν «Διόνυσο» τοῦ Καμπύση, τὰ «Προπύλαια» τοῦ Βλαχογιάννη καὶ τὰ καινοφανῆ τότε βιβλία τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τοῦ Ἴδα, τοῦ Πάλλη καὶ σταλμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἑφταλιώτη, τοῦ Ψυχάρη κι ἐκδόσεις παληὲς ὅπως τῆς Κέρκυρας τοῦ Σολωμοῦ, τῆς μετάφρασης τῆς «Τρικυμίας» τοῦ Πολυλᾶ, τὴν πρώτη λιγοσέλιδη ἔκδοση ποιημάτων τοῦ Καβάφη τυπωμένη στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἐδῶ στὶς πηγὲς τῆς μορφώσεώς μας, πρέπει ν᾽ ἀναφέρω καὶ τὸ μουσικόφιλο Βουτσᾶ, τὸν Μυτιληνιό, τὸν ἀξέχαστο φίλο μας, (τί ἄραγε νὰ γίνηκε), γυιὸ τοῦ θυμόσοφου ρολογᾶ τῆς Μυτιλήνης, ποὺ μὲ τὸ θαυμάσιο μαντολίνο του, μᾶς εἰσήγαγε ἐμᾶς τοὺς ἄμουσους στὴ μουσική, καὶ μᾶς συνόδευε στὸ δημοτικὸ θέατρο, γιὰ ν᾿ ἀκούσουμε τὸν «Φάουστ» τοῦ Γκουνὼ ἢ τὴ «Ῥέα» τοῦ Σαμάρα ἢ τὴν ὀπερέτα τοῦ «Πόλεμος ἐν πολέμῳ» καὶ ἄλλες βιενέζικες μὲ τήν Ἔγκελ.
Ἡ μποέμικη τούτη φοιτητικὴ ζωή μας, ποὺ βάσταξε δυὸ ὁλόκληρα χρόνια, διακόπηκε ἀπότομα. Μιὰ νεανική μου περιπέτεια μὲ κάνει νὰ διακόψω τὶς σπουδές μου, καὶ νὰ ἀποχωριστῶ ἀπὸ τὸν Κόντογλου, ποὺ δὲν θὰ τὸν ξαναδῶ, παρὰ μονάχα μετὰ τὸν παγκόσμιο πόλεμο στὶς πατρίδες μας. Τὴν 1η Μαΐου 1914 ἀποχαιρετῶντας τον, ἀφοῦ ξεκαλοκαίριασα στὴν πατρίδα μου, ἐπισκέπτομαι τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ κεῖ φεύγω τὸ Νοέμβρη γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου, παρότι δὲν ἔμεινα τότε παρὰ δυὸ μῆνες ἄρρωστος στὶς Καρυές, φέρνω, φεύγοντας ἀπὸ κεῖ, τὸ μῦθο του, ποὺ ἔμελλε νὰ ἐπηρεάσει ἀργότερα τὸν Κόντογλου, τὸν Παπαλουκᾶ, τὸ Βέλμο καὶ πολλοὺς ἄλλους.
Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ποὺ ἀκολούθησε, ὅταν ἀποκλείσθηκαν οἱ πατρίδες μας καὶ κόπηκε τὸ χρηματικὸ ἐπίδομα τῶν σπουδῶν του, ὁ Κόντογλου ἀφοῦ συγκατοίκησε ἕνα διάστημα μὲ τὸν Παπαλουκᾶ στὴν Κολοκυνθοῦ κι ἔμαθε ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν παλαίμαχο τῆς βιοπάλης τὸ ρετοὺς σὲ φωτογραφικὲς μεγεθύνσεις, δούλεψε κι᾿ αὐτὸς στὸ φωτογραφεῖο τοῦ Μπούχα καὶ τοῦ Καλιαμπέτσου, ποὺ δὲν πρόφθαιναν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς παραγγελίες τοὺς ἀπὸ τὶς οἰκογένειες τῶν πεσόντων κατὰ τοὺς πρόσφατους βάλκανικοὺς πολέμους.
Μὰ ἡ σκληρὴ τούτη καὶ ἐλάχιστα ἁμειβόμενη ἐργασία, δὲν ἦταν γιὰ τὸν Κόντογλου. Γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὸ 1915 θὰ ἐγκαταλείψει τὶς σπουδές του καὶ τὴν Ἀθήνα καὶ θὰ φύγει γιὰ ἐργάτης στὴ Γαλλία. Κατὰ τὸ 1916 ἀποφοιτῶντας ἀπὸ τὸ Πολυτεχνεῖο θὰ τὸν ἀκολουθήσει κι ὁ Παπαλουκᾶς. Γιὰ τὴ ζωή τοὺς ἐκεῖ, κάτι ἀναφέρω στὰ βιογραφικὰ τοῦ τελευταίου. Μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου στὸ τιμητικὸ τεῦχος τοῦ «Ζυγοῦ», γι᾿ αὐτόν, μιλῶντας μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἀκατάβλητη ἐργατικότητα τοῦ φίλου του, λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, πὼς τοῦ ἄρεσε «νὰ διαβάζει ξαπλωμένος καὶ νὰ ὀνειροπολεῖ». Φαίνεται πὼς τοῦτον τὸν καιρό περισσότερο ἀπὸ τὴ ζωγραφικὴ τὸν ἀπασχολεῖ τὸ συγγραφικό του ταλέντο καὶ οἱ λογοτεχνικὲς φιλοδοξίες του.
Ὅταν θὰ συναντηθοῦμε μὲ τὴ λήξη τοῦ πολέμου στὴν πατρίδα μας, θὰ μοῦ μιλήσει μὲ τὸν ἴδιο θαυμασμὸ γι᾿ αὐτὸν σὰν «γεννημένο ζωγράφο», πρᾶγμα ποὺ μὲ πλήγωσε, γιατὶ τὸν θεωροῦσα ὡς τότε γιὰ ἀνώτερό του. Ὅμως δὲ μ᾽ ἄφησε σὲ ἀπογοήτευση.
Ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας μέρες μοῦ παρέδωσε τὸν «Πέδρο Κάζας» του, ποὺ τὸν ἔφερε τελειωμένο ἀπὸ τὸ Παρίσι, γιὰ νὰ τὸν διαβάσω καὶ νὰ διορθώσω γλωσσικά, ὅ,τι νόμιζα. Η ἀνάγνωσή του μὲ κατέπληξε μὲ τὸ καινούριο ποὺ ἔφερνε. Δὲν ἔμοιαζε μὲ τίποτα δικό μας. Ἦταν κάτι ποὺ ἄνοιγε καινούριους δρόμους γιὰ τὴ λογοτεχνία μας. Ὄχι τόσο ὡς θέση, ὅσο ὡς ἄρνηση. Ὄχι γιὰ τὸν ξενίζοντα ἐξωτισμό του, ἀλλὰ τὴν περιφρονητική του στάση στὴ ξεπερασμένη καὶ φθαρμένη πιὰ ἀγροτικὴ ἠθογραφία μας, ποὺ τοὺς νωθροὺς συνεχιστές τῆς τοὺς παρομοίαζε μὲ «ψάρια τοῦ λιμανιοῦ», ἀνίκανους νὰ ξανοιχτοῦν πιὸ πέρα καὶ ν᾽ ἀντικρύσουν τὴν ἀπέραντη διακοσμητικὴ ποικιλία ὁλόκληρης τῆς γῆς καὶ τ᾽ οὐρανοῦ».
Τὸ ξενότροπο, ἀλλὰ καὶ τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἀντιπροσωπευτικό του ἔργο εἶναι βέβαια ἐπηρεασμένο ἀπὸ ξένα διαβάσματα περιπετειῶν – σπανιόλικα κυρίως καὶ ἐγγλέζικα, ὅπως τοῦ Ντεφόε, ποὺ ἀνέκαθεν τὸν τραβοῦσαν, ὅπως καὶ τὸν παραδοξολόγο ἐξωτισμὸ τοῦ Πόε, ποὺ τὸν λάτρευε.
Ὅταν πρωτοειδωθήκαμε στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸ ἰδιωτικὸ ἐρημητήριό του, ὅπου μὲ ὁδήγησε μιὰ φουρτουνιασμένη μέρα ὁ ἀγαπημένος τοῦ μαθητὴς τοῦ Συλλόγου «Νέων Ἀνθρώπων» Πάνος Βαλσαμάκης, μέσα στὴν ἁπλῆ κάμαρά του, μ᾽ ἕνα μονάχα μεγάλο τραπέζι στὴ μέση, εἶδα μεγεθυμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο, τὸ πορτραῖτο τοῦ Πόε, ποὺ μοῦ τὸν εἶχε πρωτογνωρίσει πρὶν λίγα χρόνια ὁ Πρωτοπάτσης ἀπὸ μεταφράσεις τοῦ Μπωντελαίρ. Ὅμως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐπιρροές, τὸ πρωτόλειό του τοῦτο στάθηκε ἕνα ἔργο πολὺ προσωπικὸ γιὰ τὸ ὕφος καὶ τὸν ἰδιότυπο λυρισμό του, ἀλλὰ καὶ τὶς προσωπικὲς ἐντυπώσεις καὶ ἀναμνήσεις, ὅπως μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε κάποτε ὁ ἴδιος ὅτι γράφοντας γιὰ τὴν «Οὐνιβέρσιτα» τῆς Μπομπάης εἶχε ὑπόψη τοῦ τὴ γυμνασιακή μας ζωὴ καὶ περιγράφοντας τὸν Corke, ποὺ χάνεται κυνηγῶντας ἄγρια θηρία στὴν Ἀφρικὴ εἶχε στὸ νοῦ του ἐμένα μὲ τὴν περιπετειώδη στρατιωτικὴ ζωή μου καὶ ποὺ δὲν ἤξερε ἂν θὰ μὲ ξανάβλεπε. Καὶ νά, ποὺ μὲ ξανάβλεπε τώρα καὶ ἦταν τῆς μοίρας τούτου τοῦ βιβλίου νὰ γίνω ὄχι μόνο ὁ πρῶτος ἀναγνώστης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκδότης του, γιατί ὁ Πέδρο Κάζας πρωτοτυπώθηκε τότε μὲ ἔξοδά μου, στὸ τυπογραφεῖο τοῦ «Αἰολικοῦ Ἀστέρα», τοῦ περιοδικοῦ ποὺ τὸ ἐξέδιδε ὁ Βασιλειάδης, ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἂν δὲν ἀπατῶμαι, πατέρας τοῦ νέου, γνωστοῦ Ἀθηναίου λογοτέχνη. Ὥς γιὰ κεῖνο τὸ «λιμὰν μπαλὺκ» ποὺ ἐπέμενε ὁ Φώτης χάριν τοῦ «ὕφους» νὰ γραφεῖ τούρκικα, εἴδαμε καὶ πάθαμε νὰ βροῦμε τούρκικα ψηφία. Τὸ ἴδιο χάριν τοῦ ὕφους θὰ μπεῖ σὰν τόπος ἐκδόσεως τὸ «Παρίσι», κι ὄχι αἱ «Κυδωνίαι» θέλοντας, ἴσως, μ᾽ αὐτὸ νὰ ὑποδηλώσει καὶ ὅτι τὸ ἔργο γράφτηκε πρὶν ἀπὸ τὸ 1919 στὸ Παρίσι.


Τὴ μαρτυρία μου τούτη ποὺ τὴν ἐπιμαρτυρεῖ κι ὁ κοινός μας φίλος Πᾶνος Βαλσαμάκης στὴ δημοσιευμένη ἐπιμνημόσυνη, γιὰ τὸν ἀγαπημένο δάσκαλο, ὁμιλία του, ποὺ ἀναδημοσιεύθηκε καὶ σχολιάσθηκε ἀπὸ τὸν Ἠλία Βενέζη σ᾽ ἐπιφυλλίδα τῆς Τρίτης τοῦ «Βήματος», ἂς τὴν ἔχουν ὑπ᾽ ὄψη οἱ γραμματολόγοι μας γιὰ νὰ μὴν προβαίνουν σὲ λανθασμένα καὶ ἄστοχα συμπεράσματα.
Στὸ μεταξὺ ὁ Κόντογλου στρατεύεται, κι ἐγώ, ποὺ ὑπηρετοῦσα ὥς τὸ 1920 στὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ Κυδωνιῶν, ὡς διαχειριστὴς του, ἀποστέλλομαι στὸ μέτωπο Προύσας, μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ, ποὺ δὲν κατώρθωσα οὔτε τὴν Ἀγιὰ Σοφιὰ νὰ ἰδῶ, πρόφθασα νὰ ἐπισκεφθῶ τὰ γραφεῖα τοῦ περιοδικοῦ «Λόγος», στὸ σπίτι τοῦ Χαλκούση, πού ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὴν ἀδελφή του, μὲ περίμεναν ὁ Μπεκές, ὁ Γιαλούρης, ὁ Πράσινος, δὲ θυμᾶμαι ποιὸς ἄλλος, γιὰ νὰ τοὺς παρουσιάσω τὸν «Πέδρο Κάζας», διαβάζοντας ἕνα δυὸ μέρη του. Τὸ βιβλίο δὲν τοὺς ἔκανε τότε ἐντύπωση. Ὁ Γιαλούρης μάλιστα δυσανασχέτησε γιὰ τὸ ξενότροπο ὕφος του. Ὅμως σ᾽ ἕνα ἤ δυὸ μῆνες, θυμᾶμαι, τοῦ γράφτηκε ἡ πρώτη ἐπαινετικὴ κριτικὴ στὸ «Λόγο» ἀπὸ τὸν Οἰκονομίδη.
Τὸν ἐρχόμενο χρόνο, ποὺ βρίσκομαι ὡς τραυματίας στὴν Ἀθήνα, θὰ γνωρισθῶ μὲ τὸν Καζαντζάκη καὶ θὰ τοῦ προσφέρω ἕνα ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου τοῦ φίλου μου, ποὺ ἀναστάτωσε τὸν κύκλο τῆς Δεξαμενῆς. Ἀπὸ τὰ γράμματά του στὴν Γαλάτεια, βλέπουμε τὸ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸν Κόντογλου. Μὰ καὶ μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὴν τύχη του καὶ τὸν μετακάλεσαν ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη ποὺ κατέφυγε σὰν πρόσφυγας, στὴν Ἀθήνα, καὶ φρόντισαν νὰ τὸν τοποθετήσουν σὲ κάποιο ὑπουργεῖο.
Ὅμως τὸ ἀνυπότακτο τοῦτο ἀγρίμι δὲν μποροῦσε νὰ προσαρμοσθῇ στὴν ὑπαλληλικὴ ζωή, καὶ σὲ λίγους μῆνες, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα, φεύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ξαναγυρίσει σὲ λίγο κι ἀπὸ κεῖ, ἀποκομίζοντας ὅμως ἕνα γραφικὸ καὶ μὲ τὸ ἐξωτικό τοῦ ὕφος ὑλικό, ἀπὸ τοπία καὶ μεταβυζαντινὰ ἀντίγραφα ἀπὸ εἰκόνες καὶ τοιχογραφίες, κυρίως τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός καὶ Φράγγου Κατελάνου, ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Λαύρας, μὲ τὰ ὁποῖα κάνει τὴν πρώτη του ἔκθεση στὴ Μυτιλήνη μαζὶ μὲ τὸν Μαλέα.
Ἐγώ, σὰν ἀξιωματικός, ἀπολύομαι μόλις περὶ τὰ μέσα τοῦ 1928 καὶ κατεβαίνω ἀπὸ τὸ μέτωπο, μὲ πρόσκληση τοῦ Μηνᾶ Πεσματζόγλου στὴν Ἀθήνα, ὅπου στὸ μεταξὺ εἶχε καταφέρει νὰ ἐγκαταστήσει στὸ Νέο Φάληρο μικρὸ ἐργοστάσιο ἀγγειοπλαστικῆς τῆς «Κιουτάχειας». Εἶναι περίεργη ἡ ἱστορία τῶν ἀνατολίτικων τούτων βιοτεχνιῶν, τόσο τῆς ἀγγειοπλαστικῆς ὅσο καί τῆς ταπητουργίας, μὲ τὶς ὁποῖες ἐξαρχῆς συνδέθηκα, λόγῳ τῆς παλιᾶς φιλίας μου μὲ τὸν κύριο φορέα τους, τὸν Μηνᾶ Πεσματζόγλου ἀπὸ τὰ «Σπάρτα» τῆς Μ. Ἀσίας. Μὰ μιὰ ποὺ ὅλ᾽ αὐτὰ διαλαμβάνονται σὲ σχετικὲς μελέτες μου, ἂς μὴν τὰ ἐπαναλάβουμε.
Ἄς ἀρκεσθοῦμε μόνο σὲ τοῦτο. Ἐπειδή καὶ ἡ ταπητουργία καὶ ἡ «Κιουτάχεια» στὰ πρῶτα τοῦτα χρόνια τῆς μεταφύτευσής της κινδύνευαν, κι ὁ φίλος μου θὰ βάλτωνε στὴ Μυτιλήνη, σκέφτηκα νὰ τοὺς συνενώσω σὲ μιὰ κοινὴ προσπάθεια γιὰ τὴ σωτηρία τοὺς. Μετακαλῶ λοιπὸν μὲ δαπάνη καὶ εὐθύνη μου τὸν Φωτῇ, δίνομε νὰ κορνιζωθοῦν τὰ ἔργα του, ποὺ ἦταν ὅπως μοῦ τὰ χαρακτήρισε ὁ Μαλέας «σὲ χαρτόνια», γιὰ νὰ μετάσχει σὲ μιὰ κοινὴ μὲ τὶς παραπάνω ἀνατολίτικες βιοτεχνίες ἔκθεση.
Αὐτὸν τὸν καιρὸ πηγαίνοντας ν᾽ ἀνταμώσουμε τὸν Φῶτο Πολίτη (ποὺ ἔγραφε τότε γενικὴ κριτικὴ) στὰ ὑπόγεια τῆς Ἀκαδημίας, γνωριζόμαστε καὶ μὲ τὸν Ἀποστολάκη καὶ τὸν Πικιώνη.
Γιὰ τὴν πρωτόφαντη τούτη ἔκθεση στὸ «Λύκειο τῶν Ἑλληνίδων» καὶ τὴν καταπληκτικὴ ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε μὲ τὸν ἐξωτικὸ ἀνατολίτικο χαρακτῆρά της, σ᾽ ἕνα κόσμο ζαλισμένο ἀκόμα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ καὶ τὸ ἀναποδογύρισμα, ὅλων, σὰν ἐκσφενδόνιση ἀπὸ ἐκτροχίαση ἢ σύγκρουση ταχείας, καθὼς καὶ τὴν ἐπίκαιρα ἀναθαρρυντικὴ καὶ ἐγκαρδιωτικὴ σημασία, κάπου γράφω: «Ἕνας κόσμος κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἐκτίναξη ποὺ πρὶν ἀκόμα συνέρθει, πρέπει νὰ ζήσει τὴ ζωή του ἀπεγνωσμένα. Τὰ ἐθνικὰ σύμβολα, δὲν πρέπει νὰ χάσουν τὴ δύναμή τους. Ὁ πεσμένος Ἀνταῖος πρέπει νὰ ξανασηκωθεῖ. Ὁ ἐλπιδοφόρος Φοίνικας νὰ ξεπεταχτεῖ μέσα ἀπὸ τὶς στάχτες. Μὲ σφιγμένη καρδιά, μὲ παραλυμένες, ἀπὸ τὸν πόνο δυνάμεις. Μὰ πρέπει καὶ νὰ ξεχάσει».
Αὐτὸν τὸν καιρὸ ὁ Κόντογλου ἀποτραβιέται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀναζητῶντας τὸ θρῦλο του. Οἱ προσφυγικὲς βιοτεχνίες μοχθοῦν νὰ μᾶς δώσουν μεταφυτευμένες τὴν ἀνατολίτικη ταπητουργία καὶ τὴν ἀγγειοπλαστικὴ τῆς «Κιουτάχειας». Ὁ Παπαλουκᾶς –μετὰ κι᾿ αὐτὸς ἐξέθεσε λιγοστοὺς πίνακες– δημιουργεῖ τὴν περίοδο τῆς «Αἴγινας». Ἔτσι συνταιριασμένη ἀπ᾿ ὅλα προβάλλεται στὸ φῶς, τοῦ Ὀκτώβρη τοῦ 1928, ἡ πρωτόφαντη καὶ ἐξωτικὴ ἔκθεση τῶν Ἑλληνίδων, σὰν ἡρωϊσμὸς λησμονιᾶς, ἡρωϊσμὸς μιᾶς νέας ἐλπίδας». Ὁ Παπαλουκᾶς ὅμως θὰ δεχτεῖ μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἔργου του, ποὺ ἐγκαταλείφθηκε ὁλόκληρο στὴν Πούντα τῆς Σμύρνης καὶ δεύτερο χτύπημα. Στὸ διαγωνισμὸ ποὺ παίρνει μέρος γιὰ ὑποτροφία, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει στὸ Παρίσι τὶς σπουδές του, ποὺ διέκοψε ἀπότομα γιὰ νὰ κατεβεῖ καὶ ν᾽ ἀκολουθήσει σὰν πολεμικὸς ζωγράφος μὲ τὸ Ροδοκανάκη καὶ τὸν Βυζάντιο τὴ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία, οἱ παλιοὶ καθηγηταί του τὸν ἀποκλείουν «γιατί τὸ ἔργο του μοιάζει μὲ τοῦ Παρθένη». Μιὰ ἀγανακτισμένη φωνὴ διαμαρτυρίας, ποὺ ξεσηκώθηκε τότε ἀπὸ καλλιτέχνες κι᾿ ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, δὲν μπόρεσε νὰ διαπεράσει τὴν ἀκαδημαϊκὴ παχυδερμία τους. Ἔτσι, πρὶν καλὰ κλείσει ἡ ἔκθεση, ἀρχὲς τοῦ Νοέμβρη, ἀφήνοντας τὸν Κόντογλου γιὰ νὰ δουλέψει ἀπερίσπαστος γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἀνεξαρτησία του, τραβοῦμε, ὁ Παπαλουκᾶς γιὰ πρώτη φορὰ κι ἐγὼ γιὰ δεύτερη, στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ἡ ζωή μας καὶ ἡ δουλειά μας ἐκεῖ, δὲν ἔχει τόπο ἐδῶ. Πρέπει μονάχα ν᾽ ἀναφέρουμε πὼς κατὰ τὴ διαμονή μας, ποὺ βάσταξε ἀκριβῶς ἕνα ὁλάκερο χρόνο, ἀπὸ τὸ Νοέμβρη τοῦ ’23 ὥς τὸ Νοέμβρη τοῦ ’24, ἦρθε γιὰ κανένα μῆνα κι ὁ Κόντογλου, σταλμένος ἀπὸ τὸν Διονύσιο Λοβέρδο, γιὰ μερικὰ ἀντίγραφα Βυζαντινά. Ὅμως τώρα ἀποκαταστημένος πιὰ δὲν ἔχει καμιὰ ὄρεξη γιὰ ἐργένικους μποεμισμοὺς καὶ περιπέτειες. Τὸ ἴδιο δὲν ἔχει θέση ἐδῶ καὶ ἡ ἔκθεση τοῦ Παπαλουκᾶ στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ ἀκολούθησε καὶ ποὺ στάθηκε σταθμὸς καὶ ἀφετηρία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή της.
Ἄς ποῦμε μονάχα, πὼς πρὶν κλείσει κι ἡ ἔκθεση τούτη, πῆρα ἀπὸ μέρος τοῦ Κόντογλου καὶ τοῦ Βάσου Δασκαλάκη τὶς ἀγγελίες τοῦ περιοδικοῦ τους «Φιλικὴ Ἑταιρεία» μαζὶ μὲ γράμμα τους, ποὺ μοῦ ζητοῦσαν τὴ συνεργασία μου κι ἐγὼ τοὺς ἔστειλα μερικὰ ἀπὸ τὰ «Γράμματα σὲ νέο μου φίλο», ποὺ τὰ εἶχα γράψει τὴν προηγούμενη χρονιὰ στὸν Ἄθω.
Μόλις τέλειωσε ἡ ἔκθεση φεύγω μόνος μου γιὰ νὰ ξεκουραστῶ κοντὰ στοὺς δικούς μου στὴ Μυτιλήνη. Μὰ ἀπὸ τὴν παλιὰ παρέα μου, ὁ Ἀντώνης Πρωτοπάτσης, ποὺ τοὺς ξεσήκωνε ὅλους μὲ τοὺς ἐνθουσιασμούς του, λείπει στὸ Παρίσι. Οἱ ἄλλοι ἀδρανοῦν, ἐνῷ ἐμένα μιὰ ἀκατάσχετη ὁρμὴ γιὰ δράση, ἀπὸ ἀντίδραση, ἴσως, στὴν ἐθνικὴ συμφορὰ καὶ τὴν ἀπώλεια τῶν πατρίδων μας, δὲν μ᾽ ἀφήνει νὰ ἡσυχάσω.
Ἔτσι, παροτρύνοντας τὸν Μυριβήλη, τὸν Βερναρδάκη, κι ἀπὸ τὴν παλιὰ συντροφιά μας τὸν Στρατῆ Παρασκευαΐδη καὶ τὸν Παναγιώτη Νικήτα, τὸν πρωτοψάλτη, μὲ εἰσήγησή μου ὀργανώνουμε τὸν πρωτότυπο «Σύλλογο Μουσικῶν Τεχνῶν», γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργεια τῶν βασικῶν παραδοσιακῶν μας στοιχείων, συντονισμένων μέσα στὸ νέο παγκόσμιο μεταπολεμικὸ πνεῦμα ἀναδημιουργίας, ὅπως τὸ δείχνει φανερὰ ἡ ἔκκλησή του.
Φτάνοντας στὴν Ἀθήνα, δὲν τὰ βρῆκα ἐξαρχῆς ρόδινα. Ἡ «Κιουτάχεια» δὲν εἶχε γίνει ἀκόμα «ἀνώνυμη», ὥστε νὰ μοῦ ἐξασφαλίσει μιὰ στοιχειώδη πόρεψη· ἀρκέστηκα λοιπὸν σὲ 1600 δρχ. μισθὸ τὸ μῆνα, δουλεύοντας γι’ αὐτὴ τὴ μισὴ μέρα. Τὸν Κόντογλου τὸν βρῆκα ἐγκαταστημένο οἰκογενειακὰ σ᾽ ἕνα μονόροφο τοῦ ἀδιαμόρφωτου ἀκόμη προσφυγικοῦ συνοικισμοῦ τῆς Νέας Ἰωνίας, τοὺς Ποδαράδες, ποὺ τοὺς δέρναν οἱ πυρετοί, ὅπου ζοῦσε μὲ ἀσταθεῖς καὶ μέτριους πόρους, φιλοτεχνῶντας σκίτσα γιὰ τὶς νεοφανεῖς ἐκδόσεις τοῦ Τανιάρη, ποὺ τοῦ εἶχε ἐκδώσει ἤδη καὶ δυὸ δικές του, τὸν «Πέδρο Κάζας» καὶ τὴ «Βασάντα», πουλῶντας κανένα λεύκωμά του μὲ βυζαντινὰ ἀντίγραφα, ἢ ἄλλα σχέδια ἀπὸ τὸ Ἁγιορίτικο ὑλικό του.
Τὸ ἐνδιαίτημά τοῦ φτωχικό, ἐπιπλωμένο μὲ λιγοστὰ ἔπιπλα, ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχώριζε μιὰ πελώρια, ψάθινη πολυθρόνα, δῶρο τοῦ Φιλήντα, καμωμένο στὰ μέτρα του, ὥστε νὰ τὸν χωρεῖ, ὅταν καθισμένοι ὧρες ἀντικρυστὰ παράβγαιναν στὰ χωρατόλογα καὶ τὴν πλαστικὴ μὲ τὸ δικό του ὁ καθένας «ὕφος». Τὸ περιοδικό τους, τὴ «Φιλικὴ Ἑταιρεία», τὴ βρῆκα παρατημένη στὰ μισά, μὲ τὸ τέταρτο φύλλο ἀτύπωτο, στὸ τυπογραφεῖο τοῦ Χρήστου. Μὲ τὴ μεσολάβηση κοινοῦ φίλου ὅλων μας, τοῦ Ἀντρέα Τριγκέτα, ἀρχιλογιστῆ τῆς Ἑταιρείας Καμπᾶ, ἐπιτύχαμε προσωπικὰ ἀπὸ τὸν Ἄγγελο Καμπᾶ, προσωρινὸ δάνειο κάπου 15.000 δρχ., μὲ τὸ ὁποῖο συμπληρώθηκε καὶ παραδόθηκε σὲ τόμο ἕνα ἑξάμηνό της, ἔτσι ποὺ νὰ μπορέσει νὰ μείνει καὶ νὰ ἀξιοποιηθῆ. Τὸ περιοδικὸ τοῦτο τοῦ Κόντογλου καὶ Δασκαλάκη παρὰ τὴν ἐπιμέλειά του στὴν ἐμφάνιση καὶ τὶς μεταφράσεις ἀπὸ κουρσάρικα τοῦ πρώτου καὶ ἀπὸ τὸν Χάμσουν τοῦ δεύτερου, δὲν ἔφερε, βέβαια, κάτι τὸ νέο ὥστε ν᾽ ἀποτελέση σταθμό. Ὅμως βρίσκει κανεὶς σ᾽ αὐτό μερικὲς ἀξιόλογες μελέτες, ὅπως γιὰ τὴ λαϊκὴ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ Πικιώνη, μὲτὴ βυζαντινὴ μουσικὴ τοῦ Κώστα Σφακιανάκη, γιὰ τὴ μεταφυσικὴ στὸ Σολωμὸ τοῦ Μάρκου Αὐγέρη, τὰ «γράμματα σὲ νέο μου φίλο» τοῦ ὑποφαινόμενου, ἕνα διήγημα τῆς Ἕλλης Δασκαλάκη (σήμερα Ἕλλης Ἀλεξίου), ποιήματα τοῦ Κώστα Βάρναλη, καὶ ποὺ ὅλα τότε ἔκαναν ἐντύπωση.
Μὲ τὴν ἴδια μεσολάβηση τοῦ Ἀντρέα Τριγκέτα, θὰ πλησιάσουμε τὸν Ἄγγελο Καμπᾶ καὶ θὰ τὸν πείσουμε νὰ χρηματοδοτήσει μιὰ καλλιτεχνικὴ προσπάθεια μὲ τὴν ἵδρυση Ἑταιρείας διακοσμητικῶν ἐργασιῶν μὲ σκοποὺς ἐκθέσεων καὶ ἐκδόσεων καλλιτεχνικῶν.
Μὲ τὴν πρώτη κατάθεση τοῦ χρηματοδότη Καμπᾶ, στεγάστηχε ἡ Ἕταιρία σ᾽ ἕνα διόροφο οἴκημα στὸ νεόχτιστο τότε συνοικισμὸ Κυπριάδου, ὅπου ἀμέσως μετοικήσαμε ἐγὼ καὶ ὁ Κόντογλου, περιμένοντας τὸν Παπαλουκᾶ ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη.
Ἐδῶ, ἡ Κυρία Ναταλία Μελᾶ, μὲ τὴν κόρη τῆς Ζωή, ποὺ μᾶς ἐπισκέφθηκαν, θὰ παραδώσει τὰ γράμματα τοῦ Παύλου Μελᾶ γιὰ εἰκονογράφηση στὸν Κόντογλου, ποὺ τὴν ἐξετέλεσε, ὅπως δείχνει ἡ πρώτη τῆς ἔκδοση.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παπαλουκᾶ ἔπρεπε νὰ προβοῦμε στὴ σύνταξη τοῦ καταστατικοῦ τῆς Ἑταιρείας. Μὰ οἱ ἀπαιτήσεις τοὺς καὶ τῶν δυὸ καὶ οἱ ὅροι τοὺς ἦταν τόσο ἀντιεμπορικοί, ποὺ προβλέποντας τὸ οἰκονομικὸ ναυάγιό της καὶ τὴν ἀφάνιση τοῦ καταβλημένου κεφαλαίου ἀπὸ τὸν χρηματοδότη καὶ μὴ θέλοντας νὰ φέρω γι᾿ αὐτὸ τὴν εὐθύνη σὰν κυρίως ὑπεύθυνος, διεφώνησα ἀπ᾽ ἀρχῆς καὶ ἀποχώρησα γιὰ ν᾽ ἀφοσιωθῶ μέχρι τὸ 1927 στὴν «Κιουτάχεια». Ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, ποὺ τὸ γράφω μόνος. Γιατὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα οἱ δρόμοι μας μὲ τὸν Κόντογλου χωρίζουν. Ἐκεῖνος τραβοῦσε στὸ παλιὸ κι ἐγὼ στὸ νέο. Μιὰ τάση στὴ λαϊκὴ θρήσκευση, μὲ τὴν ὁποία συναισθηματικὰ ἀπὸ γενετῆς ἦταν συνδεδεμένος, τὸν ἔφερνε ἀσυναίσθητα σ᾽ ἕναν ὑπερσυντηρητισμό, ποὺ πεισματικὰ προσκολήθηκε, μὴ μπορῶντας πιὰ νὰ ξεχωρίσει τὰ ζωντανὰ ἀπὸ τὰ νεκρὰ στοιχεῖα τῆς παράδοσης. Ἐμένα μὲ τραβοῦσε τὸ νέο, ποὺ τὄβρισκα στὸν Παπαλουκᾶ παρὰ σὲ κεῖνον, κι αὐτὸ τὸ φέρσιμο ἀπὸ μέρους τοῦ παλιοῦ θαυμαστῆ καὶ φίλου του τὸν πλήγωνε.
Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει, πὼς ὁ χωρισμός μας δὲν προέρχονταν ἀπὸ λόγους προσωπικούς, ἀλλὰ ἀπὸ διαφορετικὲς ἰδεολογίες. Κρίμα! Γιατὶ ὁ Κόντογλου ἦταν μιὰ σπάνια φύση, προικισμένη πλούσια καὶ μὲ διπλὸ τάλαντο, τοῦ ζωγράφου καὶ τοῦ πεζογράφου, ποὺ τ᾽ ἀδίκησε.
Αὐτὸς ὁ γεννημένος παραμυθᾶς, ποὺ κι αὐτὴ ἡ προφορική του ὁμιλία ἦτον χάρμα, καὶ ἡ συντροφιά τοῦ ἀπόλαυση, ὁ ὁλοζώντανος αὐτὸς ἄνθρωπος, κατάντησε θῦμα τῶν παλαιῶν χρονικῶν, καὶ ὁ ἐκ γενετῆς ζωγράφος, ἁγιογράφος καὶ ἀντιγραφέας τῶν μεταβυζαντινῶν, ποὺ τόσο τὸν τραβοῦσε τὸ συγγενικό τοὺς ὕφος. Ὡστόσο ὁ φανατικὸς τοῦτος συντηρητικὸς καὶ στὴν ἄρνησή του ἀποτελεῖ μιὰ θέση ἐνάντια στοὺς δῆθεν προοδευτικούς, τοὺς ἄδειους αὐτοὺς κάδους, ποὺ τόσο μᾶς ταλαιπώρησαν καὶ μᾶς ταλαιπωροῦν ἀκόμη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Στεφανος κορφιατης 16 Ιουνίου 2024 - 06:15

μου κανει εντυπωση που εχετε αναγαγει τον Κοντογλου σε κορυφαια πμευματικη προσωπικοτηττα, η ‘οποια αξια του εχει χαθε μαζι με την εποχη του και ειναι απο τους λιγους της γενιας του 30 που δεν εχει να πει απολυτως τιποτε για τους σημερινους καιρους , με τον τροπο που το κανουν αυτο ο ελυτης πχ ΄΄η ο Θεοτοκας, ο Κοντογλου ειναι θρησκοληπτος χολερικος αντιδυτικος με τροπο φανατικο και αντιπαραγωγικο. ας μη μιλησουμε για την αισθητικη του οπως πχ εμφανιζεται στη γλωσσα του, τη δηθεν λαικη. ενα τελειως αψυχο και τεχνητο ιδιωμα ……

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ