Αρχική » Κόλμαν Χιουζ: «Ζούμε σε έναν νέο ρατσισμό όπου οτιδήποτε λευκό θεωρείται κακό»

Κόλμαν Χιουζ: «Ζούμε σε έναν νέο ρατσισμό όπου οτιδήποτε λευκό θεωρείται κακό»

από Άρδην - Ρήξη

Aπό το Άρδην τ. 130-131 που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Στο βιβλίο του με τίτλο, Το τέλος της φυλετικής πολιτικής: Επιχειρήματα για μια Αμερική που δεν ενδιαφέρεται για χρώματα, ο Aφροαμερικανός δοκιμιογράφος καταγγέλλει τη σύγχρονη «προοδευτική» εμμονή με τη φυλή ως «έναν καταστροφικό νεορατσισμό», που ανοίγει τον δρόμο για μια κολασμένη κοινωνία, στην οποία το χρώμα του δέρματος θεωρείται το βασικό κριτήριο.

Συνέντευξη στον Adrien Jaulmes για τη LE FIGARO
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

LE FIGARO: Λέτε ότι η έννοια της φυλής σάς ενοχλεί, αλλά ότι έπρεπε να γράψετε γι’ αυτήν επειδή σας «επέλεξε». Πώς συνέβη αυτό;
Coleman Hughes: Το θέμα της φυλής δεν με ενδιέφερε ποτέ. Ως παιδί, είχα φίλους όλων των χρωμάτων, αλλά δεν τους έβλεπα να ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη φυλή. Δεν τους έβλεπα ως λευκούς, Ασιάτες ή Ισπανοαμερικανούς φίλους, απλώς ως άτομα. Με ενδιαφέρει η μουσική και η φιλοσοφία, όχι η φυλή.
Στη συνέχεια, μια μέρα, όταν ήμουν μαθητής λυκείου, με έστειλαν σε ένα συνέδριο που ονομαζόταν «Το Συνέδριο των Έγχρωμων», όπου δίδασκαν ότι η φυλή είναι μια θεμελιώδης έννοια και η φυλετική ταυτότητα ένα μυστικιστικό στοιχείο που πρέπει να λατρεύεται. Υποστήριζαν ότι η φυλή δίνει πρόσβαση σε ένα διαφορετικό σύστημα γνώσεων. Όλες αυτές ήταν ιδέες που δεν είχα ξανασυναντήσει και μου φάνηκαν πραγματικά παράξενες και τοξικές.
Όταν εισάχθην στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, το 2015, ανακάλυψα ότι αυτή η φιλοσοφία της φυλής είχε γίνει η νέα κανονικότητα. Εκείνη την εποχή ήμουν ένας νεαρός μαύρος φοιτητής που προσπαθούσε να χτίσει σχέσεις με βάση κοινά ενδιαφέροντα, μουσική, φιλοσοφία, όλα τα πράγματα που αγαπούσα. Αλλά κάθε μέρα διάβαζα στην εφημερίδα του πανεπιστημίου ότι η λευκή υπεροχή κυριαρχούσε στην πανεπιστημιούπολη και ότι οι μαύροι φοιτητές συναντούσαν τον ρατσισμό σε καθημερινή βάση.
Σχεδόν κάθε μέρα υπήρχαν αναφορές για κάποιας μορφής ρατσιστικό περιστατικό, κάποια μικροεπίθεση. Όλα μου έλεγαν ότι έπρεπε να είμαι θύμα. Αλλά αυτό φαινόταν εντελώς απομακρυσμένο από την πραγματικότητα και, ειδικότερα, από εκείνη του πανεπιστημίου Κολούμπια, το οποίο είναι ένα από τα λιγότερο ρατσιστικά μέρη στον κόσμο! Έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι για το χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και ρητορικής. Αυτό με οδήγησε στο να γράψω αυτό το βιβλίο. Με άλλα λόγια, δεν ζήτησα να λάβω μέρος σε αυτή τη συζήτηση, μου προέκυψε.


Καταγγέλλετε τη φυλετική εμμονή των αντιρατσιστικών κινημάτων ως μια νέα μορφή ρατσισμού.
Ναι, είναι ένας νέος ρατσισμός, με την έννοια ότι αυτή η φιλοσοφία καταλήγει στο να θεωρούμε ότι οτιδήποτε είναι λευκό είναι κακό και οτιδήποτε δεν είναι λευκό, και είναι μαύρο ή έγχρωμο, προσφέρει μια μορφή ηθικής ανωτερότητας και βαθύτερης γνώσης. Αυτό οδηγεί στην ιδέα ότι ολόκληρο το νομικό μας σύστημα ή οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να κάνουν διακρίσεις με βάση τη φυλή, προκειμένου να διορθωθεί το παρελθόν και οι αδικίες του και να επιτευχθεί η πραγματική ισότητα.
Ονομάζω αυτό το σύνολο πεποιθήσεων νεορατσισμό, για τον απλούστατο λόγο ότι αντιστοιχούν ακριβώς στον ορισμό του ρατσισμού, όπως αυτός χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ όρισε τον ρατσισμό ως ένα δόγμα που βασίζεται στη έμφυτη κατωτερότητα των ανθρώπων. Θεωρούσε δεδομένο ότι τόσο οι μαύροι όσο και οι λευκοί μπορούσαν να είναι ρατσιστές και, περισσότερες από μία φορές στη ζωή του, είπε ότι η υπεροχή των μαύρων θα ήταν εξίσου κακή με την υπεροχή των λευκών. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας πολύ λογικός και σοφός ορισμός του ρατσισμού από κάποιον που γνώριζε το θέμα.
Είναι ρατσισμός όταν στρέφεται κατά των μαύρων, και είναι ρατσισμός όταν στρέφεται κατά των λευκών, και είναι επίσης ρατσισμός όταν στρέφεται κατά των Ασιατών, των ισπανόφωνων…
Όταν λοιπόν διαβάζεις το μπεστ σέλερ της Ρόμπιν Ντι Άντζελο, White Fragility, στο οποίο εξηγεί ότι προσπαθεί να είναι «λιγότερο λευκή», δηλαδή, σύμφωνα με την ίδια, λιγότερο αδαής, μου φαίνεται ότι πρόκειται για ένα τέλειο παράδειγμα ρατσισμού και αντιλευκών στερεοτύπων, που κανονικοποιούνται στο όνομα της καταπολέμησης του ρατσισμού.
Το βιβλίο μου αφορά ουσιαστικά μια θέληση να αποκαλούμε τα πράγματα με το όνομά τους και να λέμε: Συγγνώμη, είναι ρατσισμός όταν στρέφεται κατά των μαύρων και είναι ρατσισμός όταν στρέφεται κατά των λευκών και είναι επίσης ρατσισμός όταν στρέφεται κατά των Ασιατών, των ισπανόφωνων κ.ο.κ. Δεν μπορούμε να έχουμε δύο ή τρία διαφορετικά κριτήρια για τον δημόσιο διάλογο που αποδεχόμαστε. Πρέπει να είμαστε πιο συνεπείς, αν θέλουμε να ζούμε μαζί ως διαφορετικές φυλές και εθνότητες μέσα στο ίδιο έθνος.


Αμφισβητείτε ακόμη και τις κεντρικές θέσεις των αντιρατσιστικών πολιτικών, όπως αυτή του ρατσισμού που εκφράζεται μέσω της αστυνομικής βίας;
Οι καλύτερες μελέτες δείχνουν ότι οι αστυνομικοί έχουν μεγαλύτερη τάση να ελέγχουν και να κακομεταχειρίζονται τους μαύρους υπόπτους. Αλλά δεν είναι πιο πιθανό να πυροβολήσουν ή να σκοτώσουν μαύρους υπόπτους. Η κυρίαρχη αφήγηση, από το 2013 και μετά, που καθοδηγείται από κινήματα όπως το Black Lives Matter, είναι ψευδής σχεδόν από κάθε άποψη. Είναι ψευδές ότι η αστυνομία πυροβολεί και σκοτώνει περισσότερο μαύρους από ό,τι λευκούς. Αγνοεί τα πολλά τραγικά περιστατικά κατά τα οποία έχουν σκοτωθεί άοπλοι λευκοί ύποπτοι. Έτσι, το ζήτημα έχει χαρακτηριστεί ως φυλετικό πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πρόβλημα με την αστυνομία γενικά και τη βία της εγκληματικότητας, σε μια χώρα με κουλτούρα οπλοκατοχής και το γεγονός ότι οι αστυνομικοί δεν τιμωρούνται σχεδόν ποτέ. Το Black Lives Matter είχε δίκιο ως προς το τελευταίο, αλλά η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, η οποία ήταν η αφαίρεση αστυνομικών εξουσιών και κονδυλίων, οδήγησε σε μείωση των αστυνομικών δυνάμεων και ενθάρρυνε την εγκληματικότητα και τους εγκληματίες, ιδίως στις γειτονιές των μαύρων και των ισπανόφωνων.
Αυτό συνοψίζει λίγο πολύ τις άλλες πτυχές αυτού του λεγόμενου αντιρατσισμού: κάποια στοιχεία αλήθειας, αλλά αναμεμειγμένα με άκρως συναισθηματικές αντιδράσεις, για να υποστηρίξουν πολιτικές που καταλήγουν να κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι προστατεύουν.


Αυτά τα αντιρατσιστικά δόγματα έχουν πλέον θεσμοθετηθεί σε σχολεία, πανεπιστήμια και εταιρείες, διαμορφώνοντας αυτό που περιγράφετε ως βιομηχανία αντιρατσισμού. Είναι το φαινόμενο αναστρέψιμο;
Αυτός ο χώρος, που περιγράφεται ως DEI (diversity, equity and inclusion – Διαφορετικότητα, Ισοτιμία και Συμπεριληπτικότητα), γνώρισε μια επεκτατική έκρηξη κατά τα έτη 2020-2021. Έκτοτε παρατηρείται μια συρρίκνωση και μια αντιστροφή, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, κάτι που είναι θετικό. Η άνοδος του DEI ήταν σε μεγάλο βαθμό υπερβολική και η δράση του δεν ήταν ποτέ πολύ ξεκάθαρη. Αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μια σημαντική βιομηχανία που επιτρέπει σε ορισμένους ανθρώπους να κάνουν καριέρα βασισμένη στη λευκή ενοχή και να κερδίζουν πολλά χρήματα.
Δημόσιοι φορείς και δήμοι πληρώνουν ειδικούς σε θέματα αντιρατσισμού για να διδάσκουν ανοησίες στα παιδιά στα σχολεία – όπως είδαμε στο Σαν Φρανσίσκο με την οργάνωση που ονομάζεται Woke Kindergarten (νηπιαγωγεία αφυπνισμένων), η οποία διδάσκει σε παιδιά ηλικίας μόλις 5 ετών, που μόλις και μετά βίας μιλούν τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, πόσο σημαντικό είναι να σκέφτονται για τη φυλή τους. Ή στη Νέα Υόρκη, όπου ο διευθυντής εκπαίδευσης της πόλης, Ρίτσαρντ Καράνζα, διέθεσε περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση των σιωπηρών προκαταλήψεων και των φυλετικών διακρίσεων για τους δασκάλους των δημόσιων σχολείων της πόλης.
Η κατάρτισή τους υποστήριζε ότι η διδασκαλία που βασίζεται στον γραπτό λόγο και η αναζήτηση της αριστείας ήταν μέρος μιας κουλτούρας λευκής υπεροχής, υπονοώντας ότι τα μαύρα και ισπανόφωνα παιδιά δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις. Πρόκειται για μια δηλητηριώδη, φυλετικά εμμονική ιδεολογία του αισχίστου είδους. Υπάρχει αναμφίβολα μια καλή εκδοχή των πολιτικών του DEI που πρέπει να ενθαρρυνθεί, αλλά οι άλλες πρέπει να εξαφανιστούν, είτε στην κουλτούρα είτε στη νομοθεσία.


Υποστηρίζετε την «αχρωματοψία» ως εναλλακτική λύση: πώς ορίζετε αυτόν τον όρο;
Χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση για να περιγράψω την προσπάθεια να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τη φυλή τους, στην προσωπική μας ζωή και στις δημόσιες πολιτικές μας. Το γαλλικό σύστημα είναι πασίγνωστο για την υπεράσπιση της αχρωματοψίας και καταλαβαίνω ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί καν να ρωτήσει έναν πολίτη σε ποια φυλή ανήκει. Αλλά, στο αμερικανικό πλαίσιο, είμαστε τόσο συνηθισμένοι να σκεφτόμαστε με όρους φυλής που δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν το βλέπουμε και δεν πρέπει να προσποιούμαστε ότι το αγνοούμε.
Οι επικριτές της «αχρωματοψίας» καταγγέλλουν την πρακτική αυτή στην καλύτερη περίπτωση ως μια αφελή και ιδεαλιστική φιλοσοφία και στη χειρότερη ως σχεδιασμένη για να συγκαλύψει τη λευκή υπεροχή. Γι’ αυτό προσπάθησα να αποσαφηνίσω τι πραγματικά είναι αυτή η «αδιαφορία για τα χρώματα». Δεν έχει να κάνει με το να προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε τον ρατσισμό, αλλά με το να αποφασίσουμε αν αυτός είναι λόγος να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους διαφορετικά ή όχι. Το επιχείρημά μου είναι ότι, αν απαντάτε όχι σε αυτή τη δεύτερη ερώτηση, τότε είστε υπέρ αυτής της «αχρωματοψίας».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ