του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη που κυκλοφορεί (φ. 81)
«Τι ωραίο πράγμα δυο άνθρωποι που αγαπιούνται!» Ιδού η καρδιά της καινούργιας ταινίας του Άκι Καουρισμάκι, που απ’ τη Φινλανδία, την πατρίδα του, πέρασε απέναντι, στη βόρειο ακτή της Γαλλίας, όπου και το πολυσύχναστο λιμάνι της Χάβρης.
Και όταν οι άνθρωποι αγαπιούνται, τα πάντα συνωμοτούν για να τους βοηθήσουν. Μέχρι και θαύματα γίνονται! Αλλά δύο θαυμαστικά στη σειρά; Πολύ δεν πάει; Ο Καουρισμάκι, ναι, μας έκανε να τον θαυμάσουμε για την εμμονή του στους ανθρώπους, που τους αγαπά απεριόριστα, και για τον παλιομοδίτικο ανθρωπισμό του, μέσα σε μια πλημυρίδα μηδενισμού της μόδας.
Ο Μαρσέλ Μαρξ είναι ένας ηλικιωμένος ατόφιος μποέμ, συγγραφέας κάποτε στο Παρίσι, ο οποίος σήμερα ζει στη Χάβρη, με τη γυναίκα του Αρλετί, και κερδίζει τα προς το ζειν ως λούστρος. Γνωστός τζαμπατζής στα μαγαζάκια της γειτονιάς, «έχει ένα χρέος όσο του Κογκό», αλλά ζει ανεπηρέαστος από την κρίση. Φίλος του, λούστρος κι αυτός, ο Τσαγκ, από το Βιετνάμ, που το ονομά του δεν είναι Τσαγκ, καθώς κυκλοφορεί για χρόνια χωρίς χαρτιά, με την ταυτότητα κάποιου άλλου. Ο Ιντρισά πάλι είναι ένα μικρό αγόρι από την Αφρική, που τον «ξεβράζει» η θάλασσα μέσα σ’ ένα κοντέινερ. Ο μικρός είναι ο μόνος που διέφυγε τη σύλληψη, απ’ όσους ταξίδευαν προς Λονδίνο μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο, όταν το πλοίο τους άδειασε στη Χάβρη. Η αστυνομία τον κυνηγά κι εκείνος θέλει να περάσει απέναντι, στις βρετανικές ακτές, για να βρει τη μητέρα του. Ο Μαρσέλ θα τον κρύψει και θα τον βοηθήσει ξοδεύοντας όλες του της οικονομίες, την ίδια στιγμή που η γυναίκα του, η Αρλετί νοσηλεύεται με καρκίνο. Μια πράγματι «ουράνια» συνωμοσία θα αποδώσει στον Μαρσέλ τον «μισθό» των πράξεών του κι όλοι στο τέλος θα σωθούν. Απλοϊκές, ρομαντικές χαζομάρες, ίσως σκεφτείτε. Κι όμως όχι.
Μέσα σ’ ένα κλίμα παλαιοροκάδικου καθαρού ανθρωπισμού, ο Καουρισμάκι καταγράφει τη λιτή αυτή ιστορία των καθημερινών πρωταγωνιστών του χωρίς στήσιμο και δίχως περιστοφές. Σχεδόν με ευαγγελική απλότητα. «Η δουλειά μας [λούστροι δηλαδή] είναι κοντά στην αληθινή ζωή, όπως των ποιμένων. Είναι οι μόνοι που κατάλαβαν την Επί του Όρους ομιλία», λέει κάποια στιγμή ο Μαρσέλ στον μικρό Ιντρισά, τον προστατευόμενό του. «Πτωχοί τω πνεύματι» τω όντι όλοι οι ήρωές του, μέχρι κι ο επικεφαλής αστυνομικός της δίωξης. Στο περιθώριο της σύγχρονης τρέλλας που ονομάζουμε ζωή, ζουν «κοντά στην αληθινή ζωή», στον αντίποδα του μηχανοποιημένου μετανθρώπου της κατανάλωσης, της πόζας, του ολοστρόγγυλου μηδενός.
Κοντά σ’ έναν κινηματογράφο κλασικό, που τον έχουμε σχεδόν ξεχάσει από τη δεκαετία του 1930, με πλάνα «αμερικάνικα», που χωρούν όλη τη σωματικότητα των ανθρώπων, χωρίς τα πολύ κοντινά της επιτηδευμένης λατρείας των σταρ, όλοι μας γίνονται οικείοι. Σαν ένα οικογενειακό άλμπουμ με πρόσφατες φωτογραφίες. Με αρκετές δόσεις χιούμορ, μ’ ένα σενάριο μινιμαλιστικό, χωρίς εξωπραγματικά ευρήματα, ο Καουρισμάκι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νεορρεαλιστής. Μόνο που το στυλιζάρισμά του, τόσο που μόλις να τα διαπερνά όλα μια εικονογραφική πατίνα, του δίνει περισσότερο έναν αέρα ποιητικού υπέρλογου ρεαλισμού, κοντινού στην κωμωδία του Ζακ Τατί ή του Μπάστερ Κήτον, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί.
Ο Αντρέ Βιλμς είναι ένας υπέροχος Μαρσέλ Μαρξ, πολύ καλοί και όλοι οι υπόλοιποι: η Κάτι Ουτίνεν στο ρόλο της Αρλετί, ο Μπλοντίν Μιγκέλ σαν Ιντρισά –μια υπέροχη, αρχαία φιγούρα, όπως και ο παππούς του–, ο Κουόκ Ντανγκ Νγκουέν σαν Τσαγκ κινούνται με φυσικότητα μέσα σε μια πραγματικότητα, που μοιάζει με θαύμα, καθοδηγούμενοι από έναν θαυματοποιό σκηνοθέτη. Η φωτογραφία είναι κι αυτή κλασική, καθαρή, με φωτισμούς που θυμίζουν την παλιά εβδομαδιαία φωτογραφία, η δε μουσική κι αυτή στο χρώμα του μεσοπολέμου. Θά ’λεγε κανείς ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τη Χάβρη του 2011, μα με μια κωμόπολη κάπου στην επαρχία, ανέπαφη από τις σημερινές ταραχές της κρίσης. Σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, πλην όμως ζωγραφισμένο μ’ έναν λεπτοδουλεμένο ρεαλισμό της πιο απτής πραγματικότητας, των ανθρώπων δηλαδή, ο μικρόκοσμος του λιμανιού της Χάβρης, ένας κόσμος ηλικιωμένων παιδιών, μοιάζει μ’ έναν παράδεισο αφημένον κάπου στη γη, μιαν Εδέμ δυτικά του κατοικημένου κόσμου, όπου οι αντιφάσεις της ιστορίας και της ανθρωπότητας δεν λύνονται. Μένουν ένα αιώνιο αίνιγμα, στο οποίο κάποτε αντηχεί η λύση, η αγάπη.
Σ’ έναν χειμώνα βαρύ απ’ τα σύννεφα των λυπηρών, βαρύ από το νείκος της πλεονεξίας ενός ανθρωποβόρου συστήματος, η φιλότητα του Καουρισμάκι είναι ένα καλοκαιρινό ξέφωτο ανέφελης ανθρωπιάς. Είναι σίγουρο ότι η ταινία θα αγαπηθεί, όπως αγαπήθηκε ήδη, απ’ όταν προβλήθηκε στο 64ο Φεστιβάλ των Καννών, μαγεύοντας κοινό και κριτικούς. Εάν ο κινηματογράφος, η τέχνη ευρύτερα, μπορούν να πουν κάτι σήμερα, ο τρόπος του Καουρισμάκι είναι ο πιο γοητευτικός.
Αφού είναι, «ωραίο πράγμα δυο άνθρωποι που αγαπιούνται, γιατί θα πρέπει η κοινωνία να τους υπαγορεύει τι είναι σωστό και τι λάθος;» Από τα Οπωροφόρα της Αθήνας, του Παναγιωτόπουλου, είχαμε να δούμε μιαν τόσο αισιόδοξη ταινία.