Αρχική » Νέα κυκλοφορία: Βόνιτσα 1700-1800, ιστορικά κείμενα

Νέα κυκλοφορία: Βόνιτσα 1700-1800, ιστορικά κείμενα

από admin

Νικόλας Βερνίκος, Βόνιτσα 1700-1800, ιστορικά κείμενα

Έτος Έκδοσης: 2012

Σελ. 558

Πρoλογος του συγγραφέα

Η χιλιόχρονη και πλέον ιστορία της Βόνιτσας μας κληροδότησε το κάστρο, λαμπρό μνημείο πολεμικής αρχιτεκτονικής και διάφορα άλλα διάσπαρτα αρχαιολογικά ίχνη ενός ελληνο-ρωμαϊκού παρελθόντος που σηματοδότησαν οι δύο πόλεις του Θυρρείου και του Ανακτορίου και οι μνήμες της μάχης του Ακτίου.
Τις πρώτες μαρτυρίες για την Βόνιτσα μας τις έδωσε η εκκλησιαστική ιστορία, καθώς η πόλη μας είχε συνδεθεί μέσα στους αιώνες με την επισκοπή Ναυπάκτου και Άρτας.
Η επισκοπή Βονδίτζης, σύμφωνα με τα «Τακτικά» του Λέοντος Στ΄ του Σοφού (886-912), του Πατριάρχου Νικολάου Μυστικού (901-907) και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (912-959), υπάγονταν στη νέα, τότε, μητρόπολη Ναυπάκτου που είχε στη δικαιοδοσία της ολόκληρη τη Δυτική Ελλάδα1, η οποία είχε περάσει πια στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης.
Μια άλλη πρώιμη αναφορά χρονολογείται από το 1213-1214 όταν ο Μιχαήλ Δούκας αποκατέστησε την ορθόδοξη επισκοπή στο Δυρράχιο, διώχνοντας τον λατίνο επίσκοπο και εγκαθιστώντας αρχιεπίσκοπο τον Δοκειανό. Όπως παρατηρεί ο Ducelier την κίνηση αυτή ανέχθηκε αρχικά το Πατριαρχείο που είχε τότε μεταφερθεί στη Νίκαια και ο πατριάρχης Μανουήλ Σαραντινός2 έστειλε στη Βόνιτσα πατριαρχικό έπαρχο για να αναγνωρίσει τους επισκόπους της Ηπείρου και Αλβανίας, θέτοντας σαν όρο, ότι στο μέλλον όφειλαν να απευθύνονται στον Κωνσταντινουπόλεως (και στον αυτοκράτορα στη Νίκαια) για τις εκλογές και χειροτονίες τους.
Η αναφορά αυτή στη Βόνιτσα, είναι ενδιαφέρουσα, επειδή αποτελεί ένδειξη ότι στην πολιτική και θρησκευτική διαμάχη που θα ακολουθήσει (το 1220-1222) η επισκοπή Ναυπάκτου και διά μέσου αυτής η Βόνιτσα, χρησιμοποιήθηκαν από την Νίκαια σαν αντίβαρο στην επέκταση της ισχύος του δεσποτάτου της Ηπείρου. Πρόσθετη ένδειξη των πολιτικών ζυμώσεων αυτών είναι η πληροφορία ότι ο πατριάρχης Σαραντινός έστειλε, τον Φεβρουάριο του 1222, επιστολή στον μητροπολίτη Ναυπάκτου με μολυβδόβουλλο πάνω στο οποίο έγραψε «Οικουμενικός Πατριάρχης», κάτι που κανείς ιεράρχης δεν είχε τολμήσει να κάνει. Εκείνη την εποχή ο «Βουλγαρίας» Δημήτριος Χωματιανός (1217-1235) διεκδικούσε το προνόμια που του έδινε η νεαρά ρλα΄, η οποία αναγόρευε αυτοκέφαλη την αρχιεπισκοπή της Πρώτης Ιουστινιανής (Αχρίδα) και έστεφε το 1224 αυτοκράτορα στην Θεσσαλονίκη τον Θεόδωρο Άγγελο (Δούκα Κομνηνό)3.
Σε ότι αφορά την Βόνιτσα, οι εκκλησιαστικές αυτές, κινήσεις αναδεικνύουν την στρατηγική θέση μιας οχυράς πόλης που βρισκόταν στο μέσο περίπου της παράκτιας ζώνης Δυρράχιο-Μεθώνης, στο ύψος του 39ου παράλληλου.
Στο βαθμό που, μετά το 1204, το διακυβευόμενο των φεουδαλικών πολέμων ήταν ο έλεγχος της χέρσου Δυτικής Ελλάδος και του θέματος του Δυρραχίου, η Βόνιτσα αποκτά μια κομβική στρατιωτική σημασία και για τους ερχόμενους από τη Δύση, εισβολείς, όπως και για τους Τόκους της Κεφαλλονιάς. Όταν αργότερα επεβλήθη στον ελληνικό χώρο η Βενετία, τα στρατηγικά επίκεντρα μετατέθηκαν στα Επτάνησα, στην Αγία Μαύρα και σε επιλεγμένες παραλιακές θέσεις της Πελοποννήσου, ενώ στην οθωμανική πια Ήπειρο διατήρησε την οικονομική αλλά και την εκκλησιαστική της σημασία η πόλη της Άρτας.
Στους επισκοπικούς καταλόγους βλέπουμε ότι, πριν από τον Ιγνάτιο Άρτης (1794-1805), διετέλεσαν μητροπολίτες στην εκκλησιαστικό κέντρο του Αμβρακικού ο αριστοτελικός φιλόσοφος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1640-41) και ο Μελέτιος Μήτρος (1692-97). Στην εκκλησιαστική αυτή περιφέρεια υπαγόταν από νωρίς και η σημαντική για την βονιτσάνικη ιστορία, μονή Μυρταρίου (της Αγίας Παρασκευής) μετόχι της μονής Παναγίας της Κορακονησίας.
Η σημερινή όμως Βόνιτσα, είναι σε μεγάλο βαθμό η συνέχεια μιας ιδιαίτερης περιόδου, εκείνης της βενετοκρατίας στη διάρκεια της οποίας, μαζί με την αντικρινή Πρέβεζα, ο τόπος ζούσε ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς και σε δύο κόσμους: στους ρυθμούς της Οθωμανικής ενδοχώρας και σ’ εκείνους του Βενετικού Λεβάντε. Κρατώντας τον Αμβρακικό και προστατεύοντας στρατηγικά την Λευκάδα, οι δύο πόλεις αποτελούσαν εκείνο που οι Βενετοί αποκαλούσαν μια Terra Ferma, την απέναντι στεριά του «κοντινέντε» και που είναι το τοπωνύμιο που δόθηκε στη Ρούμελη με το όνομα «Στερεά» Ελλάδα.
Στις σελίδες που ακολουθούν, θα ξεκινήσουμε με μια πολύ σύντομη αναφορά στο Μεσαιωνικό παρελθόν της Βόνιτσας. Στα χρόνια που Βυζαντινοί και Φράγκοι δεσπότες μοιράζονταν την εξουσία στα μέρη της Δυτικής Ελλάδας. Οι εξοντωτικοί τους τοπικοί πόλεμοι διευκόλυναν την Οθωμανική κατάκτηση, όπως είχε γίνει κάποτε και στην ελληνιστική εποχή των Διαδόχων, με τους Ρωμαίους.
Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την ιστορία της εποχής της Βενετοκρατίας – στην οποία θα επικεντρωθούμε – και της πρώτης εικοσαετίας του 19ου αιώνα που ακολούθησε τη δημιουργία της Επτανήσου πολιτείας και του ημιαυτόνομου καθεστώτος των τριών πόλεων Πρέβεζας, Βόνιτσας και Πάργας.
Θα κλείσουμε το οδοιπορικό μας στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Τα γεγονότα του Αγώνα στη Δυτική Ελλάδα, όπως και η τελική πολιορκία και απελευθέρωση της Βόνιτσας είναι καλά μελετημένα, δεν κρίναμε απαραίτητο να τα αναπτύξουμε και εμείς και θα περιοριστούμε στην αναζήτηση μερικών στοιχείων που να αναφέρονται στην ιστορική συνέχεια της βονιτσάνικης κοινωνίας που σε σημαντικό βαθμό είχε διασκορπίσει το πέρασμα του Αλή πασά και τα τουρκικά αντίποινα κατά των επαναστατημένων αρματολών της Ακαρνανίας.
Η μελέτη και ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών μιας πόλης και της τοπικής κοινωνίας που την κατοικούσε είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο θέμα για τον μελετητή της ιστορίας. Αυτός καλείται, ουσιαστικά, να εισχωρήσει στην καθημερινή ζωή και στην κοινωνική νοοτροπία, αναζητώντας τα στοιχεία εκείνα που επιτρέπουν την ενίσχυση της ιστορικής μνήμης των σημερινών κατοίκων και της νέας γενιάς που θα κληθεί να την αξιοποιήσει. Παράλληλα, η ιστορία του παρελθόντος χρόνου μας, περιέχει τα στοιχεία εκείνα που μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τον καθοριστικό ρόλο της διεθνούς συγκυρίας, των πολέμων και της διακίνησης των καινοτόμων ριζοσπαστικών ιδεολογιών. Κοινότητες τοποθετημένες στα σταυροδρόμια των διεθνών εξελίξεων, όπως ήταν εκείνες των πόλεων του Αμβρακικού, αποκτούν συνήθως και ιδιαίτερες ικανότητας προσαρμογής για να επιβιώσουν, παραμένουν όμως και συνεχώς εκτεθειμένες σε λεηλασίες και ξεριζωμούς.
Στην προσπάθεια, αυτή, κατανόησης της τοπικής ιστορίας μεγάλη αξία έχει η γνώση και ο εντοπισμός των τοπωνυμίων – που συχνά επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Τα τοπωνύμια συνδέονται με ιδιοκτησίες, καλλιέργειες, νερά και δάση˙ είναι δε μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας των κατοίκων. Έχουμε, με τον τρόπο αυτό, μια πρώτη εικόνα του τόπου, την οποία έρχεται να συμπληρώσει η ανθρώπινη παρουσία, με τους ονομαστικούς καταλόγους των Bονιτσάνων της περιόδου 1717-1817 που είναι καταγεγραμμένοι στις γραπτές πηγές που διαθέτουμε.
Η διακυβέρνηση της Γαληνοτάτης με την εγκατάσταση εποίκων, την παραχώρηση γης και κτισμάτων, όπως και με τις συστηματικές επισκευές των οχυρώσεων του κάστρου, ήταν διαχρονικά καθοριστική. Έτσι, μετά το 1800, όταν με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως η Ρωσία εκχώρησε τα βενετικά ηπειρωτικά προγεφυρώματα στον σουλτάνο, η ζωή συνέχισε να ρέει στους ρυθμούς των παλιών θεσμών παρ’ όλη την ασφυκτική παρουσία του Αλή Πασά και τις συνεχείς εναλλαγές του ευρωπαϊκού γεωπολιτικού σκηνικού.
Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι στη διάρκεια μιας σύντομης και ιδιότυπης γαλλικής κατοχής, η Βόνιτσα μαζί με την Πρέβεζα έγιναν τμήματα της Γαλλικής επικράτειας και οι κάτοικοί τους πολίτες της γαλλικής Δημοκρατίας. Σ’ αυτό οφείλεται και η εκτεταμένη γαλλική βιβλιογραφία για την περιοχή του Αμβρακικού και του Ξηρόμερου, την όποια έσπευσαν να ελέγξουν και να αναπαράγουν οι Άγγλοι ταξιδιώτες όντας και αυτοί στην υπηρεσία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τους. Ελάχιστο πάντως είναι το αρχειακό υλικό που σώθηκε από την πρώτη γαλλική νομαρχιακή διακυβέρνηση του 1798, στο Παρίσι τουλάχιστον4.
Ήδη από την εποχή της γαλλικής επανάστασης και μέχρι την αυγή της ελληνικής παλιγγενεσίας καθοριστικός θα είναι και για την ιστορία της Βόνιτσας ο παράγοντας Αλή Πασάς.
Πέρα από τις άμεσες παρεμβάσεις του βεζύρη στα εσωτερικά των δύο προνομιακά αυτοδιοικούμενων πόλεων Πρέβεζας και Βόνιτσας, τα «ιμλακί χουμαγιουνίν» της Ρωσο-Οθωμανικής συνθήκης του 1800 και στην τελική ανάληψη της διακυβέρνησής τους μέσω τοπαρχών που εκείνος διόριζε, ουσιαστικές ήταν και οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα της Βόνιτσας και της εξωτερικής πολιτικής του Αλή. Από τα κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας φαίνεται καθαρά ότι στόχος του πασά των Ιωαννίνων ήταν να πετύχει μια όλο και ευρύτερη τοπική αυτονομία σε ένα γεωγραφικό χώρο που προσπαθούσε να τον επεκτείνει στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος και της Νότιας-Αλβανίας.
Ο Τεπελενλής ήξερε, όμως, να αξιολογεί τους ευρωπαϊκούς γεωστρατηγικούς συσχετισμούς δυνάμεων και τις συνεχείς αναθεωρήσεις των γεωπολιτικών τους στόχων. Παράλληλα, είχε ένα μόνιμο οικονομικό πρόβλημα την ώρα που έπρεπε να αντιμετωπίσει την εσωτερική αναρχία, των κάθε είδους τοπαρχών, μπέηδων, αρματολών και αυτονομημένων κοινοτήτων, με χρηματικές δωροδοκίες, όπλα και μισθοφόρους.
Γεωπολιτικά το πασαλίκι των Ιωαννίνων συνόρευε πρακτικά με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αρχικά στα σύνορα αυτά, ο Αλή, βρήκε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας η οποία μετά τις πολεμικές επιχειρήσεις των ετών 1716-1717, ακολούθησε μεν μια πολιτική ένοπλης ουδετερότητας κλείδωσε όμως όλες τις θαλάσσιες διεξόδους του Ιονίου και της Αδριατικής. Σημαντικό ρόλο για τον άμεσο έλεγχο της ναυσιπλοΐας σε όλα τα στενά που χώρισαν τα νησιά από τη στεριά έπαιζε η «τετράπολη» Βόνιτσα-Πρέβεζα-Πάργα-Βουθρωτό, όπως και η δυνατότητα βενετικής επικυριαρχίας πάνω στις ναυτικές διεξόδους από τις διάφορες παραλιακές σκάλες (από το Δραγαμέστι κοντά στις εκβολές του Αχελώου ως το Πόρτο Παλέρμο στη Χειμάρρα). Ταυτόχρονα, οι Βενετοί προβλεπτές (πρεβεδούροι) υπέθαλπαν και χρηματοδοτούσαν κάθε τοπάρχη και κάθε απείθαρχο αντίπαλο του πασαλικιού των Ιωαννίνων και πρώτα απ’ όλα τους Σουλιώτες, τους Χειμαρριώτες και τους αγάδες της Θεσπρωτίας και του Δέλβινου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μετά το 1754 και μέχρι το 1783 λειτούργησε στρατιωτική σχολή στην Κέρκυρα και ότι στο Ιόνιο ήταν συγκεντρωμένος το 40% των περιορισμένων αριθμητικά βενετικών δυνάμεων5.
Τους Βενετούς ακολούθησαν οι Γάλλοι το 1797. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο Αλή διαπίστωσε ότι στο Παρίσι το Διευθυντήριο δεν είχε υποδεχθεί με ιδιαίτερη θέρμη την ενσωμάτωση της Επτανήσου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η «δημοκρατική» διοίκηση των νησιών να έχει αφεθεί χωρίς πολιτικές κατευθύνσεις και με ελάχιστη οικονομική ενίσχυση από το κέντρο, παρ’ όλες τις προσπάθειες των κομισαρίων νομαρχών6. Ο πασάς εκμεταλλεύτηκε τότε την πολιτική συγκυρία της ρωσο-οθωμανικής συνεργασίας και την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, για να καταλάβει στρατιωτικά την Πρέβεζα. γεγονός που αυτόματα συμπαρέσυρε και την Βόνιτσα.
Πάνω στον χρόνο, η αλλαγή συμμαχιών έφερε Ρώσους και Οθωμανούς στα Επτάνησα, με τους ναυάρχους Ουσακόφ και τον Καντήρ μπέη στο Ιόνιο και στην Κέρκυρα. Ήλπισε, τότε ο Αλή Πασάς ότι θα μπορούσε να πάρει και την Πάργα, απελευθερώνοντας τα παράλια του και αποκόβοντας τους εσωτερικούς του αντιπάλους στο Σούλι, στη Θεσπρωτία και στη Νότιο Αλβανία από τις ενισχύσεις που λάμβαναν από τα Επτάνησα. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι ο Αλή, το 1791, είχε πλησιάσει τους Ρώσους απεσταλμένους προτείνοντας να στηρίξει τη Ρωσία, δημιουργώντας αντιπερισπασμό στην Πύλη, αν η Πετρούπολη εξασφάλιζε την αυτονομία του7. Ήταν οι πρώτες του βολιδοσκοπήσεις των γεωπολιτικών προθέσεων των Δυνάμεων8, που ήταν σε γνώση των Ελλήνων προεστών. Θα ακολουθήσουν ανάλογες προτάσεις συμμαχίας προς τον Ναπολέοντα και προς τους Βρετανούς, για να διαπιστώσει την περιθωριακή θέση που είχε ο ελλαδικός χώρος στην γεωπολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Νέα διεθνή δεδομένα δημιουργούνται, για τον Αλή, το 1800. Ανακηρύσσεται η Ιόνιος Πολιτεία υπό ρωσική επικυριαρχία και εγκαθίσταται εκεί ρωσικός στρατός να την προστατεύει. Δίνονται όμως επίσημα τα βενετικά ηπειρωτικά προγεφυρώματα στο Οθωμανικό κράτος υπό το καθεστώς ειδικών κτήσεων της αυτοκρατορίας (ιμλακί χουμαγιουνίν). Το διεθνώς κατοχυρωμένο αυτό καθεστώς προέβλεπε διοικητική, νομοθετική, δικαστική και θρησκευτική αυτονομία, με διατήρηση του ισχύοντος βενετικού δικαίου και την αναγνώριση των περιουσιακών τίτλων και οικονομικών σχέσεων της εποχής του τέως βενετικού κράτους (εξ βένετου στάτου).
Όνειρο του Αλή πασά στάθηκε, όπως είπαμε, ο έλεγχος όλων των ακτών, η απελευθέρωση της πρόσβασης στη θάλασσα και η δυνατότητα απόκτησης μιας, μικρής έστω, ναυτικής δύναμης που είχε αρχίσει να δημιουργεί το 1795. Αυτό έμοιαζε άλλωστε να είναι μια από τις προϋποθέσεις που θα του επέτρεπαν την σταδιακή αποκοπή από την Οθωμανική Πύλη. Θα το δοκιμάσει δυναμικά αψιμαχώντας με τους Ρώσους, χωρίς επιτυχία. Θα το ζητήσει από την Αγγλία μέσω του Ληκ, όταν οι Γάλλοι αυτοκρατορικοί επιστρέφουν στα Ιόνια το 1807 και τελικά θα αρκεστεί στην εξαγορά της Πάργας από την θαλασσοκράτορα Βρετανική αυτοκρατορία όταν αυτή, μόνιμα πια, κατέλαβε τα Ιόνια και το Λονδίνο βρέθηκε σε οικονομική στενότητα.
Τα κείμενα που ακολουθούν μας δίνουν πληροφορίες αποτυπώνοντας στιγμιότυπα του τρόπου με τον οποίο κυλούσε η καθημερινότητα μέσα στα «όρια» της Linea di Vonizza, μέχρις εκεί που τελείωναν τα χωράφια της Βόνιτσας και είχαν τοποθετηθεί τα σύνορα της Βενετιάς. Πίσω από τα σημάδια των ορίων άρχιζε ο τόπος του Μοναστηρακιού, της Πούντας και του τούρκικου Ξηρόμερου που δεν φαίνεται να ήσαν ιδιαίτερα στεγανά. Ξέρουμε ότι μερικές φορές γίνονταν συμπλοκές και πέφταν ντουφεκιές. Όμως δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε από τους Οθωμανούς η τακτική της καταδίωξης πέρα από τα σύνορα, ακόμα και όταν κλέφτες εύρισκαν εκεί καταφύγιο, για να διαφύγουν στη συνέχεια προς την Αγία Μαύρα. Ακόμα και στα χρόνια που ακολούθησαν το 1806, όταν ο Αλή Πασάς πήρε πια στα χέρια του τη διακυβέρνηση (και τη φορολόγηση) της Βόνιτσας, διαπιστώνουμε ότι πολλά πράγματα συνέχισαν να κυλάνε όπως πρώτα.
Πίσω από τις πολεμικές επιχειρήσεις και την αναζήτηση ισορροπιών ανάμεσα στις πολιτικο-στρατιωτικές βλέψεις του Αλή πασά, τις ενέργειες κλεφτών και αρματολών, τις αυθαιρεσίες όλων εκείνων που συγκέντρωναν φόρους, ή επέβαλλαν αγγαρείες, αλλά και τις αντιπαλότητες των προεστών, μπέηδων και μπουλουκμπασίδων, υπήρχε πάντα μια καθημερινότητα των «έργων και των ημερών» της ζωής των ανθρώπων η οποία αποτυπώνεται στην πληθώρα των γραπτών νομικών πράξεων, δηλώσεων και ανακοινώσεων που κατέγραφαν οι νοτάριοι και περιέγραφαν στην αλληλογραφία τους και στις αναφορές τους όσοι «ήξεραν να γράφουν».
Στις σελίδες που ακολουθούν, βασιζόμενοι κυρίως στις συμβολαιογραφικές (νοταριακές) πράξεις που είναι γραμμένες στα 170 φύλλα του βιβλίου (λίμπρου) του Πέτρου Τσιγαρίδη, επιλέξαμε να προσθέσουμε και διάφορα αλλά πρωτογενή ντοκουμέντα ακολουθώντας – ειδησεογραφικά – τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Αυτό το κάνουμε επειδή οι τοπικές κοινωνίες και ειδικά οι συνοριακές, πάντα παρακολουθούν τα όσα συμβαίνουν στους ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους με τους οποίους βρίσκονται σε επαφή και επικοινωνούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα που ο Βοναπάρτης εισέβαλλε στη Βόρεια Ιταλία, ο Νικολός Χαλικιόπουλος υπέγραφε δήλωση προσφερόμενος εθελοντικά να πάει να πολεμήσει για την Βενετία συνοδευόμενος από 500 άλλους Βονιτσάνους.
Εκτός από τα καθ’ εαυτό έγγραφα της Βόνιτσας (που θα άξιζε να μεταγραφούν και να δημοσιευτούν στο σύνολο τους), χρησιμοποιούμε τα δημοσιευμένα Αρχεία του Αλή Πασά (Β. Παναγιωτόπουλος, κ.ά., 2007), ένα τμήμα από αδημοσίευτα γαλλικά αρχεία για τα Ιόνια, που περιλαμβάνουν και μέρος μιας εκτεταμένης αλληλογραφία του Πουκεβίλ, μερικές αναφορές του Ολλανδού προξένου της Ζακύνθου9, πληροφορίες από τα αρχεία της Βενετίας (ASVe) και στοιχεία από τα έγγραφα του αρχείου της Μητροπόλεως στην Πρέβεζα. Προσπαθήσαμε, επίσης, να αξιοποιήσουμε για την κατανόηση της αλληλουχίας των γεγονότων και τις διάφορες άλλες ιστορικές αναφορές που κατά καιρούς τυπώθηκαν στα περιοδικά της Ηπείρου ή που βρίσκονται στις πολύτιμες εργασίες των συντελεστών του Ιδρύματος Άκτια Νικόπολης.
Χάρη στις ψηφιακές βιβλιοθήκες μπορέσαμε, τέλος, να ανατρέξουμε στις σελίδες αρκετών, λιγότερο γνωστών, βιβλίων που κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη λίγα χρόνια μετά από τα γεγονότα και συχνά πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση. Σε πολλά από τα βιβλία αυτά βρίσκουμε μικρά σημειώματα για τη Βόνιτσα που είναι επαναλήψεις ή συνοπτικές σημειώσεις παρμένες από κείμενα γνωστών ταξιδιωτικών έργων. Αυτό όμως μας δείχνει ότι ήταν πάντα ευρύτερα γνωστός ο ιδιότυπος συνοριακός ρόλος, ενός μικρού τόπου που έπαιξε κάποτε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας της Ρώμης, της Ευρώπης και της Μεσογείου, μια και εκεί κοντά διεξήχθησαν οι ναυμαχίες του Ακτίου και της Ναυπάκτου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, την προσπάθεια μας στήριξαν, συμπληρώνοντας και ελέγχοντας πολλά της μέρη οι ίδιοι οι Βονιτσάνοι του πολιτιστικού συλλόγου «Αμφικτιονία Ακαρνάνων» και ειδικότερα οι κύριοι Στέλιος Ντίνος και Παντελής Σουρτζής.

Περισσότερα για το βιβλίο διαβάστε εδώ

Παραπομπές

1. Με την Βόνιτσα υπήχθησαν στην Ναύπακτο και οι επισκοπές Αετού και Αχελώου της Ακαρνανίας, ενώ η δικαιοδοσία του Ναυπάκτου κάλυψε όλη την εκκλησιαστική περιοχή της Νικοπόλεως, μέχρι την Χειμάρρα. Βλ. Αρχιμ. Ειρηναίου Κουτσογιάννη, Συνοπτική Εκκλησιαστική Ιστορία της Ναυπάκτου. http://www.parembasis.gr/1998/98_02_18.htm

2.  Ο λεγόμενος Χαριτόπουλος (1215-1222), βλ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, 275.

3.  Βλ. Βερνίκος Ν. και Δασκαλοπούλου Σ., Γενεαλογία και Ιδεολογία, Αθήνα, Έλλην, 2007, σελ.63-67 και 59 και βιβλιογραφικές παραπομπές.

4.  Γραφειοκρατικοί φραγμοί δυσκόλεψαν την περαιτέρω αναζήτηση στοιχείων στο Ιστορικό Αρχείο της Λευκάδας, που κάποτε ο αείμνηστος Νώντας Βαγενάς διατηρούσε απλόχερα προσβάσιμο σε μια ολόκληρη γενιά ερευνητών.

5.  Πηλείδης Γεώργιος, «Η ίδρυση και λειτουργία στρατιωτικής σχόλης στην Κέρκυρα (1754)», Στ΄Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο Ζάκυνθος 23-27 Σεπτ. 1997, Αθήνα 2002, τόμ. 3ος σελ. 127-135. Στους διάφορους βενετικούς λόχους στρατολογούντο άλλωστε Έλληνες, Χειμαριώτες, Λεβέντες, κ.τ.λ. (σ. 132-33) Αναφέρεται ότι στο σώμα της Κερκύρας χρημάτισε αρχηγός ο Δράκος Γρίβας, πριν αναλάβει το αρματολίκι Λούρου και Βονίτσης (Στ. Ντίνος)

6.  Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του νομάρχη της Ζακύνθου (γαλλικός νομός Αιγαίου), βλ. Βερνίκος Νικόλας, «Ο νομός του Αιγαίου πελάγους: αναφορές και επιστολές του πολίτη Rulhière Γάλλου ‘νομάρχη’ του Αιγαίου του έτους 1798», Α΄ Διεθνές Συνέδριο Κυθηραϊκών Μελετών 20-24 Σεπτ. 2000, Κύθηρα 2003, τόμ. 2ος, σελ. 153-213.

7. Λεπτομέρειες μας δίνει ο Γκριγκόρι Λ. Αρς, Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ΄και στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα, σελ. 163-164.

8.  Στην Ευρώπη οι Δυνάμεις, με δυνατότητες υπερπόντιων εκστρατειών, ήταν η Αγγλία, η Ρωσία, η Γαλλία και η Αυστρο-Ουγγαρία. Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν και η Οθωμανική αυτοκρατορία στο βαθμό που μπορούσε να φυλάει τα ανατολικά της όρια και να ελέγχει έμμεσα την Βόρεια Αφρική.

9.  Αρχεία που μας έδωσε Slot, ο έξοχος αυτός μελετητής της σύγχρονης ιστορίας μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ