Της Σύνταξης
Το 1922 αποτελεί μια τομή χωρίς ιστορικό προηγούμενο. την τραγική ολοκλήρωση τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρόνων ιστορίας. Έλαβε τέλος μια διαδρομή, εξέλιπε οριστικά μια συγκεκριμένη μορφή του ελληνισμού, αν με αυτή τη λέξη ορίζουμε τον ιδιαίτερο ρόλο και την παρουσία των Eλλήνων –ως διακριτού πολιτισμού– στη Μεσόγειο, το Αιγαίο, τη Μαύρη Θάλασσα που με αμπώτιδες και παλίρροιες συνεχίστηκε τρεισήμισι ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Εκείνον τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνισμός μπήκε στη θανάσιμη αγωνία του.
Έκτοτε ανοίγει μια νέα ιστορική περίοδος κατά την οποία οι ελλαδικοί Έλληνες –για να ακολουθήσουν και οι Κύπριοι– αναζητούν την επιβίωσή τους ως τμήματα άλλων πολιτισμών και ενοτήτων. Ο ελληνισμός, ως ένας διαφορετικός και πρωτότυπος πολιτισμός, δεν υπάρχει πλέον, ή μάλλον έχει περιοριστεί στα ελλαδικά και κυπριακά σύνορα – πράγμα σχεδόν ταυτόσημο με δεδομένα τα σημερινά πλανητικά μεγέθη.
Πρόκειται για κάτι καινοφανές στην ιστορική διαδρομή του ελληνισμού, ο οποίος ποτέ δεν χώρεσε στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου κράτους, ιδιαίτερα ενός εθνικού κράτους. Η κοιτίδα αυτού του λαού, η Ελλάδα, υπήρξε πάντα ένας τόπος στενός και άγονος, ένας τόπος που δεν ευνοούσε –δεν είχε τα μεγέθη για να οικοδομήσει με επίκεντρο την Ελλάδα– ευρύτερες ενότητες και αυτοκρατορίες. Η κλασική Ελλάδα υπήρξε η κοιτίδα του ελληνισμού, αλλά ποτέ δεν ευτύχησε να τον ενσωματώσει μέσα σε ενιαία σύνορα και ενότητες. Όποτε έγινε αυτό, όπως συνέβη με τα ελληνιστικά κράτη ή με το Βυζάντιο, ήταν μάλλον ο ελληνισμός που συμπεριέλαβε την Ελλάδα στους κόλπους του! Η Ρώμη, αντιθέτως, υπήρξε μια αυτοκρατορία που, από την ίδρυση της «αιωνίας πόλεως» μέχρι τον Αέτιο, για χίλια ολόκληρα χρόνια, αναπτύχθηκε και επέζησε έχοντας ως γεωγραφικό και πολιτικό κέντρο την ίδια την πόλη της Ρώμης – για να συνεχίσει άλλα χίλια ή χίλια πεντακόσια χρόνια να είναι η πρωτεύουσα μιας άλλης «πνευματικής», και παρεμπιπτόντως εγκόσμιας, αυτοκρατορίας, του καθολικισμού.
Ο ελληνισμός είχε πάντοτε ως ορμητήριο παράλια και πόλεις, από όπου διείσδυε προς το εσωτερικό, και ως κατ’ εξοχήν όχημά του τη γλώσσα. Τη γλώσσα του Πλάτωνα και του Αλεξάνδρου, του Ευαγγελίου και του Βυζαντίου εν συνεχεία. Στην εποχή της ευρωστίας του, στην κλασική αρχαιότητα και την ελληνιστική εποχή, δημιούργησε τον ανώτερο πολιτισμό της εποχής του και μετέβαλε τη Μεσόγειο σε ελληνική θάλασσα, με έναν πληθυσμό που έφτανε τα 4 ή 5 εκατομμύρια – σε μια εποχή που, ας μη το ξεχνούμε, όλη η Ευρώπη δεν ξεπερνούσε τα 20 εκατομμύρια…
Ποτέ στη συνέχεια δεν θα ανακτήσει αυτόν τον κομβικό ρόλο, εντούτοις, θα συνεχίζει να επιβιώνει ως μεγάλος πολιτισμός. Ως ιδιαίτερος πολιτισμός, ως «ιδιαίτερος τρόπος του βίου» –ενδεδυμένος το ένδυμα του ανατολικού χριστιανισμού, του Βυζαντίου, ή ακόμα και του Πατριαρχείου υπό την Οθωμανική κυριαρχία– μοιάζει με ποτάμι που αρδεύει τεράστιες εκτάσεις και πολιτισμούς, για να συρρικνωθεί στην ιστορική διαδρομή, να πάρει πολλά δάνεια στοιχεία από άλλα υδατικά συστήματα, και να ρέει στο τέλος ως ένα ρεύμα ισχνό αλλά πάντα διακριτό. Βέβαια, η πολιτιστική ζωτικότητα και ο εμπορικο-μεταναστευτικός χαρακτήρας των ελληνισμού θα συνεχίσει να δίνει την αίσθηση μιας πορείας χωρίς λύση της συνέχειας. Μερικούς αιώνες μετά, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα, τα λατινικά θα είναι μια γλώσσα νεκρή ενώ τα ελληνικά θα γίνουν η γλώσσα της αυτοκρατορίας. Εξάλλου, κάθε στιγμή που το εμπόριο και ο πολιτισμός θα ανθίζουν στις πολυεθνικές πολιτείες της Ανατολής, οι Έλληνες, και τα ελληνικά – ως η γλώσσα της ορθοδοξίας– θα είναι εκεί.
Η τελευταία αναλαμπή θα παρατηρηθεί λίγο πριν το τέλος, τον 17ο αιώνα και εφεξής. Η επέκταση του εμπορίου, με κέντρο πλέον τη Δυτική Ευρώπη, και η πρώτη βιομηχανική επανάσταση που ακολουθεί, θα βρουν στους Έλληνες τους φορείς της, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, την Αυστροουγγαρία, τη Νότια Ρωσία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο ελληνισμός ενεργοποιείται, από την Οδησσό μέχρι την Αλεξάνδρεια και από την Τεργέστη μέχρι τη Συρία. Η Κωνσταντινούπολη γίνεται εκ νέου το κέντρο μιας ανεπίσημης ελληνικής «αυτοκρατορίας» μέσα στους πόρους της Οθωμανικής.
Θα επαναληφθεί άραγε το σενάριο της «νέας Ρώμης», τότε που η ελληνική πολιτιστική ανωτερότητα μετέβαλε το Βυζάντιο σε οιονεί ελληνική αυτοκρατορία, ή τουλάχιστον ελληνορωμαϊκή; Παρά τις ομοιότητες, οι συνθήκες είναι ριζικά διαφορετικές. Το ειδικό βάρος του ελληνισμού κατά πολύ μικρότερο και, προπαντός, το βάρος των άλλων εθνών και εθνοτήτων μεγαλύτερο. Εισερχόμεθα, ακόμα και για την Ανατολική Ευρώπη και τη Βαλκανική, στην εποχή των εθνικών κρατών. Και στα εθνικά κράτη δύσκολα μπορούσε να προσαρμοστεί το υπερεθνικό στοιχείο του ελληνισμού.
Το παράδοξο είναι ότι οι ίδιοι οι Έλληνες εγκαινιάζουν τις εθνικές επαναστάσεις στην περιοχή! Με τη δημιουργία του ελλαδικού κράτους, θα επιταχυνθεί η εθνογένεση σε όλη την περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εθνογένεση που έμελλε να οδηγήσει σε συρρίκνωση του ελληνισμού: η λογική των εθνοτήτων θα υπερκεράσει την ίδια την «υπερεθνική», ελληνοκεντρική –αλλά όχι ελλαδοκεντρική– επαναστατική απόπειρα του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρείας.
Αρχίζει μια αγωνιώδης και ασθματική κούρσα ενάντια στον χρόνο: είτε ο ελληνισμός θα κατορθώσει να συγκροτηθεί σε ευρύτερο κράτος είτε θα περιοριστεί σε ένα τμήμα του ιστορικού του χώρου, την ελληνική χερσόνησο. Οι λύσεις μιας «διπλής ηγεμονίας», ελληνο-οθωμανικού χαρακτήρα, που προτείνουν ο Ίων Δραγούμης, ο Νικόλαος Σουλιώτης και το Πατριαρχείο, είναι πλέον ανέφικτες. Ο εθνικισμός, και η τάση για συγκρότηση εθνών-κρατών, έχει καταστεί ασυγκράτητος ανάμεσα σε όλα τα βαλκανικά έθνη και εθνότητες. Εδώ, στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, θα διακυβευτεί η τύχη του ελληνισμού. Η μόνη ελπίδα για να διατηρήσει έναν ευρύτερο ρόλο, για να μετασχηματίσει έστω ένα μέρος της παλιάς ισχύος σε κράτος, ήταν η παραμονή των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Το γεγονός ότι διατηρήσαμε το Αιγαίο δεν αλλάζει ριζικά τα πράγματα. Το Αιγαίο αποτελούσε το επίκεντρο του ελληνικού κόσμου με την Ιωνία στα ανατολικά, την ελληνική χερσόνησο στα δυτικά, τη Θράκη και τη Μαύρη Θάλασσα στον Βορρά. Η αποκοπή της Ιωνίας –οριστική, αμετάκλητη– κατέστρεψε αυτή την Αιγαιακή μεσότητα, κατέστρεψε την ίδια τη γεωπολιτική σύσταση του ελληνισμού. το Αιγαίο, από κέντρο του ελληνισμού, μεταβάλλεται σε «σύνορο» του ελλαδισμού, και μα΄λιστα αμφισβητούμενο.
Τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνια ιστορίας θα λάβουν τέλος. Οι Έλληνες ξεριζώθηκαν από τη Μαύρη Θάλασσα, την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία. Finis, τέλος. Ακόμα και αν φανταστούμε ένα ευτυχέστερο μέλλον συνεργασίας και διαπίδυσης των λαών στην περιοχή μας, ποτέ πια δεν θα πάρει τον χαρακτήρα επανασυγκρότησης του ελληνισμού, ο οποίος δεν διαθέτει πλέον ούτε τα μεγέθη ούτε τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο.
Ο ελληνισμός έχει γίνει πλέον στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Έχει διαμορφώσει τη Δύση και την εγγύς Ανατολή, τον χριστιανισμό και εν μέρει τον ισλαμισμό, έχει σφραγίσει τους γειτονικούς λαούς – φίλους και «αντιπάλους» μας, ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, κληρονόμους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που τόσες εκατοντάδες χρόνια έζησαν μαζί μας, έστω ως δυνάστες μας. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι παρών και ταυτόχρονα «άπιαστος», αδύνατο πλέον να χωρέσει στα ασθενικά και στενά πλαίσια της Ελλάδας, η οποία αποτελεί τη γεωγραφικά προσδιορισμένη κοιτίδα αλλά και το υπόλειμμά του.
Υπάρχει πιθανότητα ανάταξης;
Και εμείς οι Έλληνες; Οι Έλληνες της Ελλάδας και της Κύπρου, οι Έλληνες της Ρωσίας και της Αμερικής, της Δύσης και του Νότου, έστω αυτοί οι λίγοι, εμείς που «φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής», πώς θα ζήσουμε μετά το «εικοσιδύο», πώς ζούμε μετά το «εικοσιδύο»;
Γεννηθήκαμε, όλοι μας το 1922. Σε ένα βάραθρο της ιστορίας μας. Τότε οι ποιητές και ο απλός λαός διαισθάνθηκαν το μέγεθός του. Ογδόντα χρόνια μετά, όλο και περισσότεροι το συνειδητοποιούμε. Γι’ αυτό ίσως και ενδιατρίβουμε στα σουβλατζίδικα και τα ουζάδικα, επιθυμώντας να πεθάνουμε μέσα στην «ευρωστία της σαρκός», περιγελώντας την αρχέγονη λιτότητα του γένους μας, μεθάμε με ανούσιους εκσυγχρονιστές και Αβραμόπουλους, θέλοντας να μη θυμόμαστε πλέον, να κυλιστούμε στο βούρκο της λήθης και «να δούμε τον κόσμο ανάποδα», καταστρέφουμε και τον ίδιο τον Μαραθώνα με αρματοδρόμια βαρβάρων, για να εγκλωβίσουμε οριστικά τον Φαρμάκη1 μέσα στον ίλιγγο της μοναξιάς του –να αναζητάει τις χαμένες πέτρες της μνήμης ανάμεσα στις υψικαμίνους και τις νταλίκες της Ελευσίνας–, χτυπάμε ενέσεις ηρωίνης. Γιατί ίσως νιώθουμε κουρασμένοι, γιατί θέλουμε να πεθάνουμε «στριφογυρίζοντας ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια»2 και ξέρουμε βαθιά μέσα μας, εμείς που γεννηθήκαμε το 1922, πως δεν υπάρχει επιστροφή. Πως εκείνος ο παλιός ελληνισμός τελείωσε. Γιατί ξέρουμε, επειδή δεν θέλουμε να τρεφόμαστε με αυταπάτες, πως το γένος δεν υπάρχει πια, παρά μόνο ως καρικατούρα, ναρκωτικό με πατριαρχικά άμφια.
Ελπίζω όμως ότι, όταν από το μέλλον θα σκύβουν πάνω σε μας, στην εποχή μας, σε όσους «γεννήθηκαν το 1922», θα μας συμπονούν και θα κατανοούν τη δειλία και τη σμικρότητά μας. Γιατί ζήσαμε σε μια ιστορική στιγμή απολύτως αρνητική για τον ελληνισμό. Μια στιγμή κατά την οποία το μέγεθος και οι μεγάλες συμπαγείς ενότητες έτειναν να κυριαρχήσουν έναντι της ποιότητας και της ιδιοπροσωπίας. Σε μία περίοδο όπου κυριάρχησαν τα μεγάλα ηπειρωτικά κράτη, ο βιομηχανισμός και το συγκεντρωτικό πρότυπο. Και εμείς, τόσο από την άποψη της γεωγραφίας και της ιστορίας όσο και των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων, υπήρξαμε ξένοι προς αυτό το πρότυπο.
Σε αυτό το επίπεδο, διαπιστώσεις όπως εκείνες του Παναγιώτη Κονδύλη είναι αδιαμφισβήτητες. Οι συσχετισμοί δύναμης είναι αρνητικοί. Όταν εξέλιπε η ελληνική Οικουμένη, βρεθήκαμε στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, ανάμεσα σε τρεις μεγάλους όγκους – τους δύο ευρωπαϊκούς, βόρεια και δυτικά, τον μουσουλμανο-αραβικό ανατολικά και νότια. Από γέφυρα πολιτισμού μεταβληθήκαμε σε ένα έθνος μεταπρατικό, χωρίς αναφορές σε μεγάλα οικονομικά και πολιτιστικά ρεύματα, ένα παράσιτο των μεγάλων ανθρώπινων ενοτήτων και πολιτισμών. Από εκεί πηγάζουν και όλα τα χαρακτηριστικά μας, ο επαρχιωτισμός και η ταυτόχρονη ξενομανία μας, ο μεταπρατισμός, η μετανάστευσή μας, η λειτουργία μας έξω από την παραγωγή – πάντα στην κυκλοφορία. Έξω από την παραγωγή προϊόντων και ιδεών, πάντα στην κυκλοφορία προϊόντων και ιδεών. Αρκεί να δούμε την ιστορία μας των τελευταίων αιώνων. Γι’ αυτό, «όπου και να ταξιδέψεις η Ελλάδα σε πληγώνει». Επαρχία της Δύσης, επαρχία που διεκδικεί ζηλότυπα τον επαρχιωτισμό της και συνάμα αντιγράφει κάθε τι που έρχεται από την Εσπερία ή, παλαιότερα, και από τον σλαβικό Βορρά.
Γι’ αυτούς τους λόγους οι εύκολες δημοκοπίες ενός μέρους του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» της περιόδου 1980-1990 ή της «εθνικής Δεξιάς» δεν μπορούν να απαντήσουν στις αυθεντικές αγωνίες των σκεπτόμενων ανθρώπων αυτής της χώρας και κατέληξαν εν τέλει στο φιάσκο στα Ίμια ή σε γελοιότητες τύπου Καρατζαφέρη. Η ελληνική κοινωνία πράγματι δεν διαθέτει σήμερα τις συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις για να αντισταθεί αποτελεσματικά. Γι’ αυτό και το «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» θα συρρικνωθεί μέχρι εξαφανίσεως, ενώ τον «εθνικό χώρο» θα τείνουν να τον καλύψουν ονειροφαντασίες, «κόκκινες μηλιές» ή «επιστροφές στην αρχαία θρησκεία». Γι’ αυτό και ο εκσυγχρονιστικός και ρεαλιστικός λόγος των κυβερνώντων κυριαρχεί. Διότι εκφράζει τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο. Γι΄αυτό και η μόνη μαζική αντίδραση των Ελλήνων «δραπετεύει» στο πολιτισμικό πεδίο. Η ενίσχυση της παράδοσης, της ορθοδοξίας, ακόμα και η στροφή στην αρχαιότητα, είναι μία μόνον ένδειξη αυτής της βαθύτερης κίνησης.
Αφομοιώνοντας το ’22
Η μεταβολή αυτού του ρεύματος της πολιτισμικής αντίστασης σε πλειοψηφικό, και εν συνεχεία η ανατροφοδότηση της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, προϋποθέτει τη δημιουργική αφομοίωση του ’22 –και όχι μόνον ως απώλεια, ως ανεπανόρθωτο τραύμα. Και το πρώτο βήμα για μια τέτοια ολοκλήρωση είναι η πραγμάτωση της ενότητας του σώματος και των παραδόσεων του ελληνικού λαού, τόσο σε έναν κάθετο άξονα, δηλαδή μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», της λόγιας και της λαϊκής κουλτούρας, όσο και σε ένα οριζόντιο, που αφορά την χωροταξική ενότητα.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτή η ενότητα δεν ήταν δεδομένη μέχρι χθες. Οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Κρήτες, οι Ηπειρώτες, οι προσφυγικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, έχουν λιγότερο από εκατό χρόνια παρουσίας στο Ελλαδικό κράτος, οι Κωνσταντινουπολίτες και οι Αιγυπτιώτες λιγότερο από πενήντα, οι Πόντιοι της Σοβιετικής Ένωσης και οι Βορειοηπειρώτες, μόλις δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Το ελληνικό «υπερ-κρατικό» έθνος μόλις και έχει μεταβληθεί σε έθνος-κράτος. Μαζευτήκαμε όλοι, ή σχεδόν όλοι, εδώ. Μόνον ο κυπριακός ελληνισμός συγκροτεί ακόμα μια ιδιαίτερη ταυτότητα.
Αυτοί οι πληθυσμοί έφεραν μαζί τους παραδόσεις, κουλτούρες, αντιλήψεις, που για ένα μεγάλο διάστημα συγκρούστηκαν με τις παλαιότερες, γεγονός με ιδιαίτερο βάρος και σημασία για τους πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στις πόλεις, τους πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, την Πόλη, την Αίγυπτο, τη Βόρειο Ήπειρο. Ήλθαν σε επαφή και αντιπαράθεση με τους Πελοποννησίους, τους Στερεολλαδίτες, την παλαιά Ελλάδα, επαφή η οποία βιώθηκε αρχικώς ως αντιπαράθεση, ως σύγκρουση παραδόσεων και πολιτικής κουλτούρας.
Οι «παλαιο-ελλαδίτες», οι Αρβανίτες της Πελοποννήσου και της Αττικής, οι Αρκάδες και οι Μανιάτες, οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες, οι Ηπειρώτες, πληθυσμοί συντηρητικοί, ακραιφνώς παραδοσιοκεντρικοί, ριζωμένοι στην οικογένεια, τη δημοτική παράδοση και το έθνος ως χωρικά εντοπισμένη ταυτότητα. Συχνά βασιλικοί και συντηρητικοί, διατηρούσαν μια αρχέγονη ελληνικότητα, δεδομένου ότι, τουλάχιστον στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι θα μείνουν πολύ λιγότερα χρόνια και οι ορεινοί πληθυσμοί θα παραμένουν πολιτισμικά ανεπηρέαστοι.
Αντιστρόφως, οι Σμυρνιοί και οι Πολίτες, ταξιδεμένοι, κοσμοπολίτες, χωρίς έδαφος και ρίζα πια, αγκιστρωμένοι μόνο στις παραδόσεις που έφερναν, έτοιμοι να δεχτούν το καινούργιο, για το καλό και το κακό. Βενιζελικοί και Αριστεροί, με μια κουλτούρα περισσότερο «βυζαντινή» και Ανατολίτικη, έχοντας ζήσει εκατοντάδες χρόνια με μουσουλμανικούς πληθυσμούς..
Οι μεν, τοπικιστές και «επαρχιώτες», αλλά με βαθειές ρίζες στον τόπο τους, οι δε οικουμενικοί, αλλά συχνά κοσμοπολίτες και ανέστιοι.
Μέχρι τη Μεταπολίτευση, οι «νέοι πληθυσμοί» θα βρίσκονται έξω από το κράτος και τους μηχανισμούς του. Αντίθετα, εκεί θα κυριαρχούν παλαιο-ελλαδίτες και Κρητικοί. Οι «ξενωμερίτες» θα διαπρέπουν στις επιχειρήσεις, στα γράμματα, στο εμπόριο. Η είσοδος των προσφύγων στο κράτος, που ταυτίστηκε, εν πολλοίς, με την αναγνώριση των βενιζελογενών-Εαμικών μαζών, των οποίων αποτελούσαν τη ραχοκκοκαλιά, θα πραγματοποιηθεί στη μεταπολίτευση, και κατ’ εξοχήν με το ΠΑΣΟΚ.
Μέχρι το 1960-1970, οι πρόσφυγες θα κατοικούν στις προσφυγικούς οικισμούς και θα επιμένουν σε μια ιδιότυπη ενδογαμία. Στη συνέχεια, το κύμα της αγροτικής μετανάστευσης και η πολυκατοικία θα αναμείξουν τους πληθυσμούς. Στη χοάνη της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιηθεί η συγχώνευση των διαφορετικών παραδόσεων, των διαφορετικών γαστριμαργικών προτύπων, των διαφορετικών μουσικών ακουσμάτων. Οι πρόσφυγες θα πάρουν την «εκδίκησή» τους, επιβάλλοντας το ρεμπέτικο και μετατρέποντάς το σε «λαϊκό».
Σήμερα ζούμε, επί τέλους, με μια κουλτούρα «ενοποιημένη», «ελληνική», ό,τι και αν σημαίνει αυτό, η δε πολιτική παράδοση έχει πάψει να εξαρτάται σε ασφυκτικό βαθμό από την προέλευση.
Το ζητούμενο, στο εξής, είναι η μετατροπή αυτού του σώματος –που ενσωματώνει το σύνολο των παραδόσεών μας– σε έναν «ελληνισμό» ικανό να δημιουργήσει ένα νέο πολιτιστικό μόρφωμα. Ίσως όχι αυτόνομο, όπως εκείνο της αρχαιότητας ή του Βυζαντίου –αυτή τη δυνατότητα μάλλον τη χάσαμε το ’22– αλλά αξιοσημείωτο και ικανό να συμβάλει σε μια νέα οικουμενικότητα. Όταν, και εάν, θα έχουμε δημιουργικά ενοποιήσει τον ελλαδισμό και τον ελληνισμό, χωρικότητα και οικουμενισμό, τότε μόνον η πληγή του ’22 θα πάψει να μας είναι αφόρητη και ίσως κάποτε μπορέσει και να επουλωθεί.
Αν λοιπόν είναι όντως ορθή η διαπίστωση πως μια ολόκληρη εποχή τελειώνει, πως το παλιό ελληνικό κράτος, εκείνο που θεμελιώθηκε το 1821, που μεγάλωνε μέχρι το 1922, που σταθεροποιήθηκε στη συνέχεια, προσπαθώντας να ενισχύσει τις εσωτερικές δομές του, έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του, ευτυχώς δεν συνάγουμε τα ίδια συμπεράσματα με τους απαισιόδοξους φίλους μας, παρόλο που δεν θεωρούμε την άποψή μας «ελληνοκεντρική», ούτε εξ άλλου χαρακτηριζόμαστε από κάποια υπερβολική αισιοδοξία. Στην ιστορία τίποτε δεν έχει οριστικά «παιχτεί». Ακόμα και αν πιστεύει κανείς «βαθιά μέσα του πως οι Μήδοι θα διαβούν στο τέλος», πάντοτε θα υπάρχει μια ακτίδα φωτός, μια ελπίδα για να πιαστεί και να επιχειρήσει το «αδύνατο», για να βαδίσει ενάντια στην ιστορία.
Η ιστορία ουδέποτε υπήρξε προδιαγεγραμμένη. Υπάρχουμε εμείς, οι απόγονοι αυτού του γένους, το έθνος των Ελλήνων, εμείς που για να πάψουμε να μισούμε τον εαυτό μας, για να πάψουμε να στριφογυρνάμε στην ίδια εκείνη πληγή, για να μπορέσουμε να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια, θα πρέπει εδώ και τώρα να πραγματοποιήσουμε ένα άλμα στην ασύμπτωτη τροχιά του μέλλοντός μας. Εμείς οι νεοέλληνες, Ελλαδικοί, Κύπριοι και ξενωμερίτες, γεννημένοι το 1922, όσοι διακηρύττουμε τη βούλησή μας να ζήσουμε έχοντας αναλάβει τη μνήμη μας στο ακέραιο, την ιστορία μας στο ακέραιο, γνωρίζοντας όμως ότι είναι εδώ, στα χέρια μας, το μέλλον μας. Και πάντα όσο θα υπάρχει ένας Φαρμάκης και μια Αγέλαστος Πέτρα να μιλάει γι’ αυτόν, για τα γραΐδια της Ελευσίνας που λατρεύουν την Παναγιά με τα χαρακτηριστικά της Δήμητρας, ένας Σολωμός Σολωμού για να υψώνεται αγέρωχος στον ιστό της σημαίας και να εξαγοράζει με το μαύρο του πουκάμισο τη δειλία και τη ντροπή μας, θα λέμε πως, εμείς που γεννηθήκαμε το ’22, επιτέλους καμαρώνουμε «γι’ αυτά τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής», για τις χαμηλές πόρτες που έχουν τα εκκλησάκια μας, αυτές που σε κάνουν να σκύψεις για περάσεις στο εσωτερικό τους. Ξέρουμε πως αυτό το έκαναν οι πρόγονοί μας γιατί έμπαιναν μέσα οι Τούρκοι με τ’ άλογά τους. Όμως εκεί και μ’ αυτό τον τρόπο διαμορφώθηκαν και τα πρότυπα μιας αισθητικής.
Είμαστε σήμερα μικροί, ένα υπόλειμμα του γένους μας, γιατί ηττηθήκαμε· ωστόσο αυτό το μέγεθος μπορεί να γίνει αρετή αν βαδίσουμε προς το μέλλον, προς το μέλλον ενός κόσμου όπου το «μικρό» θα ορίζει και πάλι το μέτρο του κόσμου, αν αναλάβουμε τα μεγέθη μας όχι συμπλεγματικά, επιθυμώντας να απολέσουμε την ταυτότητά μας σε ένα παγκοσμιοποιητικό μάγμα, αλλά υπερήφανα. Αναλαμβάνοντας τη σμικρότητά μας ως το μέτρο ενός κόσμου όπου οι δεινόσαυροι θα εξαφανιστούν αδυνατώντας να μεταφέρουν την πανοπλία του σκελετού τους.
Το βιομηχανιστικό και παγκοσμιοποιητικό πρότυπο μπαίνει ήδη σε κρίση, και το μικρό μέγεθος θα επανακάμψει στην ιστορία ως οικολογικά, οικονομικά και κοινωνικά αποδοτικότερο από τα μεγα-μεγέθη. Η πληροφορική και η νανοτεχνολογία, η ανάγκη διατήρησης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ισορροπιών, οι δημοκρατικές διεκδικήσεις των λαών και των συλλογικών υποκειμένων, όπως ήδη διαφαίνεται από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, και η μείωση της ανταλλαγής εμπορευμάτων προς όφελος της ανταλλαγής πληροφοριών, οδηγούν ήδη στην ανατροπή του υπερσυγκεντρωτικού και ολοποιητικού βιομηχανιστικού μοντέλου. Παράλληλα, ή σε εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, αναπτύσσεται η τάση για ενίσχυση της τοπικότητας, της περιφεριακότητας, της άμεσης δημοκρατίας, της ανάπτυξης των μη συγκεντρωτικών εναλλακτικών πηγών ενέργειας, έναντι του πετρελαίου και των πυρηνικών. Τα μεγάλα κρατικά σύνολα, ακόμα και τα μονο-εθνικά, θα τείνουν να τεμαχιστούν με βάση τις περιφέρειες, πόσο μάλλον τα πολυεθνικά. Ο ελληνισμός, ο σημερινός ελλαδικός και κυπριακός, με τα μικρά του μεγέθη, ιδανικά για μια παραγωγή «μεταμοντέρνα» και οικολογική, καθώς και για μια αυθεντική δημοκρατία, όπου η εγγύτητα κυβερνώντων και κυβερνωμένων θα επιτρέπει μια άρση της διχοτόμησης μεταξύ τους, θα αποκτήσει νέες δυνατότητες στην εποχή της πληροφορικής και των περιφερειών.
Το ζήτημα όμως και το μεγάλο ερώτημα είναι να επιβιώσουμε μέχρι τη στιγμή που θα έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση σε αυτό το νέο εναλλακτικό μοντέλο της παγκόσμιας κοινότητας. Το πρόβλημα λοιπόν τίθεται σήμερα, γιατί εξακολουθούμε να ζούμε τις συνέπειες του ακρωτηριασμού του 1922 και δεν έχουμε ακόμα φτάσει σε έναν άλλο κόσμο, ένα άλλο μοντέλο, όπου το μεγάλο μέγεθος θα αποτελεί μειονέκτημα.
Και γι’ αυτό είναι ανάγκη να επιχειρήσομε μια σύνθεση διαφορετικών ρευμάτων και ευαισθησιών, μια υπέρβαση του ιδεολογικού κατακερματισμού και της μονοθεματικότητας που χαρακτηρίζει τα ελληνικά ιδεολογικά ρεύματα. Η σύγκραση της εθνικής, κοινωνικής και οικολογικής διάστασης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος αποτελεί αίτημα ζωής ή θανάτου για την Ελλάδα. Δεν είναι δυνατή σε βάθος μεταβολή σε οποιοδήποτε τομέα της κοινωνικής και πολιτιστικής μας ζωής χωρίς καθολικές, επαναστατικού χαρακτήρα, μετατροπές της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι δυνατό να υπερασπίσεις την εθνική ανεξαρτησία χωρίς μια οικονομία μη παρασιτική και παραγωγική. Όμως μια τέτοια οικονομία προϋποθέτει ένα μοντέλο ανάπτυξης σε απ’ ευθείας αντίθεση με το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό πρότυπο. Η ελληνική οικονομία κατά συνέπεια μπορεί να είναι αυτόνομη μόνο σε συνθήκες ανατροπής της αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο ισχύει με την ανάπτυξη της ιδιοπροσωπίας μας: Δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομη πολιτιστική υπόσταση χωρίς πρόταση για το μέλλον και όχι απλώς αγκίστρωμα στην παράδοση. Η παράδοση πρέπει να γίνει λίπασμα για την ενεργοποίηση ρηξικέλευθων και πρωτοπόρων προτάσεων. Διαφορετικά είτε μεταβάλλεται σε φολκλόρ είτε κινδυνεύει να αρδεύσει εκτροπές αντιδραστικού/συντηρητικού τύπου.
Η ελληνική μιζέρια μπορεί να λήξει οριστικά μόνο όταν πάψει «ο ίδιος ο λαός να είναι μαραζιάρης».
Αυτό το άλμα στο μέλλον μας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με το κλείσιμο σε ένα χώρο 130 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων και έναν πληθυσμό 10 ή 11 εκατομμυρίων. Για να ξεπεράσουμε τη μιζέρια πρέπει να ανοιχτούμε σε ευρύτερα σύνολα. Να λοιπόν το εγχείρημά μας. Όχι το μαϊμούδισμα μερικών ευρωπαϊκών κατακτήσεων και ιδεών με ταυτόχρονο επαρχιωτισμό και φτωχοπροδρομισμό, αλλά ενεργητική συμμετοχή στη διαμόρφωση της σκέψης και του πολιτισμού της Ευρώπης, ξεκινώντας από τη δική μας ιδιαίτερη σκοπιά. Για να ξεπεράσουμε το έθνος-κράτος –που για όλους τους μικρούς λαούς είναι και βραχνάς– θα πρέπει να το «ολοκληρώσουμε».