Κώστας Γεώρμας
Κρίσιμο στοιχείο για την αύξηση της έντασης των μεταναστευτικών ροών αποτέλεσε, και αποτελεί, η υιοθέτηση του σημερινού μοντέλου της παγκοσμιοποίησης. Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση ήταν συγκεκριμένη πολιτική επιλογή των κυρίαρχων δυτικών ελίτ και κυρίως των Αμερικάνων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως επισημαίνεται στην τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, αντί της απελευθέρωσης του εμπορίου –και της συναφούς ενίσχυσης των μεταναστευτικών ρευμάτων– «η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να είχε επιλέξει άλλο δρόμο. Τα εθνικά κράτη θα μπορούσαν να επιλέξουν τις ιδιαίτερα αυτάρκεις, κλειστές και περιχαρακωμένες οικονομίες. Θα μπορούσαν να είχαν αποφασίσει ότι η οικονομική απομόνωση συνιστά μικρό τίμημα μπροστά στη διατήρηση των ισχυρών εθνικών ταυτοτήτων, της κοινωνικής ηρεμίας και αρμονίας και της μέγιστης ασφάλειας εντός των συνόρων τους. Αντιθέτως, προτίμησαν να στοχεύσουν στην παγκόσμια δικτύωση των παραγωγικών συστημάτων και στην αυξανόμενη διευκόλυνση και βελτιστοποίηση των ροών του εμπορίου»4. Με ό,τι βέβαια συνεπάγονται αυτές οι δυναμικές. Δηλαδή, την ανάπτυξη των κοινωνικών ανισοτήτων, την υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής, την επέκταση των διεθνών εγκληματικών δικτύων, την εξάπλωση των ναρκωτικών, την παγκόσμια σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών, τη συντήρηση της φτώχειας και της υπανάπτυξης, την εγκατάλειψη της περιφέρειας, την υπερχρέωση αρκετών χωρών του Τρίτου Κόσμου, τη διαρροή ειδικευμένων εργαζόμενων από τις αναπτυσσόμενες χώρες προς τις ανεπτυγμένες.
Άλλοι παράγοντες που συνεισφέρουν στην ένταση των σύγχρονων μεταναστευτικών ρευμάτων είναι η οικολογική καταστροφή, συνέπεια και αυτή του σύγχρονου αναπτυξιακού μοντέλου και της παγκοσμιοποίησης. Αυτό, πρώτον, λόγω της επιβολής της δυτικού τύπου γεωργίας –και της ανάγκης για αγροτικές εξαγωγές σε αναζήτηση συναλλάγματος για την πληρωμή των χρεών των αναπτυσσόμενων χωρών προς τις ανεπτυγμένες χώρες. Δεύτερον, λόγω των σημαντικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής –ξηρασίες, ερήμωση, πλημμύρες. Τρίτον, λόγω της επιβολής δυτικών αναπτυξιακών προτύπων από οργανισμούς όπως, Παγκόσμια Τράπεζα –π.χ. τεράστια φράγματα, που οδήγησαν στη μετακίνηση χιλιάδων ανθρώπων καταστρέφοντας τις δυνατότητες επιβίωσής τους. Τέλος, λόγω της παγκόσμιας διαφήμισης του ναρκισσιστικού και ενεργοβόρου δυτικού τρόπου ζωής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους πόρους του πλανήτη.
Η Διεθνής Επιτροπή για την Κοινωνική Διάσταση της Παγκοσμιοποίησης αναρωτιέται ποιοι ανήκουν στο στρατόπεδο των χαμένων της παγκοσμιοποίησης και καταλήγει: «…είναι οι φτωχοί, οι μη κατέχοντες, οι αναλφάβητοι, οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και οι γηγενείς λαοί…» Πέραν τούτου, «η αυξανόμενη κινητικότητα κεφαλαίων, που συνδυάζεται με υψηλά επίπεδα ανεργίας, έχει αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων έναντι των εργοδοτών… ο αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός για αγορές και ξένες άμεσες επενδύσεις προκαλεί πιέσεις για αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και μείωση της κοινωνικής προστασίας»5. Όχι τυχαία, η μετανάστευση, ως συστατικό στοιχείο της σύγχρονης φάσης της παγκοσμιοποίησης, έχει ακριβώς τις ίδιες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, στα κοινωνικά στρώματα που προαναφέρθηκαν, αλλά και σε χώρες που αδυνατούν να ανταποκριθούν στα επίπεδα ανταγωνισμού που θέτει η παγκοσμιοποίηση.
Γενικά περί παγκόσμιας μετανάστευσης και αγοράς εργασίας
Η παγκοσμιοποίηση έχει αυξήσει τη μεταναστευτική ροή6. Οι αλλαγές στις οικονομικές και τις δημογραφικές τάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες συνδυάζονται για να αυξήσουν τη ζήτηση για ξένη εργασία. Η γήρανση του πληθυσμού, και συνεπώς και της εργατικής δύναμης, και η μείωση του αριθμού των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την έμμονη παρουσία μιας διφυούς αγοράς εργασίας (τυπικής και άτυπης/παράνομης), αυξάνουν τον αριθμό των επισφαλών θέσεων απασχόλησης, οι οποίες συχνά καλύπτονται από μετανάστες. Πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τομείς εντάσεως εργασίας, που δεν μπορούν να μετακομίσουν σε χώρες με εργατικό δυναμικό αμειβόμενο με χαμηλότερους μισθούς, προσπαθούν να μειώσουν το κόστος χρησιμοποιώντας μετανάστες.
Οι συνέπειες της μετανάστευσης για τον κόσμο της εργασίας είναι προφανείς. Έτσι, «η μετανάστευση της εργασίας σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα αναπόσπαστο στοιχείο του παγκόσμιου οικονομικού τοπίου». Οι εργαζόμενοι ζουν, λίγο πολύ, στον ίδιο κόσμο εργασίας, «που από τη μια προσφέρει ένα μεγάλο εύρος ευκαιριών, αλλά από την άλλη χαρακτηρίζεται από την αύξηση του ανταγωνισμού και από το κάλεσμα για μεγαλύτερη ευελιξία στις εργασιακές πρακτικές»7. Οι παράνομοι μετανάστες προτιμώνται συχνά αφού είναι πρόθυμοι να δουλέψουν με χαμηλότερους μισθούς, με ευέλικτα ωράρια εργασίας, για σύντομες χρονικές περιόδους όταν κορυφώνονται οι παραγωγικοί ρυθμοί και για εργασίες που είναι βαριές και επικίνδυνες.
Η παράνομη μετανάστευση ωθείται μεν από τους ίδιους παράγοντες με την κανονική, αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο να ελεγχθεί. Οι κατακερματισμένες αγορές εργασίας, οι πιθανότητες εργασίας στην παραοικονομία, οι συνεχείς προσπάθειες νομιμοποίησης των παράνομων μεταναστών είναι παράγοντες που επιτείνουν την παράνομη μετανάστευση8.
Η κατανομή των μεταναστών στην παγκόσμια αγορά εργασίας έχει ως εξής:
πινακας 1
Η κατανομή των μεταναστών είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ζήτηση για μετανάστες αφορά συγκεκριμένους τομείς. Α) Επιχειρήσεις χαμηλής ανταγωνιστικότητας ή και παρακμάζουσες (π.χ. γεωργία, ελαφριά βιομηχανία, κλωστοϋφαντουργία). Β) Επιχειρήσεις που δεν μπορούν να μετακινηθούν (π.χ. κατασκευές) και Γ) Υπηρεσίες σε όλο το φάσμα των δεξιοτήτων, από τεχνικούς ηλεκτρονικών υπολογιστών έως υπαλλήλους καθαρισμού9.
Ο ΟΟΣΑ παρουσιάζει τον παρακάτω πίνακα για το πού απασχολούνται οι μετανάστες σε ενδεικτικές χώρες:
πινακας 2
Οι γυναίκες αποτελούν το ήμισυ των μεταναστευτικών ροών και συνιστούν την πιο ευάλωτη μερίδα των μεταναστών. Οι αριθμοί των γυναικών που εμπλέκονται στις οικιακές εργασίες είναι μεγάλοι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Η Ινδονησία είδε σε δύο χρόνια να μεταναστεύουν για τέτοιου τύπου απασχόληση 692.000 γυναίκες. Στην Ιταλία ο αριθμός τους άγγιζε το 2002 τις 500.000.
Ασφαλώς, ένα σημαντικό ζήτημα της παγκόσμιας μετανάστευσης αποτελεί η παράνομη μετανάστευση. Παρ’ όλο που τα στοιχεία είναι δύσκολο να αποδειχθούν, καθ’ όσον εικόνα για την παράνομη μετανάστευση έχουμε μόνο μέσα από τις κατά καιρούς νομιμοποιήσεις, υπολογίζεται ότι το 10 με 15 τοις εκατό των μεταναστών είναι παράνομοι. Οι αριθμοί τους ωστόσο ποικίλουν ανάλογα με τη δομή της αγοράς εργασίας και τα γενικότερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας. Τα ποσοστά ποικίλουν από 4% στη Γαλλία σε 14% σε Ισπανία και Πορτογαλία και 25% για την Ιταλία10. Η Ελλάδα, πρωτοτυπώντας και εδώ, φαίνεται να έχει το μεγαλύτερο, με διαφορά, ποσοστό παράνομων μεταναστών στις χώρες του ΟΟΣΑ, το οποίο να αγγίζει το 56% του πληθυσμού των μεταναστών11. (Προφανώς λόγω της έλλειψης μεταναστευτικής πολιτικής και της απουσίας πολιτικής βούλησης για οργανωμένο κράτος δικαίου.) Ένα μεγάλο μέρος της παράνομης μετανάστευσης καλύπτεται από την εμπορία ανθρώπων (trafficking). Η παράνομη μετανάστευση ανθεί όπου οι συνθήκες εργασίας είναι πολύ κάτω από επίσημα επίπεδα και όταν αυτή η κατάσταση αγνοείται ή γίνεται ανεκτή. Και πάλι η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών δεν προέρχεται από τις φτωχότερες χώρες. Όπως τονίζει ο Ρεϊνέρι, «υπάρχει μια ανάποδη U-μορφής συσχέτιση μεταξύ της ανάπτυξης μιας χώρας και της πιθανότητας οι κάτοικοί της να μεταναστεύσουν, έτσι το πιθανότερο είναι ότι οι μεγαλύτερες μεταναστεύσεις προέρχονται από χώρες με ένα μέσο επίπεδο ανάπτυξης, οι οποίες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, αλλά δεν είναι τελείως φτωχές»12. Παρομοίως, αυτοί που μεταναστεύουν δεν είναι οι φτωχότεροι αυτών των χωρών, αλλά αυτοί που βρίσκονται σε σχετικά μειονεκτική θέση και παράλληλα διαθέτουν τους υλικούς και πολιτιστικούς πόρους για να αντιμετωπίσουν το κόστος που συνεπάγεται η μετανάστευση. Συνεπώς, αποτελεί μάλλον κλισέ η εικόνα που προβάλλεται από τα ΜΜΕ, αλλά και πολλούς «μελετητές» και πολιτικούς ότι οι μετανάστες (στο σύνολό τους) είναι απελπισμένοι άνθρωποι χωρίς πόρους, που επιζητούν την επιβίωσή τους. «Το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες έρχονται από αστικές περιοχές, είναι νέοι άνθρωποι με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεν αναζητούσαν επί αρκετό καιρό εργασία και οι οικογένειές τους δεν είναι από τις πιο στερημένες στις χώρες καταγωγής, είναι αποτέλεσμα των βαθιών αλλαγών που υφίστανται οι αναπτυσσόμενες χώρες και ιδιαίτερα μιας πολιτικής που, αντιμετωπίζοντας προνομιακά την ανώτατη εκπαίδευση, παράγει ένα πλεόνασμα εκπαιδευμένων εργαζομένων που δεν έχουν πλέον τη διάθεση να εισέλθουν στην οικονομία της επιβίωσης και έχουν επίσης την πληροφορία και την αυτονομία που απαιτείται για να μεταναστεύσουν»13.
Η μετανάστευση εργαζομένων με χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων
Οι μετανάστες εργαζόμενοι απασχολούνται σε υπηρεσίες που απαιτούν χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων, στη γεωργία, στη βιομηχανία υψηλής έντασης εργασίας. Στην τελευταία αυτή οι εργοδότες είναι μικροί επιχειρηματίες και βασικά είναι «αποδέκτες τιμών», δηλαδή δεν έχουν επιρροή στην τιμή των προϊόντων ή των υπηρεσιών που παράγουν, γιατί αυτή διαμορφώνεται από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Όταν αυξάνεται ο ανταγωνισμός λόγω της παγκοσμιοποίησης, αυτοί οι επιχειρηματίες επιζητούν να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους με την περιστολή των μισθών των εργαζομένων14.
Η νότια Ευρώπη αποτελεί την περιοχή με τα υψηλότερα ποσοστά ανειδίκευτων εργαζομένων στο σύνολο του πληθυσμού των μεταναστών. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ιταλία, όλα τα προηγούμενα χρόνια είδαν τους ανειδίκευτους νέους μετανάστες να αυξάνονται15.
Στον τομέα της γεωργίας, που αποτελεί τον μεγαλύτερο τομέα όσον αφορά στην απασχόληση σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μετανάστες εργαζόμενοι παίζουν σημαντικό ρόλο. Ο ρόλος τους γίνεται ακόμα πιο σημαντικός λόγω της εξόδου των ντόπιων νέων από την ύπαιθρο και τη μετακίνησή τους στις πόλεις. Στον τομέα αυτό παρατηρείται και το μεγαλύτερο ποσοστό παράνομων μεταναστών. Σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, η εξάρτηση από την εργασία των μεταναστών αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεσογειακής γεωργίας, κυρίως στα εποχικά προϊόντα, και πολλοί από αυτούς τους μετανάστες είναι παράνομοι16.
Ένας άλλος μεγάλος τομέας που ελκύει μεταναστευτικό προσωπικό είναι οι κατασκευές. Εδώ οι εργαζόμενοι μετακινούνται από τη μία δουλειά στην άλλη, ενώ το χαρακτηριστικό του τομέα είναι ότι ενώ συνήθιζε να έχει μισθούς πάνω από τον μέσο όρο και υψηλό βαθμό συνδικαλισμού, σήμερα η εργασία εκεί έχει καταστεί προσωρινή και επισφαλής17.
Οι χαμηλής ειδίκευσης μετανάστες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην απασχόληση στον τομέα των ξενοδοχείων και της εστίασης. Η βιομηχανία τροφίμων είναι επίσης ένας τομέας που εξαρτάται από τους μετανάστες.
Παρομοίως, πολλοί μετανάστες απασχολούνται στους τομείς του μεσαίου επιπέδου εμπορίου, σε χειροτεχνικά επαγγέλματα, στον μεταποιητικό τομέα σε γραμμές συναρμολόγησης, στην κλωστοϋφαντουργία και την κατεργασία δέρματος.
Επιπλέον, πολλοί μετανάστες απασχολούνται στον τομέα υπηρεσιών καθαριότητας, ως φύλακες, στις πωλήσεις και στα ταμεία, καθώς και ως αποθηκάριοι.
Μολονότι μεγάλη συζήτηση γίνεται για την «εξαγωγή» της παραγωγής σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου σε συγκεκριμένους τομείς αναπτύσσονται μέχρι και παράνομα εργαστήρια με απεχθείς συνθήκες για τους εργαζόμενους (sweatshops), η μετανάστευση έδωσε τη δυνατότητα για τη δημιουργία τέτοιων εργοστασίων και στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική.
Αν και πολλά λέγονται για την οικονομία της γνώσης, η ζήτηση για ανειδίκευτους εργαζόμενους εξακολουθεί να παραμένει υψηλή στις χώρες του ΟΟΣΑ. Στην Ιταλία για παράδειγμα αναμένεται ότι το 40% της ζήτησης εργασίας θα είναι για άτομα χωρίς προηγούμενη πείρα. Τομείς με δυνητική ζήτηση παραμένουν εκείνος της διατροφής, οι κατασκευές και οι υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, όπως και οικιακές ενασχολήσεις (φύλαξη παιδιών, καθαρισμός, ετοιμασία φαγητού, κ.λπ).
Η μετανάστευση εργαζομένων με υψηλά επίπεδα ειδίκευσης
Η ζήτηση για υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό είναι ιδιαίτερα προβεβλημένη και αναγνωρισμένη. Το κυρίαρχο σύνθημα της Δύσης είναι «Δώστε μας τους καλύτερους και τους εξυπνότερους!»18 Η σπανιότητα των υψηλά ειδικευμένων εργαζομένων δημιουργεί έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό γι’ αυτούς και επιφέρει μια ελαστικότητα στη μεταναστευτική νομοθεσία για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Μάλιστα, για τη συγκεκριμένη κατηγορία οι χώρες θεσπίζουν και κίνητρα.
Το ζήτημα της μετανάστευσης τέτοιου εργατικού δυναμικού είναι υψίστης σημασίας και για τις χώρες προέλευσης, οι οποίες βλέπουν τους καλύτερους από το εργατικό δυναμικό τους να εγκαταλείπουν τη χώρα. Το 10% του συνόλου των ανθρώπων με υψηλές δεξιότητες από τον αναπτυσσόμενο κόσμο ζει στη Βόρειο Αμερική ή την Ευρώπη. Μάλιστα, ενώ ο αριθμός τους φαίνεται να σταθεροποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη φαίνεται να αυξάνει η ζήτηση και ο αριθμός τους και πολλές φορές να ξεπερνούν και τους μετανάστες με χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, στις ΗΠΑ διαμένει πάνω από το 50% των μεταναστών με υψηλές δεξιότητες. Έχει υπολογιστεί ότι 30-50% των εκπαιδευμένων στις θετικές επιστήμες και την τεχνολογία ζουν στον ανεπτυγμένο κόσμο19.
Υπάρχει, επιπλέον, μια έντονη τάση προσέλκυσης σπουδαστών από τον Τρίτο Κόσμο αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία, οι χώρες του ΟΟΣΑ δέχονται το 85% όλων των ξένων φοιτητών και από αυτούς το 66% προέρχεται από τις χώρες του Νότου.
Μετανάστευση και ελληνική αγορά εργασίας
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα έχει επηρεαστεί δραματικά από τη ραγδαία είσοδο των μεταναστών σε αυτή. Η χώρα μας παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, αλλά και πολλές ιδιαιτερότητες.
Αυτό που διακρίνει τη χώρα μας από όλες τις άλλες είναι ότι ενώ σε Ευρώπη και Αμερική οι μετανάστες τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένους τομείς, εδώ οι μετανάστες απασχολούνται σε υψηλά ποσοστά σε όλους σχεδόν τους οικονομικούς τομείς. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, μεγάλο ποσοστό απασχολείται στην άτυπη αγορά εργασίας και την παραοικονομία.
Η άτυπη αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από την ένταση εργασίας και τον χαμηλό βαθμό τεχνολογικής ανάπτυξης. Επίσης, κυριαρχείται από άσχημες συνθήκες εργασίας, οι ασχολίες είναι βαριές και παρουσιάζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα εργατικών ατυχημάτων. Συνεπακόλουθο της παράνομης μορφής της εργασίας είναι βέβαια η ευρύτατη διάδοση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων σε αυτούς τους τομείς, η χαμηλή αμοιβή, η απουσία επαγγελματικής ανέλιξης, η παρουσία της επισφάλειας20.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι «η πλέον σημαντική εξέλιξη στην ελληνική αγορά εργασίας κατά τη δεκαετία του 1990 (και την δεκαετία του 2000, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια) είναι αναμφίβολα η νόμιμη και παράνομη, κατά το μεγάλο μέρος, μετανάστευση εργατικού δυναμικού προς τη χώρα μας από τις γειτονικές χώρες (κυρίως Αλβανία), αλλά και από πολλές άλλες χώρες του κόσμου»21.
Ένα πρώτο γενικό συμπέρασμα αφορά το μεγάλο μέγεθος του μεταναστευτικού πληθυσμού στην αγορά εργασίας. Με δεδομένο ότι πολλοί αλλοδαποί διαφεύγουν των απογραφών και των ερευνών λόγω του φόβου της σύλληψης22, διάφοροι μελετητές υπολογίζουν ότι οι μετανάστες αποτελούν το 12% του εργατικού δυναμικού της χώρας23. Αν συνυπολογιστούν και οι παράνομοι μετανάστες, τα ποσοστά των μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού, αλλά και στην αγορά εργασίας, είναι πολύ μεγαλύτερα. Τα προηγούμενα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το σύνολο των οικονομικών τομέων της χώρας –πλην του δημοσίου τομέα– εξαρτάται πλέον απόλυτα από τη μεταναστευτική εργασία.
Ένα επιπλέον στοιχείο του πληθυσμού των αλλοδαπών είναι ο δυναμικός του χαρακτήρας, που απεικονίζεται στην ποσοστιαία σύνθεσή του. Συγκεκριμένα, ο παραγωγικός πληθυσμός των αλλοδαπών πλησιάζει το 80% του πληθυσμού τους, ενώ για τους Έλληνες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 66,2%. Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού των αλλοδαπών ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 15 έως 39 ετών (52%), ενώ ο νεανικός πληθυσμός, 0-14 ετών, αντιστοιχεί στο 19,25% του συνολικού πληθυσμού τους. Η συμμετοχή τους στον πληθυσμό της χώρας βαίνει συνεχώς αυξανόμενη και παρόμοιες τάσεις, αλλά πιο έντονες, παρουσιάζει η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, η οποία σημειωτέον παρουσιάζει πολύ χαμηλότερα ποσοστά από όλες τις άλλες έρευνες, όταν το 1993 ήταν περίπου γύρω στο 1,5%, έφθασαν πάνω από 6% το 2006. Ακόμα πιο εκρηκτική είναι η αύξηση της συμμετοχής τους στις ηλικίες 15-19, 20-24 και 35-39. Στην πρώτη περίπτωση (15-19), που είναι και η πιο ακραία, από περίπου 2% το 1993, έφθασαν το 2006 κοντά στο 12%(!)24. Πάντως, ένα δεύτερο γενικό συμπέρασμα είναι ότι «οι διαφορετικές αλλαγές στις ηλικιακές ομάδες, που συντελέσθηκαν σε Έλληνες και αλλοδαπούς, έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των Ελλήνων και την αύξηση των αλλοδαπών αντίστοιχα στον παραγωγικό πληθυσμό»25.
Από τα παραπάνω μπορεί αβίαστα να εξαχθεί ένα τρίτο γενικό συμπέρασμα, ότι «Κατ’ εξοχήν φαινόμενο απασχόλησης, η μετανάστευση προς την Ελλάδα διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εργασιακή πραγματικότητα της χώρας, δημιουργώντας νέα δεδομένα σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας»26.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα στοιχεία για το ποιες θέσεις εργασίας καταλαμβάνουν οι μετανάστες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών είναι μισθωτοί (πάνω από 80%, κάποιοι αναφέρουν ότι ξεπερνά το 90%). Ο Κόντης αναφέρει ότι «το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού των μεταναστών εργάζονται ως ανειδίκευτοι εργάτες (37,7%). Ωστόσο, μετά την πάροδο ετών, φαίνεται ότι οι μετανάστες καταλαμβάνουν όλο και πιο ειδικευμένες θέσεις εργασίας, αφού μεγάλο ποσοστό τους εργάζονται ως ειδικευμένοι τεχνίτες (35,4%)27. Σημαντικό ποσοστό απασχολείται στο εμπόριο και στο παραεμπόριο. Σημαντικές επαγγελματικές ομάδες μεταναστών είναι επίσης οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές σε καταστήματα και λαϊκές αγορές.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι μεγάλης σημασίας, ιδιαίτερα τώρα που έχει εκδηλωθεί η οικονομική κρίση στη χώρα μας. Καταδεικνύουν έναν μηχανισμό που έχει επισημάνει ο Μάικλ Πιόρε (Michael Piore). Ενώ ο πρωταρχικός σχεδιασμός για την εισαγωγή μεταναστευτικής εργασίας στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα είναι προσωρινή, τα γεγονότα έχουν καταδείξει ότι αυτό δεν ισχύει και, οι μετανάστες τείνουν να εγκαθίστανται στη χώρα εισδοχής. Επιπλέον, ενώ οι μετανάστες στην αρχή αποδέχονται εργασίες στις οποίες (υποτίθεται) ότι δεν πάνε οι γηγενείς,
«Καθώς η μεταναστευτική κοινότητα αρχίζει να εγκαθίσταται, γίνεται όλο και λιγότερο κατάλληλη για τον ρόλο που αρχικά έπαιζε και είναι σε αυτή τη μετάβαση από την προσωρινή μετανάστευση στη μόνιμη, όπου οι περισσότερες από τις κοινωνικές συγκρούσεις και τα πολιτικά προβλήματα που περιβάλλουν τη μεταναστευτική διαδικασία αναδύονται»28.
Βέβαια, ένας λόγος που επιτείνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις είναι το ότι οι μετανάστες αρχίζουν πλέον να καταλαμβάνουν θέσεις εργαζομένων που μέχρι τότε θεωρούσαν τον εαυτό τους προστατευμένο. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξη αυτού του φαινομένου και στη χώρα μας, όπου σίγουρα θα λάβει μια ιδιαίτερη μορφή λόγω παραγόντων όπως η μικρομεσαία δομή, η ανυπαρξία εκπροσώπησης των πιο αδύναμων στρωμάτων της εργατικής τάξης, η κυριαρχία συγκεκριμένων ιδεολογιών σε συνδικαλιστικές οργανώσεις κ.λπ.
Γενικότερα τώρα, στις αλλαγές στο εργατικό δυναμικό, ένα τέταρτο γενικό συμπέρασμα είναι ότι ο συνολικός αριθμός των αλλοδαπών παρουσιάζει αύξηση που μάλιστα εμφανίζεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ο αριθμός των αλλοδαπών παρουσιάζει μεγαλύτερη δυναμική από το ελληνικό εργατικό δυναμικό και καλύτερους δείκτες όσον αφορά στην απασχόληση και την ανεργία. Επιπλέον, «τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης των μεταναστών, τόσο στην επίσημη όσο και στην ανεπίσημη αγορά εργασίας, αποδεικνύουν τον υψηλό βαθμό προσβασιμότητας των μεταναστών και ιδιαίτερα των μεταναστριών στην ελληνική αγορά εργασίας. Προβλέπεται δε ότι η τάση αυτή θα παραμείνει σταθερή για το άμεσο μέλλον, τουλάχιστον για τους μετανάστες και τις μετανάστριες της πρώτης γενιάς»29.
Τα προηγούμενα αφορούσαν την εν γένει δυναμική των μεταναστών στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι επίσης τα στοιχεία για το πού απασχολούνται οι μετανάστες και οι πιθανές επιπτώσεις της απασχόλησής τους στους εν λόγω τομείς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τα 3/4 των απασχολούμενων αλλοδαπών εργάζονται σε τέσσερις κλάδους της οικονομίας, ήτοι τις κατασκευές, τα ιδιωτικά νοικοκυριά, τη μεταποιητική βιομηχανία και τα ξενοδοχεία και εστιατόρια. Εάν σε αυτούς προσθέσουμε ένα ακόμα 15% που απασχολείται στη γεωργία και το εμπόριο, τότε το 90% των αλλοδαπών απασχολείται σε αυτούς τους έξι κλάδους. Ένας κλάδος παρουσιάζει μια ακραία ιδιαιτερότητα, αυτός των ιδιωτικών νοικοκυριών, αφού το 70% της απασχόλησης στον συγκεκριμένο τομέα καλύπτεται από τους αλλοδαπούς.
Βλέπουμε ότι οι μετανάστες στη χώρα μας απασχολούνται σε μεγάλο βαθμό στις κατασκευές, για να ακολουθήσει ο βιομηχανικός τομέας, οι οικιακές εργασίες και ο τουρισμός. Μεγάλο είναι επίσης και το ποσοστό των ατόμων που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο. Σίγουρα λανθασμένη είναι η εκτίμηση για τον αγροτικό τομέα, όπου τα ποσοστά των μεταναστών εμφανίζονται ιδιαίτερα χαμηλά.
Ένας άλλος παρόμοιος πίνακας, βασισμένος στα στοιχεία της ΕΣΥΕ, παρουσιάζει την παρακάτω εικόνα για την απασχόληση των μεταναστών ανά κλάδο και περιφέρεια:
Βλέπουμε ότι στη Δυτική Μακεδονία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη υπάρχει πλήρης εξάρτηση από τον μεταναστευτικό πληθυσμό για την εκτέλεση των αγροτικών εργασιών. Παρομοίως, μεγάλη είναι η εξάρτηση από τους μετανάστες στον κατασκευαστικό τομέα. Αρκετά έντονη παρουσία των μεταναστών υπάρχει και σε τομείς που αποφεύγονται στη συζήτηση για τις επιπτώσεις των μεταναστών στο ελληνικό εργατικό δυναμικό και αυτοί οι τομείς είναι η βιομηχανία, ο τουρισμός και βέβαια οι κατασκευές που προαναφέρθηκαν.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις:
Η κ. Λινού παρατηρεί ότι οι πύλες της Ελλάδας για τη ραγδαία εισροή μεταναστών άνοιξαν, πέρα από εξωτερικούς λόγους και ενάντια στη συντριπτική βούληση του ελληνικού λαού, για την επίτευξη του στόχου της εισόδου στην ΟΝΕ. Επιπλέον, επισημαίνει ότι η [τότε] «κυβέρνηση θεώρησε τις οικονομικές επιπτώσεις της μετανάστευσης ως θετικές και σημαντικές και υποβάθμισε τις κοινωνικές επιπτώσεις που ήταν σημαντικές για τους Έλληνες ψηφοφόρους»30. Έτσι, οι ανησυχίες περί πολιτιστικής αναστάτωσης κατέστησαν δευτερεύουσες σε μια προσπάθεια να προμηθεύσουν την οικονομία με εργασία σε κρίσιμους τομείς… [η κυβέρνηση] ήλπιζε ότι οι ψηφοφόροι θα χρησιμοποιήσουν την εισδοχή στην ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση ως το μέτρο της επιτυχημένης πολιτικής…» Επιπλέον, το ζήτημα ήταν ότι η οικονομική ανάπτυξη που επιδιώχθηκε ήταν αυτή της μείωσης του εργατικού κόστους και της πλήρους ευελιξίας της αγοράς εργασίας, έτσι ώστε να επιτευχθούν τα κριτήρια της ΟΝΕ. Αυτό σε αντίθεση με την ανάπτυξη ενός μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης, που θα είχε ως στόχο την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, την οικονομική αυτάρκεια, την ανάπτυξη των περιφερειών, τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Την κατάσταση επιβάρυνε ακόμα περισσότερο η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, η ενίσχυση της εισροής μεταναστευτικού δυναμικού και η ακόμα μεγαλύτερη στρέβλωση του αναπτυξιακού μοντέλου, με την έμφαση και πάλι σε κατασκευές και τουρισμό. Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν μια δυναμική η οποία είναι δύσκολο πλέον να αποτραπεί και στο αμέσως επόμενο μέλλον θα δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα στον κόσμο της εργασίας. Η βρύση, από τη στιγμή που ανοιχτεί ιστορικά, έχει αποδειχθεί ότι είναι δύσκολο να κλείσει31.
Το γεγονός ότι οι ελίτ της χώρας προτίμησαν την ευκολία της εκμετάλλευσης των μεταναστών και όχι την καλλιέργεια ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής δικαιοσύνης και βιώσιμης ανάπτυξης διαφαίνεται και από τις εξελίξεις στον τομέα των προσωπικών υπηρεσιών. Τα υψηλά ποσοστά των εργαζομένων μεταναστριών στον οικιακό τομέα και τον τομέα των προσωπικών υπηρεσιών υποκρύπτουν την ασθενή και στρεβλή ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας. Έτσι, αντί να αναπτυχθεί ένα ευρύ σύστημα βρεφονηπιακών σταθμών, αντί να αναπτυχθούν κοινωνικές επιχειρήσεις παροχής προσωπικών υπηρεσιών, οι άρχουσες ελίτ της χώρας και μαζί και οι διανοούμενοί τους, υιοθέτησαν την προώθηση ενός ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ μοντέλου, όπου ο καθένας, ανάλογα με την εισοδηματική του ικανότητα, προσλαμβάνει μεταναστευτική εργασία για να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Για μια ακόμα φορά κερδισμένες βέβαια βγαίνουν οι προνομιούχες τάξεις και χαμένοι οι υπόλοιποι.
Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της υγείας. Η Ελλάδα είναι η τελευταία στην ανάπτυξη υπηρεσιών μακροχρόνιας φροντίδας, αφού το κράτος βολεύτηκε με τη μεταναστευτική εργασία και οι προνομιούχες τάξεις με τα ιδιωτικά νοσοκομεία και τη… μεταναστευτική εργασία. Αυτό βέβαια επέδρασε άμεσα και στην αγορά εργασίας, αφού θέσεις αξιοπρεπούς εργασίας, που θα μπορούσαν να καλυφθούν από γηγενές και ειδικευμένο προσωπικό, καλύπτεται από κακοπληρωμένες και χωρίς καμία προοπτική κοινωνικής ανέλιξης μετανάστριες. Επισημαίνω εδώ και μια κρυφή πτυχή της εκμετάλλευσης τέτοιας εργασίας: την επίδρασή της τόσο στο αξιακό σύμπαν αυτού που τη χρησιμοποιεί, όσο και συνολικά στο αξιακό σύμπαν της κοινωνίας. Διότι μια κρυφή πτυχή της χρήσης της μετανάστευσης από τις άρχουσες ελίτ είναι η καταβαράθρωση της αξιοπρέπειας των πολιτών και των εργαζομένων.
Άλλα σοβαρά ζητήματα που εγείρει η μετανάστευση χρήζουν και αυτά μελέτης. Για παράδειγμα, έχει επισημανθεί το ζήτημα της σχέσης μεταξύ εργασίας μεταναστών και εργασίας των νέων και των γυναικών32. Είναι γνωστό, ότι τόσο οι νέοι όσο και οι γυναίκες, όταν πρωτοεισέρχονται στην αγορά εργασίας, ακριβώς λόγω της ευάλωτης θέσης τους, αποδέχονται να δουλέψουν υπό χειρότερες συνθήκες, ή σε μερική απασχόληση, ή με χαμηλότερους μισθούς, με την ελπίδα της μελλοντικής ανέλιξης. Ωστόσο, οι μεγάλες μεταναστευτικές εισροές στη χώρα μας φαίνεται να στρεβλώνουν αυτή τη διαδικασία. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρατέθηκαν, σε τομείς όπως ο τουρισμός, τα εστιατόρια-εστίαση και το εμπόριο, θέσεις δηλαδή που πολλοί νέοι χρησιμοποιούσαν ως είσοδο στην αγορά εργασίας, η μεταναστευτική εργασία βρίσκεται πλέον σε πολύ υψηλά επίπεδα, εμποδίζοντας τέτοιες διαδικασίες.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στον γεωργικό τομέα. Εκεί, είναι γνωστό ότι η χρησιμοποίηση της απασχόλησης των μεταναστών είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις και οδήγησε μάλιστα στην αύξηση του κοινωνικού αποκλεισμού των Ελλήνων Τσιγγάνων και των Ελλήνων μουσουλμάνων, τις ομάδες δηλαδή που συνήθιζαν να αναλαμβάνουν αυτές τις εργασίες33. Επισημαίνουμε ότι σε τέτοιες εργασίες απασχολούνταν παλιότερα στη χώρα μας και αρκετοί νέοι.
Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι οι γηγενείς «δεν δέχονται να αναλάβουν τέτοιες εργασίες». Το ερώτημα βέβαια τίθεται με στρεβλό τρόπο, και ο κύριος στόχος του είναι για να φανούν ως υπεύθυνοι για την εισροή μεταναστών οι «οκνηροί» γηγενείς. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον το ότι τέτοιες κατηγορίες εκτοξεύονται χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένων μελετών και με ιδιαίτερα οξείς τόνους:
«Ελάχιστοι και ελάχιστες είναι εκείνοι που θρηνούν ηχηρά επειδή κάποιοι [μετανάστες] καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας τις οποίες κανείς από τους γηγενείς δεν θα ήθελε (επειδή είναι κουραστικές ή/και κακοπληρωμένες ή/και επικίνδυνες ή/και χαμηλού γοήτρου (prestige) ή/και επισφαλείς και χωρίς προοπτικές)»34.
Είναι ενδιαφέρον εδώ το πώς ο λόγος επικεντρώνει σε δύο πόλους τον «καλό μετανάστη» και τον «ηχηρά θρηνούντα», επιρρίπτοντας την ενοχή στον τελευταίο. Η χρήση της «αποδομητικής» διαδικασίας αναδεικνύει και την πολιτική θέση των συγγραφέων35: το πολιτικό διακύβευμα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η συγκάλυψη/προστασία αυτού που σε τελική ανάλυση εκμεταλλεύεται τη θέση εργασίας: του επιχειρηματία και των ελίτ που λαμβάνουν τις συγκεκριμένες αποφάσεις. Διότι στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό ερώτημα, στον βαθμό που το όραμά μας είναι μια άλλου τύπου ανάπτυξη, είναι το γιατί η οικονομία έχει ανάγκη τέτοιου τύπου θέσεις εργασίας, εργασίες κακοπληρωμένες και επικίνδυνες; Γιατί άλλες επικίνδυνες δουλειές, όπως π.χ. η αποκομιδή σκουπιδιών, είναι αποδεκτές από τους γηγενείς; Συνεπώς, ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει να εξηγηθεί είναι γιατί οι γηγενείς «αρνούνται»; Και, για να μην ξεχνάμε την πλευρά των μεταναστών, δεν θα πρέπει επίσης να εξηγηθεί γιατί αυτοί οι άνθρωποι δέχονται τελικά να κάνουν τέτοιες δουλειές; Δηλαδή, ποιες είναι οι πολιτικο-οικονομικές καταστάσεις της χώρας τους και οι προσωπικές επιδιώξεις που τους ωθούν στο να αναλάβουν τέτοιου είδους εργασίες;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα αναδεικνύουν άλλα πολιτικά διακυβεύματα. Ένα από τα οικονομικά προβλήματα που εγείρει το παραπάνω ζήτημα είναι η χρήση της μεταναστευτικής εργασίας για την αποτροπή του εκσυγχρονισμού της παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον, είναι η αποσιώπηση της έκρηξης της παραοικονομίας, της κυριαρχίας της πλήρους ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις, της κατάργησης κάθε κανόνα ωραρίου, της αποφυγής πληρωμής κοινωνικών εισφορών. Όλα αυτά είναι στοιχεία που από τη μία αυξάνουν την κερδοφορία συγκεκριμένων επιχειρηματιών, χωρίς ωστόσο να προκρίνουν ένα βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο μοντέλο ανάπτυξης.
Η έγερση τέτοιων ερωτημάτων πολεμήθηκε με σφοδρότητα, ή μάλλον προωθήθηκε η αποσιώπησή τους με την παραπάνω μέθοδο, αφού όποιος τόλμησε να τα εγείρει κατατάχθηκε αμέσως στους «ρατσιστές», «ξενόφοβους», «εθνικιστές» και άλλα εύηχα «επιστημονικά» επιχειρήματα. Η τακτική που ακολουθείται, περιγράφεται γλαφυρά από δήλωση γνωστού βουλευτή αριστερού κόμματος, ο οποίος μάλιστα το πλήρωσε με τη μη επανεκλογή του: «Είναι μια παλιά και δοκιμασμένη σταλινική τακτική… Όταν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα, ενοχοποιούμε το ίδιο το ερώτημα και το δαιμονοποιούμε, για να αποφύγουμε την ουσία του προβλήματος». Όπως επισημαίνει η κ. Στρατουδάκη, η συζήτηση για τη μετανάστευση, πόσο μάλλον για τη μετανάστευση και την αγορά εργασίας, είναι πλέον αποδεκτό ότι κατατρύχεται από τις ιδεολογικές τοποθετήσεις, τους πολιτικούς στόχους του εκάστοτε συγγραφέα ερευνητή και, στην Ελλάδα «…η ερευνητική παραγωγή, τα ευρήματά της, οι θεματολογικές και μεθοδολογικές επιλογές της [ήταν] άλλοτε οδηγημένες από τα ενδιαφέροντα της πολιτικής που τα χρηματοδοτούσε, άλλοτε [ήταν] λύσεις ανάγκης…»36.
Στη χώρα μας, αρκετοί από τους πιο ακραίους υποστηρικτές της άποψης περί «ρατσισμού», «οικονομικού ρατσισμού», «ξενοφοβίας», «κατάργησης των συνόρων» και άλλων παρομοίων φιλοπαγκοσμιοποιητικών αθυρμάτων, προέρχονται από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Επιπροσθέτως, στα ζητήματα που ανακύπτουν από τη μετανάστευση συνευρίσκονται, όχι περιέργως, «αντιεξουσιαστές» με δουλέμπορους, πολυεθνικές και φάρμερ με αριστεριστές και νεοφιλελευθέρους, προαγωγοί και τράφικερ με «ανθρωπιστές» και «υπερασπιστές δικαιωμάτων».
Ενδιαφέρον είναι ότι αντιφάσεις παρουσιάζονται σε ορισμένα σημεία μελετών του ΙΝΕ ΓΣΕΕ37. Αίφνης, μία παλιότερη μελέτη της ΓΣΕΕ, η οποία μάλιστα εγκαλεί τους Έλληνες για «οικονομικό ρατσισμό», υποστηρίζει ότι «οι περισσότεροι οικονομικοί μετανάστες εργάζονται σε εργασίες στις οποίες δεν ανταγωνίζονται τους έλληνες [το «έλληνες» με μικρό στο πρωτότυπο]. Επομένως, δεν καταλαμβάνουν μια θέση εργασίας την οποία διεκδικούν έλληνες. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των εργασιών βρίσκεται στον αγροτικό τομέα και σε ορισμένες ειδικότητες του κλάδου της οικοδομής. Οι μετανάστες αυτοί, όχι μόνον δεν αφαιρούν εργασία από τους έλληνες, αλλά δημιουργούν εργασία γι’ αυτούς»38. Η ίδια μελέτη όμως, λίγο πιο πριν αναγνωρίζει ότι «οι επιπτώσεις είναι διαφορετικές, ανάλογα με το τμήμα της αγοράς εργασίας» και ότι στην οικοδομή οι «έλληνες εργαζόμενοι» «διατείνονται» ότι υπάρχουν πιέσεις για μικρότερους μισθούς. Με άλλα λόγια, το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι το 35% των ειδικευμένων μεταναστών σε οικοδομή και μεταποίηση δεν έχει επηρεάσει τους Έλληνες εργαζόμενους. Όπως επίσης θέλει να μας πείσει ότι σε μια χώρα όπου τα ποσοστά ανεργίας κυμαίνονταν από 11% έως 8%, οι μετανάστες «δημιουργούσαν» θέσεις εργασίας για τους γηγενείς και δεν επηρεάζουν τους εργαζόμενους σε τουρισμό και υπηρεσίες…
Προς επίρρωση του επιχειρήματος που αναφέρω, θα χρησιμοποιήσω επιπλέον άλλες επισημάνσεις των Ετήσιων Εκθέσεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Εκεί, αναφέρεται ότι τα προγράμματα Νέων Θέσεων Εργασίας «λειτουργούν ως πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς εργασίας, με απώτερο σκοπό την υποστήριξη των πολιτικών συμπίεσης της αμοιβής εργασίας και ευελικτοποίησης των εργασιακών σχέσεων». Επίσης, αλλού έχει επισημανθεί η λειτουργία της «εκτόπισης» που έχουν τέτοια προγράμματα. Εάν τόσο μικρής έκτασης προγράμματα έχουν τέτοιες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, πώς είναι δυνατόν η εισροή πάνω από ενός εκατομμυρίου μεταναστών να μην έχει παρόμοιου τύπου επιδράσεις;
Σημειώνεται επίσης ότι η Έμκε-Πουλοπούλου επισημαίνει ότι «η νομιμοποίηση των μεταναστών, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν κάποια εξειδίκευση… μπορεί να σημαίνει ανταγωνισμό με τους γηγενείς και πίεση προς τα κάτω των αμοιβών εργασίας»39. Επιπλέον, αναφορικά με τις επιπτώσεις της μεταναστευτικής εργασίας, ο Παπαδόπουλος επισημαίνει ότι40
«Στην ύπαιθρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξεύρεση εργατικών χεριών και στη μείωση του κόστους παραγωγής στη γεωργία… Στους άλλους οικονομικούς κλάδους (κατασκευές, υπηρεσίες κ.λπ.) οι μετανάστες προσέφεραν σημαντικά τόσο στη μείωση του κόστους εργασίας, με παροχή φθηνής ανειδίκευτης εργασίας, όσο και στην “αποειδίκευση” κάποιων επαγγελμάτων».
Άλλη μελέτη, που έγινε στη Βόρειο Ελλάδα και διερεύνησε τις επιπτώσεις της παράνομης μετανάστευσης, βρήκε ότι οι μετανάστες υποκαθιστούν Έλληνες εργαζόμενους, ειδικά στην περίπτωση της ανειδίκευτης εργασίας41.
Ένα πρόβλημα των μελετών για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας και στο ΑΕΠ έγκειται στο γεγονός ότι τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των επιπτώσεων της μετανάστευσης στην Ελλάδα προέρχονται από ανεπτυγμένες χώρες. Συνεπώς, παραβλέπουν ένα σημαντικό παράγοντα: ότι η αύξηση της κατανάλωσης που προέρχεται από τους μετανάστες, σε μεγάλο βαθμό βοηθά τις …εισαγωγές, και συνεπώς τις θέσεις εργασίας σε ανεπτυγμένες χώρες ή στην Κίνα και όχι την Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι πάνω από το 50% των όσων καταναλώνουν οι Έλληνες –και συνεπώς και οι μετανάστες– είναι εισαγόμενα. Η δεύτερη ένσταση που μπορεί να εγερθεί είναι ότι οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται μπορούν απλά να καλυφθούν από …μετανάστες, δεδομένου μάλιστα ότι οι μεταναστευτικές ροές παραμένουν έντονες στη χώρα μας. Η τρίτη ένσταση, που είναι και μια υπόθεση εργασίας προς απόδειξη, είναι ότι η μετατόπιση Ελλήνων από θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν μετανάστες δεν τους οδήγησε σε κάποιες πιο καλοπληρωμένες θέσεις, αφού η ελληνική οικονομία δεν δημιουργεί τέτοιες. Μάλλον οδηγήθηκαν σε θέσεις εργασίας όπως οι σεκιούριτι (υπηρεσίες), θέσεις που και αυτές δεν είναι καλοπληρωμένες. Σε κάποιο βαθμό, αυτό πιθανόν εξηγεί τα υψηλά επίπεδα φτωχών εργαζομένων που απαντώνται στον πληθυσμό42.
Τα παραπάνω στοιχεία, μαζί με την επέκταση της παραοικονομίας και το στοιχείο ότι οι παράνομοι μετανάστες αποτελούν το 56% περίπου του συνόλου, ενδέχεται να εξηγούν το παράδοξο που επισημαίνεται στις Ετήσιες Εκθέσεις της ΓΣΕΕ, ότι η ταχεία αύξηση του ΑΕΠ δεν οδηγεί σε αντίστοιχες αυξήσεις της απασχόλησης43.
Συμπέρασμα
Βρισκόμαστε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1917 η αμερικανική κυβέρνηση έχει διαμορφώσει ένα πρόγραμμα «εποχικών» εργαζομένων μεταναστών για τις αμερικάνικες φάρμες. Οι εργαζόμενοι αυτοί ονομάστηκαν μπρατσέρο. Το 1966, ένας συνονόματος του Τσάβες, ο Σίζαρ Τσάβες με την οργάνωσή του, τους Ενωμένους Εργαζόμενους στις Φάρμες, κατόρθωσε να κερδίσει με αγώνες την κατά 40% αύξηση της αμοιβής για τους αγρεργάτες που καλλιεργούσαν και συνέλεγαν τα επιτραπέζια σταφύλια. Ο αγώνας τους πέτυχε γιατί εκείνη τη χρονιά, λόγω λήξης του μεταναστευτικού προγράμματος και μη ανανέωσής του, οι εργαζόμενοι μπρατσέρο δεν ήταν διαθέσιμοι και έτσι δεν κατέστη δυνατόν να σπάσει η απεργία των αγρεργατών που μάζευαν τα σταφύλια44.
Είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι μετανάστες αποτελούν το τίμημα της αποικιοκρατίας και της εμπορικής κυριαρχίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα δεν ισχύει τίποτε από τα δύο. Η χώρα σήμερα απειλείται, με τους γειτόνους να ζητάνε «μερτικό». Εμπορικά, η θέση της χειροτερεύει. Αναφορικά με τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας, η πορεία είναι φθίνουσα. Οι επενδύσεις για έρευνα είναι ελάχιστες. Αναφορικά με το επίπεδο ζωής και τη βιώσιμη ανάπτυξη, οι δείκτες είναι επίσης τραγικοί.
Η συζήτηση για τη μετανάστευση και τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της την πραγματική θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ένα γενικό συμπέρασμα, που θα μπορούσε να εξαχθεί αναφορικά με τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας, είναι ότι αυτή επέτεινε τις ήδη υφιστάμενες παθογένειες. Η αδήλωτη εργασία, η χαμηλή παραγωγικότητα, ο ανέφικτος εκσυγχρονισμός, η κατάρρευση της μεταποίησης, ο παρασιτισμός, η παραοικονομία, η προβληματική οργάνωση των ελληνικών επιχειρήσεων, η απουσία κατάρτισης, η επέκταση προβληματικών μορφών απασχόλησης, όπως η μερική, ο δανεισμός, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, κ.λπ. είναι φαινόμενα που επιτάθηκαν. Η αγορά εργασίας απέκτησε έτσι πλήρη ευελιξία. Η πιο σημαντική επίπτωση είναι ότι συγκεκριμένες ελίτ χρησιμοποίησαν τη μετανάστευση για τη διαιώνιση μιας παρασιτικής οικονομικής διάρθρωσης. Η κρίση που βιώνουμε σήμερα θα είναι βαθιά γιατί πέραν του κλονισμού αυτής της δομής, θα δοκιμαστεί και η κοινωνική συνοχή, αφού η τάση θα είναι για περαιτέρω αύξηση της μετανάστευσης, με στόχο την περαιτέρω συμπίεση του εργατικού κόστους. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι εργοδότες προτιμούν την αέναη εισροή νέων μεταναστών, αφού οι παλιοί έχουν την τάση να αποκτούν τα χαρακτηριστικά του γηγενούς πληθυσμού.
Η εισαγωγή μεταναστευτικής εργασίας μπορεί να αποτέλεσε την εύκολη λύση, αλλά όπως θα δείξει η πραγματικότητα τα επόμενα χρόνια, η διαχείρισή της θα αποδειχθεί ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα. Οι Έλληνες πολίτες και εργαζόμενοι καλούνται –και εγκαλούνται από κάποιους– να διαχειριστούν τώρα μόνοι τους, στην καθημερινότητά τους, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από αυτές τις ροές.
Θα κλείσουμε αυτό το κείμενο με δύο γενικές παρατηρήσεις. Πρώτον, όπως τονίζει ο Μπόρχας
Το έθνος, ως σύνολο, κερδίζει από τη μετανάστευση. Με άλλα λόγια η μετανάστευση αυξάνει την πίτα που είναι διαθέσιμη στους γηγενείς. Η μετανάστευση επίσης αναδιανέμει τα εισοδήματα –από τους γηγενείς εργάτες που ανταγωνίζονται με τους μετανάστες προς αυτούς που προσλαμβάνουν και χρησιμοποιούν υπηρεσίες μεταναστών. Η μετανάστευση αλλάζει το πώς η οικονομική πίτα χωρίζεται μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων.
Αυτή η προοπτική δείχνει επίσης ότι τα οφέλη από τη μετανάστευση προκύπτουν επειδή οι μετανάστες μειώνουν τους μισθούς που παίρνουν οι γηγενείς εργάτες. Χωρίς τον πόνο που υποφέρουν οι εργάτες που ανταγωνίζονται με τους μετανάστες, δεν θα προέκυπταν κέρδη για τους εργοδότες που τους προσλαμβάνουν ή για τους καταναλωτές που αγοράζουν. Η ειρωνεία είναι ότι, μολονότι η συζήτηση για τη μετανάστευση θεωρεί το ότι οι μετανάστες μειώνουν τους μισθούς των γηγενών εργαζομένων ως ιδιαίτερα επιζήμια συνέπεια, δεν θα υπήρχαν αλλιώς τα οικονομικά οφέλη από την μετανάστευση45.
Δεύτερον, η μετανάστευση την εποχή της παγκοσμιοποίησης αποτελεί το μέσο για τη διατήρηση του status quo τόσο στη χώρα καταγωγής, όσο και στη χώρα υποδοχής. Οι Έλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά. Η μετανάστευση των Ελλήνων μπορεί να βοήθησε τις χώρες υποδοχής, άφησε όμως πίσω μια χώρα με μια στρεβλή οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, στέρησε τη χώρα από ένα δραστήριο, δυναμικό και νεανικό κομμάτι του πληθυσμού της, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις υφιστάμενες ελίτ να εφαρμόσουν με μεγαλύτερη ευκολία τις πολιτικές τους. Σήμερα, η Ελλάδα παρουσιάζει και πάλι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο. Οι μεγάλες εισροές μεταναστών χρησιμοποιούνται για την όξυνση του παρασιτικού της χαρακτήρα και της υπανάπτυξής της. Ίσως η πιο εκκωφαντική ένδειξη αυτού είναι οι πάνω από 600.000 επιστημονικά καταρτισμένοι συμπολίτες μας, που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια. Η χώρα, που κάποιοι βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι ανήκει στο πλούσιο μπλοκ του πλανήτη, υφίσταται συνέπειες από την παγκοσμιοποίηση που προσιδιάζουν σε τριτοκοσμικό κράτος. Ίσως η πιο τραγική συνέπεια της μετανάστευσης να είναι ο παραγωγικός μαρασμός της χώρας και η καταδίκη κάθε προσπάθειας για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη και στην οποία θα υπάρχει μια πιο ενδελεχής παρουσίαση των ζητημάτων που θίγονται εδώ.
2. Olivier Annequin, «Globalization catches up with migrants», στο ILO, Migrant workers, Labour education 2002/4 No. 129, 2002, σελ. 35.
3. Οι τρεις φάσεις της παγκοσμιοποίησης είναι 1870-1913, 1945-1980, 1980 έως σήμερα. Για μία συνοπτική περιγραφή βλέπε Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια. Τα ιδεολογικά πλαίσια και οι πολιτικές των διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της φτώχειας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2006, σελ. 31-36 και 285-287.
4. International Organization for Migration, World Migration 2008. Managing Labour Mobility in the Evolving Global Economy, Volume 4-IOM World Migration Report Series, 2008, σελ. 5.
5. Βλέπε Διεθνής Επιτροπή για την Κοινωνική Διάσταση της Παγκοσμιοποίησης, Δίκαιη Παγκοσμιοποίηση. Δημιουργώντας ευκαιρίες για όλους, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα, 2004.
6. IOM, World Migration 2008, όπ.παρ., σελ. 122.
7. IOM, World Migration 2008. Managing labour mobility in the evolving global economy, Volume 4-IOM World Migration Report Series, 2008,σελ 5 και 12.
8. OECD, International Migration Outlook, SOPEMI 2008, OECD, 2008, σελ. 147.
9. ΙΟΜ, World Migration 2008, όπ.παρ., σελ. 81.
10. ILO, Report VI, Towards a fair deal for migrant workers in the global economy, International Labour Conference, 92nd Session, 2004, Γενεύη, 2004, σελ. 11.
11. OECD, International Migration Outlook, SOPEMI 2009, Special Focus: Managing Labour Migration Beyond the Crisis, OECD, 2009, σελ. 121.
12. Emilo Reyneri, Migrant’s involvement in irregular employment in the Mediterranean countries of the European Union, International Migration Papers, ILO, Geneva, 2001, σελ. 14.
13. Reyneri, όπ.παρ.
14. ILO, Report VI, Towards a fair deal, όπ.παρ., σελ. 45.
15. OECD, International Migration Οutlook, σελ. 128.
16. Council of Europe, Committee on Migration, Refugees and Demography, Migrants in irregular employment in the agricultural sector of southern European countries, doc. 9883, 18 July 2003.
17. ILO, Report VI, όπ.παρ., σελ. 54.
18. Kapur D & J McHale, Give us your Best and brightest: The Global Hunt for Talent and Its Impact on the Developing World, Center for Global Development, 2005.
19. IOM, World Migration 2008, όπ.παρ., σελ. 61-62.
20. Χ. Κασίμης, «Ντόπιοι και ξένοι στη σύγχρονη αγροτική Ελλάδα» στο Μετανάστευση στην Ελλάδα. Εμπειρίες-Πολιτικές-Προοπτικές, Τζένη Καβουνίδη κ.ά. (επιμ), τόμος Α΄, Εκδόσεις ΙΜΕΠΟ, Αθήνα 2008, σελ. 194.
21. Θεόδωρου Π. Λιάνου, Σύγχρονη μετανάστευση στην Ελλάδα: Οικονομική διερεύνηση, ΚΕΠΕ, Αθήνα 2003, σελ. 15.
22. Κ.Π. Equal, Ενέργεια ΙΙ, Δράση 11 του έργου «Παρατηρητήριο και Δίκτυο Δομών για την ενδυνάμωση των Οικονομικών Μεταναστών και Προσφύγων στην Αγορά Εργασίας», Μετανάστες και ένταξη στην αγορά εργασίας, Αθήνα, Νοέμβριος 2006, σελ. 7-8.
23. Αντώνης Κόντης, Σταύρος Ζωγραφάκης, Θόδωρος Μητράκος, εταιρεία Knowledge Systems AE, Ερευνητικό Έργο: «Οι οικονομικές επιπτώσεις της απασχόλησης των μεταναστών κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν», ΙΜΕΠΟ Δεκέμβριος 2006, σελ. 20.
24. Επισημαίνω ότι αυτά προκύπτουν από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού του 2006. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, η συμμετοχή των αλλοδαπών στο εργατικό δυναμικό είναι πολύ μεγαλύτερη, αγγίζοντας το 12%. Τα στοιχεία από το Απόστολος Καψάλης (επιμ.), Αδήλωτη απασχόληση και «νομιμοποίηση» των μεταναστών. Η πρόκληση της μεταναστευτικής πολιτικής, ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Μελέτες 27, Αθήνα 2007.
25. Καψάλης, όπ.παρ., σελ. 181.
26. ΚΕΚ ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-Κ.Π. Equal, Έργο: ενδυνάμωση των οικονομικών μεταναστών και προσφύγων στην αγορά εργασίας, Μετανάστες και ένταξη στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, Αθήνα, Νοέμβριος 2006, σελ. 9.
27. Γιώργος Κρητικίδης, «Πληθυσμός, Εργατικό Δυναμικό και Απασχόληση των μεταναστών», Ενημέρωση, Τεύχος 152, Ιούλιος-Αύγουστος 2008. Κόντης, όπ.παρ.
28. Michael J. Piore, Birds of Passage. Migrant labor and industrial societies, Cambridge University Press, 1979, σελ. 52.
29. Γιώργος Κρητικίδης, «Πληθυσμός, Εργατικό Δυναμικό και Απασχόληση των μεταναστών», Ενημέρωση, Τεύχος 152, Ιούλιος-Αύγουστος 2008. Ωστόσο να επισημάνω ότι δεν είναι ακόμα γνωστό πώς θα επιδράσει η κρίση σε αυτά τα στοιχεία.
30. Katerina Linos, Understanding Greek Immigration Policy, Kokkaklis Graduate student Workshop, Φεβρουάριος 2001.
31. Peter Stalker, Workers without frontiers. The Impact of globalization on international migration, Lynne Rienner Pubishers-ILO, 2000, σελ.29.
32. Αναφέρω μεταξύ άλλων Michael J. Piore, Birds of Passage, όπ.παρ.,
33. Εκτός εάν αυτοί που χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα θεωρούν ότι οι Έλληνες Τσιγγάνοι και μουσουλμάνοι δεν ανήκουν στο ελληνικό εργατικό δυναμικό! Το γεγονός αυτό επισημαίνεται από την Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, Η μεταναστευτική πρόκληση, όπ.παρ., σελ. 413.
34. Βλέπε Λόης Λαμπριανίδης & Αντιγόνη Λυμπεράκη, Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη. Διαδρομές ευημερίας και παραδρομές δημόσιας εικόνας, Εκδόσεις Πατάκη, 2005, σελ. 61.
35. Για το πώς δομείται ο εξουσιαστικός λόγος και τις μεθόδους «αποδόμησής» του βλέπε Joan Wallach Scott, Gender and the Politics of History, Columbia University Press, 1988, σελ. 1-11.
36. ΕΚΚΕ, Χαρά Στρατουδάκη, Έρευνες για τους μετανάστες στην Ελλάδα. Ερευνητικές εμμονές και εκκρεμότητες, Κείμενα Εργασίας 2008/20, Αθήνα, 2008.
37. Ο προσεκτικός αναγνώστης των Εκθέσεων και Μελετών του ΙΝΕ μπορεί να αναγνωρίσει ότι τα συγκεκριμένα σημεία που αναφέρονται εδώ προέρχονται από συγκεκριμένους συγγραφείς.
38. ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2000, Αθήνα, Αύγουστος 2000, σελ. 148.
39. Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, όπ.παρ. σελ. 415.
40. Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος, Ευελιξία και προσαρμογή των μεταναστών στις τοπικές αγορές εργασίας, εισήγηση στη ημερίδα «Οι μετανάστες στις περιφερειακές τοπικές αγορές εργασίας, Κέρκυρα, 8 Ιουνίου 2007.
41. Χάρης Ναξάκης, Μιχάλης Χλέτσος, Μετανάστες και Μετανάστευση, Οικονομικές, Πολιτικές και Κοινωνικές Πτυχές, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2001, σελ. 25.
42. Εθνική Έκθεση Στρατηγικής για την Κοινωνική Προστασία και την Κοινωνική Ένταξη 2008-2010, Στατιστικό Παράρτημα, σελ. 23.
43. Η παρατήρηση βρίσκεται στο ΙΝΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση 2000, σελ.47. Ωστόσο, πιθανότατα ισχύει για όλη την περίοδο μέχρι σήμερα.
44. Philip Martin, There Is Nothing More Permanent Than Temporary Foreign Workers, Center for Immigrant Studies, Backgrounder, April, 2001.
45. George J. Borjas, The Impact of Immigration on the Labor Market, January 2006, prepared for the Conference on Labor and Capital Flows in Europe Following Enlargement.