Τοπική παραγωγή, ταυτότητα και ελληνικός τουρισμός
Του Γιώργου Ξένου από την Ρήξη φ. 131
Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών ανέδειξε την ανάγκη αλλαγής κατεύθυνσης του τουρισμού στη χώρα μας, αλλά και την αναπροσαρμογή του ίδιου του παραγωγικού μοντέλου της. Ένα σημαντικό κομμάτι των επιχειρήσεων του τουριστικού κλάδου άρχισε να συνειδητοποιεί, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, ότι η επιβίωση των ιδίων, αλλά και συνολικά του κλάδου την επόμενη μέρα, μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσω της ανάδειξης μιας διακριτής και ιδιαίτερης ταυτότητας, ενός λεγόμενου «brand name», που θα αποτελεί την ουσία του ίδιου του τουριστικού προϊόντος. Συστατικό στοιχείο αυτής της ταυτότητας και συνακόλουθα του «brand name» αποτελεί η γαστρονομική εμπειρία, η γνώση των τοπικών γεύσεων από τον επισκέπτη.
Σε αυτές τις συνθήκες, και βάσει των αναγκών της τουριστικής πραγματικότητας (π.χ. εστίαση στα ξενοδοχεία), υπήρξε τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερη σύνδεση κλάδων της ελληνικής οικονομίας με τον τουρισμό. Κυρίαρχο παράδειγμα αποτελεί η βιομηχανία τροφίμων κ αι ποτών, που αν και αποδυναμωμένη στην προ κρίσης εποχή, σήμερα δείχνει τουλάχιστον να σταθεροποιείται και να παγιώνει σοβαρά μερίδια αγοράς, εκτός από τη χονδρική (π.χ. ξενοδοχεία) και στη λιανική (σούπερ μάρκετ).
Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται μια αξιόλογη προσπάθεια του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας, το «Ελληνικό Πρωινό». Τι είναι όμως το πρόγραμμα «Ελληνικό Πρωινό»’; Το πρόγραμμα είναι μια πρωτοβουλία του Ξ.Ε.Ε. που συνδέει και αξιοποιεί τον πολιτισμικό-γαστρονομικό πλούτο της χώρας με τα ελληνικά ξενοδοχεία. Το πρόγραμμα υλοποιείται δειλά δειλά εδώ και κάποια χρόνια, με βασικό σκοπό τον εμπλουτισμό του πρωινού που προσφέρεται, στα ελληνικά ξενοδοχεία, με αγνά και μοναδικά προϊόντα της ελληνικής γης, καθώς και παραδοσιακά τοπικά εδέσματα της κάθε περιοχής της Ελλάδας.
Στόχος του προγράμματος «Ελληνικό Πρωινό», όπως τονίζει χαρακτηριστικά το ΞΕΕ, είναι να δοθεί η δυνατότητα στους επισκέπτες των ελληνικών ξενοδοχείων να γνωρίσουν τον άφθονο γαστρονομικό πλούτο της χώρας μας και να γευτούν, στο πρωινό τους, τα αναρίθμητα ελληνικά προϊόντα και εδέσματα που βρίσκονται στην καρδιά της μεσογειακής διατροφής, η οποία δεν είναι μια μοντέρνα διατροφική τάση, αλλά αποτελεί, σύμφωνα με την UNESCO “άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας”. Η βάση του ελληνικού πρωινού είναι τα κύρια προϊόντα της μεσογειακής διατροφής, όπως ο άρτος, τα παξιμάδια, το ελαιόλαδο, οι ελιές, το γιαούρτι, το μέλι, τα τυροκομικά, τα αλλαντικά, τα φρέσκα λαχανικά, τα όσπρια, οι πίτες, τα γλυκά και τα φρέσκα φρούτα. Στη βάση αυτού του κορμού, κάθε περιοχή της Ελλάδας, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, την εδαφολογική σύσταση, τα παραγόμενα προϊόντα και τις πολιτισμικές σχέσεις και ανταλλαγές, διαμόρφωσε έναν ιδιαίτερο γαστρονομικό πολιτισμό και ιδιαίτερες τοπικές κουζίνες. Παρ’ ότι ο βασικός κορμός της γαστρονομίας είναι κοινός, κάθε περιοχή έχει τους δικούς της γαστρονομικούς θησαυρούς, έτσι ώστε άλλα είναι τα χαρακτηριστικά της κρητικής κουζίνας, άλλα της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου, του Ιονίου κλπ. Έτσι, για παράδειγμα, βλέπουμε ανάλογα με την περιοχή να προσφέρεται και κάτι διαφορετικό, που προστίθεται στην κοινή βάση μας: ντάκος στην Κρήτη, χαλβάς στη Θεσσαλία, σταφίδα στη Ζάκυνθο.
Η γνωριμία με αυτήν τη γαστρονομική ποικιλομορφία της ελληνικής γης συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης τουριστικής και πολιτισμικής ταυτότητας του κάθε τόπου, στην οικοδόμηση ενός μοναδικού «brand name». Tαυτόχρονα, στην καρδιά της φιλοσοφίας του προγράμματος, πέρα από τη γνωριμία της γεύσης των προϊόντων και των εδεσμάτων, στόχος του «Ελληνικού Πρωινού» είναι να προχωρήσει στη γνωριμία των παραγωγών με τους καταναλωτές, των τρόπων παραγωγής, και να αναδείξει έτσι τον τόπο, το τοπίο και το φυσικό περιβάλλον παραγωγής κάθε γεύσης.
Το «Ελληνικό Πρωινό» είναι μια σημαντική προσπάθεια, που αξίζει να αγκαλιαστεί από τους επαγγελματίες του κλάδου. Σήμερα υπολογίζεται ότι συμμετέχει στο πρόγραμμα ένα δίκτυο 700 περίπου ελληνικών ξενοδοχείων σε ένα σύνολο σχεδόν 10.000 μονάδων. Είναι ένα βήμα, αλλά όχι αρκετό. Η ύπαρξη και ενίσχυση αντίστοιχων πρωτοβουλιών μπορεί να δώσει στη χώρα μας την τουριστική φυσιογνωμία που της αξίζει.