Χάρτης της μάχης της Αλαμάνας
του Χρόνη Βάρσου, Φιλολόγου-ιστορικού ερευνητή
Το 1821 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τους Έλληνες στο πολεμικό πεδίο, λόγω της αποστασίας του φιλόδοξου και πολύ ισχυρού Αλή πασά των Ιωαννίνων (1788-1822) εναντίον του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) ήδη από τον Ιούλιο του 1820. Η ανταρσία αντιμετωπίστηκε άμεσα και από το καλοκαίρι του 1820 πολυάριθμος οθωμανικός στρατός είχε σταλεί υπό τον αρχισερασκέρη Ισμαήλ Πασόμπεη στην Ήπειρο για να επαναφέρει τον απείθαρχο Αλβανό πασά στην τάξη. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καταλήφθηκε ουσιαστικά όλο το κράτος του Αλή, από το Μεσολόγγι μέχρι το Δυρράχιο, τουλάχιστον 18.000 άνδρες του, υπό τον Ομέρ Βρυώνη, αυτομόλησαν στους σουλτανικούς και ο ίδιος πολιορκούνταν από το φθινόπωρο στο κάστρο των Ιωαννίνων. Παράλληλα οι Σουλιώτες υπό τον Μάρκο Μπότσαρη είχαν ανακαταλάβει το Σούλι μετά από 17 χρόνια εξορίας στην Κέρκυρα και διεξήγαγαν επιτυχημένο πόλεμο με τους σουλτανικούς, «συμμαχώντας» εικονικά με τον πρώην αδυσώπητο εχθρό τους, Αλή πασά.
Οι συνθήκες έγιναν ακόμη ευνοϊκότερες για την επιτυχία της ελληνικής επανάστασης, όταν τον Ιανουάριο του 1821 κλήθηκε να ηγηθεί του σουλτανικού στρατού στα Γιάννενα ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς, εμπειρότατος και ικανότατος διοικητής, που μόλις τον Νοέμβριο του 1820 είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πελοποννήσου ως Μόρα-βαλεσή. Ο Χουρσίτ, πρώην μεγάλος βεζίρης και νικητής των Σέρβων επαναστατών την περίοδο 1809-13, θεωρούνταν η καλύτερη επιλογή και αντικατέστησε τον Μάρτιο τον αποτυχημένο Πασόμπεη. Η τουρκική δύναμη στην Πελοπόννησο αποδυναμωνόταν έτσι αισθητά τόσο σε άντρες όσο και από τη φυσική της ηγεσία, μένοντας με τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι πληροφορίες για τον ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν απλά φήμες του ραδιούργου Αλή.
O οπλαρχηγός της Λιβαδειάς Αθανάσιος Διάκος (1788-1821)
Η έναρξη της επανάστασης στην ανατολική Στερεά
Στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και Βλαχίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ήδη από τις 22 Φεβρουαρίου, σημείωνε επιτυχίες ενώ στις 28 Μαρτίου είχε φτάσει έξω από το Βουκουρέστι. Στα νησιά η επανάσταση μέσα στο Μάρτιο είχε φουντώσει και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε πλήρως στον θαλάσσιο χώρο. Στην Πελοπόννησο από τα τέλη Μαρτίου τα κυριότερο κάστρα πολιορκούνταν από τους επαναστάτες, ενώ το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης, η Τρίπολη, βρισκόταν, αρχές Απριλίου, αποκλεισμένη όλο και πιο στενά από τον Θ. Κολοκοτρώνη, με την εκεί τουρκική φρουρά να περιμένει απελπισμένα βοήθεια από τον Χουρσίτ στα Γιάννενα.
Οι αποφάσεις για την επανάσταση στη Στερεά πάρθηκαν στις 30 Ιανουαρίου 1821 στη σύσκεψη των αρματολών της Ρούμελης στο νησί της Λευκάδας. Εκεί αποφασίστηκε η επανάσταση να ξεκινήσει στις 25 Μαρτίου και ορίστηκαν υπεύθυνοι για τη δυτική Στερεά, οι Τσόγκας, Βαρνακιώτης και Καραϊσκάκης, ενώ για την ανατολική Στερεά, οι Ανδρούτσος και Πανουργιάς, που από τα τέλη του 1820 είχαν δραπετεύσει από τα Γιάννενα για τη Ρούμελη. Παράλληλα στις 12 Μαρτίου σε συνέλευση στην Ι.Μ του Οσίου Λουκά Βοιωτίας, παρουσία του επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα (1778-1821) και του αρματολού της Λιβαδειάς, Αθ. Διάκου (1788-1821), συμφωνήθηκε η συμμετοχή στην επανάσταση. Έτσι στην ανατολική Στερεά (αντίθετα με τη δυτική όπου δεν είχε σημειωθεί ακόμη καμία επαναστατική κίνηση) οι τουρκικές φρουρές εκκαθαρίστηκαν σχετικά γρήγορα το διάστημα 24 Μαρτίου-13 Απριλίου 1821 από τη συντονισμένη δράση των Ελλήνων οπλαρχηγών (Δερβενοχώρια, Μεγαρίδα, Σάλωνα, Γαλαξίδι, Λιδωρίκι, Μαλανδρίνο, Λιβαδειά, Αταλάντη, Θήβα, Μενδενίτσα, Τουρκοχώρι).
Εξαιρώντας κανείς την περιοχή της Υπάτης (και φυσικά της Λαμίας που αποτελούσε μεγάλο οθωμανικό στρατιωτικό κέντρο, της Αθήνας και της Εύβοιας), όλη η ανατολική Στερεά έως το Σπερχειό ποταμό βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο των επαναστατών που οχύρωσαν τα στενά των Θερμοπυλών. Ήδη από τις 10 Απριλίου οι Αθ. Διάκος, Πανουργιάς (1759/67-1834), οπλαρχηγός των Σαλώνων (Άμφισσας) και Γιάννης Δυοβουνιώτης (1757-1831), αρματολός Ζητουνίου (Λαμίας) και Βοδονίτσας (Μενδενίτσας), φτάνοντας στο χάνι της γέφυρας της Αλαμάνας, ξεκίνησαν συζητήσεις με τον αρματολό της Υπάτης (Πατραντζίκι), Μήτσο Κοντογιάννη, για να τον πείσουν να συμμετάσχει στην πολιορκία της, ώστε να γίνει εφικτή στη συνέχεια η επίθεση εναντίον του μεγάλου κάστρου της Λαμίας.
Στις 14 Απριλίου 2.000 Έλληνες ένοπλοι στρατοπέδευσαν στις Κομποτάδες υπό τους 3 οπλαρχηγούς όπου έγινε πολεμικό συμβούλιο (1η σύσκεψη) κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και σχέδια για την επίθεση στην Υπάτη αλλά και την τύχη των 2.000 αιχμαλώτων Τούρκων της ανατολικής Στερεάς. Ταυτόχρονα έγινε και μια αναγνωριστική επίθεση στα Καλύβια Λαμίας από τον Κ. Τράκα (200 άνδρες) που υποχώρησε στο Μπεκή (Σταυρός Λαμίας) οχυρωμένος στην εκκλησία του χωριού, του Ι.Ν Αγ. Αθανασίου, απέναντι στις πολύ ισχυρές τουρκικές δυνάμεις που βγήκαν από το κάστρο της Λαμίας για να τον αναχαιτίσουν. Μια ευφάνταστη πρωτοβουλία των οπλαρχηγών από τις Κομποτάδες να επιστρατεύσουν όλα τα υποζύγια και να φανούν ως επελαύνουσα «μονάδα ιππικού», απεγκλώβιζε το τμήμα του Κ. Τράκα και οι Τούρκοι εξαπατημένοι, υποχώρησαν.
O Xουρσίτ Πασάς
Η αντίδραση των Τούρκων
Οι ανησυχητικές εξελίξεις στο μέτωπο της ανατολικής Στερεάς και ο κίνδυνος που συνεπαγόταν για την άμυνα της Τρίπολης, που ήδη βρισκόταν υπό ασφυκτικό κλοιό, έγιναν γρήγορα αντιληπτές από τον πολύπειρο Χουρσίτ πασά στα Γιάννενα. Διατηρώντας τους θησαυρούς και το χαρέμι του στην Τρίπολη και μη μπορώντας να επέμβει ο ίδιος προσωπικά για να καταστείλει την επανάσταση, αποφάσισε να δράσει άμεσα. Έτσι στις 3 Απριλίου έφτασαν από τα Γιάννενα στην Πάτρα 600 άνδρες υπό τον Γιουσούφ Σελήμ πασά Σερεσλή (πρώην μπέη των Σερρών) για ενίσχυση της πόλης. Στις 6 Απριλίου, 3.500 Τουρκαλβανοί υπό τον Μουσταφάμπεη, κεχαγιάμπεη του Χουρσίτ, αποβιβάστηκαν στο Ρίο της Πάτρας για να ενισχύσουν την πολιορκημένη Τρίπολη και στις 15 Απριλίου μπήκαν στο Αίγιο.
Παράλληλα στις 9 Απριλίου, ξεκίνησε από τα Γιάννενα άλλο ένα εξαιρετικά ισχυρό στράτευμα από 8.000 πεζούς και 800 ιππείς υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ, προσωρινό αναπληρωτή Μόρα Βαλεσή και έμπιστο του Χουρσίτ, και τον Ομέρ Βρυώνη, σαντζάκμπεη του Βερατίου, ικανότατο στρατιωτικό, γνώστη των Ελλήνων οπλαρχηγών της Στερεάς, αλλά διοικητή αμφίβολης αξιοπιστίας (πρώην έμπιστος του Αλή πασά, πρόσφατα αυτομολήσας στο σουλτανικό στρατόπεδο από το καλοκαίρι του 1820). Μαζί με τους 2 πασάδες εξεστράτευσαν οι ικανότατοι Αλβανοί αρχηγοί Τελεχάμπεης, Μουστάμπεης, Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης ενώ ο στρατός αποτελούνταν από 4.000 Αλβανούς από το στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά καθώς και 4.000 επιστρατευθέντες Κονιάρους της Θεσσαλίας και άτακτους μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Σκοπός τους ήταν αρχικά η καταστολή της επανάστασης στην ανατολική Στερεά και στη συνέχεια το πέρασμα του Κιοσέ Μεχμέτ μέσω του ισθμού της Κορίνθου προς Ναύπλιο και του Ομέρ Βρυώνη μέσω Ιτέας στο Αίγιο της Πελοποννήσου για ενίσχυση του κάστρου της Τριπολιτσάς, καθώς και ο παράλληλος συντονισμός της δράσης τους με τον Γιουσούφ πασά της Πάτρας και τον Μουσταφάμπεη στην Τρίπολη. Ο κίνδυνος για την πορεία της επανάστασης ήταν πλέον ορατός.
Ο οπλαρχηγός των Σαλώνων Πανουργιάς (1759-1834)
Η άφιξη της τουρκικής στρατιάς και η πολιορκία της Υπάτης
Οι οπλαρχηγοί στις Κομποτάδες έχοντας ήδη καθυστερήσει υπερβολικά στις επαφές με τον οπλαρχηγό Κοντογιάννη για την επιχείρηση κατάληψης της Υπάτης (Πατρατζίκι), έστειλαν το βράδυ 16 Απριλίου τον Κ. Τράκα με 250 άνδρες μέσω του Σταυρού (Μπεκή) Λαμίας, στο Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκα) για αναγνώριση. Εκεί ο Τράκας αντιμετώπισε την επομένη το πρωί στις 17 την εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού (800 Γκέγκηδες και Τσάμηδες ιππείς υπό τους Τελεχά μπέη και Μουστάμπεη) που προωθούνταν από τον βορρά προς Λαμία. Στη μάχη που διεξήχθη στο χωριό Καλαμάκι όπου οι Τούρκοι οχυρώθηκαν εντός του Ι.Ν Αγίου Νικολάου, αναμένοντας ενισχύσεις από το υπόλοιπο στράτευμα που πλησίαζε, σκοτώθηκαν 17 Έλληνες και 30 Τούρκοι. Ο Κ. Τράκας, μπροστά στον όγκο όμως των τουρκικών δυνάμεων που θα κατέφθαναν σε λίγο, επέστρεψε ξημερώνοντας 18 Απριλίου στις Κομποτάδες για να ενημερώσει τους οπλαρχηγούς για τις αρνητικές εξελίξεις.
Στο μέτωπο της Υπάτης ξεκίνησε στις 18 του μήνα έστω και με καθυστέρηση η επίθεση από 1.200 Έλληνες υπό τον Κοντογιάννη, που μεταπείστηκε τελικά να συμμετάσχει, και 2.000 ενόπλους υπό τους Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Γκούρα και Σαφάκα. Αφού απωθήθηκαν οι Τούρκοι από το Αργυροχώρι (Βογομίλ), η Υπάτη πολιορκήθηκε πιο στενά και άρχισαν μάχες εντός της κωμόπολης. Η τουρκική φρουρά από 800 ενόπλους, ετοιμαζόταν να συνθηκολογήσει και να μετακινηθεί την επομένη μέρα στη Λαμία, αλλά το απόγευμα έφτασε η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη (4.000 πεζοί και 800 ιππείς στο Λιανοκλάδι) και του Κιοσέ Μεχμέτ (4.000 πεζοί στη Λαμία). Οι οπλαρχηγοί από την Υπάτη βλέποντας τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν, διέλυσαν την πολιορκία και έφυγαν το βράδυ της 18ης Απριλίου για τις Κομποτάδες, ενώ ο Κοντογιάννης υποχώρησε προς την ορεινή Ι.Μ Αγάθωνος για να προφυλαχθεί.
Το σχέδιο των οπλαρχηγών
Το βράδυ της 19ης Απριλίου έγινε μια καταδρομική επιχείρηση κατασκοπείας στο τουρκικό στρατόπεδο ώστε να εκτιμηθεί η πραγματική δύναμη του εκστρατευτικού σώματος. Στις 20 Απριλίου έγινε συμβούλιο των 3 οπλαρχηγών στις Κομποτάδες (2η σύσκεψη) όπου αποφασίστηκε με δεδομένη την ισχύ και την επικινδυνότητα της τουρκικής προέλασης να μετακινηθούν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα σε ορεινές απρόσιτες τοποθεσίες για προστασία. Παράλληλα πάρθηκε και η απόφαση γενικής σφαγής των 2.000 Τούρκων αιχμαλώτων της ανατολικής Στερεάς από τον φόβο αυτομόλησης στους επελαύνοντες πασάδες αλλά και της κατασκοπείας. Για την υλοποίηση αυτής της σκληρής απόφασης εστάλη στα Σάλωνα ο Γκούρας.
Την άλλη μέρα (21 Απριλίου) έγινε νέα σύσκεψη στη Χαλκωμάτα (μεταξύ Ι.Μ Δαμάστας και Ασωπού) για το σχέδιο αντιμετώπισης της τουρκικής στρατιάς. Η πρόταση του Δυοβουνιώτη, λόγω των ολιγάριθμων ελληνικών δυνάμεων (μόλις 1.500 άνδρες), για κατάληψη οχυρών θέσεων μόνο στην περιοχή Γοργοποτάμου-Αλεπόσπιτων, με δυνατότητα υποχώρησης στην Οίτη, απορρίφθηκε, αφού σύμφωνα με τους Διάκο και Πανουργιά έπρεπε να καταληφθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν σε Βοιωτία και Σάλωνα ώστε να εμποδιστεί η κάθοδος του τουρκικού στρατού προς νότο. Έτσι αποφασίστηκε να τοποθετηθούν διάσπαρτες δυνάμεις σε όλο το μήκος του Σπερχειού νότια της Λαμίας. Περίπου 400 άνδρες υπό τον Δυοβουνιώτη οχυρώθηκαν σε Γοργοπόταμο-Αλεπόσπιτα-γέφυρα Φραντζή και την ορεινή θέση «Δέμα», θέτοντας φραγμό στη δίοδο προς Δωρίδα. Άλλοι 400 υπό τους Πανουργιά και επίσκοπο Σαλώνων Ησαϊα πήραν θέσεις άμυνας στη Χαλκωμάτα, και 200 υπό τον Κ. Τράκα και τον παπα-Ανδρέα από την Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) Φωκίδας στην Ηράκλεια (Μουσταφάμπεη), προστατεύοντας το δρόμο προς Σάλωνα. Ο Διάκος θα κάλυπτε με 200 άνδρες τη γέφυρα της Αλαμάνας (Καλύβας-Μπακογιάννης) και με 300 των οποίων ηγούνταν ο ίδιος, τις υπώρειες του Καλλιδρόμου στη θέση «Ποριά» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας, κλείνοντας το δρόμο προς Βοιωτία. Συνεπώς οι λιγοστές δυνάμεις των Ελλήνων κλήθηκαν να καλύψουν ένα εκτεταμένο μέτωπο μήκους σχεδόν 12 χλμ χωρίς σύνδεση, εφεδρείες και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους, υπερασπιζόμενες 5 συνολικά τοποθεσίες απέναντι στον 6πλάσιο όγκο του οθωμανικού στρατού που θα εκκινούσε από Λιανοκλάδι και Λαμία.
Η μάχη της Αλαμάνας
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις για την ακριβή ημέρα διεξαγωγής της μάχης, η 23η Απριλίου, προκρίνεται ως η πιο σωστή ημερομηνία, σύμφωνα με τους Απ. Βακαλόπουλο, Δ. Κόκκινο και Ιω. Φιλήμονα. Οι Ν. Σπηλιάδης και Χρ. Περραιβός την τοποθετούν στις 14 Απριλίου, ενώ κατά τους Σπ. Τρικούπη, Γ. Κρέμο, Κων. Παπαρηγόπουλο και Λ. Κουτσονίκα υποστηρίζεται η 22α Απριλίου.
Το πρωί της 23ης ο Ομέρ Βρυώνης με 4.000 πεζούς και 800 ιππείς ξεκίνησε από το Λιανοκλάδι και από δυτικά διέβη τον πλημμυρισμένο Σπερχειό και επιτέθηκε αρχικά στις θέσεις των 400 ανδρών του Δυοβουνιώτη σε Γοργοπόταμο-Αλεπόσπιτα. Ο Δυοβουνιώτης μη αντέχοντας την πίεση των 12πλασιων εχθρικών δυνάμεων, υποχώρησε στην ορεινή θέση «Δέμα» προς τα Δυό Βουνά. Στη συνέχεια οι Τούρκοι απερίσπαστοι προσέβαλαν ταυτόχρονα τις θέσεις των 400 ανδρών του Πανουργιά στη Χαλκωμάτα και των 200 του Κ. Τράκα που αμύνονταν οχυρωμένοι εντός της Ηράκλειας σε σπίτια, τον μύλο και την εκκλησία του Ι.Ν Ζωοδόχου Πηγής. Η ηρωική αντίσταση του Πανουργιά κάμφθηκε γρήγορα και όταν ο ίδιος μεταφέρθηκε τραυματισμένος στην Ι.Μ Δαμάστας, η άμυνα κατέρρευσε. Ο 43χρονος επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας έπεσε ηρωικά στην υποχώρηση μαζί με τον αδελφό του, ιερομόναχο παπα-Γιάννη και 30 μοναχούς της Ι.Μ Προφήτη Ηλία μαζί με δεκάδες άλλους, ενώ οι υπόλοιποι μαζί με τον Πανουργιά υποχώρησαν προς το Καλλίδρομο. Ο Ομέρ Βρυώνης αφού άφησε λίγες δυνάμεις υπό τους Χασάν Τομαρίτσα και Μεχμέτ Τσαπάρη για την πολιορκία του Κ. Τράκα στην Ηράκλεια, στράφηκε ανατολικά με τον κύριο όγκο του στρατού του εναντίον των θέσεων του Διάκου προς Αλαμάνα-Ποριά-Ι.Μ Δαμάστας. Παράλληλα ο Κιοσέ Μεχμέτ, προελαύνοντας από τη Λαμία προς την Αλαμάνα, προσέβαλε κι αυτός ταυτόχρονα από βορρά με 4.000 στρατό τους 500 άνδρες του Διάκου.
Ήταν φανερό ότι καμιά πιθανότητα νίκης δεν υπήρχε. Πλέον ο Διάκος δεχόταν επίθεση από δυτικά και βόρεια από συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, τουλάχιστον 18πλάσιες. Οι αμυνόμενοι στη γέφυρα της Αλαμάνας περικυκλώθηκαν ενώ οι αξιωματικοί του Διάκου, Καλύβας και Μπακογιάννης, προσπάθησαν να κάνουν αντιπερισπασμό οχυρωμένοι σε ένα χάνι δίπλα στη γέφυρα μαζί με ελάχιστους πολεμιστές (4 ή 10). Ο Διάκος βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα της ηρωικής θυσίας ή της διαφυγής μέσω Καλλιδρόμου. Υποχώρησε λοιπόν από τα «Ποριά» στην πιο ορεινή θέση «Μανδροστάματα» κοντά στην Ι.Μ Δαμάστας όπου συνέχισε την αντίσταση, αρνούμενος πρόταση (μάλλον του Βασίλη Μπούσγου) να φύγει με το άλογο που έφερε ο ιπποκόμος του Μπισπιρίγκος με τη φράση: «ο Διάκος δεν φεύγει. Δεν αφήνει τους συντρόφους του». Ο αδελφός του Δημήτριος σκοτώθηκε και το σώμα του χρησιμοποιήθηκε από τον Διάκο ως πρόχωμα. Επιπλέον τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι από σφαίρα και το σπαθί του έσπασε. Του έμεναν πια ελάχιστοι άνδρες – λιγότεροι από 30-40 (ή 48). Ανάμεσα στους νεκρούς κείτονταν και ο Ηγούμενος του μοναστηριού, Νεόφυτος, μαζί με ένοπλους καλόγερους. Του έμεναν πια μόνο 10 άνδρες και τραυματισμένος όπως ήταν ο Διάκος και περικυκλωμένος από παντού, έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των αντιπάλων του. Η τραγική συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Οι Καλύβας και Μπακογιάννης έκαναν απελπισμένη έξοδο από το χάνι για να σώσουν τον αρχηγό τους και βρήκαν ένδοξο θάνατο. Παρά τον ηρωισμό των υπερασπιστών, η μάχη είχε χαθεί και σύμφωνα με τον Ιω. Φιλήμονα πάνω από 200 Έλληνες ήταν νεκροί (ο Χρ. Περραιβός αναφέρει 87 νεκρούς, ο Ν. Σπηλιάδης 100, οι Σπ. Τρικούπης και Δ. Κόκκινος 300). Οι τουρκικές απώλειες περιορίζονταν σε 150 νεκρούς σύμφωνα με τον Φιλήμονα, 600 κατά τον Πουκεβίλ ή 500 κατά τον Μακρυγιάννη.
Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου στη Λαμία
Ο Διάκος οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία. Του έγιναν προτάσεις από τους δύο πασάδες για «προσκύνημα» και εξισλαμισμό που απορρίφθηκαν με περιφρόνηση και γενναιότητα. Ο Ομέρ Βρυώνης γνωρίζοντάς τον προσωπικά από την αυλή του Αλή πασά στα Γιάννενα, ήθελε να τον σώσει προτείνοντάς του συνεργασία με στόχο την κάθοδό του στο Μοριά με συνοδεία προσκυνημένων οπλαρχηγών, αλλά ο διοικητής της Λαμίας, Χαλήλμπεης, απαιτούσε την παραδειγματική του τιμωρία.
Έτσι ο ήρωας της Αλαμάνας βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο: εκτελέστηκε την επομένη ημέρα 24 Απριλίου με την απάνθρωπη μέθοδο του ανασκολοπισμού στη Λαμία, κοντά στην πλατεία Λαού, όπου και το σημερινό κενοτάφιο, πιθανός τόπος του μαρτυρίου. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών του, πεσόντων στη μάχη εκ των οποίων και το κεφάλι του Επισκόπου Ησαΐα και του αδελφού του Δημητρίου.
Συμπεράσματα-εκτιμήσεις
Η συντριπτική ήττα και ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων, τρομοκράτησαν αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η ηρωική αντίσταση στην Αλαμάνα, κοντά στις αρχαίες Θερμοπύλες, τον μετέτρεψε στον κατεξοχήν αναγνωρίσιμο μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό, ταυτίζοντάς τον με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωνίδα, διάσημο ήρωα της μάχης εναντίον των Περσών το 480 π.Χ. Η μάχη της Αλαμάνας σώθηκε και στη λαϊκή παράδοση με το γνωστό δημοτικό τραγούδι:
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκωμάτα
το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ΄ άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
‘’Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
ουδ΄ ο Καλύβας έρχεται ουδ΄ο Λεβεντογιάννης
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες’’
Ο Διάκος σαν τ΄ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
‘’Τον ταιφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δωσ’ τους μπαρούτι περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι΄ όμορφα μετερίζια’’.
Παίρνουνε τ΄ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια,
‘’Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,
Σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε΄΄
Ψιλή βροχούλα έπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
βουλώσαν τα κουμπούρια του κι΄ ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ΄ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε,
χίλιοι τον παν΄ από μπροστά και χίλιοι από κατόπι
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
‘’Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω.
‘’Αν θέλετε χίλια φλουριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας’’.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλήλμπεης αφρίζει και φωνάζει:
-Χίλια πουγκιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το ντοβλέτι.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
’’Σκυλιά κι ά με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι.
Αποτιμώντας κανείς την αξία της θυσίας του Διάκου και των συντρόφων του σε μια υποθετικά «χαμένη», όπως φάνηκε μάχη, συμπεραίνει αβίαστα ότι η υπόθεση της επανάστασης ωφελήθηκε πολύπλευρα. Σε τακτικό επίπεδο, η αντίσταση στην Αλαμάνα, σ’ αυτή την πρώτη μεγάλη μάχη εκ παρατάξεως της επανάστασης, καθυστέρησε 15 επιπλέον μέρες την τουρκική στρατιά που επέστρεψε στη Λαμία για ανάπαυση και ανεφοδιασμό και έδωσε πολύτιμο χρόνο στον Θ. Κολοκοτρώνη να οργανώσει καλύτερα την πιο στενή πολιορκία της Τρίπολης. Οι νικηφόρες μάχες στη συνέχεια, της Γραβιάς (8 Μαΐου) και των Βασιλικών (26 Αυγούστου), κατέδειξαν ότι η ενίσχυση της Τρίπολης διαμέσου της Στερεάς δεν ήταν εφικτή και όπως ήταν αναμενόμενο η πόλη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου.
Επιπλέον ο σουλτάνος και οι ευρωπαϊκές αυλές κατάλαβαν ότι η καταστολή της επανάστασης δεν ήταν εύκολη υπόθεση απέναντι σε έναν λαό αποφασισμένο να διεκδικήσει με κάθε τίμημα την ανεξαρτησία του. Σε ηθικό επίπεδο, η θυσία του Διάκου κατέστη αιώνιο σύμβολο αντίστασης ενάντια στην τυραννία και φάρος του αγώνα για την ελευθερία. Η επανάσταση και ιδίως η ανατολική Στερεά, μπορεί να έχασε πολύ νωρίς έναν άξιο και γενναίο αρχηγό, αλλά όπως είπε και ο ίδιος στους δημίους του «η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους».
** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– Λάμπρου Κουτσονίκα, ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήνα, 1863
– Νικολάου Σπηλιάδη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα, 1851
– Χριστόφορου Περραιβού, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, Αθήνα, 1836
– ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
– Απόστολου Βακαλόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
– Διονυσίου Κόκκινου, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
– Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984
– Σπυρίδωνος Τρικούπη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993
– Ιωάννου Φιλήμονος, ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήνα, 1859
– Γεωργίου Κρέμου, ΝΕΩΤΑΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Αθήνα, 1890
– Σπυρίδωνος Φόρτη, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ, Αθήνα, 1874
– Πανουργιά Πανουργιά, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΔΕΣ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2012