του Βασίλη Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 90, Ιούνιος-Αύγουστος 2012
Παρότι έχουν περάσει εξήντα επτά χρόνια από την «Ώρα Μηδέν», η εθνικοσοσιαλιστική παράδοση παραμένει ζωντανή στη Γερμανία, είτε σαν «ιστορικό δίδαγμα» για τους δημοκράτες και αντιφασίστες, είτε πάλι σαν συνέχεια ή μετεξέλιξη μιας Ακροδεξιάς που συσχετίζεται, φανερά ή συγκαλυμμένα, με τον εθνικοσοσιαλισμό. Όλη η μεταπολεμική εμπειρία του νεοναζιστικού κινήματος στη Γερμανία δείχνει ότι, παρά την όποια «μετριοπάθεια», η γερμανική Ακροδεξιά δεν νοείται χωρίς τον ιστορικό εθνικοσοσιαλισμό. Αρκεί να μελετήσει κανείς το οικονομικό πρόγραμμα του σημαντικότερου νεοναζιστικού κόμματος, του Εθνικού Κόμματος Γερμανίας (Nationale Partei Deutschlands/NPD) ή να παρακολουθήσει τις δυναμικές συγκεντρώσεις νεοναζιστικών οργανώσεων, όπως αυτή των Αυτόνομων Εθνικιστών (Autonome Nationalisten).
Ιστορική αναδρομή
Χαρακτηριστικά ακροδεξιά ιδεολογίας στη Γερμανία εντοπίζονται ήδη στη γουλιελμική εποχή, όταν η ιμπεριαλιστική Γερμανία αναζητούσε διεθνώς μια θέση στον ήλιο και η επίκληση της «ενότητας του έθνους» εμπεριείχε ρατσιστικά, σοβινιστικά και αντιεβραϊκά χαρακτηριστικά. Η γερμανική ήττα στον Α΄ Πόλεμο προκάλεσε τη δημιουργία πολλών μετωπικών οργανώσεων (Stahlhelmverbaende), που επιζητούσαν τη στρατιωτική ρεβάνς και το τέλος της «ντροπής» της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Τότε ιδρύθηκε το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (Deutsche Arbeiterptrei/DAP), που θεωρείται προπομπός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP).
Στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, λόγω της εσωτερικής κρίσης και των σκληρών όρων για τις γερμανικές επανορθώσεις, τα εκλογικά ποσοστά της Ακροδεξιάς σταδιακά έγιναν εντυπωσιακά και ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής διανόησης (Ερνστ Γιούνγκερ, Όσβαλντ Σπέγκλερ, Ερνστ Νίκις, Καρλ Σμιτ, Χανς Φρέιερ, Βίλχελμ Στάπελ, κ.ά.) συνέβαλε καθοριστικά στη «συντηρητική επανάσταση» (Konservative Revolution) κατά του συντάγματος της Βαϊμάρης. Δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις που αυτή η αντιπαράθεση πυροδότησε τη βία στους δρόμους πολλών γερμανικών πόλεων. Το απόγειο της ναζιστικής ιδεολογίας σημειώθηκε στη διάρκεια του ολοκληρωτικού 3ου Ράιχ, όταν η Ακροδεξιά κατέκτησε την κοινωνική πλειοψηφία.
Μεταπολεμικά, και μέχρι την περίοδο της Οστπολιτίκ, στις αρχές του εβδομήντα, οι οπαδοί του ναζιστικών κομμάτων στη Δυτική Γερμανία περιορίζονταν σε εκείνο το τμήμα του πληθυσμού των «παλαιών ναζί» («Altnazis») που παρέμεινε πιστό στις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες του παρελθόντος. Στις πρώτες εκλογές, το 1949, τα ακροδεξιά κόμματα συγκέντρωσαν συνολικά 5,7% των ψήφων, ενώ εκλογικές επιτυχίες σημειώθηκαν και σε τοπικό επίπεδο (Κάτω Σαξονία, Βρέμη, Βαυαρία). Στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, με την οικονομική ύφεση να κλονίζει το γερμανικό «οικονομικό θαύμα», το νεοϊδρυθέν Εθνικο-Δημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (Nationaldemokratische Partei Deutschlands/NPD) εξέλεξε εκπροσώπους σε επτά τοπικά κοινοβούλια. Απέτυχε όμως στις εθνικές εκλογές του 1969 με αποτέλεσμα να μπει σε περίοδο βαθιάς κρίσης. Εξάλλου η «εθνική αντιπολίτευση» του NPD δεν κατάφερε να βρει τις αρμόζουσες «μορφές αντίστασης» στο «ξεπούλημα της Γερμανίας», που σηματοδοτούσε για την Ακροδεξιά η Οστπολιτίκ του Βίλι Μπραντ. Αμέσως μετά, ένα τμήμα της Ακροδεξιάς δεν απέκλειε πλέον παράνομες μορφές «αντίστασης» και αποτέλεσε την αφετηρία της επικείμενης μετεξέλιξης της γερμανικής Ακροδεξιάς.
Στη δεκαετία του εβδομήντα, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ναζιστικές ομάδες κρούσης και κυκλοφόρησαν μια σειρά από μετωπικά ακροδεξιά έντυπα, που δεν απέκλειαν τη βία και την «αντίσταση» πέρα από τη νομιμότητα. Ήταν η νεώτερη γενιά εθνικοσοσιαλιστών (Neonazis) οι οποίοι πρόβαλλαν «κινηματικά χαρακτηριστικά» (συμμετοχή σε πορείες, δυναμικές διαδηλώσεις, συγκρούσεις με αντιφρονούντες) εμπλουτίζοντας συνεχώς το περιεχόμενο της παρέμβασης τους με νέα στοιχεία: άσκηση βίας, φυλετικό μίσος και απόρριψη μειονοτήτων, σοβινισμός, άρνηση του ολοκαυτώματος, αντισημιτισμός, μίσος έναντι των περιθωριακών ομάδων (άστεγοι, ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι) κ.λπ. Τότε εμφανίστηκαν και ορισμένοι διανοούμενοι, κυρίως με αριστερό παρελθόν (Μάλερ, Ράμπελ), που ανέλαβαν την ανανέωση των θεωρητικών της βάσεων.
Στη δεκαετία του ογδόντα, και σε μια περίοδο με παγκόσμιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις, όπου το έθνος-κράτος άρχισε να χάνει σε σπουδαιότητα, η γερμανική Ακροδεξιά εισήλθε σε μια νέα φάση, με τη δημιουργία ενός νέου κόμματος –με δεξιά λαϊκιστικά χαρακτηριστικά– των Ρεπουμπλικάνων (Republikaner), που σημείωσε σημαντικές εκλογικές επιτυχίες. Παράλληλα, η ακροδεξιά βία αποκτά μεγάλες διαστάσεις, κορύφωση της οποίας ήταν η βομβιστική επίθεση στο Οκτόμπερφεστ του Μονάχου το 1980, που προκάλεσε τον θάνατο 13 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 211.
Από τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα η Ακροδεξιά εμφανίστηκε και στην Λ.Δ. της Ανατολικής Γερμανίας με κύρια χαρακτηριστικά τον χουλιγκανισμό και την υποκουλτούρα των Σκίνχετς. Σε μια μονοπολιτισμική κοινωνία «επαρχιακού τύπου» πρωτοεμφανίστηκε τότε το παράδοξο φαινόμενο «της εχθρότητας κατά των ξένων, χωρίς ξένους».
Κομβικό σημείο για τη νέα μετεξέλιξη της Ακροδεξιάς συνιστά η γερμανική επανένωση, όταν η μιλιταριστική, ρατσιστική παρουσία των ακροδεξιών σκίνχεντς, κυρίως στην Ανατολική Γερμανία, προκάλεσε πρωτόγνωρο κύμα βίας, αλλά και την άμεση κρατική αντίδραση, που οδήγησε στην απαγόρευση πολλών νεοναζιστικών οργανώσεων. Η ακροδεξιά βία έγινε πλέον καθημερινό φαινόμενο, με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις σε Χόιεσβερντα (1991) και Ρόστοκ (1992) και τις δολοφονικές επιθέσεις σε Mολν (1992) και Σόλιγκεν (1993). Την περίοδο αυτή, γίνεται πολύς λόγος για την ανάδυση της «δεξιάς τρομοκρατίας» στο πλαίσιο της ναζιστικής οργάνωσης “Βίρβολφ”, που ίδρυσε ο Χίμλερ λίγο πριν το τέλος του εθνικοσοσιαλισμού ή ακόμη και του σχεδίου «Λίντερλες Ρεζίστανς» του Αμερικανού Λούις Ρ. Μπιμ τζ., που παρουσιάστηκε στο περιοδικό Δε Σεντίσιονιστ.
Παρά τον κατακερματισμό τους, σημαντικά υπήρξαν και τα εκλογικά αποτελέσματα για τα τοπικά κοινοβούλια, με ποσοστά που έφτασαν μέχρι και 12,9% για τη Γερμανική Λαϊκή Ένωση (Deutsche Volksunion/DUV), στις εκλογές της Σαξωνίας – Άνχαλτ το 2004. Σημαντικό ποσοστό (9,2%) πέτυχε την ίδια χρονιά το NPD στη Σαξωνία.
Σήμερα, το NPD εκπροσωπείται στα τοπικά κοινοβούλια της Σαξωνίας (8 μέλη) και του Μέκλενμπουργκ-Πομερανίας (6 μέλη) και είναι το μόνο γερμανικό κόμμα που η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (Bundesamt für Verfassungsschutz, Internet: www.verfassungsschutz.de) χαρακτηρίζει «δεξιό εξτρεμιστικό», και το οποίο διεκδικεί κυρίαρχο ρόλο στα πλαίσια της «Εθνικής Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης» (Nationale Außerparlamentarische Opposition/NAPO).
Αριθμοί
Παρά τις όποιες τοπικές εκλογικές επιτυχίες τους, τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των μελών τους συρρικνώνεται σταθερά. Οι Γερμανοί που ανήκουν στο σκληρό ακροδεξιό πολιτικό φάσμα σήμερα έχουν μειωθεί στις 25.000. Αντιθέτως, αυξάνεται τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ακροδεξιών που χρησιμοποιούν βία, ενώ σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, στη δεκαετία του ενενήντα, η ρατσιστική βία προκάλεσε τον θάνατο 38 ανθρώπων. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό αυτό στους 88, ή ακόμα και στους 138 νεκρούς, μεταξύ του 1990 και του 2008. Η περίπτωση των δέκα δολοφονιών του ακροδεξιού τρομοκρατικού «θύλακα Τσβίκαου» (Nationalsozialistischer Untergrund/NSU), που αποκαλύφθηκαν πριν μερικούς μήνες, σηματοδοτεί μια νέα κλιμάκωση της βίας στον ακροδεξιό χώρο, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής «προπαγάνδας της πράξης.
Αυξητική τάση παρουσιάζει όμως και ο αριθμός των ακροδεξιών ομάδων και οργανώσεων (217 το 2009, από τις οποίες 153 νεοναζιστικές), καθώς και η παρουσία τους στο διαδίκτυο (1.872 ιστοσελίδες), στη μουσική (87 συγκροτήματα), τις εκδόσεις (31 εκδοτικοί οίκοι και 81 εκδόσεις).
Σε όλη την μεταπολεμική περίοδο δεν έλειψαν βέβαια και οι απαγορεύσεις ακροδεξιών κομμάτων και οργανώσεων, με πρώτη την απαγόρευση του Σοσιαλιστικού Αυτοκρατορικού Κόμματος (Sozialistisches Reichspartei/SRP), ήδη το 1952. Συνολικά, στη Γερμανία, έχουν απαγορευτεί, μετά από δικαστική απόφαση, 15 ακροδεξιές οργανώσεις και κόμματα.
Ακροδεξιός κατακερματισμός
Ο ακροδεξιός χώρος της μεταπολεμικής Γερμανίας εξακολουθεί διαχρονικά να είναι κατακερματισμένος, μεταξύ «παλαιάς» και «νέας» Δεξιάς και ενός «παλαιού» και «νέου» εθνικισμού. Πρόκειται για μια σε βάθος διαφωνία ως προς το προγραμματικό περιεχόμενο ακροδεξιάς πολιτικής, αλλά και τακτικής. Ενώ το NPD είναι ένα εκσυγχρονισμένο καθαρά νεοναζιστικό κόμμα, οι Ρεπουμπλικάνοι αποτελούν τον κλασικό τύπο ενός δεξιού λαϊκίστικου κόμματος. Μια θέση ανάμεσα στις δύο εκδοχές, NPD και Ρεπουμπλικάνων, διεκδικεί η DUV. Πρόσφατα το NPD αποφάσισε τη συνένωσή του με το DUV, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Σε γενικές γραμμές, η Ακροδεξιά της Γερμανίας αποτελείται από τρία επίπεδα:
α) τις διάφορες αυτόνομες μετωπικές οργανώσεις και ακροδεξιά κινήματα,
β) τη Νέα Δεξιά (Neue Rechte), στον χώρο της διανόησης, και
γ) τα νόμιμα κόμματα (NPD, DUV, Ρεπουμπλικάνοι, Pro-NRW), που θέλουν να εισέλθουν στα κοινοβούλια.
Συχνά, μεταξύ των τριών αυτών επιπέδων, υπάρχουν συγκλίσεις, διασυνδέσεις και ταυτίσεις, παρά τις όποιες διαψεύσεις. Αυτό φαίνεται μέσα από τα πολυποίκιλα ναζιστικά δίκτυα, στην ακροδεξιά μουσική σκηνή, στην επίκληση γερμανικών ειδωλολατρικών μύθων, στις εκδόσεις, αλλά και στις προγραμματισμένες διαδηλώσεις, ιδιαίτερα σε «ημέρες μνήμης», όπως αυτή του συμμαχικού βομβαρδισμού της Δρέσδης, ή του θανάτου του Ρούντολφ Χες.
Σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα σημεία τριβής μεταξύ των γερμανικών ακροδεξιών κομμάτων αποτελεί το ζήτημα της βίας, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι και η DUV την απορρίπτουν σε αντίθεση με το NPD, που εδώ και χρόνια βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση από τις υπηρεσίες προστασίας του συντάγματος.
Νέα ακροδεξιά κινήματα
Η νέα οργανωτική μορφή των ακροδεξιών μιλιταριστικών ομάδων εκφράζεται με το σχήμα Ελεύθερος Εθνικισμός (freier Nationalismus) και με νέες μορφές κινηματικής παρουσίας όπως οι Αυτόνομοι Εθνικιστές (Autonome Nationalisten) ή οι Αναρχικοί Εθνικιστές (Anarchonationalisten). Πρόκειται για τοπικά και κοινοτικά δίκτυα, χωρίς κεντρική διοίκηση και οργάνωση, όπως η Αδελφότητα (Kameradschaft), η Εθνική Αντίσταση (Nationaler Widerstand), η Ελεύθερη Αντίσταση (Freier Widerstand), οι Ελεύθεροι Εθνικιστές (Freie Nationalisten).
Η σημαντικότερη ακροδεξιά παρουσία εντοπίζεται στις Αυτόνομες ή Ελεύθερες Αδελφότητες (Freie Kamaradschaften/FK) οι οποίες υπάρχουν ήδη από τη δεκαετία του ενενήντα. Αυτοπροσδιορίζονται σαν ανοιχτές, αυτόνομες ομάδες που λειτουργεί σύμφωνα με τη γνωστή ρήση «οργανωμένοι χωρίς οργάνωση». Ο αριθμός τους είναι σταθερά αυξητικός και φτάνει σήμερα στις 150, από τις οποίες οι 40, με 1800 μέλη, βρίσκονται στη Σαξωνία.
Οι Αδελφότητες συμμετέχουν ενεργά σε κοινωνικά δίκτυα και μάλιστα με αξιοσημείωτη ευελιξία, μιμούμενες συχνά τους πολιτικούς τους αντιπάλους (Αυτόνομοι, Αντιφά). Στο προπαγανδιστικό και ακτιβιστικό τους περιεχόμενο περιλαμβάνονται και «αριστερά» θέματα, με κοινωνικό περιεχόμενο (ενάντια στον νόμο Hartz 4), με οικολογικές ευαισθησίες (ενάντια στα μεταλλαγμένα), με αντικρατική στάση (ενάντια στο πόλεμο στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ), αλλά και με αντικληρικαλική διάθεση.
Επιδίδονται συστηματικά στην πολιτική «διαπαιδαγώγηση» των νέων μελών σε χώρους όπως το Γερμανικό Κολέγιο (Collegium Humanum), με στόχο την «ιδεολογική σταθερότητα» των μελών τους, στην ιδεολογία του «πολιτικού στρατιώτη». Υπάρχουν αδελφότητες (π.χ. στην Πομερανία) που στην καθημερινότητά τους λειτουργούν σαν παράλληλοι κόσμοι στη γερμανική κοινωνία, όπου το πολιτικό επιδρά καθοριστικά στο ιδιωτικό, ιδιαίτερα στους νέους.
Βασικά στελέχη του NPD προέρχονται από τις αδελφότητες, ενώ μέσα από αυτές αναδείχτηκαν και οι Ελεύθεροι Εθνικιστές (Freie Nationalisten) ως υπερτοπικές συμμαχίες.
Η σημαντικότερη από τις μετωπικές ομάδες της Ακροδεξιάς είναι οι Αυτόνομοι Εθνικιστές (Autonomen Nationalisten/ΝΑ), οι οποίοι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 90, σε ομάδες 20-25 νεαρών ατόμων, χωρίς να υπάγονται οργανωτικά σε κάποιο κεντρικό σύστημα. Τα τελευταία δέκα χρόνια έκαναν δυναμική την παρουσία τους στο ακροδεξιό φάσμα της Γερμανίας, έχοντας ως βασικό ορμητήριο την πόλη του Ντόρτμουντ. Η συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις και πορείες είναι αυτοσκοπός, χωρίς να δίνεται πάντα ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο της διαδήλωσης, καθώς προέχει η παρουσία και ο «αγώνας στους δρόμους».
Απορρίπτουν με προβοκατόρικο τρόπο τους «παλαιούς ναζί» και στοχεύουν συστηματικά στον προσηλυτισμό της νεολαίας. Γι’ αυτό και, τόσο στην εξωτερική τους εμφάνιση όσο και στη χρήση συμβόλων και εκφράσεων, αλλά και στον τρόπο των ενεργειών τους, δεν ξεχωρίζουν εύκολα από τους αντιπάλους τους της Ακροαριστεράς. Αντιγράφουν αριστερές δομές, προκειμένου να αλλοιώσουν τη γνωστή αποτρεπτική εικόνα του «ναζί με τις μπότες» (Stiefelnazi) με το «αρχαϊκό στυλ ανδρισμού», και προσπαθούν να εισχωρήσουν σε πεδία όπου μέχρι πριν μερικά χρόνια κυριαρχούσαν οι αντίπαλοί τους, ιδιαίτερα από τον χώρο των Αντιφά. Η διάκρισή τους από τον υπόλοιπο ακροδεξιό χώρο γίνεται ακόμη πιο αισθητή με τη χρήση αγγλισμών της κουλτούρας χιπ-χοπ, αλλά και την αποδοχή «αντιστασιακής» μουσικής του αναρχικού Ρίο Ράιζερ.
Οι Αυτόνομοι Εθνικιστές επιδιώκουν την ίδρυση του 4ου Ράιχ βασισμένου σε μια «ανώτερη φυλή» και ακολουθούν είτε τη γραμμή της Στουρμαμπτάιλουνγκ (SA) του Έρνστ Γιούλιους Ρεμ, είτε του Ο Αγών μου του Χίτλερ. Είναι αντισημίτες, αντιαμερικανοί, και δεν πιστεύουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να μεταρρυθμισθεί, ούτε κρύβουν την απέχθειά τους προς το δημοκρατικό σύστημα. Γι’ αυτούς, «το κυρίαρχο σύστημα είναι ένα λάθος» και πρέπει να αντικατασταθεί με «μια νέα, ελεύθερη, δίκαιη και ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ μορφή κοινωνικής οργάνωσης». Οι ίδιοι θεωρούν ότι ιδεολογικά βρίσκονται κοντά στην αριστερή πτέρυγα του NSDΑP, κύριοι εκπρόσωποι του οποίου ήταν ο Γκόντφριντ Φέντερ και οι Ότο και Γκρέγκορ Στράσερ.
Νέα Δεξιά (Neue Rechte/ΝR)
Ιδιαίτερη σημασία, από το 1990 και μετά, παρουσιάζει το κίνημα των διανοουμένων της Νέας Δεξιάς. Το ετερογενές αυτό κίνημα από σημαντικούς Γερμανούς διανοούμενους εντάσσεται ιδεολογικά – προγραμματικά σε μια «γκρίζα ζώνη μεταξύ εξτρεμισμού και δημοκρατίας, συντηρητισμού και Ακροδεξιάς. Η ιδεολογία του είναι εθνικιστική-γερμανική, αντιδυτική και αντιαμερικανική. Με το NPD δεν έχει καμία σχέση, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και δημοκρατικό». .
Στους διαπρεπείς εκπροσώπους της Νέας Δεξιάς, που συμμετέχουν σε συντηρητικά φόρα όπως ο Σύνδεσμος Ελεύθερων Πολιτών (Bund freier Bürger/BfB) ή ο Κύκλος της Θούλης (Thule-Kreis) και το Γερμανικό Κολέγιο, συγκαταλέγονται συγγραφείς όπως ο Άρνουλφ Μπέριγκ, o Μπότο Στράους, o Έρνστ Νόλτε, o Χανς Μάγκνους Ερτσενσμπέργκερ, o Καρλχάιντς Βάισμαν, o Χάινριχ Λούμερ, o Άρμιν Μόλερ και πολλοί άλλοι. Κείμενα αρθρογράφων της Νέας Δεξιάς βρίσκουμε σε έντυπα όπως: Junge Freiheit, Sezession, nation24.de, Wir selbst, Criticon, Signal, Zuerst, Sleipnir, Nation und Europa, Staatsbriefe κ.α. στα οποία εμφανίζονται συνήθως θέματα «εκτός πολιτικής ορθότητας», όπως για «την ανεκτικότητα ως θανάσιμο αμάρτημα για τον πολιτισμένο κόσμο», για «τη θανατική επίδραση της μαζικής κοινωνίας» ή για τη «βραζιλιανοποίηση της Γερμανίας».
Η Νέα Δεξιά μοιάζει απελευθερωμένη από κάθε «ναζιστικό ρομαντισμό» και από τις «αντιδραστικές κλίκες του NPD» και δεν αναφέρεται ποτέ σε κατώτερες φυλές ή πολιτισμούς. Προσπαθεί να λειτουργεί ως πρωτοπορία του δεξιού συντηρητικού χώρου, αλλά και σαν «γέφυρα με το κοινωνικό κέντρο». Επιπλέον, στοχεύει στην ανανέωση και στον εμπλουτισμό του γερμανικού εθνικισμού, με μια «πολιτιστική επανάσταση από τα δεξιά», όπως πρώτος πρότεινε στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα ο Αλαίν ντε Μπενουά, και σύμφωνα με τη γκραμσιανή θεωρία περί «πολιτιστικής ηγεμονίας».
Ιδεολογικός πυρήνας της Νέας Δεξιάς, η οποία αποστρέφεται τη «νεοταξικής προέλευσης» πολυπολιτισμική κοινωνία, αλλά και «όλες τις ολοκληρωτικές μορφές της διδασκαλίας της ισότητας», και τάσσεται αναφανδόν υπέρ της «διαφορετικότητας των πολιτισμών και των εθνών» (Pluriversum, κατά τον Καρλ Σμιτ) και «του δικαιώματος κάθε λαού στη διατήρηση και καλλιέργεια της ταυτότητάς του», είναι ο «εθνοπλουραλισμός» (Ethnopluralismus), ως δεξιά εναλλακτική πρόταση απέναντι στον «ουνιβερσαλισμό» (Universalismus) και στον «εγκαλιταρισμό» (Egalitarismus) που προτάσσει η εθνομηδενιστική Αριστερά. Ο πυρήνας των απόψεων της σύμφωνα με ένα από τα επιφανή μέλη της, τον Βάισμαν, εντοπίζεται στο τρίπτυχο: «Αντιδιαφωτισμός, Αντιπληροφόρηση, Αντεπανάσταση», στη βάση ενός «εθνικισμού της απελευθέρωσης» (Befreiungsnationalismus) και μιας «ομοιογενούς» γερμανικής κοινωνίας.
Οι αντίπαλοί τους από τον χώρο κυρίως της Αριστεράς, χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους «αντιπλουραλιστές» θεωρητικούς της Νέας Δεξιάς ως «κλασικούς ακροδεξιούς» και «φασίστες του σαλονιού». Τους θεωρούν «ελιτιστές», «λύκους με λεοντή προβάτου» και απολογητές της «συντηρητικής επανάστασης» του Μεσοπολέμου.
Σήμερα, το κίνημα της Νέας Δεξιάς βρίσκεται σε υποχώρηση, όπως γενικά και το ενδιαφέρον της Ακροδεξιάς γιατους «εθνοεπαναστάτες διανοούμενους» («Nationalrevolutionare Intelektuelle»), παρότι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα προτάγματα τους (αντιπαγκοσμιοποίηση, αντιαμερικανισμός, αντικαπιταλισμός κ.λπ.).
Ακροδεξιά στρατηγική και ιδεολογία
Οι τρεις πυλώνες της ακροδεξιάς στρατηγικής, έχουν ως βασικό άξονα «τον αγώνα: στους δρόμους, για τα μυαλά και την είσοδο στα κοινοβούλια». Σε αυτούς προστέθηκε τα τελευταία χρόνια και ο «αγώνας για την οργανωμένη θέληση», με στόχο την ένωση όλων των «εθνικών δυνάμεων» της Γερμανίας, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Η ρήση «δημιουργήστε εθνικά απελευθερωμένες ζώνες», σαν βασικός στόχος της «εθνικής αντίστασης», εκλαμβάνεται ως το πρώτο βήμα για την «απελευθέρωση της χώρας»:.
Το στοιχείο που ξεχωρίζει στον αντιδημοκρατικό και αντισυνταγματικό προγραμματικό λόγο, του αυτοχαρακτηριζόμενου ως «λαϊκού κόμματος» NPD, είναι η έννοια του «λαού» (Volk). Ο λαός αποτελεί τη βάση και παράλληλα τον στόχο κάθε πολιτικής: «εθνική ιδιαιτερότητα (Volkstum) και πολιτισμός (Kultur) αποτελούν τη βάση και τη τιμή του κάθε ανθρώπου». Υπεύθυνος για τον λαό είναι το κράτος. Αντιθέτως, το κάθε μεμονωμένο άτομο δεν απολαμβάνει την κρατική προστασία και μέριμνα, πολύ περισσότερο όταν για κάποιο λόγο το άτομο αυτό θεωρείται επιβλαβές για τον λαό (volksschaedlich). Για το NPD η επιδίωξη της κοινωνικής ισότητας δεν αφορά ανεξαιρέτως όλους τους ανθρώπους, καθώς υπάρχει πάντα μια ξεκάθαρη κοινωνική διαφοροποίηση, σαν αποτέλεσμα της διαφορετικότητας των ανθρώπων ανάλογα με διάφορα χαρακτηριστικά (ηλικία, ικανότητες, επιδόσεις, απαιτήσεις κ.α.). Ο φυλετισμός που καθορίζει την έννοια του λαού: Γι’ αυτό, στη θέση του δημοκρατικού πολιτεύματος πρέπει να τεθεί η «εθνοκρατία», δηλαδή η κυριαρχία μιας εθνικής ομάδας. Φορέας της «βιολογικής κληρονομιάς» του γερμανικού λαού είναι η «καθαρή» γερμανική οικογένεια, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η επιβίωση της γερμανικής φυλής.
Σημαντικό ιδεολογικό χαρακτηριστικό της Ακροδεξιάς παραμένει η ιδεολογία του «Αίματος και του Εδάφους» (Blut und Boden/ΒuΒ). Δηλαδή η κεντρική θέση του NSDAP, για τη δημιουργία μιας «Herrenrasse» προερχόμενη από το φυλετικά πιο «υγιές» τμήμα της γερμανικής κοινωνίας, τους αγρότες.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται επίσης στην προστασία του περιβάλλοντος, γιατί «χωρίς υπεύθυνη οικολογική πολιτική κινδυνεύει η υπόσταση κάθε λαού», όπως επίσης και στην επαναδημιουργία μιας «εθνικά ομοιογενούς λαϊκής κοινότητας», αφού ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας μιας κοινωνίας σημαίνει «κοινωνική υποβάθμιση και απώλεια της γερμανικής ιδιοπροσωπίας».
Για τη γερμανική Ακροδεξιά, το κοινωνικό ζήτημα αποτελεί μέρος του εθνικού «γερμανικού ζητήματος». Η αντικαπιταλιστική και αντιπαγκοσμιοποιητική ρητορεία διαπερνά όλο το οικονομικό πρόγραμμα του NPD: «Το μεγάλο κεφάλαιο καταστρέφει θέσεις εργασίας», «ενάντια στον άπατρι καπιταλισμό της αρπαγής», «δουλειά αντί κέρδη», «κοινωνική δικαιοσύνη αντί εξαπάτησης του λαού», κ.α. Η οικονομική πολιτική του 3ου Ράιχ αναγορεύεται σε παράδειγμα επιτυχημένης λαϊκής οικονομίας. Ο σοσιαλισμός θεωρείται εφικτός, με βασικό σύνθημα «Ο δικός μας σοσιαλισμός είναι εθνικός» (Unser Sozialismus ist National).
Εκτός των παραπάνω, άλλα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη γερμανική Ακροδεξιά είναι:
– η αυστηρή κριτική ενάντια στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο και ιδιαίτερα στη μεταναστευτική πολιτική,
– οι αντικαπιταλιστικές, αντιπλουραλιστικές, αντιπαγκοσμιοποιητικές θέσεις,
– η αναθεώρηση της εθνικοσοσιαλιστικής ιστορίας,
– ο επιθετικός εθνικισμός,
– οι αντισημιτικές,αντιισλαμικές θέσεις,
– η εχθρότητα απέναντι στους ξένους,
– η απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– η απόρριψη της συνθήκης του Πότσνταμ και η επιστροφή στα προπολεμικά ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, στο πλαίσιο ενός πνεύματος που χαρακτηρίζεται από μεσαιωνικές «αυτοκρατορικές ιδέες» (Reichsidee).
Όμως, το κεντρικό θέμα της Ακροδεξιάς στο σύνολό της είναι οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις στο θέμα της μετανάστευσης, του ασύλου και της ιθαγένειας. Κύριος στόχος της παραμένει η άμεση διακοπή εισόδου ξένων στη Γερμανία (Auslaenderstopp), ο επαναπατρισμός τους και η κατάργηση των ευεργετικών νόμων για τους μετανάστες, όπως το δικαίωμα χορήγησης ασύλου και ιθαγένειας. Το παράδοξο είναι ότι το εκλογικό δυναμικό τους βρίσκεται κυρίως σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας, με τους λιγότερους ξένους.
Επίλογος
Σε γενικές γραμμές και συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η απήχηση της Ακροδεξιάς στη γερμανική κοινωνία είναι σχετικά μικρή, παρότι σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας (π.χ. Σαξωνία, Μέκλεμπουργκ-Πομερανία) η Ακροδεξιά έχει σημαντική παρουσία στα τοπικά κοινοβούλια. Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι η σκληρή αντιμεταναστευτική στάση της Ακροδεξιάς είναι αποδεκτή από ένα αρκετά σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας, παρά την όποια κριτική που της ασκείται για την όλη στάση της, ιδιαίτερα στο ζήτημα της βίας ή τις αγκυλώσεις της σχετικά με την αναθεώρηση της εθνικοσοσιαλιστικής ιστορίας και τον φυλετισμό.
Ακροδεξιές εξτρεμιστικές ενέργειες διώκονται ποινικά, στο πλαίσιο της γερμανικής έννομης τάξης, ενώ οργανώσεις, πρόσωπα και κόμματα της Ακροδεξιάς παρακολουθούνται συστηματικά από τις υπηρεσίες προστασίας του συντάγματος. Παρά τη σταθερά αυξανόμενη ακροδεξιά βία όμως, για τη γερμανική κυβέρνηση, ο σημαντικότερος κίνδυνος για την εσωτερική ασφάλεια στη Γερμανία δεν θεωρείται η Ακροδεξιά αλλά οι εχθροί της, «οι εισβολείς» ακραίοι ισλαμιστές και ιδιαίτερα οι «σαλαφιστές». Εξάλλου, ο σχετικά μικρός αριθμός των ακροδεξιών θεωρείται, σε σχέση με τα 82 εκατομμύρια Γερμανών, εξαιρετικά μικρός για να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, παρότι διάφορες μετρήσεις έδειξαν κατά καιρούς ότι υπάρχει ένα ποσοστό 6 έως 17% του γερμανικού πληθυσμού που επικροτεί ακροδεξιές θέσεις.
Οι εκλογικές επιτυχίες ακροδεξιών κομμάτων σε Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία, Ολλανδία και αλλού, που ξέφυγαν από τη σκληρή ακροδεξιά γραμμή του παρελθόντος, παρουσιάζοντας ένα δεξιό λαϊκιστικό μεν, αλλά πιο αντικειμενικό, ακόμα και πιο έγκυρο πρόσωπο, δείχνουν ότι η γερμανική Ακροδεξιά τύπου NPD αποτελεί ένα μοντέλο του παρελθόντος που δύσκολα θα επιβιώσει, τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή. Ασφαλώς, το ιστορικό εθνικοσοσιαλιστικό άγος που έχει στους ώμους της η γερμανική Ακροδεξιά, καθώς και ο κατακερματισμός, εμποδίζουν τις όποιες αναγκαίες υπερβάσεις και διεξόδους που, ιδεολογικά, μπορεί να της προσφέρει το «εθνοπλουραλιστικο» και «εθνοεπαναστατικό» κίνημα της γερμανικής Νέας Δεξιάς.