του Κώστα Μαυρίδη από τη Ρήξη
…και ο άγνωστος ανταρτοπόλεμος εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής
Το βράδυ της 4ης Φεβρουαρίου 1899, ο Αμερικανός πεζοναύτης Ρόμπερτ Γκρέισον άνοιξε πυρ εναντίον ενός πλήθους Φιλιππινέζων, που προσπαθούσαν να περάσουν τη γέφυρα Σαν Χουάν ντελ Μόντε της πρωτεύουσας Μανίλα, διαμαρτυρόμενοι για τη «διακήρυξη της ήπιας ενσωμάτωσης» της χώρας τους από τις ΗΠΑ. Χωρίς να το ξέρει, ο Γκρέισον έριχνε την πρώτη τουφεκιά ενός πολέμου που θα κρατούσε έντεκα ολόκληρα χρόνια, αφήνοντας πίσω του πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς ιθαγενείς και θα άλλαζε το τοπίο των νησιών των Φιλιππίνων για πάντα. Με το τέλος του πολέμου, οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση των νησιών, τα αγγλικά θα επιβάλλονταν ως η επίσημη γλώσσα και οι Φιλιππινέζοι θα παρέμεναν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην ίδια τους τη χώρα ως το 1946 και το τέλος του Β΄ ΠΠ.
Οι αγώνες των Φιλιππινέζων για ανεξαρτησία είχαν ξεκινήσει τρία χρόνια νωρίτερα, το 1896, εναντίον των Ισπανών, οι οποίοι κατείχαν τα νησιά από το 1565 που έφτασαν εκεί οι πρώτοι Ισπανοί «εξερευνητές». Ηγέτης αυτής της επανάστασης κατά του ισπανικού στέμματος ήταν ο Εμίλιο Αγκουινάλντο, από την περιοχή του Καβίτ των Φιλιππίνων, ο οποίος αρχικά οδήγησε το φιλιππινέζικο στρατό των ξυπόλυτων χωρικών σε κάποιες επιτυχίες. Το 1897 όμως ο αγώνας είχε φτάσει σε αδιέξοδο, καθώς και οι δύο πλευρές απέφευγαν τη μάχη και περιορίζονταν σε επιδρομές κατά των βάσεων του αντιπάλου. Τότε, προς έκπληξη φίλων και αντιπάλων, ο Αγκουινάλντο εγκατέλειψε τον αγώνα και αυτοεξορίστηκε στο Χονγκ Κονγκ, λαμβάνοντας μάλιστα και ένα δωράκι 800 χιλιάδων ριαλίων από τον Ισπανό κυβερνήτη των Φιλιππίνων. Φεύγοντας ο Αγκουινάλντο δεν παρέλειψε να αποκηρύξει τον αγώνα, αν και ένας μεγάλος αριθμός επαναστατών συνέχισαν να μάχονται χωρίς αυτόν.
Μετά το ξέσπασμα του ισπανοαμερικανικού πολέμου το 1898, ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Χονγκ Κονγκ, Λ. Σπένσερ, ήρθε σε επαφή με τον Αγκουινάλντο με σκοπό να τον πείσει να επιστρέψει στις Φιλιππίνες και να συνεχίσει την επανάσταση κατά των Ισπανών, υποσχόμενος τη βοήθεια του αμερικανικού ναυτικού και την ανεξαρτησία των νησιών με το πέρας του πολέμου. Όντως, ο Αγκουινάλντο επέστρεψε τον Μάιο του 1898 και μέσα σε λίγους μήνες οι φιλιππινέζικες δυνάμεις ατάκτων είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν όλη την επικράτεια των νησιών εκτός της Μανίλας, που τον Αύγουστο του ’98 ήταν περικυκλωμένη από 12 χιλιάδες Φιλιππινέζους αντάρτες και προσφάτως αφιχθέντα αμερικανικά στρατεύματα. Την παραμονή της κατάληψης της Μανίλας, οι Φιλιππινέζοι διοικητές των ανταρτών έλαβαν ένα σήμα από τους Αμερικανούς να μην εισέλθουν στην πόλη, καθώς κάθε απόσπασμα ιθαγενών που θα επιχειρούσε να περάσει τον ποταμό Πάσιγκ θα πυροβολούνταν από τους πεζοναύτες που είχαν λάβει θέσεις μάχης γύρω από την πρωτεύουσα. Στις 13 Αυγούστου, η ισπανική φρουρά της Μανίλας παραδόθηκε στους Αμερικανούς αμαχητί και, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, στις Φιλιππίνες υπήρξε μια σιωπηρή συμφωνία αλλαγής φρουράς. Ουσιαστικά, στις 13 Αυγούστου του 1898 οι Φιλιππίνες προσαρτήθηκαν βίαια από τις ΗΠΑ, την ανεξαρτησία των οποίων ουδέποτε είχαν την πρόθεση να αναγνωρίσουν, άσχετα από τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις.
Οι Φιλιππινέζοι, από την πλευρά τους, απλώς άλλαξαν αντίπαλο, καθώς η χώρα καταλήφθηκε πολύ γρήγορα από τα αμερικανικά στρατεύματα και τέθηκε υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου. Οι επικεφαλής των επαναστατών αναγκαστικά στράφηκαν σε τακτικές ανταρτοπολέμου, γιατί οι Αμερικανοί διέθεταν συντριπτική υπεροχή σε δύναμη πυρός. Ο Αγκουινάλντο γρήγορα κατάλαβε ότι το αντάρτικο σώμα έπρεπε απλώς να χτυπάει και να χάνεται, προκαλώντας συνεχείς ανθρώπινες και υλικές απώλειες στον αμερικανικό στρατό, ώστε ο πόλεμος να καταστεί ασύμφορος για τις ΗΠΑ. Ας ληφθεί υπόψη ότι η πλειοψηφία των ανταρτών ήταν οπλισμένοι με μακριά μαχαίρια μπόλο, τόξα και ακόντια, και τα τουφέκια ήταν είδος πολυτελείας γι’ αυτούς. Οι Αμερικανοί από την άλλη, αντιμετώπισαν τους αντιπάλους τους σαν «καφέ Ινδιάνους», και οι τακτικές τους ήταν παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποίησε το αμερικανικό ιππικό στον πόλεμο εναντίον των «ερυθρόδερμων Ινδιάνων» στις ΗΠΑ.
Έτσι, οι Αμερικανοί έστησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτών, προσπάθησαν να απομονώσουν τους αντάρτες από τις βάσεις στρατολόγησης και επισιτισμού τους και επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία κατατρομοκράτησης του ντόπιου πληθυσμού. Επιπλέον, η στάση των Αμερικανών διοικητών και στρατιωτών απέναντι στους αντάρτες αλλά και τους πολίτες ήταν βαθιά ρατσιστική και συνήθως οι περίπολοι επέστρεφαν στις βάσεις τους χωρίς αιχμαλώτους. Ουσιαστικά, η υιοθέτηση από τις αμερικανικές δυνάμεις της τακτικής του «ολοκληρωτικού πολέμου», σε συνδυασμό με την πλήρη περιφρόνηση για την αξία της ζωής των Φιλιππινέζων, αποτέλεσε μια φονική συνταγή γενοκτονίας εις βάρος των κατοίκων των νησιών. Τον Νοέμβρη του 1901, ο απεσταλμένος της εφημερίδας Κήρυκας της Φιλαδέλφειας έγραψε ότι «οι στρατιώτες μας έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εξολόθρευση ανδρών, γυναικών, παιδιών, αιχμαλώτων, ανταρτών και υπόπτων, ακόμη και παιδιών άνω των 10 ετών. Η ιδέα που επικρατεί εδώ είναι ότι οι Φιλιππινέζοι είναι λίγο καλύτεροι από σκυλιά».
Ο Αγκουινάλντο συνελήφθη τελικά τον Μάρτιο του 1901 μετά από προδοσία και πείστηκε από τους Αμερικανούς να διακηρύξει δημόσια την παύση της ανταρσίας εναντίον της αμερικανικής δύναμης κατοχής, πράγμα που και έκανε. Την κρίσιμη εκείνη φάση του αγώνα, ο στρατηγός Μιγκέλ Μαλβάρ ανέλαβε την ηγεσία του φιλιππινέζικου στρατού, καλώντας τους αντάρτες να ανανεώσουν τις προσπάθειες κατά των Αμερικανών. Η έκκλησή του έγινε η αφετηρία πολλαπλών επιθέσεων εναντίον των αμερικανικών φρουρών στην επαρχία Μπατανγκάς, και γενικής αναζωπύρωσης του αντάρτικου σε όλη τη χώρα. Ένα χρόνο αργότερα, ο Μαλβάρ πιάστηκε από τους πεζοναύτες του στρατηγού Μπελ και η εξέγερση θεωρήθηκε επισήμως λήξασα την 1η Ιουλίου του 1902. Παρ’ όλα αυτά, ομάδες ενόπλων, που ονομάστηκαν «οι αδιάλλακτοι», συνέχισαν τον ανταρτοπόλεμο για μια ακόμη δεκαετία μετά τον επίσημο τερματισμό των εχθροπραξιών του 1902.
O πόλεμος στις Φιλιππίνες και οι αμερικανικές ωμότητες προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ. Διανοούμενοι όπως ο Μαρκ Τουέιν, ο Άντριου Κάρνεγκι και ο Γουίλ Μπράιαν δημιούργησαν την Αμερικανική Αντιιμπεριαλιστική Λίγκα, καλώντας κάθε ευσυνείδητο Αμερικανό πολίτη να αντιταχθεί στον πόλεμο και την προσάρτηση των Φιλιππίνων. Κατά τον Τουέιν, «Αυτό που σημαίνει αυτή η εμπλοκή είναι η απώλεια της αθωότητας των ΗΠΑ ως έθνους και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είμαστε πλέον ό,τι οι ιδρυτές πατέρες αυτού του έθνους πολέμησαν. Γίναμε ιμπεριαλιστές, όχι καλύτεροι από τους Βρετανούς και Ισπανούς».