νέος Λόγιος Ερμής τ. 4, σελ. 56-65
Των Μπερνάρντο Στουλμπέργκερ Βγιουνίσκι, Πτυχιούχου Οικονομικών, Escola de Economia de Sao Paulo (FGV/EESP) & Ραμόν Γκ. Φερνάντεζ, Επίκουρου Καθηγητής, Escola de Economia de Sao Paulo (FGV/EESP)*
Β΄Μέρος: Η ανάλυση της αθηναϊκής οικονομίας
Για τον Πολάνυι, η αθηναϊκή κοινωνία ήταν ένα εξαίρετο παράδειγμα ενός κοινωνικού μορφώματος όπου ταιριάζει η έννοια του ριζώματος. Σύμφωνα με την οπτική του, στην Αθήνα, όπως και σχεδόν παντού αλλού στην αρχαία Ελλάδα, η οικονομία δεν ήταν απομονωμένη από τις υπόλοιπες πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες του κάθε πολίτη. Οι Έλληνες δεν προσπαθούσαν να επιτύχουν οικονομικούς στόχους όταν έπαιρναν όλες τους τις αποφάσεις. Επέλεγαν σύμφωνα με κριτήρια όπως η πολιτική, η ευημερία, η οικογένεια ή ό,τι άλλο ήταν σημαντικό για τη ζωή τους. Ο οικονομικός ρασιοναλισμός (με την έννοια της μεγιστοποίησης του κέρδους, και των εγωιστικών επιδιώξεων) δεν αποτελούσε κριτήριο για οικονομικές αποφάσεις (Polanyi, 1968).
Αυτή η αντίληψη υπογραμμίζεται από τον Πολάνυι στην ανάλυσή του για την αθηναϊκή κοινωνία και είναι μια από τις μείζονες συνεισφορές του έργου του πάνω στις αρχαίες κοινωνίες, καθώς αποτελεί μια διαφορετική προσέγγιση του ρόλου της οικονομίας μέσα στην κοινωνία. Όλη του η ανάλυση βασίζεται πάνω της, καθώς πάντα προσπαθούσε να διακρίνει ποιοι ήταν οι κοινωνικοί παράγοντες που υπαγόρευαν τις οικονομικές αποφάσεις στη συγκεκριμένη κοινωνία, χωρίς να θεωρεί a priori δεδομένο τον ορθολογικό χαρακτήρα αυτών των αποφάσεων.
Μια άλλη ιδέα που παίζει σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία του για την αθηναϊκή οικονομία είναι η αντίληψή του περί συνύπαρξης της αγοράς και του κράτους. Η Αθήνα διέθετε δύο πεδία οικονομικής δραστηριότητας ταυτόχρονα: μια εσωτερική αγορά, και, σε αγαστή συνύπαρξη, έναν τομέα υπαγόμενο στον κρατικό οικονομικό προγραμματισμό. Σύμφωνα με την ίδια του τη διατύπωση (1977, σ. 145):
Είναι ηλίου φαεινότερο το γεγονός ότι, από τη μια, το εμπόριο και το χρήμα, κυρίως με τη χρήση μικρής αξίας νομισμάτων, συνδέονταν με εμπορικά στοιχεία της Αθηναϊκής αγοράς· από την άλλη, και όχι πολύ αργότερα στην Αίγυπτο, και πάλι κάτω από ελληνική διοίκηση, οι μέθοδοι αποθήκευσης και αναδιανομής που είχαν κληροδοτήσει οι αρχαίοι φαραώ αναπτύχθηκαν στο επίπεδο ενός περίπλοκου οικονομικού σχεδιασμού.
Αυτό το δίπολο εξετάζεται σε όλες του τις αναλύσεις. Το κύριο ερώτημα στο οποίο προσπαθεί να απαντήσει ο Πολάνυι είναι γιατί η Αθήνα επέλεξε ένα σύστημα που συνδύαζε την αγορά με τον κρατικό σχεδιασμό, αντί να επιλέξει μόνο μια από τις δύο λύσεις.
Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε την άποψη του Πολάνυι για τις αιτίες που οδήγησαν στην επιλογή αυτού του συγκεκριμένου και εντυπωσιακού οικονομικού συστήματος από την Αθήνα, μαζί με μια συνόψιση της ερμηνείας του για την αθηναϊκή οικονομία, υπενθυμίζοντας ότι η έννοια του ριζώματος βρίσκει και εδώ την εφαρμογή της. Εν ολίγοις θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τα κύρια σημεία του έργου του Πολάνυι πάνω στην αθηναϊκή κοινωνία.
Η Οικονομία της Κλασικής Αθήνας:
οι Τρεις Τομείς
Η αρχαία ελληνική ιστορία χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους: την Αρχαϊκή, την Κλασική και την Ελληνιστική6. Η Αρχαϊκή περίοδος είναι η αρχή της ελληνικής ιστορίας, μια εποχή κατά την οποία η πόλις δεν υπήρχε και η κοινωνία στηριζόταν σε ανεξάρτητους παραγωγούς, οι οποίοι ζούσαν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο· οι κοινωνικοί θεσμοί είχαν μικρή ισχύ, οπότε ήταν μια περίοδος συνεχούς διαμάχης μεταξύ των αγροτών. Αυτή την εποχή δεν υπήρχαν οργανωμένες ανθρώπινες κοινότητες, είτε σε χωριά είτε σε πόλεις. Εξάλλου, είναι μια εποχή για την οποία δεν υπάρχουν πολλές πηγές, οπότε και η γνώση μας γι’αυτήν είναι ελλιπής (Polanyi, 1977, κεφ. 11).
Η κλασική εποχή είναι η σημαντικότερη περίοδος της ελληνικής ιστορίας και η πιο ενδελεχώς μελετημένη. Αφορά τον πέμπτο και τέταρτο αιώνα προ Χριστού. Ήταν μια περίοδος πλούτου και δόξας, συνδεδεμένη με την πόλη-κράτος και τη δημοκρατία. Είναι επίσης μια περίοδος πρωτόγνωρης οικονομικής οργάνωσης (το δυαδικό σύστημα) και βασικό αντικείμενο της έρευνας του Πολάνυι τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Κατά την Ελληνιστική Περίοδο, η Ελλάδα κυριαρχείται από τους Μακεδόνες και την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου. Τότε είχε πλέον πάψει να υπάρχει η πόλις -κράτος και είχε εξαφανιστεί το κλασικό σύστημα που μελέτησε ο Πολάνυι.
Θα αναφερθούμε λοιπόν στην κλασική εποχή και την άποψη του Πολάνυι γι’ αυτή, στηριγμένη κατ’ εξοχήν στο παράδειγμα της Αθήνας. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, θα παραθέσουμε και κάποιες σκέψεις για την ελληνιστική εποχή και το τέλος της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Πολάνυι έκανε την Αθήνα επίκεντρο της μελέτης του και αναφερόταν επανειλημμένα σ’ αυτήν, εξαιτίας της σημασίας της. Πρώτον, διότι ήταν, αναμφισβήτητα, η πιο σημαντική πόλη της περιόδου από οικονομική και πολιτική άποψη. Δεύτερον, ήταν η πόλη που, εκτός από τα εντυπωσιακά πολιτιστικά της επιτεύγματα, ανέπτυξε την οικονομική της οργάνωση στον υψηλότερο βαθμό. Τρίτον, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα χρήσης του «δυαδικού συστήματος» που διέκρινε ο Πολάνυι σε εκείνη την εποχή. Συνεπώς, όπως και ο Πολάνυι, στην Αθήνα θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας και αυτή θα αποτελέσει το «παράδειγμά» μας σε αυτή την εργασία.
Ο Πολάνυι χώριζε την αθηναϊκή οικονομία σε τρεις βασικούς τομείς: την πατριαρχική οικονομία, την αγορά και τον κρατικό τομέα, με τους δύο τελευταίους να είναι και οι σημαντικότεροι. Ο πρώτος, η πατριαρχική οικονομία, κατ’ ουσίαν αφορούσε στις μεγάλες, πλούσιες και παραδοσιακές οικογένειες. Τα τρόφιμα παράγονταν, αποθηκεύονταν και διανέμονταν σε όλη την οικογένεια. Αυτός ο τομέας είχε τις καταβολές του στις παλιές φυλές και επιβίωνε ακόμη στην πόλιν. Η οικογένεια ήταν υπεύθυνη για όλα τα μέλη της (περιλαμβανομένων των δούλων) και έπρεπε να παρέχει τουλάχιστον τα απαραίτητα προς το ζην. Αυτός ο τομέας έχει τη σημασία του λόγω του διανεμητικού του χαρακτήρα, της αρχής που πρέσβευε τη μέριμνα για το σύνολο της οικογένειας, κάτι που θα ξανασυναντήσουμε με διαφορετικό τρόπο και στις άλλες μορφές οικονομικής οργάνωσης στην Ελλάδα (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Ο δεύτερος τομέας ήταν η αγορά*, σκοπός της οποίας ήταν να επιμερίζει αποδοτικά τους πόρους, συντελώντας στον απρόσκοπτο καθημερινό εφοδιασμό με τρόφιμα. Στο πλαίσιό της δραστηριοποιούνταν κατ’ ουσίαν μικρές οικογένειες ή ελεύθεροι εργάτες, που χρειάζονταν να πουλήσουν τα προϊόντα τους γρήγορα και δεν είχαν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν πόρους, όπως οι μεγάλες οικογένειες. Επίσης, εξυπηρετούσε μια λειτουργία αναδιανεμητική, η οποία θα εξηγηθεί παρακάτω.
Ο τρίτος τομέας, που υπάγονταν στον κρατικό σχεδιασμό, ήταν ο βασικός παράγοντας συνάρθρωσης της οικονομίας· η λειτουργία του αφορούσε την επιστασία του εφοδιασμού με τρόφιμα και την προστασία της οικονομίας από εξωτερικά πλήγματα. Το κράτος μπορούσε να παρέμβει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αγορά με στόχο τη διασφάλιση της τροφοδοσίας και τον έλεγχο των τιμών. Το κράτος έπρεπε να ελέγχει την ποσότητα των εισαγόμενων προϊόντων, κυρίως σιτηρών, και επίσης να αποθηκεύει τρόφιμα για περιόδους σιτοδείας. Η βασική ιδέα ήταν ότι το κράτος μπορούσε κι έπρεπε να καθορίζει όλες τις πολιτικές που θα διασφάλιζαν την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών. Ενίοτε, αυτό μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η αποδοτικότητα, παρ’ όλο που αυτό ήταν συνήθως ένα πολύ σημαντικό κριτήριο. Η μέριμνα για τις ανάγκες των πολιτών ήταν το κύριο μέλημα του κράτους, που, όταν χρειαζόταν, παρενέβαινε στην οικονομία χωρίς να ενδιαφέρεται για την αποδοτικότητα (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Το κράτος παρενέβαινε στην αγορά όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο, ελέγχοντας τον εφοδιασμό, κρατώντας τις τιμές σταθερές, παίρνοντας κάθε πολιτική πρωτοβουλία για να διασφαλίσει τον ανεφοδιασμό της πόλης με τρόφιμα. Υπό αυτήν την έννοια, ο Πολάνυι πρέσβευε ότι η αγορά έπαιζε έναν αναδιανεμητικό ρόλο: ελεγχόταν από το κράτος, ώστε να επιτύχει τους στόχους της. Ήταν προτιμότερο για την πόλη να επιτρέψει στην αγορά να επιμερίσει τα αγαθά αποδοτικά με το δικό της τρόπο σε κανονικές περιόδους, αλλά σε περιόδους κρίσης η πόλις* παρενέβαινε ώστε η αγορά να λειτουργήσει προς όφελος της πόλεως* (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες ιδέες της ανάλυσης του Πολάνυι σχετικά με την αθηναϊκή οικονομία. Η αγορά είχε όρια και αυτά τα όρια ορίζονταν από το κράτος. Όσο η αγορά δούλευε σωστά και διασφαλίζονταν ο εφοδιασμός της πόλης σε κανονικές τιμές, αφηνόταν να δουλεύει ελεύθερα και η πόλη θεωρούσε ότι αυτός ήταν ένας αποδοτικός τρόπος κατανομής των πόρων. Αλλά σε στιγμές κρίσης, όταν υπήρχε έλλειψη τροφίμων ή όταν οι τιμές ανέβαιναν υπερβολικά, η πόλη παρενέβαινε στην οικονομία με οποιαδήποτε πολιτική απόφαση χρειαζόταν για να σταθεροποιηθεί και πάλι.
Αυτή ήταν η βασική αρχή της οικονομίας των Αθηνών την κλασική περίοδο: Η εξασφάλιση της μίνιμουμ διατροφής για την επιβίωση του κάθε πολίτη, λαμβανομένης υπ’ όψιν της αποδοτικότητας, όσο αυτό ήταν δυνατό. Έτσι, η αγορά συνιστούσε για το κράτος έναν μηχανισμό υπηρετικό μιας τέτοιας πολιτικής, αλλά το κράτος παρενέβαινε όταν οι αρχές θεωρούσαν ότι η αγορά δεν επιτύγχανε αυτόν τον στόχο. Η οικονομία ήταν ριζωμένη στις ανάγκες της αθηναϊκής κοινωνίας και η αγορά συμμορφωνόταν στις απαιτήσεις και τα όρια που έθετε η πόλη.
Αγορά εναντίον Κράτους: το δίπολο
Το σημαντικότερο λοιπόν χαρακτηριστικό της αθηναϊκής οικονομίας κάτω από αυτή τη σκοπιά ήταν ακριβώς αυτό το δίπολο Κράτους και Αγοράς. Η εσωτερική αγορά είχε στόχο να κατανείμει τους πόρους αποδοτικά αλλά ταυτόχρονα λειτουργούσε ως αναδιανεμητικός οργανισμός του κράτους· αυτοί που την αποτελούσαν ήταν κατά κύριο λόγο πολίτες της πόλεως*. Από την άλλη, το εξωτερικό εμπόριο και ο κρατικός σχεδιασμός είχαν στόχο να διασφαλίζουν την τροφοδοσία της πόλης· διεξαγόταν κατά βάση από ξένους εμπόρους και ρυθμιζόταν από το κράτος.
Ο Πολάνυι ανέλυσε σε βάθος τις διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ειδών εμπορίου, εξηγώντας τα χαρακτηριστικά του καθενός. Η βασική τους διαφορά κατ’ εκείνον συνίστατο στα πρόσωπα που εμπλέκονται στο εμπόριο. Ο ντόπιος επιτηδευματίας που δούλευε στην ἀγοράν* ονομαζόταν κάπηλος* και ήταν ένας αθηναίος πολίτης που ζούσε από το εμπόριο. Επέλεγε να εργαστεί στην ἀγοράν*, αλλά είχε επίσης τη δυνατότητα να ασκήσει και άλλες οικονομικές δραστηριότητες καθώς, ως αθηναίος πολίτης, είχε το σχετικό δικαίωμα. Από την άλλη, ο εξωτερικός επιτηδευματίας, που ονομαζόταν ἔμπορος*, ήταν ξένος· συνεπώς, δεν είχε κανένα δικαίωμα στην πόλιν και ζούσε από το εμπόριο και μόνο. Δεν αποτελούσε κομμάτι της πόλης* και η μόνη πιθανή δραστηριότητα γι’αυτόν ήταν να είναι ἔμπορος. Αυτό δεν αποτελούσε επιλογή του αλλά συνέπεια της ιδιότητάς του ως ξένου (Polanyi, 1977, κεφ.13).
Η παρουσία αυτού του ἐμπόρου*, του εξωτερικού επιτηδευματία, ήταν συνήθως συνέπεια των πολέμων μεταξύ των πόλεων. Ήταν άνθρωποι των οποίων η πόλις* είχε καταστραφεί ή τελούσε υπό την κυριαρχία άλλων πόλεων, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, κι έτσι κατέληγαν απάτριδες, άρα και χωρίς δικαιώματα. Λόγω αυτού, η μόνη δυνατότητα άσκησης οικονομικής δραστηριότητας που τους απέμενε για να επιζήσουν ήταν να γίνουν ἔμποροι*. Κάποιοι απ’αυτούς ζούσαν εντελώς έξω από τις πόλεις, ταξιδεύοντας από τη μια πόλη στην άλλη. Άλλοι είχαν εδραιωθεί σε κάποια πόλη, στην οποία ζούσαν ως μέτοικοι και ταξίδευαν για δουλειές (Polanyi, 1977, κεφ. 13).
Κατά τον Πολάνυι, αυτή η διαφορά δείχνει πόσο ξεχωριστά ήταν τα δύο συστήματα: δεν είχαν τίποτα το κοινό. Η εσωτερική αγορά ήταν κατ’ ουσίαν μέρος της πόλης· αποτελούνταν από πολίτες που σκοπό είχαν να εξυπηρετούν τους συμπολίτες τους. Από την άλλη, το εξωτερικό εμπόριο ήταν ουσιαστικά ένα εξωτερικό θέμα· το διεκπεραίωναν ξένοι, ρυθμιζόταν από το κράτος και κύριος στόχος του ήταν η διασφάλιση τροφίμων για την πόλη υπό τον έλεγχο του κράτους (Polanyi, 1977, κεφ. 13). Συνδετικός κρίκος των δύο συστημάτων ήταν κατ’ αποκλειστικότητα το κράτος, το οποίο έλεγχε την ποσότητα και την τιμή των εισαγόμενων προϊόντων· με αυτόν τον μηχανισμό είχε τη δυνατότητα να ρυθμίζει τις εισαγωγές τροφίμων και, κατά συνέπειαν, το επίπεδο προσφοράς στην εσωτερική αγορά. Οι αποφάσεις σχετικά με την ποσότητα που επιτρεπόταν να εισάγεται στην πόλη παίρνονταν ανάλογα με τις ανάγκες της πόλης σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το κράτος το ίδιο αγόραζε παράλληλα τρόφιμα, για να έχει γεμάτες αποθήκες σε περιόδους κρίσης. Για άλλη μια φορά, αυτός ο μηχανισμός πλήρους ρύθμισης του εξωτερικού εμπορίου και σύνδεσής του με την εσωτερική αγορά είχε τη βάση του στη μέριμνα για το πώς οι πολίτες θα έβγαζαν τα προς το ζην και για το πώς θα προστατευόταν η πόλη και ο πληθυσμός της από οποιαδήποτε αναταραχή (Polanyi, 1977, κεφ. 13).
Ο Πολάνυι αναφέρει ότι οι δύο αγορές ήταν τόσο διαχωρισμένες η μια από την άλλη ώστε οι τιμές τους να παρουσιάζουν ενίοτε τεράστιες διαφορές, κυρίως σε περιόδους κρίσης της προσφοράς. Οι εσωτερικές τιμές δεν παρουσίαζαν μεγάλες διακυμάνσεις επειδή ελέγχονταν πάντα από το κράτος, αλλά οι εξωτερικές τιμές εμφάνιζαν τεράστια διακύμανση λόγω αυτών των προβλημάτων (Polanyi, 1977, κεφ. 13). Η σχετική σταθερότητα των εσωτερικών τιμών μπορεί να εξηγηθεί από το ότι η πόλη ήλεγχε τις εισαγωγές σιτηρών έτσι ώστε να σταθεροποιεί τις τιμές στην αγορά στο επιθυμητό επίπεδο, ενώ οι εξωτερικές τιμές κυμαίνονταν καθώς εξαρτώνταν από τη διεθνή προσφορά τροφίμων. Και, καθώς υπήρχε η πιθανότητα οι προμηθευτές να είχαν προβλήματα παραγωγής, όπως, για παράδειγμα, κακοκαιρία ή πολιτικές διαφορές με γείτονες, οι εξωτερικές τιμές μπορούσαν να διαμορφώνονται σε ένα επίπεδο πολύ πάνω από το «κανονικό».
Τα χαρακτηριστικά του χρήματος στην Αθήνα αποτελούν ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα που μελέτησε ο Πολάνυι για να καταδείξει πόσο διαχωρισμένα ήταν τα δύο συστήματα. Κατά την άποψή του, η σύγχρονη έννοια του χρήματος δεν υπήρχε στην κλασική αθηναϊκή οικονομία. Υποστηρίζει ότι το χρήμα και το εμπόριο ήταν δύο ανεξάρτητοι θεσμοί, και όχι διασυνδεδεμένοι όπως είναι στην εποχή μας.
Το χρήμα για τους Έλληνες ήταν κατ’ εξοχήν θεσμός της πόλης κι όχι κυρίως μέσο ανταλλαγής. Η τιμή του χρήματος στην Ελλάδα δεν διαφοροποιούνταν αναλόγως προς την ποσότητά του μέσα στην οικονομία, ούτε και το μέταλλο καθ’ εαυτό είχε κάποια εγγενή αξία. Η τιμή του καθοριζόταν από την πόλη, η οποία αποφάσιζε επίσης και για το τι ποσότητα θα επιτρεπόταν να κυκλοφορήσει μέσα στην οικονομία (Polanyi, 1977, κεφ. 16).
Επιπλέον, είχαν διαφορετικά είδη χρήματος για διαφορετικές χρήσεις· το σύστημα δεν ήταν ενοποιημένο. Υπήρχε ένα είδος εσωτερικού χρήματος που χρησίμευε στην ανταλλαγή αγαθών στην αγορά και, όπως εξηγήσαμε νωρίτερα, δεν υπήρχαν διακυμάνσεις τιμών ή πληθωρισμός, αλλά οι τιμές καθορίζονταν από την πόλη με γνώμονα το συμφέρον της. Αυτό σημαίνει ότι το εσωτερικό χρήμα λειτουργούσε ως ένα ακόμα σύστημα ελέγχου της οικονομίας της πόλης, παράλληλα με όλους τους άλλους μηχανισμούς που ήδη προαναφέραμε. Η πόλη μπορούσε να μεταβάλει την αξία του χρήματος όποτε αυτό απαιτούνταν, για να διατηρεί τη σταθερότητα. Από την άλλη, υπήρχε κι ένα είδος εξωτερικού χρήματος, που χρησιμοποιούνταν μόνο στο ξένο εμπόριο για την πληρωμή του εμπόρου (Polanyi, 1977, σελ. 258):
Η θεμελιώδης διαφοροποίηση των χρήσεων του χρήματος στην Ελλάδα ήταν εκείνη μεταξύ τοπικού και εξωτερικού χρήματος· η διχοτόμηση ήταν ξεκάθαρη. Ασημένια νομίσματα μικρής αξίας και, ειδικότερα μετά τον τέταρτο αιώνα, χάλκινα νομίσματα χρησιμοποιούνταν στο τοπικό εμπόριο ή στην ἀγοράν*, ενώ ασημένια νομίσματα μεγαλύτερης αξίας, όπως ο στατήρ*, χρησιμοποιούνταν στο εξωτερικό εμπόριο.
Δεν υπήρχε δυνατότητα ανταλλαγής μεταξύ αυτών των δύο νομισμάτων· ήταν εντελώς διαχωρισμένα και χρησιμοποιούνταν με διαφορετικό τρόπο σε δύο διαφορετικές αγορές. Έτσι, ο Πολάνυι συμπεραίνει ότι το χρήμα και το εμπόριο ήταν διαφορετικά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Το χρήμα χρησίμευε ως ένας ακόμη μηχανισμός διαχωρισμού των δύο αγορών και επέτρεπε στην πόλη να προστατεύει τους πολίτες της και να πραγματώνει τους στόχους της στην οικονομία. Το χρήμα λοιπόν είχε χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά εκείνων που έχει σήμερα.
Η διατύπωση του ίδιου του Πολάνυι (1977, σ. 198) συμπυκνώνει έξοχα αυτές τις ιδέες σχετικά με την ύπαρξη δύο διαφορετικών οικονομικών τομέων:
Για να συνοψίσουμε: Διαφορετικού είδους επιτηδευματίες ασκούσαν το τοπικό και το ξένο εμπόριο. Οι δύο μορφές εμπορίου ήταν σαφώς διαχωρισμένες. Το τοπικό εμπόριο –και κανένα άλλο– ήταν εμπόριο της αγοράς. Το εξωτερικό εμπόριο ήταν εν μέρει ελεγχόμενο, εν μέρει χαριστικό ενώ τα μεμονωμένα εμπορικά στοιχεία που ενίοτε εμφανίζονταν εδώ ήταν σχετικά ασήμαντα.
Ιμπεριαλισμός και Πολιτική
Δύο σημαντικά σημεία της ανάλυσης του Πολάνυι για την αρχαία Αθήνα είναι ο ρόλος του ιμπεριαλισμού και της πολιτικής στη λειτουργία του οικονομικού της συστήματος. Ο ιμπεριαλισμός της Αθήνας αφορούσε στη χρήση της ναυτικής στρατιωτικής της δύναμης για τον έλεγχο των εμπορικών οδών και την αναζήτηση νέων. Η Αθήνα είχε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής κι έτσι μπορούσε να εξασφαλίσει τις εισαγωγές σιτηρών και εφοδίων για την κοινωνία.
Μια ενδιαφέρουσα διάσταση αυτής της πραγματικότητας είναι ότι, κατά τον Πολάνυι, ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός ήταν συμπληρωματικός της δημοκρατίας της και των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Κατά την άποψή του, οι μηδικοί πόλεμοι έκαναν την πόλη να συνειδητοποιήσει ότι χρειαζόταν να ασκεί κάποιο εξωτερικό έλεγχο και να διασφαλίζει τον εφοδιασμό σε τρόφιμα, καθώς δεν διέθετε αρκετή καλλιεργήσιμη γη (Polanyi, 1977, κεφ. 12).
Ο πόλεμος έδειξε ότι οι εχθροί μπορούσαν εύκολα να παρεμποδίσουν τον ανεφοδιασμό της πόλης με απώτερο στόχο την κυριαρχία τους πάνω στην Ελλάδα. Συνεπώς, η κατασκευή ενός τεράστιου στόλου και ο έλεγχος του εμπορίου της Μεσογείου είχαν αυτόν τον οικονομικό στόχο.
Η εξωτερική πολιτική λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο. Η διπλωματία χρησίμευε στη διασφάλιση των εισαγωγών σιτηρών μέσω των συμμάχων και άλλων κρατών. Η πόλη είχε μια τεράστια ομάδα αγγελιαφόρων και προξένων, δουλειά των οποίων ήταν η διαπραγμάτευση των εισαγωγών από άλλα μέρη (Polanyi, 1977, κεφ. 14). Έτσι, η Αθήνα χρησιμοποιούσε τον ιμπεριαλισμό και την πολιτική ως συμπλήρωμα στο οικονομικό της σύστημα, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση των εισαγωγών σιτηρών και των απαραίτητων πόρων για τους πολίτες της.
Χρειάζεται εδώ να υπενθυμίσουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί δεν χρησιμοποιούνταν κατ’ αποκλειστικότητα από την Αθήνα. Σχεδόν κάθε πόλις* της κλασικής εποχής υιοθετούσε τέτοια στάση, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και την επιβίωση των πολιτών της. Η θεμελιώδης διαφορά είναι ότι η Αθήνα είχε κατά πολύ μεγαλύτερη επιτυχία σε αυτόν τον τομέα, καθώς ήταν εκείνη που ήλεγχε τις μεγαλύτερες εμπορικές οδούς και είχε τον μεγαλύτερο αριθμό συμμάχων· οι σχέσεις με κάποιους από αυτούς τους συμμάχους είχαν ρυθμιστεί με διπλωματικά μέσα, αλλά άλλοι σύμμαχοι είχαν εξαναγκαστεί σε συμμετοχή με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.
Γιατί το δίπολο;
Έχοντας ήδη εκθέσει την περιγραφή της αρχαίας αθηναϊκής οικονομίας από τον Πολάνυι, είναι πλέον εύκολο να απαντήσουμε το ερώτημα που τέθηκε ήδη: γιατί η Αθήνα εφάρμοζε ένα σύστημα που συνδύαζε αγορά και κρατικό σχεδιασμό αντί να επιλέξει ένα από αυτά τα δύο;
Η απάντηση που δίνει έχει εν συντομία ως εξής: Το μικτό σύστημα θεωρήθηκε αναγκαίο για να συντηρηθεί ο τρόπος και το επίπεδο ζωής των πολιτών. Ο Πολάνυι προσπαθεί σε όλες του τις αναλύσεις να καταδείξει ότι η Αθήνα αντιμετώπιζε αναρίθμητες γεωγραφικές και πολιτικές δυσκολίες, προκειμένου να διασφαλίσει τις εισαγωγές σιτηρών της. Αφότου αυξήθηκε ο πληθυσμός της, ήταν αδύνατο να επιβιώσει μόνο με τη δική της παραγωγή τροφίμων7: Η εισαγωγή ειδών διατροφής ήταν όρος εκ των ων ουκ άνευ, καθώς οι δικές της γαίες δεν παρήγαν όλη την αναγκαία ποσότητα, οπότε αυτό το πρόβλημα υποχρέωνε την Αθήνα να καταφύγει σε εισαγωγές. Επιπλέον, λόγω των πολιτικών προβλημάτων που συνοδεύουν την εισαγωγή ειδών διατροφής από άλλες χώρες, καθώς οι εχθροί της προσπαθούσαν να καταστρέψουν την Αθήνα, η πόλη αναγκάστηκε επίσης να αναπτύξει ένα σύστημα ελέγχου του εξωτερικού εμπορίου της (Polanyi, 1977, κεφ. 14).
Η Αθήνα δεν επέλεξε το σύστημα· σχεδόν αναγκάστηκε να υιοθετήσει το εξωτερικό μονοπώλιο, παρά την αποδοτικότητα της αγοράς της. Ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκε η πόλη για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της, επειδή, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ήταν πιθανό να αντιμετωπίσει μια σειρά μεγάλων εξωτερικών κλυδωνισμών και προβλημάτων στην τροφοδοσία της κατά τη διάρκεια της ιστορίας της.
Και γιατί η εσωτερική αγορά; Όπως ήδη εξηγήσαμε, ήταν ο καλύτερος τρόπος που βρήκε η πόλη για να κατανέμει αποτελεσματικά τους πόρους της και, εξάλλου, χρησιμοποιούνταν και ως αναδιανεμητικό σύστημα8. Σε ήρεμες περιόδους, η πόλη άφηνε την αγορά να λειτουργεί ελεύθερα, καθώς αποτελούσε έναν αποδοτικό μηχανισμό κατανομής των πόρων· όμως, σε περιόδους κρίσης, η Αθήνα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την αγορά για να τους αναδιανέμει, ελέγχοντας τις τιμές, ώστε να εξασφαλίζει ότι όλοι της οι πολίτες μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κάποια μέσα επιβίωσης. Συνεπώς, υπήρχαν σημαντικοί λόγοι για την ύπαρξη του αθηναϊκού διπόλου: στο εσωτερικό πεδίο άνοιξε νέους δρόμους, καθώς υπήρξε μια από τις πρώτες οικονομίες στην ιστορία που ανέπτυξε σημαντική αγορά, αλλά στο εξωτερικό προσάρμοζε τους μηχανισμούς της ανάλογα με τις ανάγκες της. Κατά τη διατύπωση του ίδιου του Πολάνυι (1977, σ. 199):
Η απάντηση, που καταθέτουμε, επισημαίνει τις γεωγραφικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες των περιοχών όπου βρίσκονταν τα διαθέσιμα σιτηρά και οι οδοί επικοινωνίας. Αυτές οι συνθήκες, υπό τις οποίες έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα για την εξασφάλιση της ροής των εφοδίων, καθώς και της ασφάλειας των ίδιων των διαμετακομιστικών οδών, καθόρισαν τις μεθόδους και την οργάνωση του εμπορίου των σιτηρών.
Το τέλος του κλασικού συστήματος
Τελειώνοντας την ανάλυσή του, ο Πολάνυι περιγράφει την παρακμή του κλασικού συστήματος και τη μεταμόρφωσή του σε ένα σύστημα εξωτερικής αγοράς. Κατά την άποψή του, περί το τέλος του τέταρτου αιώνα, λίγο πριν από τη μακεδονική εισβολή, αρκετά στοιχεία ενός συστήματος εξωτερικής αγοράς μπορούσαν ήδη να ανιχνευθούν στην Αθήνα. Δεν επρόκειτο ακόμα για ένα πλήρες σύστημα αγοράς, αλλά κάποια χαρακτηριστικά ήταν ήδη εμφανή. Ο κύριος λόγος γι’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η παρακμή της πόλεως. Η αδυναμία της οφειλόταν κυρίως στους πολλούς πολέμους, ειδικά στον Πελοποννησιακό· αυτοί οι πόλεμοι υπέσκαψαν τον έλεγχο που ασκούσε η Αθήνα πάνω στο εμπόριο και τις εμπορικές οδούς, περιόρισαν τη στρατιωτική της δύναμη κι έτσι, η πόλη απώλεσε την δυνατότητα να ασκεί ένα εξωτερικό μονοπώλιο (Polanyi, 1977, κεφ.15)
Δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στην αρχή αυτής της φάσης διέφεραν από το προηγούμενο στάτους κβο: η ελευθερία του εμπόρου* και η ανάπτυξη του εμπορίου*, δηλαδή της εξωτερικής αγοράς. Όσον αφορά το πρώτο, οι έμποροι άρχισαν να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με το πού θα πουλούσαν τα προϊόντα τους, αναζητώντας την υψηλότερη δυνατή τιμή. Άρχισαν να αναζητούν τα μέρη που προσέφεραν την καλύτερη τιμή και δεν ήταν πλέον όμηροι της πόλης.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό που παρατηρείται ήταν η ανάπτυξη του ἐμπορίου*, της αγοράς εξωτερικών προϊόντων που βρίσκονταν στο λιμάνι της πόλης και που πωλούνταν από τον ἔμπορο*, τον ξένο. Αυτές οι αγορές άρχισαν να αναπτύσσονται σε όλη τη Μεσόγειο και ήταν το μέρος όπου οι έμποροι αναζητούσαν την καλύτερη τιμή πώλησης.
Αυτή η διαδικασία έλαβε πολύ γρήγορα έκταση κι άρχισε να υποκαθιστά τον έλεγχο που ασκούσε η πόλις*. Αργότερα, με τις στρατιωτικές επιτυχίες του, ο Αλέξανδρος βρήκε έτοιμες τις συνθήκες για να ενοποιήσει τις οδούς, τα νομίσματα, τους φόρους κι έτσι να ολοκληρωθεί η ανάπτυξη της αγοράς. Η αυτοκρατορία του ήλεγχε όλη την ελληνική Μεσόγειο κι είχε τη δυνατότητα να διασφαλίζει την πλήρη ελευθερία του εξωτερικού εμπορίου. Οι πόλεις δεν είχαν πλέον στρατιωτική δύναμη, ούτε μπορούσαν να ασκήσουν κάποιου είδους παρέμβαση στην αγορά (Polanyi, 1977, κεφ. 15).
Αυτό υπήρξε το τέλος του δυαδικού συστήματος· υπήρξε επίσης το τέλος της κλασικής ελληνικής περιόδου και η απαρχή της ελληνιστικής. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, σύμφωνα με τον Πολάνυι, η παρακμή της πόλης-κράτους και η άνθηση της εξωτερικής αγοράς είναι διαδικασίες αλληλένδετες· ήταν η απώλεια της ισχύος των πόλεων που οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος. Ήταν επίσης το τέλος της προστασίας που προσέφερε η πόλη στους πολίτες και το τέλος μιας περιόδου κατά την οποία η Αθήνα προσπαθούσε να διασφαλίσει τους βιοτικούς πόρους του λαού της, δηλαδή ενός μίνιμουμ απαραίτητου για την επιβίωσή του.
Ο Πολάνυι, οι Έλληνες και μερικά διδάγματα για το παρόν
Σύμφωνα με τον Πολάνυι, η Αθήνα είχε αναπτύξει ένα περίπλοκο οικονομικό σύστημα, στο οποίο δύο βασικοί παράγοντες, η αγορά και το κράτος, διαδραμάτιζαν ήδη σημαντικό ρόλο. Ήταν επίσης ένα από τα λίγα οικονομικά μοντέλα στην ιστορία που εξασφάλιζε πραγματικά την ευημερία του λαού κι είχε αναπτύξει κάποιους οικονομικούς μηχανισμούς, με στόχο να διασφαλίσει την επιβίωση των πολιτών. Το σύστημα συνδύαζε την οικονομική λογική κι αποδοτικότητα με την κοινωνική συνείδηση και την αναδιανεμητικότητα. Όπως το θέτει ο ίδιος ο Πολάνυι (1977, σ. 274):
Θα ήταν δυνατό να παρατηρήσουμε συνοπτικά ότι οι Έλληνες προσέφεραν στην ανθρώπινη οικονομία αναπτύσσοντας σχεδόν ταυτόχρονα και τα δύο είδη οικονομίας –τόσο της αγοράς και ανταλλαγής όσο και το είδος της σχεδιασμένης και αναδιανεμητικής οικονομίας– στον υψηλότερο βαθμό που είχε παρατηρηθεί μέχρι τότε.
Αυτή η περιγραφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί υπό το φως μιας από τις βασικές έννοιες που ανέπτυξε ο Πολάνυι, της ιδέας της Διπλής Κίνησης, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Ο Πολάνυι ανέτρεξε στην ελληνική ιστορία για να δείξει ότι οι ανησυχίες σχετικά με τον πιθανό αποσυνθετικό ρόλο των αγορών υπήρχαν ακόμη και σε εκείνη την εποχή αλλά, σε αντίθεση με τη μη-παρεμβατική άποψη που είναι τόσο πολύ της μόδας στις σύγχρονες οικονομίες, οι Έλληνες ανέπτυξαν κάποιες μεθόδους προστασίας της κοινωνίας τους από τις καταχρήσεις των αγορών.
Η ίδια η ανάπτυξη της ελληνικής πόλεως* βασίστηκε στη θεμελιώδη ιδέα ότι η πόλη έπρεπε να προστατεύει τους πολίτες της, παρέχοντας ένα ελάχιστο επίπεδο επιβίωσης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, κατάλαβαν ότι έπρεπε να ελέγχουν την αγορά, θέτοντας όρια έτσι ώστε η κοινωνία να προστατεύεται από την αποσυνθετική της δράση.
Είναι ηλίου φαεινότερον για τους γράφοντες ότι όλες οι ιδέες του Πολάνυι για την ελληνική οικονομία καταδεικνύουν πως η αγορά ήταν για τους Έλληνες ένας σημαντικός, αλλά όχι ο μόνος, τομέας της οικονομίας. Το έργο του υπογραμμίζει ότι οι Αθηναίοι ήταν ένα βήμα μπροστά από την εποχή του ίδιου του Πολάνυι, επειδή αντιλαμβάνονταν ότι κάποιοι τομείς της ζωής ήταν υπερβολικά σημαντικοί για να αφεθούν έρμαιο της αγοράς.
Η ανάλυση του Πολάνυι σχετικά με τις επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης, καθώς και οι απόψεις του για τη σημασία της μελέτης των αρχαίων κοινωνιών στο να κατανοήσουμε τον ρόλο της αγοράς στην οικονομία, αποτελούν μέρος της δημόσιας συζήτησης στα μέσα του εικοστού αιώνα σχετικά με τον ρόλο του κράτους στη ρύθμιση της οικονομίας. Μια πολιτική επίπτωση αυτών των συζητήσεων ήταν η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους σε πολλά μέρη του κόσμου, ιδιαίτερα στις πιο δημοκρατικές κοινωνίες, που ξαναέδωσε στο κράτος τη ρυθμιστική ευθύνη και το καθήκον να εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή λειτουργία της οικονομίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, αξίζει να εξάρουμε το έργο του Πολάνυι, καθώς οι ιδέες του έδωσαν ώθηση στη συζήτηση για τη θέση της οικονομίας μέσα στην κοινωνία. Όπως αναφέρει ο Μπλοκ (Block 2001, σ. xxxvi):
Το όραμα του Πολάνυι βασίζεται στην ανάπτυξη του ρόλου των κυβερνήσεων τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς […]. Κατά την άποψή του, η ουσιαστική παρέμβαση των κυβερνήσεων είναι απολύτως απαραίτητη για τη διαχείριση των πλασματικών εμπορευμάτων.
Υπάρχει ένα τελευταίο συμπέρασμα που μπορούμε να συναγάγουμε από το έργο του Πολάνυι, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και την έκφραση μιας ευχής για το σήμερα. Όπως υπογραμμίσαμε, η κύρια έγνοια του Πολάνυι ήταν να δείξει ότι η αγορά από μόνη της δεν αποτελεί μηχανισμό ικανό να οργανώσει την οικονομία, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η επιβίωση των ανθρώπων, κι ότι πρέπει τα κράτη (και οι κοινωνίες) να αναπτύξουν συμπληρωματικούς μηχανισμούς που θα αποτρέπουν την ασύδοτη δράση των αγορών.10 Πιστεύουμε ότι, σε τούτη την περίοδο της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, αυτές οι ανησυχίες του Πολάνυι και η σημασία τους για την εποχή μας θα πρέπει να επανέλθουν στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου, έτσι ώστε να αντιμετωπισθούν καλύτερα τα προβλήματα των ανθρώπινων πόρων στις μέρες μας.
Μετάφραση, Μαριάννα Δεσύπρη
Επιμέλεια, Γ.Καραμπελιάς, Χρ. Δάλκος
6. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ελληνική οικονομική ιστορία και τις τρεις βασικές περιόδους της πρβλ. Φίνλεϋ (Finley, 1991), Ώστιν και Βιντάλ-Νακέ (Austin & Vidal-Naquet, 1977).
7. Ο Πολάνυι (1977, σ. 201) αναφέρει ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Α. Γ. Γκομ (A.W. Gomme), ο πληθυσμός της Αττικής ανερχόταν σε 200.000 με 300.000 κατοίκους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά η ντόπια παραγωγή μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες μόνο 75.000.
8. Η πόλη δεν έπαιξε κάποιο καίριο ρόλο στην εμφάνιση της εγχώριας αγοράς· όμως, σύμφωνα με τον Πολάνυι (2001, κεφ. 5), όλες οι πόλεις ήλεγχαν την επέκταση αυτών των αγορών. Συνεπώς, αν το κράτος δεν χρειαζόταν να πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη της αγοράς, ενδιαφερόταν εξόχως να θέσει όρια στην επέκτασή της.
9. Ο Φρεντ Μπλοκ υποστηρίζει ότι όταν ο Πολάνυι έγραφε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό, θεωρούσε ότι «οι κοινωνίες της αγοράς μπορούσαν να αλλάξουν ουσιαστικά μέσα από βαθιά δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις». Όμως, μετά τη συγγραφή του δοκιμίου Η Πεπερασμένη Αντίληψή μας για την Αγορά (Polanyi, 1968), συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να επηρεάσει τη ροή των γεγονότων, οπότε μετέφερε «…το ενδιαφέρον του στην ανάλυση των πρωτόγονων και αρχαϊκών κοινωνιών» (Block, 2003, σ 298).
10. Για μια σύγχρονη κριτική του ρόλου των αγορών και την υπεράσπιση της κοινωνικής παρέμβασης σε αυτές, βλ. Στίγκλιτς (Stiglitz, 2002) και Μπρέσσερ-Περέιρα (Bresser-Pereira, 2007).
1 ΣΧΟΛΙΟ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ/ΦΡΑΣΤΡΙΑ
Η επιλογή σας να μεταφραστει ο όρος του Πολανυι embeddededness ως ”ρίζωμα” οδηγεί σε πολύ λανθασμένη απόδοση νοήματος.
Η μεταφορά που εκανε ο Πολανυι δεν εχει σχέση με την εικόνα της οικονομίας ως ‘φυτού’ που εχει τη ”ρίζα” του στην κοινωνία. Η εικόνα που ο Πολανυι είχε στο μυαλό του ηταν περισσότερο εμπνευσμένη απο την γεωλογία (οπως γραφει και ο βιογραφος του Gareth Dale, στο Karl Polanyi: The Limits of the Market). ”Εμπέδωση” ή καλύτερα ”συσσωμάτωση” είναι πολυ πιο κοντά στο νοημα του embeddededness .
Οι διαφορές μεταξύ ”ριζωματος” και ”συσσωμάτωσης” είναι πολυ μεγάλης σημασίας. Ειδικά όταν σκεφτουμε την συμπληρωματική Πολανυική έννοια της dis- embeddededness που ο ΚΠ χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τη θέση της οικονομίας στις Αγοραίες Κοινωνίες (market-societies), δηλαδή τις πλήρως καπιταλιστικές αγοραιοποιημένες κοινωνίες. Εδώ δεν έχει νόημα να πούμε ότι ‘ξε-ριζώνεται’ η οικονομία αλλά ότι απο-συσσωματώνεται απο τον προηγούμενο κοινωνικό-ιστορικό μόρφωμα και, παραπέρα, ότι η αγοραία οικονομία επανα-συσσωματώνει τις κοινωνικές σχέσεις στη θεσμίζουσα λογική της Αγοράς. Δες το παρακάτω διάσημο χωρίο:
‘Instead of economy being embedded in social relations, social relations are embedded in the economic system. The vital importance of the economic factor to the existence of society precludes any other result. For once the economic system is organized in separate institutions, based on specific motives and conferring a special status, society must be shaped in such a manner as to allow that system to function according to its own laws. This is the meaning of the familiar assertion that a market economy can function only in a market society’ (Polanyi 1944:57).
Εκτος Ελλάδος εχουν χυθεί τόνοι μελανιού για το νόημα αυτού του όρου και δυστυχως το τεράστιο έργο αυτου του κουφαίου διανοητή μολις προσφατα αρχισε να μεταφραζεται στα ελληνικά (και με δυσκολία) οπότε ας είμαστε προσεχτικοί/ες στην απόδοση νοημάτων.
Κατα τα άλλα, συγχαρτήρια για την πρωτοβουλία σας.
Φιλικά
Θοδωρής Παπαδόπουλος, Αγγλία