από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004
Το παρσιμο της Πολης από τους Λατίνους σήμανε και τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι σταυροφόροι πέρασαν στη Μικρασία, στην κυρίως Ελλάδα, στα νησιά και όπου αλλού μπόρεσαν και ίδρυσαν μικρά ή μεγάλα κράτη. Μια νέα περίοδος αρχίζει για την Ανατολή. Οι λαοί της άλλαξαν αυθέντη και ζουν τώρα, κάτω από την κατοχή των Δυτικών, μαρτυρικό βίο. Οι δυτικοί (στρατιωτικοί, σταυροφόροι, κληρικοί και κάθε λογής τυχοδιώχτες) φέρνονται βάρβαρα στους ντόπιους. Η Βαλκανική και η Ανατολή γενικά, μέσα σε λίγα χρόνια, απαθλιώθηκαν. Πείνα και δυστυχία παράδερναν τα μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, ενώ οι ντόπιοι φεουδάρχες, στις πιο πολλές περιοχές, συμβιβάστηκαν με τους καταχτητές και παίρνανε το ανάλογο μερτικό τους από την εκμετάλλευση των λαϊκών και αγροτικών μαζών. Όχι μόνο τίποτα δεν άλλαξε, παρά χειροτέρευσε πιο πολύ η κατάσταση. Ο αποσυγκεντρωτισμός ευνοούσε τους επαρχιακούς φεουδάρχες και η Ανατολή έχασε έτσι την οικονομική της δραστηριότητα, γιατί το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Βενετσάνων και των Γενοβέζων.
Η Πόλη έπαψε πια να είναι το γεφύρι Ανατολής και Δύσης. Το διαμετακομιστικό εμπόριο άλλαξε δρόμους και μεταφέρονταν δυτικότερα στις ιταλικές Πολιτείες. […]
Πρέπει να χουμε υπόψη πως ο πληθυσμός της κεντρικής και νότιας Βαλκανικής βρισκόταν σε ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο από τους Λατίνους (δυτικούς Ευρωπαίους).
Όμως η πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη, γιατί η πρωτεύουσα της, η ξακουστή Πόλη, με τον περίπλοκο και συγκεντρωτικό μηχανισμό της, δημιούργησε τους όρους για την οριστική διάλυση της αυτοκρατορίας. Εξηγήσαμε στον Α’ τόμο τους λόγους που έφεραν το Βυζάντιο στην παρακμή. Οι Βυζαντινοί φεουδάρχες, από καιρό, με τις καταπιέσεις και τη σκληρή εκμετάλλευση των αγροτικών μαζών στην ύπαιθρο και των μικροαστών στις πόλεις και στην πρωτεύουσα, ύφαιναν το σάβανο του Βυζαντίου και στο τέλος μαζί με τους σταυροφόρους έγιναν οι νεκροθάφτες του.
Ωστόσο η κατάσταση με την επικράτηση των Λατίνων δεν καλυτέρεψε. Αντίθετα χειροτέρεψε ακόμα πιο πολύ. Όταν έπεσε η Πόλη στα χέρια των σταυροφόρων, στις επαρχίες που έχασαν τον μοναδικό δεσμό που τις σύνδεε σε ενιαίο σύνολο, δεν σταμάτησε η πάλη ανάμεσα στους φεουδάρχες και στα κατώτερα στρώματα, στους υπάλληλους και στις λαϊκές μάζες των πόλεων. Γι’ αυτό η νίκη των Λατίνων δεν απάλυνε και ούτε παραμέρισε τις οξύτατες αντιθέσεις και έχθρες που χώριζαν τη φτωχολογιά και τους ευγενείς.
Οι σταυροφόροι-Λατίνοι ήρθαν να ληστέψουν την Ανατολή, γι’ αυτό δεν πήραν κανένα μέτρο για να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της φτωχολογιάς. Όπως θα δούμε πιο κάτω, συμβιβάστηκαν με τους Βυζαντινούς άρχοντες.
Εξάλλου, η λεηλασία και οι καταστροφές πού κάνανε στην Πόλη, που είχε γίνει πρωτεύουσα του κράτους τους, έδειξε την απρονοησία τους. Κατάστρεψαν τη μεγάλη πρωτεύουσα του Βυζαντίου και έτσι όχι μόνο προκάλεσαν το μίσος των Βυζαντινών, αλλά και έχασαν τους πόρους της που ήταν απαραίτητοι για να οργανώσουν το νέο κράτος.
Κι ακόμα η εχθρική στάση που κράτησαν απέναντι στους Βουλγάρους και οι πόλεμοι που ξέσπασαν μ’ αυτούς, είχαν μεγάλες συνέπειες, γιατί έχασαν όχι μόνο στρατό και υλικές δυνάμεις, αλλά και φάνηκαν πόσο αδύνατοι και ανίκανοι ήταν. Οι Βούλγαροι πολλές φορές νίκησαν τους Λατίνους και τους ταπείνωσαν. Οι ήττες των Λατίνων εμψύχωσαν τους σκλαβωμένους Έλληνες και δημιούργησαν σ’ αυτούς αντιστασιακή ψυχολογία.
Η ταχτική τους αυτή υπόσκαψε τη θέση τους στη Θράκη και Μακεδονία. Και σα να μην έφτανε η σκληρή εκμετάλλευση των μαζών, άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν καταχτητές και στους ντόπιους φεουδάρχες που στα πρώτα χρόνια βρήκαν απ’ αυτούς ανοχή και συνεργάστηκαν μαζί τους.
Το μίσος που χρόνο με τα χρόνο μεγάλωνε ανάμεσα στους καταχτητές και ντόπιους και κυρίως ανάμεσα στους Έλληνες και δυτικούς, δεν άργησε να πάρει μεγάλες διαστάσεις.
Οι Λατίνοι περιφρονούσαν τους Έλληνες που είχαν ανώτερο πολιτισμό. Επιβάλανε τη δική τους γλώσσα και εκβιάζανε και αναγκάζανε τους ντόπιους ν’ ασπαστούν τον καθολικισμό. Έτσι οι δογματικές αντιθέσεις οξύνθηκαν πάλι και το εκκλησιαστικό σχίσμα έγινε αγεφύρωτο. Η ορθοδοξία έγινε κι’ αυτή τη φορά η αντιστασιακή ιδεολογία που κρατούσε τους Βυζαντινούς σε αναβρασμό και τους έσπρωχνε να οργανώσουν κινήματα ενάντια στους Λατίνους. […]
Για τους Έλληνες που συνεργάζονταν με τους Λατίνους και έγιναν λακέδες στους καταχτητές, οι πατριώτες μιλούσαν με μεγάλη περιφρόνηση και λέγανε πως είχαν δουλικές ψυχές που από απληστία έγιναν εχθροί της πατρίδας τους και προδότες, και πως για να εξασφαλίσουν τα τσιφλίκια τους, υποτάχτηκαν στους καταχτητές αντί να μείνουν αιώνιοι εχθροί τους.
Οι φεουδάρχες της Πελοποννήσου, κατά το “Χρονικό του Μορέως”, το μόνο που ζητούσαν από τους κατακτητές ήταν να μην τους βιάζουν να αλλάξουν τη θρησκεία τους. “Τούτο ζητουμεν, λέγομεν, μεθ’ όρκου να μας πείσης εγγράφως να το έχωμεν εμείς και τα παιδιά μας: από του νυν και έμπροσθεν Φράγκος μη μας βιάση την πίστιν μας ν’ αλλάξωμεν και Φράγκοι να γενούμεν”.
Το ίδιο και ο ανώτερος ορθόδοξος κλήρος. Δεν σήκωσε τη σημαία της ενεργητικής αντίστασης.
Για τους ορθόδοξους κληρικούς δεν χρειαζόταν καμιά ενεργητική αντίσταση στους Λατίνους κατακτητές, παρά μόνο παθητική. Δίδασκαν, πως οι ορθόδοξοι πρέπει να είναι πιστοί στην Ορθοδοξία και να μην παραδέχονται τα δόγματα της καθολικής (παπικής) Εκκλησίας σχετικά με τα άζυμα καί το φιλιόκβε. […]. Τις ίδιες αντιλήψεις είχαν και οι τρανοί φεουδάρχες. Γι’ αυτό όσοι από αυτούς έμειναν στην Πόλη, δήλωσαν στον αυτοκράτορα των Λατίνων: “Ημείς μεν αλλού γεγονότες γένους και άλλον αρχιερέα έχοντες, εαυτούς τω κράτει σου υπετάξαμεν, ώστε σωματικώς κατάρχειν ημών, ού μην γε πνευματικώς καί ψυχικώς” (βλ. Γεωργ. Ακροπολίτη, τ. Α’. σ. 30).
Όμως οι πληβείοι, οι φτωχοαγρότες και οι δουλοπάροικοι, που στην αρχή έδειξαν αδιαφορία και κράτησαν παθητική στάση, όχι μόνο διαμαρτύρονταν και αγαναχτούσαν, αλλά και άρχισαν να εκδηλώνουν ενεργητικά τα αντιλατινικά φρονήματά τους. […]
Η αντίσταση του σκλαβωμένου λαού ενάντια στους δυνάστες βαρόνους και Ιππότες της Δύσης από την πρώτη στιγμή άρχισε να οργανώνεται και δεν άργησαν να σχηματιστούν τρία ανεξάρτητα και αυτόνομα ελληνικά κράτη σε διάφορες περιοχές της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας: Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Για την Ήπειρο και τη Νίκαια ξέρουμε πως ήταν περιοχές στις οποίες οι Βυζαντινοί φεουδάρχες είχαν γερά πόστα. Επίσης και η Τραπεζούντα είχε μεγάλο ενδιαφέρον για το Βυζάντιο.
Πρέπει έχουμε υπόψη πως ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι στη Μαύρη θάλασσα. Από την Τραπεζούντα ξεκινούσαν τρεις μεγάλοι στεριανοί εμπορικοί δρόμοι. Ο ένας απ’ αυτούς τραβούσε δυτικά, μέσα από την παράλια και έφτανε στην Πόλη. Ο άλλος ανατολικά περνούσε από τις όχθες του ποταμού “Φάσιδα”. Κι ο τρίτος προς τον νότο, που έφτανε, περνώντας μέσα απ’ τα βουνά, στον Ευφράτη. Στο σημείο τούτο ο δρόμος αυτός είχε δυο διακλαδώσεις. Η μία έφερνε στην Περσία, μέσα από την κοιλάδα του Άραξου, και η άλλη στη Συρία. Οι εμπορικοί αυτοί δρόμοι ήταν γεμάτοι από καραβάνια εμπόρων και ταξιδιωτών, που μεταφέρανε κάθε λογιώ πραμάτειες στην Τραπεζούντα και από εκεί έπαιρναν άλλες και τις πήγαιναν στην Περσία, Συρία και αλλού (βλ. “Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας”. Επιτομή από το σχετικό έργο του Άγγλου Ιστορικού Γ. Φίνλεϋ, στο περ. Χρυσσαλίς, τ. Γ’ καί Δ’ (1865-1866) σ. 698-700).
Υπήρχαν λοιπόν στην Τραπεζούντα οι αντικειμενικοί όροι, στην περίοδο της κατάρρευσης του Βυζαντίου, να δημιουργηθεί στην περιοχή αυτή ανεξάρτητο κράτος.
Η αποσύνθεση του συγκεντρωτικού κράτους (του Βυζαντίου) σε φέουδα, που είχε αρχίσει από την περίοδο που κυβερνούσαν οι Άγγελοι, έγινε αιτία ώστε σε ορισμένες περιοχές, που οι Λατίνοι δεν τις καταλάβανε, να φανούν ικανοί ν’ αντισταθούν στους Λατίνους και στον μισητό κλήρο του Πάπα. Πρώτοι που μπήκαν επικεφαλής της αντίστασης ήταν οι συγγενείς του βυζαντινού οίκου, που ήταν και μεγάλοι φεουδάρχες με επιρροή ή ανώτατοι διοικητές στις επαρχίες.
Απ’ αυτούς, κοντά εννιά ως δέκα, σήκωσαν στις διάφορες περιοχές τη σημαία της αντίστασης ενάντια στους Λατίνους, άλλα μόνο τρεις μπόρεσαν να δημιουργήσουν μεγάλες καί σταθερές εστίες αντίστασης. Ο Λάσκαρις στη Νίκαια, ο Αλέξιος Κομνηνός στην Τραπεζούντα καί ο Μιχαήλ Άγγελος στην Ήπειρο.
Από τα τρία αυτά κράτη μόνο τα δύο –το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας– πρωταγωνίστησαν στον αγώνα ενάντια στους Φράγκους. Το βασίλειο της Τραπεζούντας, ύστερα από δυο απόπειρες των δυο πρώτων βασιλέων του να καταλύσουν το κράτος της Νίκαιας, απομονώθηκε στην ανατολική άκρη της Μικρασίας και έπαψε να ενδιαφέρεται για την ανάκτηση της Πόλης.
Από τα δύο άλλα ελληνικά κράτη, η αυτοκρατορία της Νίκαιας έπαιξε τον σπουδαιότερο ρόλο στους αγώνες των Βυζαντινών για τον διώξιμο των Λατίνων από τη Βαλκανική: “Η Νίκαια –λέει ο Μαρξ– έγινε το κέντρο του ελληνικού πατριωτισμού”.
Οι κυβερνήτες της Νίκαιας δεν τα έβαλαν μόνο με τους Λατίνους και τους δεσπότες της Ηπείρου, αλλά και πολέμησαν τους Σελτζούκους Τούρκους που τότε περνούσαν κρίσιμη περίοδο. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που νικήθηκαν από τον Λάσκαρι, χτυπήθηκαν και από τους Μογγόλους (Τάταρους) και αδυνάτισαν πολύ. Το σουλτανάτο του Ικονίου αναγκάστηκε τότε να πληρώσει φόρο υποτέλειας στους Τάταρους. Ο ρόλος που έπαιζε στον προηγούμενο αιώνα περιορίστηκε πολύ.
Έτσι η αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν είχε εχθρούς στη Μικρασία και μπόρεσε να σταθεροποιηθεί και να εξελιχτεί σε ισχυρό κράτος. Για μια περίοδο αντίκρισε τον κίνδυνο από τους Μογγόλους (Τάταρους), αλλά ο Βατατζής τα κατάφερε να εκμεταλλευτεί ορισμένες αδυναμίες των Μογγόλων ώστε να μην εισβάλουν στο κράτος της Νίκαιας.
Από τους άλλους βαλκανικούς λαούς έπαιξαν ρόλο στα χρόνια αυτά οι Βούλγαροι. Όμως υστέρα από τη δολοφονία του τζάρου Ιωαννίτζη, η Βουλγαρία πέρασε για πολύν καιρό οξύτατη εσωτερική κρίση κ’ έτσι οι Βούλγαροι δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ισχυρό κράτος και ν’ απειλήσουν τη λατινική αυτοκρατορία, που οι Λατίνοι την αποκαλούσαν Ρωμανία.
Αν και οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στη Βαλκανική και στην Ανατολή ύστερα από την πτώση του Βυζαντίου ήταν ευνοϊκές για τους Λατίνους, δεν μπόρεσαν να σταθεροποιήσουν το καθεστώς τους.
Η λατινική αυτοκρατορία δεν πέρασε πολύς καιρός και βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Τα σύνορά της ήταν περιορισμένα και δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες για να αναδιοργανωθεί και σχηματίσει μεγάλο στρατό και στόλο. Από τη μια μεριά η Πελοπόννησος και η κεντρική Ελλάδα αποτελούσαν ανεξάρτητες περιοχές, όπως και η Μακεδονία, ενώ οι Βενετσάνοι και οι Γενοβέζοι που είχαν στόλο κρατούσαν το εμπόριο στα χέρια τους και τα σπουδαιότερα λιμάνια στο Αιγαίο και στην Πελοπόννησο. Από την άλλη πάλι μεριά περιβάλλονταν από τα τρία ελληνικά κράτη που την εχθρεύονταν και οργάνωναν επιδρομές στη Θράκη, τη Μακεδονία και σ’ άλλες περιοχές που ανήκανε στους Λατίνους της Πόλης.
Αν και τα τρία ελληνικά κράτη αλληλομάχονταν το ένα το άλλο, όμως ήρθε η στιγμή που η αυτοκρατορία της Νίκαιας επιβλήθηκε και παραμέρισε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τότε άρχισε ο αγώνας ενάντια στη λατινική αυτοκρατορία που είχε σαν αποτέλεσμα ο διάδοχος του Λάσκαρι, Βατάτζης, να βγει νικητής. Έγιναν πολλές εκστρατείες και μάχες και το 1261 η Πόλη ελευθερώνεται.
Η αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας κράτησε ως το 1453. Στο χρονικό όμως αυτό διάστημα, το Βυζάντιο δεν ήταν πια το μεγάλο και ισχυρό κράτος της Βαλκανικής και Ανατολής που ήταν ως τον 12ο αιώνα. Έπαιξε όμως στους δυο αυτούς αιώνες σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ανατολής.
Και πάλι οι φεουδάρχες ήταν εκείνοι που το αποσύνθεσαν και το οδήγησαν στην οριστική εξαφάνισή του. Oι ταξικοί ανταγωνισμοί συγκλόνισαν πολλές φορές την αυτοκρατορία που δεχόταν χτυπήματα από τη Δύση και Ανατολή.
Τελικά όμως επικρατήσανε οι Τούρκοι. Οι ιστορικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν στη Μικρασία και Βαλκανική έδωσαν το προβάδισμα στους Τούρκους για να καταχτήσουν πρώτα τις γύρω στην Πόλη περιοχές και τελευταία να πάρουν την πρωτεύουσα.
Άλλοι από την άρχουσα τάξη του Βυζαντίου στην περίοδο αυτή ήταν φιλολατίνοι και αγωνίστηκαν να παραδώσουν το Βυζάντιο στον Πάπα και στους πίσω απ’ αυτόν δυτικούς φεουδάρχες. Οι πιο πολλοί όμως ήταν τουρκόφιλοι και, έχοντας μαζί τους τους καλόγερους και τους πιο πολλούς ανώτερους κληρικούς, έφεραν τους Τούρκους στη Θράκη και Μακεδονία πρώτα και στην Πόλη παραΰστερα.
Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις 20ός Αιώνας, Αθήνα 1960, τόμ. Β΄, σσ. 13-18.