Της Σύνταξης
Ποτέ ο κόσμος μας δεν υπήρξε τόσο βαθύτατα αθεϊστικός την ίδια στιγμή που το ιερό επιστρέφει με τέτοια ιλιγγιώδη ταχύτητα στα μυαλά, το φαντασιακό και τις πρακτικές των ανθρώπων.
Ο Θεός επιστρέφει μέσα σε έναν απομαγευμένο κόσμο. Σε έναν κόσμο που όχι απλώς «έχει αντικαταστήσει την πρωινή προσευχή με την πρωινή ανάγνωση των εφημερίδων» (Χέγγελ) αλλά προσπαθεί να εισχωρήσει στα ίδια τα μυστήρια της δημιουργίας και να υποκαταστήσει το Θεό ως προς τη ρύθμιση του φύλου των παιδιών, την αντικατάσταση φθαρμένων οργάνων, και να επαναλάβει μέσω της κλωνοποίησης το θεϊκό κατόρθωμα της δημιουργίας του Αδάμ. Σε έναν κόσμο όπου «ουκ έχει Φοίβος δαίδαλον αυλάν» και όπου ο καθημερινός ρυθμός των Χρηματιστηρίων στέλνει εκατομμύρια ανθρώπους στα Τάρταρα και –λιγότερους- στον Παράδεισο, εκεί και –παράδοξα από πρώτη άποψη– «επιστρέφουν» οι θρησκείες. Και αυτή η «επιστροφή» επιβεβαιώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Από το κύμα του ευαγγελικού προτεσταντισμού που σαρώνει τις ΗΠΑ, έως την αναβίωση του ινδουιστικού και ισλαμικού φονταμενταλισμού, την νέα επέκταση που γνωρίζει ο βουδισμός και άλλες «θρησκείες χωρίς Θεό», όπως η σαϊεντολογία , σε ένα κομμάτι των ελίτ της Δύσης, από την αμυντική ανάπτυξη του κινήματος της «ευχαριστιακής Αναγέννησης» και την αναβίωση του ενδιαφέροντος για την ορθοδοξία στην Ελλάδα και την Νότια και Ανατολική Ευρώπη, (ή ακόμα και την περιορισμένη έστω, αλλά υπαρκτή, εμφάνιση της επιστροφής σε μια θρησκεία «χωρίς Θεό» στην ίδια την Ελλάδα, την θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας). Έτσι φαίνεται να επιβεβαιώνεται ο Αντρέ Μαλρώ που θεωρούσε πως ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της θρησκείας. ¨Όσο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, πεπεισμένο και φανατικό άθεο, σε μια από τις τελευταίες, αν όχι την τελευταία, του συνέντευξη θα διαπιστώνει με τρόμο πως ο άνθρωπος δεν είναι το ζώο που «ορέγεται του ειδέναι», (επιθυμεί τη γνώση, κατά τον Αριστοτέλη), αλλά «της πίστεως», έχει ανάγκη από σταθερές πίστεις.
Αυτή η «επιστροφή» του Θεού σε έναν κόσμο από του οποίου την καθημερινότητα έχει βίαια αποσπαστεί το «ιερό» στοιχείο, μοιάζει εντελώς ακατανόητη για τους γραμμικούς και χυδαίους υλιστές. Για δύο βασικούς λόγους
Πρώτον, γιατί δεν μπορούν συλλάβουν τόσο την ανθρώπινη ανάγκη για την επαφή με εκείνο που δεν γνωρίζουν, με το μυστήριο του κόσμου και της ζωής, που το μπινγκ-μπανγκ αντί να ξεδιαλύνει ήρθε να συσκοτίσει ακόμα περισσότερο ( «πριν» από την μεγάλη έκρηξη τι άραγε υπήρχε; ), όσο και με την θεμελιώδη αναντιστοιχία ανάμεσα στο ενθάδε και το επέκεινα, σε εκείνο που γνωρίζουμε και εκείνο που δεν γνωρίζουμε και που ξέρουμε ότι εσαεί θα παραμένει απροσπέλαστο, έστω και εάν τμήματά του θα γίνονται κτήμα μας για να αναδυθεί ένας νέος κόσμος απροσδιοριστίας και μυστηρίου πέρα από τα όρια της γνώσης μας . Και αυτός ο κόσμος της απροσδιοριστίας δεν βρίσκεται μόνο έξω από εμάς, βρίσκεται προπαντός μέσα μας, είναι ο εαυτός μας αλλά και ο «Άλλος» που βρίσκεται διαρκώς μέσα μας, είναι αυτή η τυραννία της ελευθερίας και του ονείρου, του κόσμου μέσα μας, που θα παραμένουν εσαεί εν μέρει απροσπέλαστα στην λογική κατανόηση, όσο και αν τα τέμνουμε και τα πολιορκούμε με τις επιστήμες μας.
Δεύτερο, γιατί τυφλωμένοι από τον εργαλειακό και καταναλωτικό ορθολογισμό αδυνατούν να κατανοήσουν το βάθος του ρομαντικού κύματος που διαπερνάει τους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ζούμε σε έναν κόσμο που ετοιμάζεται να πηδήσει στο άγνωστο της εικονικής πραγματικότητας, της παγκοσμιοποίησης, της κατασκευής του ίδιου του ανθρώπου, ή τουλάχιστον των βασικών του οργάνων , στον κόσμο του ρομπότ και της ρέπλικας, όπου η τεχνολογία παύει πλέον να στρέφεται κατ’ εξοχήν προς τη φύση και στρέφεται αποφασιστικά προς τον ίδιο τον άνθρωπο. Αν η βιομηχανική επανάσταση σημαδεύτηκε με την εξόντωση των νυμφών και των ναiάδων στις πηγές και τα δάση, η νέα επανάσταση που έρχεται η επανάσταση της πληροφορικής βιοτεχνολογίας στοχεύει στον θάνατο του ονείρου και του έρωτα μέσα μας, των νυμφών και των ναϊάδων που κατοικούν στις φρένες μας. Και ο άνθρωπος βρίσκεται ενεός μπροστά στις δυνάμεις που εξαπέλυσε. Νιώθει πως ο μηχανισμός τον οποίο πυροδότησε στην αυγή της ιστορίας, ο μηχανισμός της κυριαρχίας πάνω στη φύση, είναι πλέον ένας εξωτερικός μηχανισμός που τον συντρίβει, είναι ένας μηχανισμός κυριαρχίας επάνω του, ένας μηχανισμός ανελέητος και απροσπέλαστος από τις δικές του δυνάμεις.
Η πίστη σε ένα κοινωνικό και τεχνολογικό φάρμακο-απάντηση στην αποχαλίνωση της μεγαμηχανής κατέρρευσε μαζί με την «σχεδιοποιημένη οικονομία». Και οι άνθρωποι αποπροσανατολισμένοι, ζώντας σε έναν από-ιερωμένο κόσμο αχαλίνωτων ατομικοτήτων στρέφονται στις «αιώνιες και αναλλοίωτες αξίες» που διαθέτουν, στη φύση, στο Θεό, το έδαφος (έθνος, πατρίδες κάθε λογής), την ανασυγκρότηση του προσώπου(οικογένεια, διαπροσωπικές σχέσεις). Έτσι, οικολογία και αναβάθμιση της φύσης, έδαφος-πατρίδα, εθνισμός και εθνικισμός, τέλος θρησκεία, αποτελούν εκφράσεις του ίδιου «ρομαντικού» ρεύματος αντίστασης στην ατομοκεντρική και τεχνοκρατική παγκοσμιοποίηση.
Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ρομαντισμός-ρομαντικός, πολύ συχνά αυτό γίνεται κατανοητό ως ένα λογοτεχνικό και πνευματικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον θριαμβεύοντα βιομηχανισμό.
Στην πραγματικότητα όμως οι ιδέες του ρομαντισμού, που παραπέμπουν στη φύση, στην ανθρώπινη κοινότητα, στο «αίμα», στις «ρίζες» αποτέλεσαν ένα από τα βασικά συστατικά στοιχεία κάθε επαναστατικής και ριζοσπαστικής κριτικής στον αναδυόμενο καπιταλισμό. Οι αναρχικοί, Προυντών, Μπακούνιν, Κροπότκιν, Τορώ, θα αντλήσουν κατ’ εξοχήν από το ρομαντικό υπόστρωμα. Το ίδιο σε μικρότερη η μεγαλύτερη έκταση θα κάνει ο Μαρξ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Μάο τσε Τουνγκ. Όταν ο Μαρξ αναφέρεται στην κομμουνιστική κοινωνία ως μια κοινωνία όπου κανείς θα είναι ελεύθερος «να ψαρεύει» ή όταν περιγράφει τον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα που μέσω του καταμερισμού εργασίας κομματιάζει τον άνθρωπο, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αντλεί από τις ρομαντικές αντιλήψεις, έστω και αν αυτές συγκρούονται μέσα στο ίδιο του το έργο, με τον τεχνολογικό ντετερμινισμό του. Όσο για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τη θεωρία της για τη «συσσώρευση του κεφαλαίου», θα κατηγορηθεί από το Λένιν για «οικονομικό ρομαντισμό» και ο Μάο θα στραφεί στο παρελθόν της Κίνας και την αγροτιά για να συνθέσει την κινέζικη πραγματικότητα με το μαρξισμό!
Όσο για την φιλοσοφία του 20ου αιώνα θα είναι κατ’ εξοχήν «ρομαντική». Ο Ερνστ Μπλοχ και η Σχολή της Φραγκφούρτης –βεβαίως εκτός του Χάμπερμας– ο Χάιντεγκερ και ο Καστοριάδης, θα στραφούν ενάντια στον εργαλειακό και τεχνολογικό ορθολογισμό και θα ανατρέξουν στην αρχαιότητα –από τους προσωκρατικούς έως την Αθηναϊκή άμεση δημοκρατία, για να αναζητήσουν τα πρότυπά τους.
Τέλος το μεγαλύτερο πολιτιστικό και πολιτικό κίνημα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, το «κίνημα του ‘68», υπήρξε κατ’ εξοχήν «ρομαντικό» κίνημα, προβάλλοντας τις αξίες της απόλαυσης, την επιθυμία, τη φύση, τις «σχέσεις» έναντι της παραγωγής, της παραγωγικότητας, της απόδοσης, της μηχανικής κυριαρχίας.
Χωρίς το ρομαντισμό, που παραπέμπει στην ίδια την ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσαμε εν τέλει να νοήσουμε οποιοδήποτε κίνημα απόρριψης του υπαρκτού κόσμου. Όμως ο επαναστατικός ρομαντισμός, ιδιαίτερα στην μαρξιστική εκδοχή, αποτελούσε ένα και μόνο στοιχείο της κυρίαρχης μαρξιστικής σύνθεσης, παράλληλα με τον μεσσιανισμό, τον τεχνολογικό ντετερμινισμό, την λατρεία της παραγωγικότητας και του μοντερνισμού. Ο μαρξισμός αντλούσε ταυτόχρονα από το παρελθόν και από το μέλλον, από τον ρομαντισμό και την υπερ-τεχνολογική ουτοπία. Όμως με την ήττα του υπαρκτού σοσιαλισμού και την απορρόφηση του διεθνισμού, του ατομοκεντρισμού, της τεχνοκρατίας, από το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, η μαρξιστική σύνθεση μπήκε σε βαθύτατη κρίση και ο καπιταλισμός εμφανίστηκε, έστω και πρόσκαιρα, απελευθερωμένος από το αμφισβητησιακό έτερο ήμισύ του. «Ελεύθερος» να αναπτύξει την ατομοκεντρική και τεχνολογική ουτοπία του μέχρι «το τέλος», μέχρι την δημιουργία ενός τεχνητού ανθρώπου.
Όμως επειδή ο «απόλυτος» καπιταλισμός είναι ένα ουτοπικό σύστημα, που αντιστρατεύεται την ίδια την ανθρώπινη φύση, ο «θρίαμβός» του, έναντι του ανατρεπτικού, αλλά κινούμενου στ πλαίσια του νεωτεριστικού φαντασιακού, αντιπάλου του, σηματοδοτεί παράδοξα την εμφάνιση νέων ρομαντικών τάσεων που συχνά αρνούνται την ίδια την νεωτερικότητα, επιχειρώντας μια εξέγερση που στρέφεται προς τα πίσω –όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τον ισλαμισμό. Αν ο καπιταλισμός μπορούσε να έλθει σε μια συζήτηση και συνδιαλλαγή με το μαρξισμό –τι άλλο υπήρξε η σοσιαλδημοκρατία– κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο όταν πρόκειται για τον ισλαμικό ή τον ινδουϊστικό φονταμενταλισμό. Ο θρίαμβος του δυτικού καπιταλισμού έναντι του σοσιαλιστικού αντιπάλου του οδηγεί στην ανάδειξη νέων αντιστάσεων που στρέφονται στη φύση -οικολογία-, στο έδαφος (έθνος) και στην θρησκεία (ιδεολογική αναπαράσταση του κόσμου) για να αντισταθούν ή στην χειρότερη περίπτωση απλώς να αντέξουν την βιο-πληροφορική τεχνολογικοποίηση του ανθρώπου.
Έτσι μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε την «επιστροφή των θρησκειών» σε έναν άθεο κόσμο. Είτε ως στοιχείο αντίστασης έναντι της Δύσεως, όπως συμβαίνει με το Ισλάμ και εν μέρει την ορθοδοξία είτε ως στοιχείο επιβεβαίωσης της ταυτότητας, έστω και με αντιδραστικό τρόπο, όπως συμβαίνει με τον ινδουισμό, είτε ως προσπάθεια ενσωμάτωσης της εξέγερσης και προσαρμογής στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, όπως συμβαίνει με τον πεντηκοστιανό ευαγγελισμό και τα συντηρητικά καθολικά ρεύματα (Ευχαριστιακή Αναγέννηση), είτε τέλος ως ρατσιστικός επεκτατισμός, όπως συμβαίνει με τον εβραϊκό φονταμενταλισμό στην κατεχόμενη Παλαιστίνη& οι θρησκείες προσφέρουν το πλαίσιο για την ανταγωνιστική ή ενσωματοποιητική προσαρμογή των ανθρώπων απέναντι στον αποχαλινωμένο καπιταλισμό. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, ως αντίβαρο σε μια χωρίς όρια καταναλωτική και ατομοκεντρική φρενίτιδα αναπτύσσονται θρησκευτικά ρεύματα που ενισχύουν τις παραδοσιακές αξίες που καταρρέουν. Και εδώ εντοπίζεται η αντιφατικότητα του φαινομένου της θρησκευτικής αναβίωσης, όπως και του ρομαντικού φαινόμενου γενικότερα. Αν ο μοντερνισμός οδηγεί, παράλληλα με τον Μαγιακόφσκι και στην φασιστική λατρεία της τεχνολογίας ενός Μαρινέτι, ο ρομαντισμός παράλληλα με την επιστροφή στους ινδιάνους ως επαναστατικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης μπορεί να οδηγήσει στην λατρεία του «αίματος και της φυλής» των φασιστικών ομάδων.
Η γενικότητα της ρομαντικής επιστροφής, η γενικότητα της «επιστροφής του Θεού» δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν συνολικά αυτό το φαινόμενο, ούτε να κρίνουν την έκβαση της διαμάχης που διαδραματίζεται στο εσωτερικό αυτών των ρευμάτων.
Η ρομαντική επιστροφή, η επιστροφή των θρησκειών, αποτελούν μορφή αντίδρασης στο βιο-πληροφορικό και παγκοσμιοποιητικό μοντερνισμό, αλλά μπορούν να εκφράσουν παράλληλα αντιδραστικές-ολοκληρωτικές ή ριζοσπαστικές-απαλευθερωτικές τάσεις. Στα πλαίσια της ρομαντικής επιστροφής διεξάγεται μια ανελέητη σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις και κατευθύνσεις.
Η «επιστροφή των θρησκειών» μπορεί να είναι όργανο μιας απελευθερωτικής στρατηγικής, όπως υπήρξε η θεολογία της Απελευθερωσης στη Νικαράγουα και τη Βραζιλία, όπως λειτουργεί ακόμα και το πεντηκοστιανό κίνημα στους Τσιάπας του Μεξικού. Μπορεί να είναι στοιχείο αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση, και στοιχείο εθνικής ταυτότητας, όπως ο ιρλανδικός καθολικισμός, ή αντίθετα τρόπος και μορφή ένταξης σε αυτή, όπως είναι κατ’ εξοχήν τα ευαγγελικά συντηρητικά ρεύματα που εκπορεύονται από τις ΗΠΑ και στηρίζουν τις πιο αντιδραστικές πολιτικές επιλογές στη Λατινική Αμερική (όπως τον Πινοσέτ στη Χιλή).
Εξ άλλου δεν είναι τυχαία ή ιδεολογικά και πολιτικά αθώα η διαφορική και ανταγωνιστική ανάπτυξη διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων και δοξασιών. Στις ΗΠΑ και τη Δύση θα συναντήσουμε την ανάπτυξη ατομοκεντρικών θρησκευτικών δογμάτων όπως οι ευαγγελικοί και ακόμα περισσότερο των «θρησκειών χωρίς Θεό» που αναπτύσσονται ιδιαίτερα ανάμεσα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των διανοουμένων και των καλλιτεχνών (σαϊεντολογία και βουδισμός). Στην Ουκρανία ή τη Ρουμανία η ουνία χρησιμοποιείται ως όργανο του Βατικανού και της Δύσης. Τα ευαγγελικά προτεσταντικά δόγματα στηρίζονται από την Αμερικάνικη πολιτική και ποικίλα ιδρύματα στην πολιτική τους διείσδυσης στη Ανατολική Ευρώπη, κλπ. κλπ. Σε ότι αφορά στο Ισλάμ η Σαουδική Αραβία προσπαθεί να ενισχύει την επέκταση ενός τυπολατρικού και καθόλου ριζοσπαστικού Ισλάμ, σε αντίθεση με τον σιϊτισμό κλπ.κλπ. Στην Τουρκία ενισχύεται η επιστροφή στον αλεβιτισμό, ως απάντηση στην επέκταση του σουνιτικού ισλαμισμού, κλπ.
Στην Ορθοδοξία ενισχύονται τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα, όπως αυτό που χαρακτηρίζομε νέο-ορθοδοξία και «θεολογία του προσώπου» και για πρώτη φορά υποχωρεί ο τυπολατρικός ευσεβισμός των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, γεγονός που συνδέεται με την βαθύτατη κρίση ταυτότητας που διαπερνά όλες τις ορθόδοξες κοινωνίες, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να αναζητήσουν τις πιο αυθεντικές και ριζοσπαστικές παραδόσεις τους για να αντισταθούν.
Η θρησκεία λοιπόν «επιστρέφει», και αυτό είναι κάτι το γενικά παραδεκτό, αλλά κάτω από τις πιο διαφορετικές συνθήκες και κατευθύνσεις. Μπορεί πράγματι να μεταβληθεί σε «όπιο του λαού» ή αντίθετα να αποτελεί ένα αποφασιστικό στοιχείο αντίστασης ή ακόμα και εξέγερσης. Και πάντως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με τους αφορισμούς ενός χυδαίου και γνωσιοκεντρικού υλισμού, που δεν κατανοεί την οντολογική ανάγκη των ανθρώπων στην πίστη, ούτε βέβαια με μια απλή ιδεοκεντρική και αυτάρεσκη επιβεβαίωση.
Όπως ήδη τονίσαμε η ανθρώπινη γνώση είναι εγγενώς πεπερασμένη ενώ το γνωστικό πεδίο, ο κόσμος και ο άνθρωπος είναι γνωστικά άπειροι& ταυτόχρονα ο άνθρωπος στο ατομικό επίπεδο είναι αδύνατο να συλλάβει το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης και εμπειρίας και δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη διαφάνεια, ο άνθρωπος «ορέγεται μεν του ειδέναι», αλλά έχει ανάγκη αξιών και πίστεων, που δεν σχετίζονται με κάποια άμεση γνωστική λειτουργία. Έτσι ακόμα και οι μη θρησκευόμενοι πιστεύουν σε κάποιες αξίες, οι οποίες δεν είναι πειραματικά αποδείξιμες ή υπερβαίνουν το πεδίο της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου. Τι άραγε ήταν η πεποίθηση των κομμουνιστών για την έλευση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση, αν όχι μια «πίστη»; Τι είναι για παράδειγμα η αναφορά και η επιμονή σε κάποιες αξίες, αν όχι μια «πίστη» του ανθρώπου; Η αντιπαράθεση λοιπόν γνώσης και πίστης, είναι μανιχαϊστική και δηλοί απόλυτη άγνοια της ανθρώπινης υπόστασης. Η γνώση, η ανάγκη της γνώσης, και η πίστη είναι εξ’ ίσου συστατικά του ανθρώπινου όντος και θα τον συντροφεύουν εσαεί. Καμία ιδεολογική ή κοινωνική επανάσταση δεν έγινε με μοναδικό εργαλείο την γνώση, έστω και εάν το πεδίο της ανθρώπινης γνώσης διαρκώς διευρύνεται και της πίστης μετατοπίζεται
Από την άλλη πλευρά θα ήταν σφάλμα η άποψη πως η σημερινή «επιστροφή του Θεού» αποτελεί ένα απλό φαινόμενο στο πεδίο των ιδεών και των ατομικών πεποιθήσεων. Αντίθετα αποτελεί ένα βαθύτατα πολιτικό φαινόμενο γι’ αυτό και διαφορίζεται τόσο έντονα από χώρα σε χώρα, συχνά από κοινωνική τάξη σε κοινωνική τάξη. Οι θρησκείες σήμερα αποτελούν όχημα πολιτικών αντιλήψεων, αντιπαραθέσεων και αδιεξόδων. Εκφράζουν βαθύτατες ιδεολογικές τάσεις πολιτισμών, εθνών, κοινωνικών ομάδων και ατόμων.
Το ανά χείρας αφιέρωμα επιμένει κατ’ εξοχήν σε αυτή τη διάσταση της «επιστροφής των θρησκειών», στην κοινωνικο-πολιτική και όχι στις δογματικές ή άλλες διαφορές ανάμεσά τους και προφανώς πραγματοποιεί, σε τόσο περιορισμένο χώρο, μια ατελή καταγραφή.
Αυτό το αφιέρωμα το είχαμε θελήσει ως μια συνολική και συνοπτική παρουσίαση του θρησκευτικού φαινομένου σήμερα. Στη συνέχεια όμως, με βάση τον αριθμό των κειμένων και το εύρος της θεματολογίας διαπιστώσαμε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έτσι υποχρεωθήκαμε να χωρίσουμε το θέμα στα δύο. Το ανά χείρας αφιέρωμα με θέμα την «επιστροφή του Θεού» στο σημερινό κόσμο και το αμέσως επόμενο που θα έχει ως θέμα το «Ελλάδα, Ορθοδοξία και Δύση».
Σε αυτό το τεύχος περιλαμβάνονται κείμενα δύο κατευθύνσεων. Τα πρώτα καταγράφουν, έστω εν μέρει, την διαπλοκή θρησκείας κοινωνίας και πολιτικής στο σημερινό κόσμο, ενώ τα δεύτερα επιχειρούν μια αποτίμηση του θρησκευτικού φαινομένου, θετική ή αρνητική αντίστοιχα.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα κείμενα του Αντώνη Σπυρόπουλου και του Jean Pierre Bastian για τον ευαγγελικό πεντηκοστιανισμό στις ΗΠΑ και την Λατινική Αμερική, του Vijay Singh για τον ινδικό φονταμενταλισμό, του Γιώργου Καραμπελιά για τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό και του Στέφανου Χερουβή για τον ιρλανδικό καθολικισμό.
Στην δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα κείμενα των Marcel Gauchet για την «απομάγευση του κόσμου» που πραγματοποιείται στον Δυτικό Κόσμο, του Πολύκαρπου Καραμούζη για την Ελευθερία τον Εριχ Φρομ και τη Βίβλο -κείμενο που αποτιμά την θρησκευτική εμπειρία ως θεμελιώδη για την συγκρότηση της έννοιας της ελευθερίας- ενώ από την αντίπερα όχθη ο Δημήτρης Τσαρδάκης, στο άρθρο του «Μύθος Θρησκεία και Ιδεολογία» θεωρεί την θρησκεία ως στοιχείο ετεροκαθορισμού του ανθρώπου. Τέλος ο Φώτης Καραμεσίνης αναφέρεται στην «ίστορία της Κόλασης» και των αντιλήψεων γι’ αυτή.