του Φ. Μαλκίδη
Η ελλαδική διπλωματία συνηθίζει να πρωτοπορεί δίνοντας ιδέες και λύσεις στους αντιπάλους της, από τα ζητήματα του Αιγαίου και τη Μακεδονία, μέχρι την Κύπρο και τη Βόρειο Ήπειρο. Έτσι αφού τα εικοσιτετράωρα στη Ζυρίχη και το Λονδίνο έγιναν «οι ευτυχέστερες μέρες της ζωής τους» (Καραμανλής Αβέρωφ) και αργότερα «κανείς δεν θα έστελνε τα ελληνόπουλα να σκοτωθούν στην Κύπρο» (Βαρβιτσιώτης) φτάσαμε «στη μία κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα στο πλαίσιο της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας κάτω από την «ομπρέλα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το έντονο διεθνές ενδιαφέρον μέσα από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας» (Κρανιδιώτης) και την εγκατάλειψη των Ελλήνων που ζουν στον ιστορικό χώρο της Ηπείρου ή «δεν ανοίγω άλλα μέτωπα εφόσον δίπλα μας υπάρχει ο τουρκικός επεκτατισμός», λες και η υπεράσπιση των βορειοηπειρωτών είναι πάρεργο και πρέπει να σταματήσει, πριν σπαταληθούν και άλλες δυνάμεις, που χρειάζονται στην ορθογραφία και τη στίξη των ψηφισμάτων για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τις προκλήσεις στη Θράκη και τις προτάσεις περί ομοσπονδίας…
Σε συνάντηση της Δημοκρατικής Ένωσης Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας ΟΜΟΝΟΙΑ στις 18 Μαρτίου 1998, με τον υφυπουργό Εξωτερικών Γ. Κρανιδιώτη, ο τρίτος στην τάξη του Ελλαδικού Υπουργείου, ζήτησε τη διάλυση της οργάνωσης «εφόσον συνέστησε στους Γ. Λαμποβοτιάδη πρόεδρο, Ε. Ντούλε αντιπρόεδρο, Ε. Παπαχρήστου γενικό γραμματέα, Γιάννη Ντάκο και Κώστα Μπάρκα τη μετατροπή της σε πολιτιστικό σύλλογο» (εφημ. Λαϊκό Βήμα, 26/3/1998
Ο πρώην αντιπρόεδρος της Ομόνοιας Δ. Κίκης (εφημ. Λαϊκό Βήμα, 26/3/1998) θα απαντήσει ότι «το πρόβλημα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ κ. Υπουργέ είναι εσωτερική υπόθεση των Ελλήνων της Αλβανίας, οι οποίοι την ίδρυσαν, την άνδρωσαν αλλά και την κριτικάρουν για τα λάθη της, ποτέ όμως δεν θα τη διαλύσουν γιατί διαλύοντας την ΟΜΟΝΟΙΑ που με τόσες θυσίες ίδρυσαν το 1991 είναι σαν να διαλύουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Εμείς κ. Υπουργέ δεν θα διαλυθούμε στα αλβανικά κόμματα, διότι μια τέτοια πείρα την γνωρίσαμε επί 50 χρόνια στη σειρά και γνωρίζουμε καλά τις συνέπειές της. Εμείς θέλουμε να κρατήσουμε ψηλά το εθνικό μας φρόνημα και αυτό μπορούμε να το εγγυηθούμε μόνο συσπειρωμένοι γύρω από την ΟΜΟΝΟΙΑ».
Επίσημα η Ομόνοια θα απαντήσει στους ειδικούς και τους εμπειρογνώμονες που σχεδιάζουν και υλοποιούν την ελλαδική πολιτική για το Αργυρόκαστρο, τη Δερβιτσιάνη, το Βούρκο, τη Χιμάρα και το Βούνο, την Κορυτσά και την Κλεισούρα, την εκπαίδευση, την υγεία και την ασφάλεια των Ελλήνων στην πέρα της Κρυσταλοπηγής και Κακαβιάς Ήπειρο πως: «Οι εθνικές μειονότητες δεν είναι περιθωριακό στοιχείο των κρατών της Βαλκανικής αλλά ένα δημιουργικό τους τμήμα… Υπό τον όρο αυτό είναι αναγκαίος ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για αυτές όπως εγγυώνται οι διεθνείς οργανισμοί. Οποιαδήποτε αλλαγή του status quo των εθνικών μειονοτήτων στα Βαλκάνια βάσει των εθνικών συμβάσεων, πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τη δική μας εθνική Ελληνική μειονότητα». (Γενικό συμβούλιο Ομόνοιας, Άγιοι Σαράντα, 5/4/1998). Στον Ελλαδίτη πρέσβη στα Τίρανα κ. Πρεβεδουράκη, που «μόνο γεωγραφικά γνωρίζει που βρίσκεται η μειονότητα» (εφημ. Νέα της Ομόνοιας, 19/7/1998) και ονομάζει την ηγεσία της Ομόνοιας «θεωρούμενους ή φερόμενους ηγέτες των οργανώσεων», και αυτοί που θεωρούνται «ως ηγεσία της Ομόνοιας», και την οργάνωσή της ως «ελλειπούσα» (εφημ. Νέα της Ομόνοιας, 19/7/1988) θα απαντήσουν στελέχη της Δημοκρατικής Ένωσης που «αλάνθαστοι κριτές του έργου της είναι τα μέλη της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας», καταγγέλλοντας ταυτόχρονα «την ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά της», ζητώντας παράλληλα «εξυγίανση της όλης κατάστασης» (εφημ. Νέα της Ομόνοιας, 19/7/1998).
«Δραματική έως αδιέξοδη εμφανίζεται η κατάσταση του ομογενειακού Τύπου στην εθνική ελληνική μειονότητα… η οποία είναι μια επικίνδυνη εξέλιξη που πρέπει να προλάβουν οι θεσμοί και οι παράγοντες του τόπου… γιατί αργά ή γρήγορα μπορεί να βρεθούν ενώπιον δυσάρεστων εξελίξεων, τις οποίες κανείς δεν θα επιθυμούσε» (Μ. Νάτσιος, προϊστάμενος του τομέα Λογοτεχνίας, του τμήματος ελληνικής γλώσσας και Λογοτεχνίας του πανεπιστημίου Αργυροκάστρου, εφημ. Νέα της Ομόνοιας 28/6/1998), «και η δική μας πρόκληση είναι μεγάλη έναντι αυτών που μεθοδεύουν τη σιγή και την υπολειτουργία του υπεύθυνου Τύπου, σε όλους όσους παροτρύνουν φυλλάδες ημιμαθών» (εφημ. Νέα της Ομόνοιας, 19/7/1998).
Μια συμβουλή ήρθε από τους Ευρωπαίους για ένα βήμα αλληλεγγύης προς το ξεχασμένο αυτό κομμάτι της Ρωμιοσύνης: «Η αλβανική Κυβέρνηση θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν μέσα στα σύνορά της ειδικές καταστάσεις που πρέπει να κατοχυρωθούν για την Ελληνική μειονότητα, που ζει στο νότιο τμήμα της Αλβανίας. Ωστόσο το θέμα της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, δεν έχει καν τεθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση» (Τ. Χέντερσον – προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά από επερώτηση του Ευρωβουλευτή Ν. Κακλαμάνη (17/6/1998).
Το 1998 σκοτώθηκαν 548 άνθρωποι στην Αλβανία εκ των οποίων 19 αστυνομικοί, σύμφωνα με έκθεση του αλβανικού Υπουργείου Εσωτερικών για την εγκληματικότητα. Στη διάρκεια του έτους διαπράχθηκαν 24 τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον αγαθών και προσώπων, 10 από τις οποίες είχαν στόχο πυλώνες ηλεκτροδότησης. Η έκθεση αναφέρεται σε 62 περιπτώσεις βιασμών ή σύλληψης ομήρων και σε 661 πράξεις «λεηλασιών με βιαιότητες», ανάμεσα τους και οι απαγωγές του Νομάρχη Αργυροκάστρου Γ. Ντάκου (Σεπτέμβριος) και υπαλλήλου του Ελλαδικού προξενείου της ίδιας πόλης, Ε. Μάνου (29 Δεκεμβρίου), από τους γνωστούς Λαζαριτινούς, που ανάλογα με τα έσοδα κλείνουν ή αφήνουν ελεύθερη την οδό Κακαβιάς-Αργυροκάστρου. Όλη η Δρόπολη στο έλεος των εποίκων – πλιατσικολόγων Λιάπηδων. «Σε περίπτωση που στην Αλβανία τα πράγματα θα οξυνθούν ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση που επαναληφθούν τα περυσινά γεγονότα, σε περίπτωση που οι πράξεις βίας, ληστειών, τρομοκρατικών ενεργειών στον χώρο μας συνεχιστούν, οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάθε δικαίωμα να απαιτήσουν μία λύση… δεν είναι υποχρεωμένοι να ζουν ακόμη σε μία χώρα βανδάλων» (εφημ. Λαϊκό Βήμα, 10/9/1998).
Η αλβανική κυβέρνηση απέρριψε στις 13 Αυγούστου 1998 το αίτημα των Χιμαριωτών για την επαναλειτουργία του σχολείου της πόλης. Με πρωτοβουλία της οργάνωσης της Ομόνοιας Χιμάρας, γονείς 26 παιδιών που επρόκειτο να φοιτήσουν στη πρώτη τάξη δημοτικού σχολείου, υπέγραψαν αίτηση προς το αλβανικό Υπουργείο Παιδείας ώστε οι μαθητές να διδαχθούν την μητρική εθνική τους γλώσσα. Ο διευθυντής της Οκτατάξιας Εκπαίδευσης Εδουάρδος Οσμάνη (!) , υφιστάμενος του Έλληνα υφυπουργού Παιδείας Α. Μάρτου, απάντησε με το παρακάτω κείμενο: «Σχετικά με το αίτημά σας και μερικών κατοίκων της πόλης της Χιμάρας προς το Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών, με ημερομηνία 16-7-1998, σας διευκρινίζουμε: το αίτημά σας για το άνοιγμα πρώτης τάξης στην ελληνική γλώσσα στην πόλη της Χιμάρας δεν στηρίζεται σε καμία απόφαση ή διάταγμα του Υπουργικού συμβουλίου. Στην Χιμάρα και στα άλλα γειτονικά παραλιακά χωριά δεν υπήρξε ελληνική μειονότητα και κατά συνέπεια ούτε ελληνικό σχολείο στην ελληνική γλώσσα. Η ένταξη της ελληνικής ως ξένης γλώσσας επιλογής για την εκπλήρωση του αιτήματος μερικών μειονοτικών με διαμονή στη Χιμάρα, παραμένει στα υπόψη για το μέλλον». Η απάντηση του Υπουργείου στάλθηκε πίσω ως απαράδεκτη στην οποία επισύναψαν και βαθμολόγια μαθητών, ενδεικτικά του 1946, όπως και ταυτότητες ως ελάχιστο δείγμα της ελληνικότητας της περιοχής. Φαίνεται όμως ότι το μεγάλο ποσοστό απόρριψης από τους Χιμαριώτες, του καθεστώτος Χότζα στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1945, που έφτασε μέχρι και το 98% με αποτέλεσμα τα Τίρανα να αφαιρέσουν τον στρατηγικό αυτόν χώρο από την επίσημη μειονοτική ζώνη, απασχολεί ακόμη, και ίσως πιο πολύ, το νέο ευρωσουλτανικό αλβανικό καθεστώς. Ως απάντηση η Ομόνοια στη σύσκεψη του Γενικού της Συμβουλίου στις 5 Σεπτεμβρίου 1998, «ανέφερε την απογοήτευσή της και την αντίθεσή της στην απάντηση του αλβανικού Υπουργείου Παιδείας, που δεν έχει καμία ιστορική βάση».
Στην αναφορά για το ζήτημα του ελληνικού σχολείου στη Χιμάρα, θα προσθέσουμε και το μεγάλο εκπαιδευτικό πρόβλημα των Ελλήνων, αφού τα παιδιά εγκαταλείπουν τον χώρο για τα Ιωάννινα, την Πάτρα και την Αθήνα, οι φοιτητές δουλεύουν στις διακοπές τους στις ελλαδικές οικοδομές και χωράφια, ενώ οι δάσκαλοι και οι δασκάλες στερήθηκαν το επίδομα 20.000 δρχ. που τους δινόταν, ποσό γελοίο για τα Ελλαδικά, Ευρωπαϊκά πλέον δεδομένα, ζωής όμως για τον βορειοηπειρωτικό χώρο.
Ο 30χρονος Βαγγέλης Ντούλες είναι από την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 1998, ο 4ος πρόεδρος της Δημοκρατικής Εθνικής Ένωσης Ελλήνων Μειονότητας Ομόνοια. Ο Ντούλες, μαζί με μέλη της ηγετικής ομάδας της Ομόνοιας αποτελούσε πρόβλημα για τον πρέσβη της Ελλάδας στα Τίρανα κ. Πρεβεδουράκη, διατήρησε όμως καλές σχέσεις με τους προξένους που πέρασαν από το Αργυρόκαστρο. Διετέλεσε βουλευτής της Ομόνοιας όταν εκλέχτηκε το 1996, ενώ το 1997 δεν επανεκλέχτηκε, αφού την έδρα την κατέλαβε ο υποψήφιος του σοσιαλιστικού κόμματος Βαγγέλης Τάβος.
Για την Ομόνοια και τον Ελληνισμό αρχίζει μία νέα περίοδος. «Η συμμετοχή όλων των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών με γνώμονα την εθνική μας ιδεολογία και όχι τις προσωρινές κομματικές ιδεολογίες που μας διχάζουν κατά καιρούς είναι το ζητούμενο. Η πραγματοποίηση του στόχου αυτού απαιτεί τη συνειδητή και ώριμη ετοιμότητα όλων μας να ανοίξουμε το δρόμο για τα ηγετικά όργανα των πιο ικανών και πιο δοκιμασμένων παιδιών μας και όχι των περιστασιακών ατόμων που κατά καιρούς προβάλλουν και στη συνέχεια σφετερίζονται την εμπιστοσύνη της οργάνωσης και της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας». (Νέα της Ομόνοιας, 19/7/1998).
*Ο Φάνης Μαλκίδης είναι ιστορικός