του Άριστου Μιχαηλίδη
Εάν υπάρχει στην Κύπρο ένα όνομα δεμένο με αυστηρότητα και προσήλωση με το όνειρο και τους αγώνες του νησιού για την Ένωση με την Ελλάδα, είναι το όνομα του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου. Ενός ιστορικού προσώπου που απεβίωσε το πρωί της Πέμπτης 10 Μαΐου, σε ηλικία 90 χρόνων.
Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του, σε εκδήλωση που έγινε για να τιμηθεί όταν έκλεισε τα 90 του χρόνια, στις 27 Μαρτίου, σφραγίστηκε με μια σύντομη δήλωσή του, ενώπιον του προέδρου Κληρίδη, του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου και εκατοντάδων πολιτών. Και δεν είχε άλλο περιεχόμενο, από εκείνο για το οποίο αγωνίστηκε σε όλη τη ζωή του. Είπε: “Ένα έχω να σας πω: Η Ένωση θα γίνει. Την υπέγραψε ο Θεός”. Ήταν σαν μια ευχή – δέσμευση, που όλοι περίμεναν, αλλά λίγες μέρες αργότερα, όταν άφησε την τελευταία του πνοή, αυτή η ευχή έμοιαζε περισσότερο σαν η πιο βαριά κληρονομιά.
Στην ΕΟΚΑ
Ο Παπασταύρος ήταν ο φλογερός ιερέας που, πολύ πριν από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, είχε αρχίσει την προετοιμασία του χωρίς να ξέρει καλά- καλά ποια θα ήταν η μορφή του. Ήξερε μόνο το στόχο: Απελευθέρωση-Ένωση. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές και τους ήρωες του κυπριακού αγώνα έδιναν τον όρκο γονατισμένοι μπροστά στον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου. “Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ότι θα αγωνισθώ και θα εργασθώ με όλες μου τις δυνάμεις για την απελευθέρωση της Κύπρου μας από το βρετανικό ζυγό και την ένωσή της με τη μάνα Ελλάδα”. Έτσι άρχιζε ο όρκος που έδιναν τα μέλη της ΕΟΚΑ μετά τη μύησή τους στην οργάνωση. “Ήταν όλοι παιδιά μου”, έλεγε συχνά και δεν μπορούσες να αμφιβάλλεις γι’ αυτό όταν ξέρεις ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ στηρίχθηκε στους νέους που πέρασαν πρώτα, για πολλά χρόνια, από την κατήχηση του Παπασταύρου. Πολύ πριν από το 1955, ο Παπασταύρος είχε ιδρύσει τις χριστιανικές οργανώσεις, μέσα από τις οποίες άρχισε να εμπνέει τους νέους και να ξυπνά τα ιδανικά τους για την ελευθερία και την ένωση.
Όταν αποφασίστηκε η έναρξη του αγώνα, ο Παπασταύρος είχε ήδη έτοιμα τα πρώτα μέλη της ΕΟΚΑ. Τους νέους, δηλαδή, που χωρίς να γνωρίζουν τι ετοίμαζε η ηγεσία, ήταν έτοιμοι να βγουν στα βουνά για τον ανταρτοπόλεμο. “Όσους κάλεσα για να μπουν στον αγώνα, δεν μου αρνήθηκε κανένας”, μας αφηγείτο ο Παπασταύρος, σε ανύποπτο χρόνο. “Η πρώτη κουβέντα που τους έλεγα ήταν ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε πράξη αυτά που τραγουδούμε κάθε μέρα: ‘Θα ενώσουμε την Κύπρο μας με την Ελλάδα μάνα μας. Είσαι πρόθυμος να προσφέρεις και τη ζωή σου αν χρειαστεί;’ Η απάντηση όλων ήταν μονολεκτική: Ναι”. Μια πλειάδα νέων, που έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της Κύπρου, πέρασαν από τα χέρια του Παπασταύρου.
Ο Παπασταύρος ήταν ο ιερέας που τέλεσε το γάμο του θρύλου, υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Ιούνιο του 1955, όταν ήταν ήδη καταζητούμενος. Ο γάμος έγινε σ’ ένα μοναστήρι, στον κατεχόμενο σήμερα Καραβά της Κερύνειας, με άκρα μυστικότητα, αφού και οι δυο, Αυξεντίου και Παπασταύρος, ήταν στο μάτι των Άγγλων. Ο Παπασταύρος όμως τέλεσε και το γάμο του νυν προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη, ο οποίος έκανε τον εκκλησιαστικό του γάμο μόλις ανέλαβε την Προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ μέχρι τότε ήταν παντρεμένος μόνο με πολιτικό γάμο.
H εξορία
Τον Μάρτιο του 1956, ο Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου συνελήφθη από τους Άγγλους και εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό και το δημοσιογράφο Πολύκαρπο Ιωαννίδη. Εκεί κρατήθηκαν για 13 μήνες περίπου, και ενώ οι Άγγλοι έλπιζαν ότι με την απομάκρυνσή τους ο αγώνας της ΕΟΚΑ θα μπορούσε να καμφθεί, είχαν αντίθετα αποτελέσματα. Οι αντάρτες ενισχύοντο ολοένα και περισσότερο και οι αποικιοκράτες έχαναν τη μια μάχη μετά την άλλη. Το Πάσχα του 1957, αποφασίστηκε η απελευθέρωση των εξορίστων, αλλά δεν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν στην Κύπρο. Έτσι, ελεύθεροι πια, δεν είχαν άλλη επιλογή από την παραμονή τους στην Αθήνα, απ’ όπου ασφαλώς μπορούσαν να ενισχύουν τον αγώνα μαζί με όσους Ελλαδίτες (Πολιτεία και πολίτες) συμμετείχαν ενεργά σε όσα είχαν σχέση με τον κυπριακό αγώνα. Στην Αθήνα έφτασαν στις 17 Απριλίου 1957. Από το αεροδρόμιο μέχρι το ξενοδοχείο χιλιάδες Αθηναίοι τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.
Διαφωνίες
Κατά την παραμονή τους στην Αθήνα και ενώ η ηγετική τους θέση στον κυπριακό αγώνα είχε πια εδραιωθεί, άρχισαν να διακρίνονται τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις τους. Κατά την περίοδο της εξορίας, οι τρεις (Παπασταύρος, Κυρηνείας και Ιωαννίδης) άρχισαν να διακρίνουν μια διαφοροποίηση στη στάση του Μακάριου, προπάντων ως προς το στόχο του κυπριακού αγώνα και υπήρξαν διαφωνίες και προβληματισμός, αλλά στις Σεϋχέλλες, απομονωμένοι, περιορίζονταν μόνο σε συζητήσεις μεταξύ τους. Στην Αθήνα, όμως, είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Με διάφορους τρόπους, οι τρεις μένουν εκτός των διαφόρων επαφών και διαβουλεύσεων, και τον Ιούλιο του 1957, ο Μακάριος, σε συνέντευξή του στην κυπριακή εφημερίδα “Ελευθερία”, μίλησε για πρώτη φορά, για ανεξαρτησία. “Επειδή δεν είναι τόσο εύκολο να καρποφορήσει ο αγώνας μας για την Ένωση, νομίζω ότι πρέπει να μελετήσουμε καλύτερα θέμα ανεξαρτησίας, θέμα αυτοκυβέρνησης, για να σταματήσει πια αυτό το κακό”. Ακολούθησε η πρώτη σοβαρή σύγκρουση με τον Μακάριο και, ενώ βρίσκονταν στην Αθήνα ακόμα, μεσολάβησαν γεγονότα που έδειχναν και την μελλοντική πορεία: Για παράδειγμα να σημειώσουμε μόνο ότι, μετά από ένα άρθρο του στην “Εστία”, με οποίο επέκρινε τη στάση του Μακάριου, ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης ξυλοκοπήθηκε από πέντε Κυπρίους που εισέβαλαν στο σπίτι του. Και ήταν μόλις μετά την απελευθέρωσή του από την πολύμηνη εξορία!
Οι διαφωνίες με τον Μακάριο ενισχύθηκαν μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης και την επιστροφή στην Κύπρο. Ο Παπασταύρος διαφώνησε με τη Ζυρίχη και απομακρύνθηκε ακόμα και από την εκκλησία όπου λειτουργούσε στο κέντρο της Λευκωσίας. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1973, ο Παπασταύρος κατηγορήθηκε ότι υποστήριξε τους τρεις μητροπολίτες που ζητούσαν καθαίρεση του Μακαρίου και τον καλούσαν να επιλέξει ένα από τα δύο: Αρχιεπίσκοπος ή πρόεδρος. Ο Μακάριος καλώντας Μείζονα Σύνοδο καθαίρεσε τους τρεις Μητροπολίτες. Ο Παπασταύρος αποσύρθηκε οριστικά στο χωριό του, την Αγία Βαρβάρα, λίγο έξω από τη Λευκωσία.
Δημιουργία
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν γι’ αυτόν χρόνια δημιουργίας. Έγραψε δέκα βιβλία, (ανάμεσά τους, Η Μαρτυρία μου. Πως έζησα την προπαρασκευή και τον αγώνα τηςΕΟΚΑ. Μνημειώδες ιστορικό έργο, 540 σελίδων, που θεωρείται μια από τις πιο
σημαντικές μαρτυρίες για την προετοιμασία, τον αγώνα αλλά και την κατάληξή του), έγραψε στίχους και συνέθεσε δεκάδες τραγούδια, κυρίως για παιδιά και αφιερώθηκε σε φιλανθρωπικό έργο για το οποίο πολλοί τον τιμούν. Στο χωριό του, καθημερινά, εδώ και δεκάδες χρόνια, τον επισκέπτονταν κατά δεκάδες οι άνθρωποι που ζητούσαν να τους φωτίσει σε οτιδήποτε τους απασχολούσε, αλλά και να τους παρηγορήσει για την τραγωδία της Κύπρου. Ο ίδιος, μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν σταματούσε να μιλά για την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Ακόμα και τις “μοντέρνες” εποχές, που κάτι τέτοιο δεν θεωρείται απλώς ουτοπία, αλλά επικίνδυνη τρέλα.