Έργα και ημέρες του «ξανθού κτήνους» ή του «άνδρα με τη σιδερένια καρδιά»
Του Κώστα Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 102
Είναι ιστορικά κοινός τόπος πως, με βάση τα επιλεγμένα από τους ίδιους φυλετικά και σωματικά πρότυπα, τα επιμέρους άτομα της ανώτατης ηγεσίας του ναζιστικού κόμματος της Γερμανίας (1923-1945) βρίσκονταν μακράν του ιδανικού. Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις αποτέλεσε ο αρχηγός των Ες Ντε (Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ες Ες) και της RSHA (Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ), Ράινχαρντ Χάιντριχ, μια από τις πλέον διαβόητες προσωπικότητες που προέκυψαν από την καρδιά του σκότους του ναζιστικού κόματος.
Ο Χάιντριχ ήταν ξανθός, γαλανομάτης, ψηλός, αθλητικός, με λίγα λόγια ο καθαρόαιμος τύπος «αρείου» τον οποίο ευαγγελίζονταν οι ναζί ως την κορωνίδα της δημιουργίας και της κυρίαρχης φυλής. Ταυτόχρονα, ήταν φανατικά αποφασισμένος να επιβάλει τις όποιες θεωρίες και αποφάσεις του κόμματος και να τις μεταβάλει σε πράξεις, άσχετα από τις επιπτώσεις. Ακόμη και αναθεωρητές ιστορικοί, όπως ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ, συμφωνούν πως, αν ο Χάιντριχ δεν σκοτωνόταν από Τσέχους αντιστασιακούς το 1942, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές από τη δράση των μηχανισμών εξόντωσης του Γ΄ Ράιχ θα ήταν πολλαπλάσιες. Τέτοια ήταν η προσωπική δύναμη επιβολής επί των κατασταλτικών μηχανισμών που είχε στην υπηρεσία του, ώστε η απώλειά του επιβράδυνε την ταχύτητα μιας θανατηφόρας μηχανής που, έτσι κι αλλιώς, σκότωσε εκατομμύρια. Κατά τον Τσέστερ Γουίλμοτ, «Αν ζούσε ως το ’45, το ολοκαύτωμα των λαών της Ευρώπης θα ήταν απόλυτο».
Το παράδοξο, βέβαια, με τον Χάιντριχ είναι ότι, όπως τόσοι άλλοι Γερμανοί, βρέθηκε στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα τελείως οπορτουνιστικά. Ο Χάιντριχ είχε απολυθεί ατιμωτικά από το γερμανικό πολεμικό ναυτικό λόγω του διπλού του αρραβώνα με δύο νεαρές, η μία εκ των οποίων έτυχε να είναι κόρη ναυάρχου. Η τελική του επιλογή, Λίνα φον Όστεν, ήταν ήδη μέλος του ναζιστικού κόμματος και μιας και ο νεαρός Χάιντριχ είχε μείνει χωρίς δουλειά, τον έπεισε να συναντηθεί με τον αρχηγό των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, που αναζητούσε συνεργάτες. Η συνάντηση έγινε στη φάρμα με κοτόπουλα του Χίμλερ το 1931, όπου ο εντυπωσιασμένος αρχηγός των Ες Ες τον προσέλαβε πάραυτα. Ήταν η αρχή μιας συνεργασίας και μιας σχέσης που κάποια στιγμή, αρκετά σύντομα, ο υφιστάμενος βρέθηκε να καθοδηγεί τον προϊστάμενο σε τέτοιο βαθμό που ένα από τα εσωτερικά ανέκδοτα του κόμματος ήταν πως «το μυαλό του Χάινριχ λέγεται Χάιντριχ».
Μέσα σε δύο μόνο χρόνια ο Χάιντριχ είχε συστήσει τα Ες Ντε, έναν απίστευτο μηχανισμό ελέγχου κάθε πιθανής σφαίρας της ζωής στη Γερμανία. Τα περιφερειακά γραφεία των Ες Ντε συγκέντρωναν υλικό που προωθούνταν στην κεντρική διοίκηση της οργάνωσης. Υπήρχαν πληροφοριοδότες και «επίτιμοι» πράκτορες, στρατηγικά τοποθετημένοι σε κάθε βιομηχανία και συντεχνία, πρακτικά σε κάθε γωνιά της χώρας. Καθημερινά συνέρρεαν αναφορές σχετικές με ομάδες αντιφρονούντων, πολιτικά κόμματα, πανεπιστήμια, ακόμη και πολιτιστικούς ή ορειβατικούς συλλόγους. Επίσης, ο Χάιντριχ φακέλωνε, εκτός από τους πολιτικούς του αντιπάλους, και τα ίδια τα μέλη του ναζιστικού κόμματος. Κατά τον ταξίαρχο των Ες Ες, Βάλτερ Σέλενμπεργκ, «ήθελε πάντα να ξέρει περισσότερα από τους άλλους, να ξέρει τα πάντα για τους πάντες, είτε αυτό αφορούσε την επαγγελματική, την πολιτική ή την προσωπική ζωή κάποιου, έτσι ώστεα να μπορεί να χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες και κάθε πιθανή αδυναμία για να εκβιάζει καταστάσεις… χωρίς ίχνος συνείδησης και με μια παγερή ευφυΐα ήταν ικανός για τις μεγαλύτερες αδικίες ως το βαθμό της ακραίας βαναυσότητας». Με αυτό τον τρόπο κατέστησε τον εαυτό του τελείως απαραίτητο στον Χίτλερ, που ανέκαθεν θαύμαζε την ωμή βαναυσότητα στους συνεργάτες του και άρχισε να αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση κάθε παρανοϊκού σχεδίου του φίρερ, συχνά πάνω από τη δικαιοδοσία του ίδιου του πάτρωνά του, Χίμλερ.
Έτσι, κάθε γνωστό ή άγνωστο έγκλημα ή συνωμοσία των ναζί μετά το ‘31 έφερε την υπογραφή του ή απολάμβανε της αγαστής του σύμπνοιας, καθώς ήταν ενήμερος για οτιδήποτε συνέβαινε στην επικράτεια του Ράιχ, αλλά και έξω απ’ αυτήν. Μερικά μόνο παραδείγματα των κατορθωμάτων του αποτελούν η νύχτα των μακριών μαχαιριών, το άνοιγμα του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Νταχάου, η νύχτα των κρυστάλλων, οι συνωμοσίες και εξαφανίσεις του υπουργού Άμυνας, φον Μπλόμπεργκ και του αρχηγού του επιτελείου στρατού, φον Φριτς, η δημιουργία των Άινσατζγκρουπεν (των κινητών μονάδων εξόντωσης στο Ανατολικό Μέτωπο) και η προβοκατόρικη επίθεση στο ραδιοφωνικό σταθμό του Γκλάιβιτς, την παραμονή της επίθεσης κατά της Πολωνίας.
Επίσης, ο Χάιντριχ διέφερε από τους υπόλοιπους υψηλόβαθμους ναζί, διότι ήταν αποφασισμένος να βάψει προσωπικά τα χέρια του με αίμα και δεν αρκούνταν στις διαταγές από τα μετόπισθεν. Πραγματικά, με το ξεκίνημα του «Λευκού Φακέλου», της εισβολής στην Πολωνία και για τρεις εβδομάδες άφησε κατά μέρος τα διοικητικά του καθήκοντα και πήρε ενεργό μέρος στην επίθεση ως δεύτερος πυροβολητής σε ένα σμήνος στούκας πρώτης γραμμής. Το ίδιο θα έκανε και κατά την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, της επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ. Ο Χίτλερ, μαθαίνοντας τις περιπέτειές του, έθεσε βέτο σε κάθε μελλοντική συμμετοχή του σε παρόμοιες ριψοκίνδυνες αποστολές. Τα ταλέντα του Χάιντριχ θα κατευθύνονταν έκτοτε στην «τελική λύση» του εβραϊκού ζητήματος, που για τον ίδιο είχε μόνο μια δυνατή λύση, τη φυσική εξόντωση ολόκληρου του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η υπηρεσία του λειτουργούσε και το περίφημο «Σαλόν Κίττυ», ένα υπερπολυτελές καμπαρέ-πορνείο της υψηλής κοινωνίας, που όλοι οι χώροι του ήταν παγιδευμένοι με κοριούς και κάμερες, το προσωπικό ήταν στην υπηρεσία των Ες Ντε και κάθε «πελάτης», Γερμανός ή ξένος, γινόταν αντικείμενο εκβιασμών και πιέσεων με διάφορα ανταλλάγματα. Ο ίδιος ο Χάιντριχ, αμετανόητος γυναικάς, παρά την πλαστή εικόνα του αφοσιωμένου οικογενειάρχη που έδειχνε στους μη γνωρίζοντες, και ειδικά στον Χίτλερ, ήταν συχνός επισκέπτης του Σαλόν Κίττυ αν και τις μέρες των επισκέψεών του τα μηχανήματα καταγραφής παρέμεναν ανενεργά.
Ο Χάιντριχ ήταν ένας ψυχρός άνθρωπος χωρίς φίλους, που κάθε τόσο έβγαινε με υφισταμένους του και μπεκρόπινε ως το πρωί. Ο Σέλεμπεργκ, στο βιβλίο του Ο λαβύρινθος, περιγράφει τι μπορούσε να περιμένει κάποιος από μια νύχτα «διασκέδασης» παρέα με τον Χάιντριχ, καθώς ο προϊστάμενός του έριξε μέσα στο ποτό του ένα πρωτότυπο δηλητήριο των εργαστηρίων της Γκεστάπο που θα τον σκότωνε μέσα σε έξι ώρες, αν δεν του απαντούσε ειλικρινά σε κάποια ερωτήματα. Στο τέλος, προφανώς ικανοποιημένος από τις απαντήσεις, του έδωσε να πιεί το αντίδοτο στις πέντε το πρωί, απολαμβάνοντας στο έπακρο την αγωνία του στενού του συνεργάτη. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως, προς το τέλος της ζωής του, ο «άνθρωπος με την σιδερένια καρδιά» είχε χάσει τον έλεγχο και υπέφερε από βασανιστική μανία καταδίωξης. Επιστρέφοντας μεθυσμένος ένα βράδυ στο διαμέρισμά του στο Βερολίνο, παρουσία των έκπληκτων φρουρών του, ο Χάιντριχ πυροβόλησε το είδωλό του στον καθρέπτη φωνάζοντας, «επιτέλους σε πέτυχα, κάθαρμα»!