Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 103
Ζει ο Χίτλερ; Το ερώτημα για τον Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ, σκηνοθέτη και σεναριογράφο του Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία, δεν είναι ρητορικό.
Ο αυτόχειρας ναζί καγκελάριος του Τρίτου Ράιχ, στην ταινία «ανασταίνεται» και προσάγεται σε μεταθανάτια δίκη, σε μια ποιητική ατμόσφαιρα Δάντη. Ο κύκλος της συλλογικής ευθύνης των Γερμανών για το αιματοκύλισμα δεν έχει κλείσει, λέει ο Ανατολικογερμανός Ζίμπερμπεργκ, κι ο αιματηρός παγανισμός της δύναμης ζει και βασιλεύει σε Ευρώπη και Αμερική. Κι αυτό γιατί «ο Χίτλερ του Ζίμπερμπεργκ δεν αναφέρεται μόνο στο υπαρκτό ιστορικό τέρας, το οποίο ευθύνεται για το θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων», όπως γράφει η Σούζαν Σόνταγκ. «Θυμίζει ένα είδος υπόστασης-Χίτλερ, η οποία επέζησε του Χίτλερ, μια φασματική παρουσία που διαποτίζει το παρόν και επαναπροσδιορίζει το παρελθόν.»
Το, Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία είναι ένα ιδιότυπο ως προς τη μορφή του, δραματοποιημένο –λυρικό– ντοκυμανταίρ, όπου κινηματογραφικά και θεατρικά στοιχεία αφήγησης συμφύρονται σε ένα αμάλγαμα που θυμίζει τις ταινίες του Μελιέ, μπρεχτική απαγγελία και –ως προς το ύφος και τη διάρκεια– όπερα του Βάγκνερ. Με τη μουσική του Βάγκνερ πλημμυρίζει το σάουντρακ και στον Βάγκνερ απευθύνεται ο νεκρικός μονόλογος του Χίτλερ στο δεύτερο μέρος, σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές του έργου. «Βαγκνερική», άλλωστε, –«ρομαντική» και «σουρεαλιστική» επίσης– αποκαλεί την ταινία η Σόνταγκ. Γυρισμένη το 1977, είναι ίσως η πιο επίκαιρη και σημαντική ως προς το θέμα της ταινία που (επανα)προβάλλεται φέτος. Αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας του Ζίμπερμπεργκ για τη Γερμανία. Είχαν προηγηθεί: «Λούντβιχ, ρέκβιεμ για έναν παρθένο Βασιλιά» (1972), για τον Λουδοβίκο Β΄της Βαυαρίας, που υποτάχθηκε στο πρώτο γερμανικό Ράιχ της Πρωσίας και για τον συγγραφέα «Karl May» (1974), ο οποίος έζησε στα χρόνια του δεύτερου Ράιχ.
Η σχεδόν επτάωρη ταινία χωρίζεται σε τέσσερα μέρη –προβάλλονται σε τέσσερις ξεχωριστές προβολές με ένα εισιτήριο. Το A΄ μέρος, «Το Δισκοπότηρο» (Der Gral), ξεκινά με την ιστορική θεμελίωση του «χαρισματικού» ηγέτη, όπως τον είδε η ναζιστική προπαγάνδα, ο οποίος, ως ο εκλεκτός του λαού του ορθώνεται απέναντι στο πεπρωμένο. Σαν κλόουν ή σαν τον παρανοϊκό δολοφόνο του Ντίσελντορφ, από την ταινία «Μ» (1931) του Φ. Λανγκ, ο Αδόλφος Χίτλερ αναρριχάται στην εξουσία πείθοντας στις εκλογές. Οι προπολεμικές (προεκλογικές) ομιλίες του σε συγκεντρώσεις χιλιάδων ένθερμων οπαδών τού δίνουν το χρίσμα του καγκελάριου-ηγέτη, ο οποίος θα οδηγήσει τη χώρα στην ιστορική της αποστολή. Ο λαός, προετοιμασμένος από τους ηρωικούς του μύθους –που τους χρησιμοποιεί εργαλειακά η προπαγάνδα– αποδέχεται τον «απεσταλμένο» και σχεδόν μαγικά, υπνωτισμένος συνδέεται μαζί του. Η συνενοχή του λαού, που δεν αρνήθηκε τον «ήρωά» του, παρά μόνο όταν έχασε τον πόλεμο, θεμελιώνει τη συλλογική ενοχή των Γερμανών, που τους ακολουθεί σαν σκιά μετά τον πόλεμο. Αν και το πρώτο μέρος γίνεται κάπως κουραστικό –κάπως ξεπερασμένο, αλήθεια– με τη (γερμανική ενοχική) μονομανία του, ξετυλίγει συστηματικά την «ευτυχή ενοχή» (felix culpa) και δίνει την αφορμή στον Ζίμπερμπεργκ να σχολιάσει βαθύτερα τις επιβιώσεις της «υπόστασης-Χίτλερ» στη –χωρισμένη ακόμα το 1977– Γερμανία, στον μαζικό καταναλωτισμό ή στο εμπορικό θέαμα του κινηματογράφου Χόλιγουντ. Τις επιβιώσεις αυτές τις δείχνουν καθαρότερα οι αναφορές στον σκηνοθέτη Έριχ Φον Στροχάιμ –η τετράωρη ταινία του «Η απληστία» (1925) περικόπηκε για εμπορικούς λόγους από τους Αμερικάνους παραγωγούς– και στον Τόμας Μαν, που γράφει τον «Ντόκτορ Φάουστους», εξόριστος στην Ελβετία.
Στο κινηματογραφικά συναρπαστικότερο β΄μέρος, με τίτλο «Ένα γερμανικό όνειρο» (Ein deutscher Traum), το μαχόμενο έθνος –αυτή η μεταχριστιανική «ecclesia millitantis» των ναζί, όπως εύστοχα την χαρακτηρίζει– φτάνει στο απόγειο της δόξας του. Χριστούγεννα του 1942. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου συνδέεται διαδοχικά με μονάδες της Βέρμαχτ στη Γαλλία, στην Κριμαία, στην Κρήτη κ.λπ., όπου έχουν φτάσει ο γερμανικές στρατιές. Ταυτόχρονα, επί σκηνής, ο υπηρέτης του Χίτλερ, ο Κράουζε (Karl-Wilhelm Krause), διηγείται τις ιδιωτικές του στιγμές: μια χριστουγεννιάτικη ιγκόγκνιτο βόλτα στο Μόναχο, οι προτιμήσεις του στα κοστούμια, τις στολές, τα παπούτσια, τα… εσώρουχα. Ώσπου ακούγεται ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας (τέλος Ιανουαρίου 1943) να μεταδίδει στα γερμανικά τη συντριπτική ήττα και την αιχμαλωσία του γερμανικού επιτελείου. Το σκηνικό εύρημα του Ζίμπερμπεργκ είναι πετυχημένο. Παρά το πλήθος των ιστορικών στοιχείων και των αναφορών στη μουσική, τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη φιλοσοφία, δεν δείχνει ούτε ένα καρέ από κινηματογραφημένα επίκαιρα της εποχής (φανατικός θεατής των οποίων ήταν ο Χίτλερ). Χρησιμοποιώντας ζωγραφιστά σκηνικά ή παράλληλη προβολή στο φόντο φωτογραφιών από τους εσωτερικούς χώρους της καγκελαρίας ή άλλων μεγάρων της εποχής, βάζει τους ηθοποιούς του (Χάρι Μπερ, Χάνιτς Σούμπερτ, Πέτερ Κερν, Χέλμουτ Λάνγκε, Ράινερ φον Άρτενφελς, Μάρτιν Σπερ) να εναλλάσσονται στους ρόλους. Υποδύονται τον Τσάπλιν ή τον Κράουζε ή τον Κέρστεν (Felix Kersten, ο Φινλανδός μασέρ του Χίμλερ), τον ίδιο τον Χίτλερ κ.λπ. Οι πρωταγωνιστές, ο ίδιος ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς, ο Γκέρινγκ, ο Χίμλερ εμφανίζονται σαν κούκλες σε κουκλοθέατρο. Τα ντοκουμέντα τη εποχής που χρησιμοποιεί είναι μόνον ηχητικά από ραδιοφωνικά αρχεία. Το έργο αναπτύσσεται έτσι πάνω σε ένα πολύπλευρο ηχητικό ιστορικό φόντο, με εν πολλοίς άγνωστα αποσπάσματα από ομιλίες κυρίως του Χίτλερ, του Χίμλερ, του Γκέμπελς και του Σπέερ (Albert Speer, ο αγαπημένος αρχιτέκτονας του Χίτλερ). Αξίζει να σημειωθεί η ανάγνωση του «Μανιφέστου» των Φουτουριστών, του Μαρινέτι, για τη λατρεία της μηχανής και της ταχύτητας, που δίνουν στο εγχείρημα των ναζί χαρακτήρα ιστορικής νομοτέλειας.
Ακολουθούν το γ΄μέρος, «Το τέλος μιας χειμωνιάτικης ιστορίας» (Das Ende eines Wintermärchens), το Ολοκαύτωμα, η τελική λύση, όπως την οραματίστηκε ο Χίμλερ, η συντριπτική ήττα, εν τέλει, και το δ΄μέρος «Εμείς, τα παιδιά της κολάσεως» (Wir Kinder der Hölle), που ξαναγυρίζει στην ενοχή, με τον συγγραφέα Αντρέ Χέλερ να διαβάζει αποσπάσματα του σεναρίου και να συνομιλεί με την πάνινη κούκλα του Χίτλερ. Η ναζιστική εποχή μπορεί κάλλιστα να γίνει σουβενίρ για τουρίστες… Η ταινία, όπως έγραψε τότε η Σόντανγκ, εκλαμβάνει το ναζισμό, μέσα από τα ίδια τα λόγια των πρωταγωνιστών του, «ως αποκαλυπτικό τόλμημα, ως μια κοσμολογία μιας Νέας Εποχής Παγετώνων, μ’ άλλα λόγια ως μία εσχατολογία του κακού· και αυτή καθ’ εαυτή λαμβάνει χώρα σ’ ένα είδος τέλος του χρόνου, σε μια μεσσιανική εποχή (για να χρησιμοποιήσω ορολογία του Μπένγιαμιν) η οποία συνεπάγεται το καθήκον της απόδοσης δικαιοσύνης στους νεκρούς.» Δυστυχώς, ακόμα κρίσιμες οι επισημάνσεις της και η ταινία εξακολουθητικά επίκαιρη.
Όσοι θέλουν να διαβάσουν τη συνέχεια της κριτικής στο Nymphomaniac του Τρίερ από το προηγούμενο φύλλο, ας ανατρέξουν στην ιστοσελίδα της Ρήξης. Δυστυχώς, ριχτήκαμε στη γερμανική επικαιρότητα. Δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να γράψουμε για Το μικρό ψάρι, την καινούργια ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Ωραία το είπε κάποια φωνή μετά την πρεμιέρα στην Αθήνα: «Η καλύτερη ταινία του!» Έως τώρα.