του Άριστου Μιχαηλίδη*
Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο κατατέθηκε σε ένα πολιτικό περιβάλλον και σε χρονικές συγκυρίες, που διαμορφώθηκαν από καιρό για να έχουν βαρύνουσα σημασία στην προώθηση ή και την επιβολή του. Και άρα, δεν είναι δυνατόν να αμφιβάλλει κανείς ότι αυτό που έχουμε στα χέρια μας, είναι το τελικό σχέδιο λύσης του κυπριακού και όχι η «βάση για διαπραγμάτευση», όπως χαρακτηρίστηκε και στη Λευκωσία και στην Αθήνα, Το αυτονόητο, το ότι δηλαδή είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να απορριφθεί εξ αρχής το σχέδιο, μια και υποστηρίζεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι κατανοητό, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα και το άλλοθι της ηγεσίας μας για να το αποδεχθεί ως έχει. Αυτή είναι μια πρώτη διαπίστωση, ταχύτατη ίσως και χωρίς απαραιτήτως να αποτελεί προϊόν διαλόγου,, αλλά πολύ σημαντική, μια και οι ηγεσίες στήριξαν από την πρώτη στιγμή τις αντιδράσεις τους σ’ αυτό τον ισχυρισμό. Στο ότι δηλαδή, το Σχέδιο δεν είναι τελεσίδικο, αλλά «βάση για διαπραγμάτευση» και αφού είμαστε πάντα υπέρ των διαπραγματεύσεων δεν μπορούμε να απορρίψουμε μια πρόταση, την οποία κληθήκαμε να συζητήσουμε. Ωστόσο, οι χρονικοί περιορισμοί που υπάρχουν στις προτάσεις του Κόφι Ανάν, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις σ’ αυτό το χρονικό πλαίσιο (ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Κύπρου, προεδρικές εκλογές, νέα κυβέρνηση στην Τουρκία) καθιστούν εκ προοιμίου οποιαδήποτε προσπάθεια διαπραγμάτευσης και βελτίωσης των προτάσεων, εντελώς αναποτελε-
σματική.
Ακόμα και η γνωμάτευση, που ετοίμασε ο Γενικώς Εισαγγελέας και παρέδωσε στο Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου, επί τούτου είναι πολύ διαφωτιστική. Κατέχουμε τη γνωμάτευση και στην πρώτη-πρώτη σελίδα της διαβάζουμε; «Το σχέδιο αποτελεί βάση για διαπραγμάτευση, Η άποψη, όμως, αυτή πρέπει να ζυγιστεί υπό το φως των επόμενων υποπαραγράφων». Και στις επόμενες υποπαραγράφους είναι σαφές ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ δίνει περιθώριο για διαπραγμάτευση μόνο μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου, παραμονές της Κοπεγχάγης. Μέχρι τότε θα πρέπει να υπάρξει προσυπογραφή (ίσως, στις 9 Δεκεμβρίου) της ουσίας του σχεδίου από τους διαπραγματευτές. Μετά την Κοπεγχάγη θα υπάρξει ένας νέος κύκλος διαπραγμάτευσης, ο οποίος όμως θα αφορά μόνο επί μέρους ζητήματα, στα οποία αν υπάρξει διαφωνία «τα διαπραγματευόμενα μέρη θα είναι δεσμευμένα να αποδεχθούν» τις εισηγήσεις του Ανάν για τα θέματα στα οποία διαφωνούν. (Αυτή η διαπραγμάτευση θα διαρκέσει μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2003, ημερομηνία που ολοκληρώνεται η θητεία του προέδρου Κληρίδη, Έχει και αυτό τη σημασία του, διότι προφανώς, εάν μέχρι τότε υπάρξει συμφωνία η οποία θα διαλύει την Κυπριακή Δημοκρατία όπως υφίσταται σήμερα, δεν θα υπάρχει λόγος να γίνουν εκλογές για να αντικατασταθεί ο Πρόεδρος που θα μπορούσε να οδηγήσει την Κύπρο στην μεταβατική περίοδο και στο νέο καθεστώς). Δηλαδή, οποιεσδήποτε ουσιαστικές αλλαγές στις προτάσεις, θα πρέπει να γίνουν πριν από τις 9 Δεκεμβρίου, Τώρα, μέχρι να επιστρέψει ο Ντενκτάς από τη Νέα Υόρκη, να διαβουλευθεί με τους συμβούλους του και να. δώσει την πρώτη απάντηση, χρειάζονται τουλάχιστον δυο εβδομάδες από την υποβολή του Σχεδίου, θα φτάσουμε επομένως, στις αρχές Δεκεμβρίου, χωρίς καμιά διαπραγμάτευση. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε ένα δεκαήμερο θα πρέπει να πετύχουμε τέτοιες αλλαγές ώστε να απαλειφθούν από το σχέδιο Ανάν πολλά, από τα πάρα πολλά αρνητικά στοιχεία. Είναι δυνατόν; Πολλά από αυτά τα στοιχεία, που αφορούν κυρίως τη λειτουργικότητα του προτεινόμενου κράτους, ήταν στο τραπέζι των Διαπραγματεύσεων επί μήνες, αν όχι και επί χρόνια. Και δεν υπήρξε συμφωνία, ούτε καν βελτίωση των πτυχών, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν θετικές εξελίξεις για την ελληνική πλευρά. Τώρα, είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοια θετική εξέλιξη μέσα σε δέκα μέρες ή, έστω και είκοσι μέρες; Αδύνατο. Το πρώτο, λοιπόν, που θα έπρεπε να εξετάσουν οι ηγεσίες είναι εάν, αποδεχόμενες αυτό το Σχέδιο ως «βάση για διαπραγμάτευση» στην πραγματικότητα το αποδέχονται ως την τελική μορφή λύσης του κυπριακού. Η Αθήνα, δια του πρωθυπουργού, το αποδέχθηκε μόλις λίγες ώρες από τη στιγμή που το παρέλαβε και η Λευκωσία, λίγες μέρες αργότερα, Αλλά, ουδείς αμφιβάλλει πλέον, ότι οι κυβερνήσεις ήταν ενημερωμένες πολλές μέρες πριν από την επίσημη παράδοση του πακέτου και ότι είχαν προαποφασίσει την αποδοχή του. Είναι φανερό, μάλιστα, ότι υπάρχει μεταξύ Κληρίδη και Σημίτη συνεργασία ακόμα και στο ποιος θα ανακοινώνει τι, Δεν ήταν προσωπική απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού να ανακοινώσει πρώτος, από το βράδυ της Δευτέρας την αποδοχή του Σχεδίου, αλλά κοινή απόφαση Αθηνών και Λευκωσίας, που μεθοδεύουν πλέον, όχι τους χειρισμούς τους έναντι των ξένων, (Ευρώπης, ΗΠΑ, ΟΗΕ, Τουρκίας) για να ισχυροποιήσουν τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, αλλά έναντι του λαού, που θα πρέπει να πείσουν ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από την θετική απάντηση στο Σχέδιο. Δεν είναι τυχαία εξάλλου και η δήλωση του Κώστα Σημίτη, την Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, ότι μπροστά μας βρίσκεται ίσως η τελευταία ευκαιρία για λύση του κυπριακού,
Είναι όμως ένα πολύ βασικό ερώτημα, αν η τελευταία ευκαιρία, αφορά τη βιώσιμη και λειτουργική λύση του κυπριακού, έστω, έτσι όπως τη θέλει ο από όλους αποδεχτός «οδυνηρός συμβιβασμός» ή αφορά την τελευταία ευκαιρία για συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και παράλληλα, για την οριστική εξαφάνιση των Ελλήνων Κυπρίων από αυτό το κομμάτι γης.
Πάντως, οι αντιφάσεις που περιέχονται στο σχέδιο Ανάν, που είναι ευδιάκριτες ακόμα και με την πρώτη ανάγνωση, δεν δίνουν καμιά πιθανότητα στην ομαλή λειτουργία ενός νέου κράτους. Μάλλον δεν δίνουν καμιά πιθανότητα στην ύπαρξη κράτους, Πρόκειται, για την προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας κατάστασης αποικιοκρατίας, που σαφώς μεθοδεύτηκε από τους Βρετανούς και ειδικά από το εκπρόσωπο τους λόρδο Ντέηβιντ Χάνει, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται σε συνεχή κινητοποίηση αναζητώντας τρόπους επιβολής αυτού ακριβώς που μας προτείνεται σήμερα. Και το κλίμα που δημιούργησε, οργανώνοντας ομάδες και στις ελεύθερες και στις κατεχόμενες περιοχές, οργανώνοντας σεμινάρια, σπέρνοντας αμφιβολίες ακόμα και για γεγονότα της ιστορίας με τη βοήθεια διαφόρων προφεσόρων νέας γενεάς και αποδυναμώνοντας με κάθε τρόπο τα εθνικά στοιχεία από την ταυτότητα των δυο κοινοτήτων, είναι τέτοιο, που αποσκοπούσε ακριβώς στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης στην Κύπρο. Δηλαδή, ενός νέου έθνους, αν είναι δυνατόν, του έθνους των Κυπρίων, Ούτε Ελλήνων, ούτε Τούρκων Κυπρίων. Σκέτο, Κυπρίων. Το σχέδιο Ανάν, λοιπόν, ήρθε να επισημοποιήσει με ακριβείς περιγραφές και πρόνοιες, αυτό ακριβώς που πολλά χρόνια προετοιμάστηκε. Έτσι, αυτά που περιγράφονται στο σχέδιο ως διάφορα συμβούλια που θα επιλύουν τις διαφορές και στα οποία καθοριστικό ρόλο θα έχουν οι ξένοι (στο Ανώτατο Δικαστήριο» στο δικαστικό συμβούλιο, στο Συμβούλιο Ιθαγένειας, στην Κεντρική Τράπεζα, στο Συμβούλιο Αλλοδαπών, στο δικαστήριο περιουσιακών διαφορών), ουσιαστικά θα είναι η νέα αποικιοκρατική δύναμη που θα κυβερνά τον τόπο. Μάνο και μόνο η περιγραφή που δίνει στη γνωμάτευση του προς το Εθνικό Συμβούλιο, ο Αλέκος Μαρκίδης για τα καθήκοντα του αρχηγού της πολιτείας, είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς, πόσο σημαντικό ρόλο θα παίζουν τα συμβούλια με τους ξένους και πόσο ασήμαντο ρόλο θα παίζει η νέα κεντρική κυβέρνηση, «Καθήκοντα Αρχηγού Πολιτείας», γράφει ο Γενικός Εισαγγελέας, «θα ασκεί ο εκάστοτε Πρόεδρος του Συμβουλίου (βλ. Άρθρο 27 του Σχεδίου Συντάγματος στη σελ. 30). Ο Πρόεδρος συμμετέχει σε επίσημες τελετές, υπογράφει και λαμβάνει διαπιστευτήρια διπλωματικών εκπροσώπων και παρέχει τιμητικές διακρίσεις της Κύπρου. Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί την Κύπρο σε συναντήσεις Αρχηγών Κρατών, εκτός αν το Προεδρικό Συμβούλιο, με χωριστές πλειοψηφίες, καθορίσει άλλο Μέλος προς εκπροσώπηση της Κύπρου». Σε μια δεκαοκτασέλιδη έκθεση ο κ. Μαρκίδης κρίνει σημαντικό να αναφέρει το άτι μέσα στις αρμοδιότητες του αρχηγού της Πολιτείας θα είναι και η απονομή τιμητικών διακρίσεων. Πιθανότατα δεν υπάρχουν πιο σημαντικές αρμοδιότητες,
Στο σύνολο του όμως το σχέδιο Ανάν περιέχει στοιχεία, που κάθε άλλο επιτρέπουν τη δημοκρατική λειτουργία και την αποτελεσματικότητα ενός κράτους. Και είναι προφανές ότι όποια πρόνοια καλύπτει τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς (θέσεις που διατυπώθηκαν κατά κόρον, τα τελευταία χρόνια) αναιρούνται από άλλες με τρόπο που να ικανοποιούνται πλήρως οι τουρκικές θέσεις. Η εκ περιτροπής προεδρία στο Προεδρικό Συμβούλιο είναι η πιο σημαντική και δεν σηκώνει περαιτέρω διευκρινίσεις. Αλλά, ακόμα και η ενιαία κυριαρχία του κράτους αναιρείται με πρόνοια που καλύπτει τα κυριαρχικά (το «κυριαρχικά» είναι όρος του Κόφι Ανάν) δικαιώματα των συνιστώντων κρατών. Τα συνιστώντα κράτη, όπως αναφέρεται ρητά στο Σχέδιο, ασκούν τις εξουσίες τους «κυριαρχικά». Επίσης, έχουν δικαίωμα να υπογράφουν συμφωνίες εμπορικού και πολιτιστικού χαρακτήρα με τρίτες χώρες και οργανισμούς και να αποστέλλουν επίσης διπλωματικές αντιπροσωπείες. Έχουν ακόμα και δικαίωμα να υπογράφουν συμφωνίες συνεργασίας και μεταξύ τους. Ως δύο κυρίαρχα κράτη, δηλαδή, θα είναι ακόμα ένα κράτος, που θα εφαρμόζει το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά δεν θα επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση των πολιτών του στο εσωτερικό του, (Πώς θα είναι, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ;) θα είναι ένα δημοκρατικό κράτος, αλλά δεν θα κυβερνά η πλειοψηφία, όπως συμβαίνει σε όλα τα δημοκρατικά καθεστώτα του πλανήτη, και η μειοψηφία θα έχει δικαίωμα βέτο σε όλα τα ζητήματα. Και στη νομοθετική και στην εκτελεστική εξουσία, θα είναι ένα ανεξάρτητο κράτος, από δύο κράτη» αλλά τα σύνορα τους δεν θα μπορούν να τα επιτηρούν και θα εποπτεύονται από πολυεθνική δύναμη, της οποίας θα πληρώνουν και τα έξοδα! Η διατήρηση της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960, είναι ένα ακόμα μεγάλο αγκάθι., μια και επισημοποιεί εκ νέου τα επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας, που οδήγησαν στην τραγωδία του 1974. Οι έποικοι, που είναι σήμερα πάνω από 115,000, ουσιαστικά νομιμοποιούνται όλοι. Με διάφορες πρόνοιες ο Κόφι Ανάν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την νομιμοποιήση όλων των εποίκων «δια της παροχής σε αυτούς αργά ή γρήγορα της ιθαγένειας του κράτους της Κύπρου», όπως λέει και στη γνωμάτευση του ο Γενικός Εισαγγελέας, Αλλά, ακόμα και για την επιστροφή των προσφύγων, κάτι που στηρίζει την επιχειρηματολογία όσων θεωρούν θετικό το Σχέδιο (το ότι δηλαδή, θα επιστρέψουν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση τουλάχιστον 84,000 πρόσφυγες) είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι και εκτός από αυτούς οι οποίοι θα είναι κάτω από ελληνοκυπριακή διοίκηση αν όλα παν καλά μέσα σε τρία χρόνια; που είναι η μεταβατική περίοδος, οι υπόλοιποι πρόσφυγες με αυστηρά κριτήρια πρωτίστως ηλικίας και περιουσίας, θα μπορούν να επιστρέψουν τον πρώτο χρόνο 1% και στη συνέχεια ανά τριετία 3% σε μια μακρά περίοδο 20 ετών και με μέγιστη ποσόστωση και οροφή του 1/3 του τουρκοκυπριακού πληθυσμού στο τουρκοκυπριακό συστατικό κράτος. Όσον αφορά τις περιουσίες και εκεί μπαίνουν ποσοστώσεις κατά περιοχή και πόλη με αριθμούς που θα συμφωνηθούν αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ένας μεγάλος αριθμός περιουσιών είτε θα ανταλλαγούν είτε θα αποζημιωθούν με βάση τις αξίες του ’74 αναπροσαρμοσμένες με τον πληθωρισμό και μόνο.
Πρώτες πικρές διαπιστώσεις μια νέας κατάστασης, που πιθανόν να διαψεύσει εντός ολίγων μόνο μηνών, ακόμα και το Σεφέρη του ’54; «Σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους».
* Ο Άριστος Μιχαηλίδης είναι διευθυντής της καθημερινής Κυπριακής εφημερίδας «Πολίτης»