1. Στη Γραμμική Β αποτυπώνεται η αρχαιότερη ελληνική διάλεκτος, που μιλιόταν και γράφονταν στο χώρο του Αιγαίου 500-700 χρόνια πριν τον Όμηρο (700 π.Χ.), δηλαδή 3500(!) χρόνια από σήμερα.
Η Γραμμική Β αποτελεί συγγενή “αλλ’ όχι άμεση διάδοχο” της Γραμμικής Α (1750-1450 π.Χ.) των Μινωιτών, που προέκυψε από την προγενέστερη εικονογραφική ή ιερογλυφική (2000-1650 π.Χ.).
Μετά την καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού (γύρω στα 1375 π.Χ.), η Γραμμική Β εισήχθη από τους Μυκηναίους στην ηπειρωτική Ελλάδα: Πύλος, Μυκήνες, Τίρυνθα, Ελευσίνα, Θήβα, Ορχομενός… όπου χρησιμοποιείται ως την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων (1200 π.Χ.)
Η πυρκαγιά των Δωριέων(;) ή των “Λαών της Θάλασσας”(;), που κατέστρεψε τα ανάκτορα, έψησε τις χιλιάδες λογιστικές πινακίδες της Γραμμικής Β κι έτσι φτάνουν στα χέρια μας. [Τις κατασκεύαζαν από ωμό πηλό, που περιείχε για λόγους αντοχής άχυρο. Το γράψιμο πάνω σ’ αυτές γίνονταν με κοφτερές λεπίδες και η πίσω όψη τους φέρει ακόμα τα δακτυλικά αποτυπώματα του κατασκευαστή ή του γραφιά(!) (βλ. Χ. Πιτερός, Ελευθεροτυπία, Αφιέρωμα “Γλώσσα”, 24. 6. 1999, σ. 4). Από τη μελέτη του γραφικού χαρακτήρα τους επισημαίνουν στην Κνωσό, σε 3.000 πινακίδες (1400-1200 π.Χ.), 66 γραφείς. Στις 1.200 πιν. της Πύλου (1200 π.Χ.) 45 γραφείς, στις 63 των Μυκηνών 14 και στις 43 των Θηβών 2.]
2. Η γραμμική Β απαρτίζεται από ιδεογράμματα (αρχικά εικονογραφικές παραστάσεις προσώπων, ζώων, αντικειμένων), από σύμβολα μέτρων και σταθμών, από αριθμητικά σύμβολα και από 90 συλλαβογράμματα. Στα 79 απ’ αυτά έδωσε ειδικές φωνητικές αξίες ο M. Ventris (1922-1956), στηριζόμενος στις εργασίες των προηγούμενων ερευνητών Κ. Κτιστόπουλου, E. Benett και κυρίως της A. Kober, που υπέθεσε σωστά ότι οι λέξεις της γραμμικής Β κλίνονται.
Οι πέντε πρώτες “τριάδες” λέξεων της Kober, που απομονώθηκαν από χιλιάδες λέξεων της Γραμμικής, με ίδιο θέμα (ίδια σύμβολα στην προ-παραλήγουσα, παραλήγουσα) και με διαφορετικά σύμβολα στην κατάληξη της λήγουσας, οπωσδήποτε την βοήθησαν. Υπέθεσε ότι αυτές οι πέντε “τριάδες” αντιστοιχούν σε τοπωνύμια. Το τοπωνύμιο Αμνισός, το λιμάνι της Κνωσού –γνωστό από τον Όμηρο και από ανασκαφές– ήταν η δεύτερη λέξη που αποκρυπτογραφεί. [Ακολουθούν οι υπόλοιπες τέσσερις: Κνωσός, Τυλισός, Λυκτός, Φαιστός.]
Η πρώτη λέξη όμως που φωνοδοτεί επιτυχώς δεν ήταν τοπωνύμιο, αλλά η do-e-ro: δοέλος, δούλος και do-e-ra: δοέλα: δούλη. Αυτή η επιτυχής φωνοδότηση με την απουσία δίγλωσσου κειμένου, που άνοιξε το δρόμο –παρά τις “τριάδες” Kober και τα μαθηματικά που χρησιμοποιεί: στατιστική ανάλυση, Άλγεβρα, ειδικές εσχάρες, πίνακες “σταυρολέξου” κ.λπ.– μοναχά σε “διαίσθηση και έμπνευση” μπορεί να αποδοθεί. Η αποκρυπτογράφηση Ventris φαντάζει στα μάτια του αδαούς ως “αλήθεια εξ αποκαλύψεως”.
Με τον άθλο της αποκρυπτογράφησης φωτίστηκε ένας άγνωστος κόσμος. Φανερώθηκε η οικονομία του, η διοίκησή του, ο πολιτισμός του. Κάθε λέξη που αποκρυπτογραφούσε ο Ventris έβρισκε τη θέση της στο “παζλ” της κοινωνικής πυραμίδας των χρόνων του Χαλκού. Έκτοτε, πολλοί ερευνητές με τις φωνητικές αξίες που έδωσε ο M. Ventris ολοκλήρωσαν και συνεχίζουν να ολοκληρώνουν το αρχικό έργο.
3. Τη Γραμμική Β στις πήλινες πινακίδες των αρχείων τη χρησιμοποιούν οι “λογιστές-γραφείς” για να τηρούν:
Πρώτον, το “κτηματολόγιο”. Τις πινακίδες Γης. Σε αυτές καταχωρούν σημαντικές πληροφορίες σχετικές με την γαιοκατοχή, τη μίσθωση του αγρού, τον “υπολογισμό” του με “μονάδα μέτρησης” τους απαιτούμενους… σιταρόσπορους για τη σπορά κ.λπ.
Δεύτερον, στις πήλινες πινακίδες καταχωρούν σημαντικές πληροφορίες οικονομικού περιεχομένου, που σχετίζονται με το εργατικό δυναμικό, με την παραγωγή διαφόρων αγαθών, ακόμα και με το Εμπόριο. Εδώ ταξινομούνται οι: Οικογενειακές καταστάσεις δούλων. Ειδικευμένες ομάδες εργασίας (υφαντουργών, διακοσμητών κ.λπ.). Πινακίδες ζώων, προβάτων, κατοικιδίων. Πινακίδες σίτου, τροφίμων, ελαιολάδου. Πινακίδες μετάλλων. Πινακίδες καταγραφής όπλων, αρμάτων και πανοπλιών. Πινακίδες σκευών, αγγείων. Πινακίδες υφασμάτων κ.λπ. Καταγράφουν ακόμα τους φόρους κάθε είδους που εισπράττει ο άνακτας. Σημαντικές, τέλος, είναι οι καταχωρήσεις λατρευτικού περιεχομένου: Πρόκειται για επιγραφές με μηνιαίες προσφορές αγαθών στα ιερά των θεών. Απ’ αυτές τις πινακίδες μπορούμε να φτάσουμε σε συμπεράσματα σχετικά με τη θρησκεία τους. Απ’ τη μελέτη του “τριπλού αρχείου’’ των ανακτόρων (πινακίδων: γαιοκατοχής, οικονομικών και λατρευτικών) μπορούμε να αντιληφθούμε –ως ένα βαθμό– την κοινωνική, οικονομική και διοικητική διάρθρωση των χρόνων της μέσης και ύστερης εποχής του Χαλκού.
Άνακτας
Στην κορυφή της πυραμίδας –απ’ ό,τι φαίνεται– βρίσκεται ο πρώτος γαιοκτήμονας, ο μυκηναίος άνακτας, που διαδέχεται τον Μίνωα. Αυτός ελέγχει και κανονίζει όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας. Ο ρόλος του είναι διοικητικός, ρυθμιστικός, παρεμβατικός σε μια κατιούσα ιεραρχία υπηρεσιών και λειτουργιών που εδραιώνεται πάνω στη ραχοκοκαλιά του δούλου και της δούλης. Ο ρόλος του άνακτα είναι ακόμα μαγικο-θρησκευτικός.
Ο Όμηρος γράφει χαρακτηριστικά στο Τ της Οδύσσειας: “Μίνως εννέωρος βασίλευε Διός μεγάλου οαριστής” (στ. 178). Ο Μίνως κάθε εννιά χρόνια “συναντά” τον Δία στο σπήλαιο της Ίδης. Εκεί οαρίζεται: συνομιλεί ερωτικά με το θεό (όαρ, όαρος: η σύζυγος…) και κατ’ αυτό τον τρόπο ανανεώνει την “ελέω Θεού” ηγεμονία του. Σε εννιά χρόνια θα ξαναγίνει οαριστής! και έτσι θα… βασιλεύει – σύμφωνα με τον δυναστικό μύθο – πάνω στους χιλιάδες dowelos: δούλους που είναι και δούλοι του θεού κατ’ επέκταση te-o-jo: θεοίο: του θεού do-e-ri: δόελοι: δούλοι.
Μετά τη συνάντηση αυτή ο Μίνως θεωρείται για εννιά χρόνια ενσάρκωση του υπερτάτου Όντος. Θα είναι ο γονιμοποιός Δίας-Ταύρος (Μινώ-ταυρος), που θα τελεί κάθε χρόνο την ιερογαμία του με την πότνια Λαβυρίνθου: po-ti-ni-ja: potnia (πότνια) da-pu2-ri-to-jo: Laburinthoio: “του Λαβυρίνθου”. Σύμφωνα με αρχαίες πληροφορίες, Λαβύρινθος σημαίνει ανάκτορον του “διπλού πελέκεως”. Παράγεται από την Προελληνική λέξη λάβρυς (=διπλούς πέλεκυς) με την κατάληξη -ινθος (βλ. Πλούταρχος, 2. 302 Α).
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (2.148), ο πρώτος Λαβύρινθος με τις πολύπλοκες διόδους οικοδομείται στην Αίγυπτο. Αντίγραφό του είναι ο Λαβύρινθος της Κνωσού.
Με την μαγικο-σεξουαλική “συνεύρεση” Μίνωος (Ταύρου)-πότνιας Λαβυρίνθου, που γίνεται τελετουργικά σ’ αυτό το οικοδόμημα του “διπλού πελέκεως”, θα ανανεώνεται στη φύση η βλάστηση και στην κοινωνία η δυναστεία.
Τον wanaka: άνακτα παραστέκουν στην αίθουσα του to-no: θόρνου: θρόνου οι υπόλοιποι αρχιερείς-“γαιοκτήμονες”: ο ra-wa-ke-ta: λαβα-γέτα (λαFός “λαός” + ηγέομαι, ηγούμαι) [βλ. πιο κάτω Γαιοκατοχή].
Τρίτοι στην ιεραρχία έρχονται οι γαιοκτήμονες te-re-ta: telestas (βλ. Γαιοκατοχή).
Τέταρτος στη σειρά ακολουθεί ο qa-si-re-u: gwasileus: basileus: βασιλεύς (γεν. βασιλήFος) [βλ. πιο κάτω Χαλκός].
Τελευταίοι στην ιεραρχία του ανακτόρου είναι οι e-qe-ta: [*εκwέτας]: επέτας (πληθ. επέται): διάφοροι αυλόδουλοι και ακόλουθοι που περιστοιχίζουν τον tono: θόρνο: θρόνο του wanaka: άνακτα.
Ολόγυρα από το θρόνο… και στους σφραγιδόλιθους που φορούν στα δακτυλίδια τους οι αυλικοί, “απεικονίζονται” οι δαίμονες di-pi-si-jo “δίψιοι”, οι διψασμένοι σύμφωνα με τον Σπ. Μαρινάτο (Βλ. S. Marinatos, Proc. of the Cambridge Coll. on Mycenaean Studies, 1966, 265-74). Αυτοί διψούν για… δόξα, αίμα, πλούτο, “αποκρυσταλλώνοντας” την ιδεολογία της μοναρχίας και κάθε δυναστείας.
Γαιοκατοχή
Στα χρόνια του Χαλκού… ο άνακτας wa-na-ka, που κατέχει την “ψιλή κυριότητα” όλης της γης –ως εκπρόσωπος του Θεού πάνω σ’ αυτήν– παραχωρεί την “επικαρπία” των κλήρων στον ιερό κλήρο.
Σε τέμενος(1) te-me-no [ρίζας *τεμ-: τμήμα γόνιμης και καλά αρδευόμενης γης] προσμετράται η αξία του ίδιου του άνακτα [Fa-na-ka-te-ro te-me-no, Fανάκτερον τέμενος: ανακτορικό] και η “παροχή υπηρεσιών” του υπ’ αριθμ. 2 στην ιεραρχία αρχιεπισκόπου και αρχιστρατήγου ra-wa-ke-ta: λαβα-γέτα (λαFός “λαός” + ηγέομαι, ηγούμαι). Τα αξιώματα είναι μεικτά: θρησκευτικά και στρατιωτικά. Ο “θεοποιημένος” λαβα-γέτα, που είναι αποδέκτης θυσιών -σε ένα κατάλογο ανάμεσα σε κατώτερες δαιμονικές δυνάμεις- και που προσφέρει θυσίες στους ανώτερους θεούς, είναι συνάμα ο ηγέτης του “οπλισμένου λαού” [ΛαFός “λαός” + ηγούμαι= λαβα-γέτα].
Η αξία των ιερών τελετουργών te-re-ta: telestas – από την “τέλος”: δασμός έναντι προσόδων και εκπλήρωση θρησκευτικών υποχρεώσεων – που βρίσκονται ένα “σκαλί” κάτω από τον λαβα-γέτα στην πυραμίδα, είναι μικρότερη. Προσμετράται με την παροχή της “επικαρπίας” μεγάλων εκτάσεων γης, που δεν είναι όμως τεμένη “ποτιστικά”.
Η γη που τους παραχωρείται ονομάζεται ki-ti-me-na “καλλιεργούμενα” [Η μυκηναϊκή ki-ti… παράγεται από ρίζα *κτι-, απ’ όπου οι λέξεις: κτίζω, κτίσμα, κτίλος (ήμερος κριός). Εδώ ανήκουν πιθανώς και τα κτάομαι, κτώμαι, κτήμα, κτήσις, κτήνος κ.ά. ] Ki-ti-me-no, λοιπόν, είναι το καλλιεργούμενο κτήμα με κτίσμα (αγροικία, μαντρί) για κτίλους (ήμερους κριούς) κ.ά. κτήνη με περικτίονες (περί, κτίζω): όμορους γείτονες (Ομ. Ιλ. Σ 212, Τ 104), που νοικιάζει ο γαιοκτήμονας telestas για καλλιέργεια. [Και ά-κτιτον ονομάζεται το ακαλλιέργητον.]
Η “ψιλή κυριότητα” αυτού του εκτεταμένου κτήματος ανήκει στα ανάκτορα κι ο telestas έχει μοναχά την επικαρπία. Το “τέλος” που υποχρεούται να καταβάλει ο telestas, πέρα από την προσφορά θρησκευτικών τελών, συνίσταται στην προσφορά στρατιωτών. Οι φρουροί της Πύλου λ.χ. συνδέονται με τα χωράφια του λιναριού (ri-no: λινάρι) και οι e-re-ta: ερέτες: οι κωπηλάτες στα πολεμικά με άλλες παράκτιες γαιοκτησίες. “Τέλος” των τελεσταί είναι η στελέχωση του – υπό τον λαβα-γέτα – στρατού, που οφείλει όμως να είναι ανάλογος αριθμητικά με την παραγωγή του καρπού (σίτου, κριθής, λιναριού). To-so-i to-ko-so-te: τόσοι τοξότες από την a-ro-u-ra: άρουρα (το σιταροχώραφο), to-so-i e-re-ta από τον a-ko-ro ri-no: από τον αγρό του λιναριού κ.ο.κ.
Μια πινακίδα που βεβαιώνει αυτού του είδους την καταμέτρηση έχει ως εξής: “το κτήμα akerewa έπρεπε να στρατολογήσει 16 άνδρες, από τους οποίους όμως συνεισέφερε μόνο 10. Επομένως υφίσταται έλλειμμα 6 ατόμων” (M.S.Ruiperez. J.L.Melena, Οι Μυκηναίοι Έλληνες, Καρδαμίτσας, 1996, σ. 228).
Μικρότεροι αγροί παραχωρούνται στον κατώτερο κλήρο, σε μερικούς ιερείς και ιέρειες [i-je-re-u: ιερεύς, i-je-re-ja: ιέρεια], σε “καλόγριες” [te-o-jo do-e-ra: θεοίο δοέλα: δούλη του θεού], σε “καλόγηρους” [te-o-jo do-e-ro: θεοίο δόελος: δούλος του θεού] και σε άλλους όπως: στην do-e-ra i-je-re-ja: στην δούλη ιερείας: δούλη της ιέρειας κ.ο.κ.
Οι “καλόγριες” που νέμονται τους διάφορους αγρούς έχουν παρόμοια “τέλη” με τους πιο πάνω telesta. Οφείλουν να δίνουν χαλκό to-so… για pa-ka-na phasgana: φάσγανα [από το σφάζω: όργανα σφαγής], to-so… για qi-si-pe-e: kwsiphos: ξίφη, to-so… για ai-ka-sama: αιξμάνς: αιχμάς: αιχμές βελών κ.ο.κ. Είναι υποχρεωμένες από τα έσοδα της “επικαρπίας” να κάνουν εισαγωγή χαλκού από την Κύπρο -μια και δεν υπάρχει στην Πύλο- και να τον αποθηκεύουν στα ιερά.
Και οι… άκληροι;
Ο ιερός κλήρος, που στελεχώνει την κοινωνική πυραμίδα, καρπούται όλους τους γόνιμους κλήρους. Τι γίνονται όμως οι άκληροι;
Κάποτε -δεν γνωρίζουμε πότε και με ποιο τρόπο: εάν ήταν ειρηνικός ή βίαιος, κάτω από την πίεση ποιων κοινωνικών γεγονότων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων‘ σ’ αυτό δεν μας πληροφορούν οι λογιστικές πινακίδες- ο άνακτας “παραχωρεί” απ’ την “ψιλή κυριότητα” όλης της γης στους πολλούς ένα μικρό τμήμα γης, το πιο κακοτράχαλο, που ονομάζεται da-mo: δήμος.
Da-mo σημαίνει τμήμα γης εκχωρούμενο. Παράγεται από ρίζα *δα-, που έχει την έννοια του κόβω και διανέμω. Κόβω τη γη [*Γα… ή *Δα-… το *Δά-πεδίον της : *Δάπεδο] σε αγροτεμάχια και τα μοιράζω στη φτωχολογιά.
Στη συνέχεια, ο λαός που κατοικεί σ’ αυτά τα κακοτράχαλα ονομάζεται συνεκδοχικά “Δήμος”. Αυτά τα άγονα κακοτράχαλα, που παραχωρούνται στον da-mo διαφέρουν από τα ki-ti-me-na της *κτι- των te-le-stai.
Ονομάζονται ke-ke…me-na [η μυκηναϊκή ke-ke… παράγεται από την ρίζα *κε-, απ’ όπου το *κε-άζω: σχίζω στη μέση. *Καί-ατα ονομάζονται τα χάσματα και *Και-άδας είναι το γνωστό βάραθρον. (Ησύχ.)].
Εδώ ανήκουν οι αγροί ka-ma και e-re-mo.
Ο αγρός ka-ma [από ρίζα *καμ-, απ’ όπου το κάμνω, καματερό…] θέλει πολύ κάματο για να καλλιεργηθεί σε σχέση με τον ποτιστικό του τεμένους ή τον καλλιεργούμενο ki-ti-me-no.
Ο αγρός e-re-mo: ερήμον: έρημο είναι ο χέρσος αγρός, ο ανεκμετάλλευτος. Γη που εκχερσώθηκε στο ρουμάνι κοντά στον Καιάδα και προορίζεται για καλλιέργεια.
Η γαιοκατοχή -όπως αποκαλύπτεται στις πινακίδες γης της Γραμμικής Β- φανερώνει τη διάρθρωση των εξουσιών στα χρόνια της εποχής του Χαλκού, όταν η γη θεωρείται ιδιοκτησία του άνακτα, ως εκπροσώπου του Θεού επί γης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, “μέσα στο σύστημα της ‘ανακτορικής οικονομίας’, ο άναξ συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις όψεις της εξουσίας… Ελέγχει και διακανονίζει με λεπτομέρεια όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής και όλες τις περιοχές της κοινωνικής δραστηριότητας” (Z. P. Vernant, Η καταγωγή της Ελληνικής Σκέψης, εκδ. Δίπτυχο, σ. 17-18).
Κάτω απ’ αυτόν ακολουθούν οι μικρότεροι “γαιοκτήμονες κατ’ επικαρπίαν” λαβα-γέτα και τελεσταί, ιερείς και ιέρειες, που ασκούν τη θρησκευτική και στρατιωτική εξουσία.
[Σημ: Τα Τεμένη άνακτα και λαβα-γέτα είναι μεγάλες εκτάσεις. Σε επιγραφή διαβάζουμε:
“wa-na-ka-te-ro te-me-no to-so-jo pe-ma (ιδεόγραμμα) ΣΙΤΟΣ 30”.
Η φράση αυτή σημαίνει:
“Fανάκτερον τέμενος τοσοίο σπέρμα, 30 μονάδες σίτου” (J.T.Hooker, Εισαγωγή στη Γραμμική Β. ΜΙΕΤ, σ. 219).
Δηλαδή:
Τέμενος του άνακτα, τόσοι σπόροι (είναι το pe-ma: σπέρμα), 30 μονάδες σίτου. Δηλαδή 30 μονάδες σιταρόσπορου που απαιτούνται για τη σπορά του Τεμένους. Η αριθμητική σχέση όμως ανάμεσα στις ποσότητες σίτου που αναγράφουν και στις εκτάσεις γης μας είναι άγνωστη. Ο αριθμός 30 πάντως είναι ο μεγαλύτερος για Τεμένη, καθόσον για το “λαfαγέσιον τέμενος”, δηλαδή για το Τέμενος του λαβαγέτα απαιτούνται 10 μονάδες σίτου. Για τον αγρό του telestas –που δεν θεωρείται Τέμενος– λιγότερες.]
Στα τεμένη του άνακτα και του λαβα-γέτα δουλεύουν σχεδόν αποκλειστικά ο δοέλος: δούλος και η δοέλα: δούλη.
Χαλκός και χαλκεία
Για την εποχή του Χαλκού –και όχι μόνο– ήταν εξόχως σημαντική η κατεργασία του λεγόμενου ka-ko (χαλκός).
Ο ka-ke-u: χαλκιάς, χαλκουργός, βοηθούμενος από δούλους “to-so-de do-e-ro”: τοσοίδε δοέλοι (τόσοι δούλοι… αριθμός), κατασκευάζει χάλκινα όπλα και σκεύη.
Στο χαλκείο του γίνεται ακόμα το “πλάσιμο των ειδήσεων”.
Οι επιτάξεις του ιερού χαλκού των ναών είναι το νέο. [Βλ. πινακίδα PV Jn 829: επίταξη χαλκού ναών, M.S.Ruiperez. J.L.Melena, Οι Μυκηναίοι Έλληνες, Καρδαμίτσας, 1996, σ. 53.]
[Ο ιερός χαλκός εισάγεται από την Κύπρο και τη Βόρεια Αφρική στην Πύλο, από τις “προσόδους γης” των θρησκευτικών “ιδρυμάτων” της εποχής και φυλάσσεται στους na-wi-jo: ναούς (της ναFός: ναός) από τις ka-ra-wi-po-ro: κλαFιφόρους: κλειδούχους (*κλαFίδ- “κλειδί”) ιέρειες.]
Ο ορισμένος από τον wa-na-ka: άνακτα άρχοντας για τη διανομή του χαλκού απ’ τους ναούς στα χαλκεία είναι ο qa-si-re-u: gwasileus: basileus: βασιλιάς.
Αυτός καταφτάνει με τον “ταλαντούχο” βοηθό του και με τον γραφέα των ανακτόρων. Ο “ταλαντούχος” ζυγίζει χρησιμοποιώντας το τάλαντο (μονάδα βάρους) και ο γραφέας χαράσσει στον άψητο πηλό των πινακίδων όλες τις λεπτομέρειες. (Οι πινακίδες ψήθηκαν απ’ τις φωτιές των Δωριέων ή των “λαών της θάλασσας”, που πολιόρκησαν και κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα το 1200 π.Χ. κι έτσι έφτασαν στα χέρια μας.) To-so-de ka-ko: τοσόσδε χαλκός: τόσος χαλκός. Και κάτω απ’ αυτή την επικεφαλλίδα ka-ke-we ta-ra-si-ja e-ko-si: χαλκήFες ταλασίαν έχουσι. Ακολουθεί το ιδεόγραμμα του ταλάντου: ένα παραλληλόγραμμο με επιμηκυσμένες γωνίες [“ίδιο με τα πραγματικά χάλκινα τάλαντα που βρίσκονται στις ανασκαφές στην Αγία Τριάδα και στη Ζάκρο της Κρήτης” (Γιάννης Σακελλαράκης, Ελευθεροτυπία, Αφιέρωμα “Γλώσσα”, 24.6. 1999, σ. 8)] και ο αριθμός που αντιστοιχεί στη ζυγισμένη ποσότητα.
Μετά τη ζύγιση και τη διανομή, ο γραφέας σημειώνει κι εκείνους που δεν έλαβαν: to-so-de a-ta-ra-si-jo ka-ke-we: τοσοίδε αταλάσιοι χαλκήFες: τόσοι αταλάνσιοι (με το α- στερητικό) χαλκουργοί. Δεν χρειάστηκε να ζυγιστεί γι’ αυτούς χαλκός.
Μετά τη διανομή ο βασιλιάς διαβάζει την παραγγελία: to-sa pa-ka-na: το(σ)α phasgana: φάσγανα (απ’ το σφάζω), to-sa qi-si-pe-e: kwisiphos: ξίφη, to-sa e-ke-a: enkheia: έγχεα, to-sa ai-ka-sa-ma: αιξμάνς: αιχμάς: αιχμές βελών [σε πινακίδα της Κνωσού καταγράφονται λ.χ. 8640]. Ακόμα για to-ra-ke: θώρακες ko-ru: κόρυς (-υθος): κράνος, για χάλκινα a-ni-ja: ηνία, χαλινούς, για ka-ko-de-ta: χαλκόδετα τμήματα του άρματος και για τα… χαλκοτύμπανα του πολέμου.
Από τις παραγγελίες αυτές γεννιέται κυριολεκτικά η… χαλκευμένη είδηση και μεταφορικά –καθώς διογκώνεται από στόμα σε στόμα– η “χαλκευμένη” όπως την εννοούμε σήμερα για επικείμενη εκστρατεία, για σχεδιαζόμενη σκευωρία κ.ο.κ.
Οι χαλκουργοί, λοιπόν, οι πραγματικοί κατασκευαστές χάλκινων όπλων, το ίδιο και οι χαλκευτές των χαλκείων, όταν φτιάχνουν την είδηση όπως ακριβώς τη θέλει ο άνακτας, είναι στον ίδιο βαθμό πολύτιμοι γι’ αυτόν και γι’ αυτό το λόγο μένουν… αφορολόγητοι ή προσπορίζονται διάφορα do-ra: δώρα.
Σε επιγραφή του εφόρου των ανακτόρων διαβάζουμε για τους χαλκιάδες…a-ne-ta o-u di-do-si: αυτοί είναι άνετοι, δεν δίνουν φόρο… και γι’ αυτό ζουν με.. ανέσεις. Τα “διαπλεκόμενα” χαλκεία, από τα χρόνια της εποχής του Χαλκού, είναι το ίδιο πολύτιμα για τον άνακτα, που κατοικεί στα ανάκτορα και στα κάθε λογής Μέγαρα της μυκηναϊκής περιόδου.
Συντεχνείες και επαγγέλματα
Στον da-mo: δήμο (τμήμα γης αρχικά “δήμο”, κοινότητα της φτωχολογιάς στη συνέχεια – που διοικείται από τον da-mo-ko-ro: είδος δημογέροντα διορισμένου από τον άνακτα), εκτός από τους χαλκείς –στους οποίους αναφερθήκαμε– δημιουργούνται με τον καιρό διάφορα επαγγέλματα. Αυτοί εγκαθίστανται στην a-ko-ra: αγορά, που βρίσκεται στην καρδιά του άστεως [wa-tu: Fάστυ: άστυ]. Αυτοί διακρίνονται σε:
κεραμοποιούς: ke-ra-me-u: κεραμεύς
ξυλοκόπους: du-ru-to-mo: δρυτόμος
μαραγκούς: te-ko-to: τέκτων
καραβομαραγκούς: na-u-do-mo: ναυδόμος
χτίστες: to-ko-do-mo: τοιχοδόμος κ.ά.
Είναι οι μυκηναίοι a-to-ro-qo: άνθρωποι, γέροι και νέοι, παλικάρια και κοπελιές ko-wo: κόρFος: κούρος και ko-wa: κόρFα: κόρη, ελεύθεροι [e-re-u-te-ro: ελεύθερος] και δούλοι [do-e-ro: δόελος: δούλος και do-e-ra: δοέλα: δούλη].
Με τον καιρό παρουσιάζονται και πιο εξειδικευμένα επαγγέλματα: του γιατρού λ.χ. [i-ja-te: ιjατήρ: (γι)ατήρ: γιατρός‘ με (για) προφέρεται το j] που γιατρεύουν με φάρμακα [pa-ma-ko: φάρμακο] και αλοιφές [a-ro-pa: αλοιφά: αλοιφή]. Αναφέρεται ακόμα ο ειδικευμένος καθαρτής i-je-re-u: ιερέας, που εξαγνίζει το wa-tu: Fάστυ: άστυ από το Άγος της Ύβρεως που προκαλεί η απληστία του ιερατείου: wa-na-ka, λαβα-γέτα, telestas… για ku-ru-so: χρυσό, a-ku-ro: άργυρο, e-re-pa: ελεφαντόδοτο και άλλα πολύτιμα για την εποχή, όπως είναι το mo-ri-wo-do: μόλυFδος: μολύβι. Ο καθαρτής ιερέας, μετά την προσφορά θυσιών -σημειώνει ο γραφέας- “…a-ke-qe wa-tu…”: “άγη τε Fάστυ”: “και το άστυ εξαγνίστηκε από το άγος”. Μ’ αυτό τον τρόπο θεράπευαν τις επιδημίες του λοιμού.
Σπουδαία για το εξωτερικό εμπόριο ήταν η συντεχνία των υφαντουργών. Ανάμεσά τους εργάζονται και ράφτες [ra-pi-ti-ra2: ράπτρα: ράπτρια].
Τα υφάσματα τα ονόμαζαν pa-we-a: φάρFεα (φάρος= ύφασμα).
Τα ταξινομούν, πρώτον:
σε a-ro2-a (αρείων) αρείωνα: ανώτερης ποιότητας ή wa-na-ka-te-ra: wanaktera: ανακτορικά, “βασιλικά”, πολυτελείας, προορισμένα για την γκαρνταρόμπα του άνακτα και των αυλικών του.
Αυτά είναι: ΦάρFεα (υφάσματα, χιτώνες) re-u-ko-nu-ka: “leukonukha”, λευκώνυχα, διακοσμημένα δηλαδή με λευκό ορυκτό όνυχα ή με νύχια πτηνών, ζώων. Ακόμα φάρFεα po-ki-ro-nu-ka: “poikilonukha”, ποικιλόνυχα, διακοσμημένα με διάφορους πολύχρωμους όνυχες. ΦάρFεα ko-ro-ta2: “khrosta” χρωματιστά. Βασικό χρώμα στα βασιλικά ρούχα ήταν η πορφύρα. Τα ονόμαζαν po-pu-re-ja:
“porphureiai”, βαμμένα στο χρώμα της πορφύρας.
Άλλα είναι:
φάρFεα ke-se-nu-wi-ja: “ksenwia” για τους ξένους: του εξωτερικού εμπορίου: φάρFεα ko-ro-ta2: “khrosta” χρωματιστά, λευκόνυχα και ποικιλόνυχα.
Εκτός από τα μάλλινα και τα λινά, στα πήλινα έγγραφα της υφαντουργίας καταγράφονται και οι κατασκευαζόμενοι τάπητες που είναι δύο τύπων: τάπητες χτενισμένοι “pektos” και με στίγματα “miaros”.
Τις περισσότερες συντεχνίες τις συνοδεύουν κατάλογοι ανώνυμων δούλων: to-so-de do-e-ro: τοσοίδε δοέλοι: “τόσοι δούλοι”.
Αλλού σημειώνονται πιστοποιητικά δουλοκτησίας: Pselloio ehensi γυναικα 1 korwa 1 korwos 1 ‘‘στον Ψελλό ανήκουν μία γυναίκα, μία νέα, ένας νέος” (M.S.Ruiperez. J.L.Melena, ό.π., σ. 230).
Καταγωγή δούλων
Στις πινακίδες της Πύλου καταγράφονται:
ki-ni-di-ja: Κνίδιαι, “γυναίκες από την Κνίδο”. [Η πελασγική Κνίδος βρίσκεται κοντά στο ακρωτήριο Τριόπιο της Μ. Ασίας. (Ιδρύθηκε από τον Τρίοπα, τον πατέρα του Πελασγού.)]
mi-ra-ti-ja: Μιλάτιαι: Μιλήσιες, “γυναίκες από τη Μίλητο”. [Παραθαλάσσια πόλη της Μ. Ασίας. Πριν τη μυκηναϊκή κατάκτηση κατοικούνταν από Κάρες και από Κρήτες αποίκους.]
ra-mi-ni-ja: Λάμνιαι: Λήμνιαι, “γυναίκες από τη Λήμνο”.
Τέλος,
ze-pu2-ra3: Ζέφυραι: Ζεφύριαι, “γυναίκες από την Αλικαρνασσό (;)”, που την ονόμαζαν παλαιά Ζεφυρία απ’ το παρακείμενο ακρωτήριο Ζεφύριο. (Ι.Κ.Προμπονάς, Σύντομος Εισαγωγή εις την Μυκηναϊκήν Φιλολογίαν, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1989, σ. 76.)
Άλλες δούλες δεν έχουν καν εθνικότητα. Στα πήλινα έγγραφα αναφέρονται απλά ως Γυναίκες ή με την ιδιότητά τους: πδχ. a-ke-ti-ri-ja: “ασκήτριες” (απ’ το θέμα τους ασκέω, -ώ), δηλαδή εξασκημένες. Αυτές δουλεύουν τα κοσμήματα και τα χειροτεχνήματα του εξωτερικού εμπορίου. Άλλες εμφανίζονται σε πήλινο έγγραφο της Πύλου μαζί με τα παιδιά τους: δεκαέξι θηλυκά και οκτώ αρσενικά. Σε διαφορετική ομάδα της Πύλου καταγράφονται 20 “εξασκημένοι” δούλοι τεχνίτες a-ke-ti-ra, 20 “ασκητές” με 7 αγόρια. Στις πήλινες καταστάσεις προσωπικού της Πύλου, τέλος, αναφέρονται διάφορες ειδικότητες. 21 γυναίκες (δούλες) με 25 κορίτσια και 4 αγόρια φτιάχνουν μια ομάδα ειδικευμένη στην a-ra-ka-ta “αλακάτα”: “ηλακάτη”, κοινώς ρόκα για το γνέσιμο του μαλλιού.
Θρησκευτικά κείμενα
Σε μερικές πινακίδες καταγράφεται η διανομή προσφορών σε διάφορα ιερά. Συνήθως στην “επικεφαλίδα” κάθε κειμένου παρατίθεται το όνομα του μήνα: “meno (μηνός) ‘κατά το μήνα’ deukijojo ‘του Δευκίου’;” ή κατά το μήνα plowisto (μήνα της ναυσιπλοϊας, αρχές Απριλίου;) αφιερώνουν τόσο λάδι.
Αποδέκτες είναι:
Ο Ζευς. Δικταίωι ΔιFεί –γράφουν– “στον Δικταίο Δία” [Το “Δικταίος Ζευς υποδηλώνει τον Δία που είχε τόπο λατρείας το όρος Δίκτη ή τον Δία που κυβερνάει τη Δίκτη, όπου ο οαριστής Μίνως –όπως είδαμε πιο πάνω– τον συναντά.]
Άλλοι αποδέκτες είναι: όλοι οι θεοί: pasi teoi: πάνσι θεοίς “για όλους τους θεούς”. Ακόμα η φοβερή erinu: Ερινύα και η ιέρεια των Ανέμων: anemo ijerejia: ανέμων ιερείαι: “στην ιέρεια των ανέμων”, φράση που υποδηλώνει –σημειώνει ο Hooker– την ύπαρξη λατρείας με επίκεντρο τις άγριες φυσικές δυνάμεις. (J.T.Hooker, Εισαγωγή στη Γραμμική Β, ΜΙΕΤ, σ. 246.)
Σε άλλη επιγραφή της Πύλου καταγράφεται η προσφορά στον Ποσειδώνα: posedaoni dosomo: Ποσειδάονι δοσμός: “προσφορά στον Ποσειδώνα”, που αποτελείται από τέσσερις μονάδες σίτου, τρεις μονάδες οίνου, ένα βόδι, δέκα μονάδες τυριού και ένα αγόρι.