Αρχική » Η κρητο-μυκηναϊκή διάλεκτος

Η κρητο-μυκηναϊκή διάλεκτος

από Άρδην - Ρήξη

1. Στη Γραμ­μι­κή Β α­πο­τυ­πώ­νε­ται η αρ­χαιό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή διά­λε­κτος, που μι­λιό­ταν και γρά­φο­νταν στο χώ­ρο του Αι­γαί­ου 500-700 χρό­νια πριν τον Ό­μη­ρο (700 π.Χ.), δη­λα­δή 3500(!) χρό­νια α­πό σή­με­ρα.
Η Γραμ­μι­κή Β α­πο­τε­λεί συγ­γε­νή “αλ­λ’ ό­χι ά­με­ση διά­δο­χο” της Γραμ­μι­κής Α (1750-1450 π.Χ.) των Μι­νω­ι­τών, που προ­έ­κυ­ψε α­πό την προ­γε­νέ­στε­ρη ει­κο­νο­γρα­φι­κή ή ιε­ρο­γλυ­φι­κή (2000-1650 π.Χ.).
Με­τά την κα­τα­στρο­φή του α­να­κτό­ρου της Κνω­σού (γύ­ρω στα 1375 π.Χ.), η Γραμ­μι­κή Β ει­σή­χθη α­πό τους Μυ­κη­ναί­ους στην η­πει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα: Πύ­λος, Μυ­κή­νες, Τί­ρυν­θα, Ε­λευ­σί­να, Θή­βα, Ορ­χο­με­νός… ό­που χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως την κα­τα­στρο­φή των μυ­κη­να­ϊ­κών α­να­κτό­ρων (1200 π.Χ.)
Η πυρ­κα­γιά των Δω­ριέ­ων(;) ή των “Λα­ών της Θά­λασ­σας”(;), που κα­τέ­στρε­ψε τα α­νά­κτο­ρα, έ­ψη­σε τις χι­λιά­δες λο­γι­στι­κές πι­να­κί­δες της Γραμ­μι­κής Β κι έ­τσι φτά­νουν στα χέ­ρια μας. [Τις κα­τα­σκεύ­α­ζαν α­πό ω­μό πη­λό, που πε­ριεί­χε για λό­γους α­ντο­χής ά­χυ­ρο. Το γρά­ψι­μο πά­νω σ’ αυ­τές γί­νο­νταν με κο­φτε­ρές λε­πί­δες και η πί­σω ό­ψη τους φέ­ρει α­κό­μα τα δα­κτυ­λι­κά α­πο­τυ­πώ­μα­τα του κα­τα­σκευα­στή ή του γρα­φιά(!) (βλ. Χ. Πι­τε­ρός, Ε­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, Α­φιέ­ρω­μα “Γλώσ­σα”, 24. 6. 1999, σ. 4). Α­πό τη με­λέ­τη του γρα­φι­κού χα­ρα­κτή­ρα τους ε­πι­ση­μαί­νουν στην Κνω­σό, σε 3.000 πι­να­κί­δες (1400-1200 π.Χ.), 66 γρα­φείς. Στις 1.200 πιν. της Πύ­λου (1200 π.Χ.) 45 γρα­φείς, στις 63 των Μυ­κη­νών 14 και στις 43 των Θη­βών 2.]
2. Η γραμ­μι­κή Β α­παρ­τί­ζε­ται α­πό ι­δε­ο­γράμ­μα­τα (αρ­χι­κά ει­κο­νο­γρα­φι­κές πα­ρα­στά­σεις προ­σώ­πων, ζώ­ων, α­ντι­κει­μέ­νων), α­πό σύμ­βο­λα μέ­τρων και σταθ­μών, α­πό α­ριθ­μη­τι­κά σύμ­βο­λα και α­πό 90 συλ­λα­βο­γράμ­μα­τα. Στα 79 απ’ αυ­τά έ­δω­σε ει­δι­κές φω­νη­τι­κές α­ξί­ες ο M. Ventris (1922-1956), στη­ρι­ζό­με­νος στις ερ­γα­σί­ες των προ­η­γού­με­νων ε­ρευ­νη­τών Κ. Κτι­στό­που­λου, E. Benett και κυ­ρί­ως της A. Kober, που υ­πέ­θε­σε σω­στά ό­τι οι λέ­ξεις της γραμ­μι­κής Β κλί­νο­νται.
Οι πέ­ντε πρώ­τες “τριά­δες” λέ­ξε­ων της Kober, που α­πο­μο­νώ­θη­καν α­πό χι­λιά­δες λέ­ξε­ων της Γραμ­μι­κής, με ί­διο θέ­μα (ί­δια σύμ­βο­λα στην προ-πα­ρα­λή­γου­σα, πα­ρα­λή­γου­σα) και με δια­φο­ρε­τι­κά σύμ­βο­λα στην κα­τά­λη­ξη της λή­γου­σας, ο­πωσ­δή­πο­τε την βο­ή­θη­σαν. Υ­πέ­θε­σε ό­τι αυ­τές οι πέ­ντε “τριά­δες” α­ντι­στοι­χούν σε το­πω­νύ­μια. Το το­πω­νύ­μιο Α­μνι­σός, το λι­μά­νι της Κνω­σού –γνω­στό α­πό τον Ό­μη­ρο και α­πό α­να­σκα­φές– ή­ταν η δεύ­τε­ρη λέ­ξη που α­πο­κρυ­πτο­γρα­φεί. [Α­κο­λου­θούν οι υ­πό­λοι­πες τέσ­σε­ρις: Κνω­σός, Τυ­λι­σός, Λυ­κτός, Φαι­στός.]
Η πρώ­τη λέ­ξη ό­μως που φω­νο­δο­τεί ε­πι­τυ­χώς δεν ή­ταν το­πω­νύ­μιο, αλ­λά η do-e-ro: δο­έ­λος, δού­λος και do-e-ra: δο­έ­λα: δού­λη. Αυ­τή η ε­πι­τυ­χής φω­νο­δό­τη­ση με την α­που­σί­α δί­γλωσ­σου κει­μέ­νου, που ά­νοι­ξε το δρό­μο –πα­ρά τις “τριά­δες” Kober και τα μα­θη­μα­τι­κά που χρη­σι­μο­ποιεί: στα­τι­στι­κή α­νά­λυ­ση, Άλ­γε­βρα, ει­δι­κές ε­σχά­ρες, πί­να­κες “σταυ­ρο­λέ­ξου” κ.λπ.– μο­να­χά σε “διαί­σθη­ση και έ­μπνευ­ση” μπο­ρεί να α­πο­δο­θεί. Η α­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση Ventris φα­ντά­ζει στα μά­τια του α­δα­ούς ως “α­λή­θεια εξ α­πο­κα­λύ­ψε­ως”.
Με τον ά­θλο της α­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­σης φω­τί­στη­κε έ­νας ά­γνω­στος κό­σμος. Φα­νε­ρώ­θη­κε η οι­κο­νο­μί­α του, η διοί­κη­σή του, ο πο­λι­τι­σμός του. Κά­θε λέ­ξη που α­πο­κρυ­πτο­γρα­φού­σε ο Ventris έ­βρι­σκε τη θέ­ση της στο “παζ­λ” της κοι­νω­νι­κής πυ­ρα­μί­δας των χρό­νων του Χαλ­κού. Έ­κτο­τε, πολ­λοί ε­ρευ­νη­τές με τις φω­νη­τι­κές α­ξί­ες που έ­δω­σε ο M. Ventris ο­λο­κλή­ρω­σαν και συνε­χί­ζουν να ο­λο­κλη­ρώ­νουν το αρ­χι­κό έρ­γο.
3. Τη Γραμ­μι­κή Β στις πή­λι­νες πι­να­κί­δες των αρ­χεί­ων τη χρη­σι­μο­ποιούν οι “λο­γι­στές-γρα­φείς” για να τη­ρούν:
Πρώ­τον, το “κτη­μα­το­λό­γιο”. Τις πι­να­κί­δες Γης. Σε αυ­τές κα­τα­χω­ρούν ση­μα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κές με την γαιο­κα­το­χή, τη μί­σθω­ση του α­γρού, τον “υ­πο­λο­γι­σμό” του με “μο­νά­δα μέ­τρη­σης” τους α­παι­τού­με­νους… σι­τα­ρό­σπο­ρους για τη σπο­ρά κ.λπ.
Δεύ­τε­ρον, στις πή­λι­νες πι­να­κί­δες κα­τα­χω­ρούν ση­μα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες οι­κο­νο­μι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου, που σχε­τί­ζο­νται με το ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό, με την πα­ρα­γω­γή δια­φό­ρων α­γα­θών, α­κό­μα και με το Ε­μπό­ριο. Ε­δώ τα­ξι­νο­μού­νται οι: Οι­κο­γε­νεια­κές κα­τα­στά­σεις δού­λων. Ει­δι­κευ­μέ­νες ο­μά­δες ερ­γα­σί­ας (υ­φα­ντουρ­γών, δια­κο­σμη­τών κ.λπ.). Πι­να­κί­δες ζώ­ων, προ­βά­των, κα­τοι­κι­δί­ων. Πι­να­κί­δες σί­του, τρο­φί­μων, ε­λαιο­λά­δου. Πι­να­κί­δες με­τάλ­λων. Πι­να­κί­δες κα­τα­γρα­φής ό­πλων, αρ­μά­των και πα­νο­πλιών. Πι­να­κί­δες σκευών, αγ­γεί­ων. Πι­να­κί­δες υ­φα­σμά­των κ.λπ. Κα­τα­γρά­φουν α­κό­μα τους φό­ρους κά­θε εί­δους που ει­σπράτ­τει ο ά­να­κτας. Ση­μα­ντι­κές, τέ­λος, εί­ναι οι κα­τα­χω­ρή­σεις λα­τρευ­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου: Πρό­κει­ται για ε­πι­γρα­φές με μη­νιαί­ες προ­σφο­ρές α­γα­θών στα ιε­ρά των θε­ών. Απ’ αυ­τές τις πι­να­κί­δες μπο­ρού­με να φτά­σου­με σε συ­μπε­ρά­σμα­τα σχε­τι­κά με τη θρη­σκεί­α τους. Απ’ τη με­λέ­τη του “τρι­πλού αρ­χεί­ου’’ των α­να­κτό­ρων (πι­να­κί­δων: γαιο­κα­το­χής, οι­κο­νο­μι­κών και λα­τρευ­τι­κών) μπο­ρού­με να α­ντι­λη­φθού­με –ως έ­να βαθ­μό– την κοι­νω­νι­κή, οι­κο­νο­μι­κή και διοι­κη­τι­κή διάρ­θρω­ση των χρό­νων της μέ­σης και ύ­στε­ρης ε­πο­χής του Χαλ­κού.
Άνακτας
Στην κο­ρυ­φή της πυ­ρα­μί­δας –απ’ ό­,τι φαί­νε­ται– βρί­σκε­ται ο πρώ­τος γαιο­κτή­μο­νας, ο μυ­κη­ναί­ος ά­να­κτας, που δια­δέ­χε­ται τον Μί­νω­α. Αυ­τός ε­λέγ­χει και κα­νο­νί­ζει ό­λους τους το­μείς της κοι­νω­νι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Ο ρό­λος του εί­ναι διοι­κη­τι­κός, ρυθ­μι­στι­κός, πα­ρεμ­βα­τι­κός σε μια κα­τιού­σα ιε­ραρ­χί­α υ­πη­ρε­σιών και λει­τουρ­γιών που ε­δραιώ­νε­ται πά­νω στη ρα­χο­κο­κα­λιά του δού­λου και της δού­λης. Ο ρό­λος του ά­να­κτα εί­ναι α­κό­μα μα­γι­κο-θρη­σκευ­τι­κός.
Ο Ό­μη­ρος γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στο Τ της Ο­δύσ­σειας: “Μί­νως εν­νέ­ω­ρος βα­σί­λευε Διός με­γά­λου ο­α­ρι­στής” (στ. 178). Ο Μί­νως κά­θε εν­νιά χρό­νια “συ­να­ντά” τον Δί­α στο σπή­λαιο της Ί­δης. Ε­κεί ο­α­ρί­ζε­ται: συ­νο­μι­λεί ε­ρω­τι­κά με το θε­ό (ό­αρ, ό­α­ρος: η σύ­ζυ­γος…) και κατ’ αυ­τό τον τρό­πο α­να­νε­ώ­νει την “ε­λέ­ω Θε­ού” η­γε­μο­νί­α του. Σε εν­νιά χρό­νια θα ξα­να­γί­νει ο­α­ρι­στής! και έ­τσι θα… βα­σι­λεύ­ει – σύμ­φω­να με τον δυ­να­στι­κό μύ­θο – πά­νω στους χι­λιά­δες dowelos: δού­λους που εί­ναι και δού­λοι του θε­ού κατ’ ε­πέ­κτα­ση te-o-jo: θε­οί­ο: του θε­ού do-e-ri: δό­ε­λοι: δού­λοι.
Με­τά τη συ­νά­ντη­ση αυ­τή ο Μί­νως θε­ω­ρεί­ται για εν­νιά χρό­νια εν­σάρ­κω­ση του υ­περ­τά­του Ό­ντος. Θα εί­ναι ο γο­νι­μο­ποιός Δί­ας-Ταύ­ρος (Μι­νώ-ταυ­ρος), που θα τε­λεί κά­θε χρό­νο την ιε­ρο­γα­μί­α του με την πότ­νια Λα­βυ­ρίν­θου: po-ti-ni-ja: potnia (πότ­νια) da-pu2-ri-to-jo: Laburinthoio: “του Λα­βυ­ρίν­θου”. Σύμ­φω­να με αρ­χαί­ες πλη­ρο­φο­ρί­ες, Λα­βύ­ριν­θος ση­μαί­νει α­νά­κτο­ρον του “δι­πλού πε­λέ­κε­ως”. Πα­ρά­γε­ται α­πό την Προ­ελ­λη­νι­κή λέ­ξη λά­βρυς (=δι­πλούς πέ­λε­κυς) με την κα­τά­λη­ξη -ιν­θος (βλ. Πλού­ταρ­χος, 2. 302 Α).
Σύμ­φω­να με τον Η­ρό­δο­το (2.148), ο πρώ­τος Λα­βύ­ριν­θος με τις πο­λύ­πλο­κες διό­δους οι­κο­δο­μεί­ται στην Αί­γυ­πτο. Α­ντί­γρα­φό του εί­ναι ο Λα­βύ­ριν­θος της Κνω­σού.
Με την μα­γι­κο-σε­ξουα­λι­κή “συ­νεύ­ρε­ση” Μί­νω­ος (Ταύ­ρου)-πότ­νιας Λα­βυ­ρίν­θου, που γί­νε­ται τε­λε­τουρ­γι­κά σ’ αυ­τό το οι­κο­δό­μη­μα του “δι­πλού πε­λέ­κε­ως”, θα α­να­νε­ώ­νε­ται στη φύ­ση η βλά­­στη­ση και στην κοι­­­νω­νί­α η δυ­να­στεί­α.
Τον wa­naka: ά­να­κτα πα­ρα­στέ­κουν στην αί­θου­σα του to-no: θόρ­νου: θρό­νου οι υ­πό­λοι­ποι αρ­χιε­ρείς-“γαιο­κτή­μο­νες”: ο ra-wa-ke-ta: λα­βα-γέ­­τα (λαFός “λα­ός” + η­γέ­ο­μαι, η­γού­μαι) [βλ. πιο κά­τω Γαιο­κα­το­χή].
Τρί­τοι στην ιε­ραρ­χί­α έρ­χο­νται οι γαιο­κτή­μο­νες te-re-ta: telestas (βλ. Γαιο­κα­το­χή).
Τέ­ταρ­τος στη σει­ρά α­κο­λου­θεί ο qa-si-re-u: gwasileus: basileus: βα­σι­λεύς (γεν. βα­σι­λήFος) [βλ. πιο κά­τω Χαλ­κός].
Τε­λευ­ταί­οι στην ιε­ραρ­χί­α του α­να­κτό­ρου εί­ναι οι e-qe-ta: [*εκwέ­τας]: ε­πέ­τας (πληθ. ε­πέ­ται): διά­φο­ροι αυ­λό­δου­λοι και α­κό­λου­θοι που πε­ρι­στοι­χί­ζουν τον tono: θόρ­νο: θρό­νο του wanaka: ά­να­κτα.
Ο­λό­γυ­ρα α­πό το θρό­νο… και στους σφρα­γι­δό­λι­θους που φο­ρούν στα δα­κτυ­λί­δια τους οι αυ­λι­κοί, “α­πει­κο­νί­ζο­νται” οι δαί­μο­νες di-pi-si-jo “δί­ψιοι”, οι δι­ψα­σμέ­νοι σύμ­φω­να με τον Σπ. Μα­ρι­νά­το (Βλ. S. Marinatos, Proc. of the Cambridge Coll. on Mycenaean Studies, 1966, 265-74). Αυ­τοί δι­ψούν για… δό­ξα, αί­μα, πλού­το, “α­πο­κρυ­σταλ­λώ­νο­ντας” την ι­δε­ο­λο­γί­α της μο­ναρ­χί­ας και κά­θε δυ­να­στεί­ας.
Γαιοκατοχή
Στα χρό­νια του Χαλ­κού… ο ά­να­κτας wa-na-ka, που κα­τέ­χει την “ψι­λή κυ­ριό­τη­τα” ό­λης της γης –ως εκ­πρό­σω­πος του Θε­ού πά­νω σ’ αυ­τήν– πα­ρα­χω­ρεί την “ε­πι­καρ­πί­α” των κλή­ρων στον ιε­ρό κλή­ρο.
Σε τέ­με­νος(1) te-me-no [ρί­ζας *τεμ-: τμή­μα γό­νι­μης και κα­λά αρ­δευό­με­νης γης] προ­σμε­τρά­ται η α­ξί­α του ί­διου του ά­να­κτα [Fa-na-ka-te-ro te-me-no, Fα­νά­κτε­ρον τέ­με­νος: α­να­κτο­ρι­κό] και η “πα­ρο­χή υ­πη­ρε­σιών” του υπ’ α­ριθ­μ. 2 στην ιε­ραρ­χί­α αρ­χιε­πι­σκό­που και αρ­χι­στρα­τή­γου ra-wa-ke-ta: λα­βα-γέ­τα (λαFός “λα­ός” + η­γέ­ο­μαι, η­γού­μαι). Τα α­ξιώ­μα­τα εί­ναι μει­κτά: θρη­σκευ­τι­κά και στρα­τιω­τι­κά. Ο “θε­ο­ποι­η­μέ­νος” λα­βα-γέ­τα, που εί­ναι α­πο­δέ­κτης θυ­σιών -σε έ­να κα­τά­λο­γο α­νά­με­σα σε κα­τώ­τε­ρες δαι­μο­νι­κές δυ­νά­μεις- και που προ­σφέ­ρει θυ­σί­ες στους α­νώ­τε­ρους θε­ούς, εί­ναι συ­νά­μα ο η­γέ­της του “ο­πλι­σμέ­νου λα­ού” [ΛαFός “λα­ός” + η­γού­μαι= λα­βα-γέ­τα].
Η α­ξί­α των ιε­ρών τε­λε­τουρ­γών te-re-ta: telestas – α­πό την “τέ­λος”: δα­σμός έ­να­ντι προ­σό­δων και εκ­πλή­ρω­ση θρη­σκευ­τι­κών υ­πο­χρε­ώ­σε­ων – που βρί­σκο­νται έ­να “σκα­λί” κά­τω α­πό τον λα­βα-γέ­τα στην πυ­ρα­μί­δα, εί­ναι μι­κρό­τε­ρη. Προ­σμε­τρά­ται με την πα­ρο­χή της “ε­πι­καρ­πί­ας” με­γά­λων ε­κτά­σε­ων γης, που δεν εί­ναι ό­μως τε­μέ­νη “πο­τι­στι­κά”.
Η γη που τους πα­ρα­χω­ρεί­ται ο­νο­μά­ζε­ται ki-ti-me-na “καλ­λιερ­γού­με­να” [Η μυ­κη­να­ϊ­κή ki-ti… πα­ρά­γε­ται α­πό ρί­ζα *κτι-, απ’ ό­που οι λέ­ξεις: κτί­ζω, κτί­σμα, κτί­λος (ή­με­ρος κριός). Ε­δώ α­νή­κουν πι­θα­νώς και τα κτά­ο­μαι, κτώ­μαι, κτή­μα, κτή­σις, κτή­νος κ.ά. ] Ki-ti-me-no, λοι­πόν, εί­ναι το καλ­λιερ­γού­με­νο κτή­μα με κτί­σμα (α­γροι­κί­α, μα­ντρί) για κτί­λους (ή­με­ρους κριούς) κ.ά. κτή­νη με πε­ρι­κτί­ο­νες (πε­ρί, κτί­ζω): ό­μο­ρους γεί­το­νες (Ομ. Ιλ. Σ 212, Τ 104), που νοι­κιά­ζει ο γαιο­κτή­μο­νας telestas για καλ­λιέρ­γεια. [Και ά-κτι­τον ο­νο­μά­ζε­ται το α­καλ­λιέρ­γη­τον.]
Η “ψι­λή κυ­ριό­τη­τα” αυ­τού του ε­κτε­τα­μέ­νου κτή­μα­τος α­νή­κει στα α­νά­κτο­ρα κι ο telestas έ­χει μο­να­χά την ε­πι­καρ­πί­α. Το “τέ­λος” που υ­πο­χρε­ού­ται να κα­τα­βά­λει ο telestas, πέ­ρα α­πό την προ­σφο­ρά θρη­σκευ­τι­κών τε­λών, συ­νί­στα­ται στην προ­σφο­ρά στρα­τιω­τών. Οι φρου­ροί της Πύ­λου λ.χ. συν­δέ­ο­νται με τα χω­ρά­φια του λι­να­ριού (ri-no: λι­νά­ρι) και οι e-re-ta: ε­ρέ­τες: οι κω­πη­λά­τες στα πο­λε­μι­κά με άλ­λες πα­ρά­κτιες γαιο­κτη­σί­ες. “Τέ­λος” των τε­λε­σταί εί­ναι η στε­λέ­χω­ση του – υ­πό τον λα­βα-γέ­τα – στρα­τού, που ο­φεί­λει ό­μως να εί­ναι α­νά­λο­γος α­ριθ­μη­τι­κά με την πα­ρα­γω­γή του καρ­πού (σί­του, κρι­θής, λι­να­ριού). To-so-i to-ko-so-te: τό­σοι το­ξό­τες α­πό την a-ro-u-ra: ά­ρου­ρα (το σι­τα­ρο­χώ­ρα­φο), to-so-i e-re-ta α­πό τον a-ko-ro ri-no: α­πό τον α­γρό του λι­να­ριού κ.ο.κ.
Μια πι­να­κί­δα που βε­βαιώ­νει αυ­τού του εί­δους την κα­τα­μέ­τρη­ση έ­χει ως ε­ξής: “το κτή­μα akerewa έ­πρε­πε να στρα­το­λο­γή­σει 16 άν­δρες, α­πό τους ο­ποί­ους ό­μως συ­νει­σέ­φε­ρε μό­νο 10. Ε­πο­μέ­νως υ­φί­στα­ται έλ­λειμ­μα 6 α­τό­μων” (M.S.Ruiperez. J.L.Melena, Οι Μυ­κη­ναί­οι Έλ­λη­νες, Καρ­δα­μί­τσας, 1996, σ. 228).
Μι­κρό­τε­ροι α­γροί πα­ρα­χω­ρού­νται στον κα­τώ­τε­ρο κλή­ρο, σε με­ρι­κούς ιε­ρείς και ιέ­ρειες [i-je-re-u: ιε­ρεύς, i-je-re-ja: ιέ­ρεια], σε “κα­λό­γριες” [te-o-jo do-e-ra: θε­οί­ο δο­έ­λα: δού­λη του θε­ού], σε “κα­λό­γη­ρους” [te-o-jo do-e-ro: θε­οί­ο δό­ε­λος: δού­λος του θε­ού] και σε άλ­λους ό­πως: στην do-e-ra i-je-re-ja: στην δού­λη ιε­ρεί­ας: δού­λη της ιέ­ρειας κ.ο.κ.
Οι “κα­λό­γριες” που νέ­μο­νται τους διά­φο­ρους α­γρούς έ­χουν πα­ρό­μοια “τέ­λη” με τους πιο πά­νω telesta. Ο­φεί­λουν να δί­νουν χαλ­κό to-so… για pa-ka-na phasgana: φά­σγα­να [α­πό το σφά­ζω: όρ­γα­να σφα­γής], to-so… για qi-si-pe-e: kwsiphos: ξί­φη, to-so… για ai-ka-sama: αιξ­μάν­ς: αιχ­μάς: αιχ­μές βε­λών κ.ο.κ. Εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νες α­πό τα έ­σο­δα της “ε­πι­καρ­πί­ας” να κά­νουν ει­σα­γω­γή χαλ­κού α­πό την Κύ­προ -μια και δεν υ­πάρ­χει στην Πύ­λο- και να τον α­πο­θη­κεύ­ουν στα ιε­ρά.
Και οι… άκληροι;
Ο ιε­ρός κλή­ρος, που στε­λε­χώ­νει την κοι­νω­νι­κή πυ­ρα­μί­δα, καρ­πού­ται ό­λους τους γό­νι­μους κλή­ρους. Τι γί­νο­νται ό­μως οι ά­κλη­ροι;
Κά­πο­τε -δεν γνω­ρί­ζου­με πό­τε και με ποιο τρό­πο: ε­άν ή­ταν ει­ρη­νι­κός ή βί­αιος, κά­τω α­πό την πί­ε­ση ποιων κοι­νω­νι­κών γε­γο­νό­των, ε­ξε­γέρ­σε­ων και ε­πα­να­στά­σε­ων‘ σ’ αυ­τό δεν μας πλη­ρο­φο­ρούν οι λο­γι­στι­κές πι­να­κί­δες- ο ά­να­κτας “πα­ρα­χω­ρεί” απ’ την “ψι­λή κυ­ριό­τη­τα” ό­λης της γης στους πολ­λούς έ­να μι­κρό τμή­μα γης, το πιο κα­κο­τρά­χα­λο, που ο­νο­μά­ζε­ται da-mo: δή­μος.
Da-mo ση­μαί­νει τμή­μα γης εκ­χω­ρού­με­νο. Πα­ρά­γε­ται α­πό ρί­ζα *δα-, που έ­χει την έν­νοια του κό­βω και δια­νέ­μω. Κό­βω τη γη [*Γα… ή *Δα-… το *Δά-πε­δί­ον της : *Δά­πε­δο] σε α­γρο­τε­μά­χια και τα μοι­ρά­ζω στη φτω­χο­λο­γιά.
Στη συ­νέ­χεια, ο λα­ός που κα­τοι­κεί σ’ αυ­τά τα κα­κο­τρά­χα­λα ο­νο­μά­ζε­ται συ­νεκ­δο­χι­κά “Δή­μος”. Αυ­τά τα ά­γο­να κα­κο­τρά­χα­λα, που πα­ρα­χω­ρού­νται στον da-mo δια­φέ­ρουν α­πό τα ki-ti-me-na της *κτι- των te-le-stai.
Ο­νο­μά­ζο­νται ke-ke…me-na [η μυ­κη­να­ϊ­κή ke-ke… πα­ρά­γε­ται α­πό την ρί­ζα *κε-, απ’ ό­που το *κε-ά­ζω: σχί­ζω στη μέ­ση. *Καί-α­τα ο­νο­μά­ζο­νται τα χά­σμα­τα και *Και-ά­δας εί­ναι το γνω­στό βά­ρα­θρον. (Η­σύχ.)].
Ε­δώ α­νή­κουν οι α­γροί ka-ma και e-re-mo.
Ο α­γρός ka-ma [α­πό ρί­ζα *καμ-, απ’ ό­που το κά­μνω, κα­μα­τε­ρό…] θέ­λει πο­λύ κά­μα­το για να καλ­λιερ­γη­θεί σε σχέ­ση με τον πο­τι­στι­κό του τε­μέ­νους ή τον καλ­λιερ­γού­με­νο ki-ti-me-no.
Ο α­γρός e-re-mo: ε­ρή­μον: έ­ρη­μο εί­ναι ο χέρ­σος α­γρός, ο α­νεκ­με­τάλ­λευ­τος. Γη που εκ­χερ­σώ­θη­κε στο ρου­μά­νι κο­ντά στον Καιά­δα και προ­ο­ρί­ζε­ται για καλ­λιέρ­γεια.
Η γαιο­κα­το­χή -ό­πως α­πο­κα­λύ­πτε­ται στις πι­να­κί­δες γης της Γραμ­μι­κής Β- φα­νε­ρώ­νει τη διάρ­θρω­ση των ε­ξου­σιών στα χρό­νια της ε­πο­χής του Χαλ­κού, ό­ταν η γη θε­ω­ρεί­ται ι­διο­κτη­σί­α του ά­να­κτα, ως εκ­προ­σώ­που του Θε­ού ε­πί γης. Κατ’ αυ­τό τον τρό­πο, “μέ­σα στο σύ­στη­μα της ‘α­να­κτο­ρι­κής οι­κο­νο­μί­ας’, ο ά­ναξ συ­γκε­ντρώ­νει στο πρό­σω­πό του ό­λες τις ό­ψεις της ε­ξου­σί­ας… Ε­λέγ­χει και δια­κα­νο­νί­ζει με λε­πτο­μέ­ρεια ό­λους τους το­μείς της οι­κο­νο­μι­κής ζω­ής και ό­λες τις πε­ριο­χές της κοι­νω­νι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας” (Z. P. Vernant, Η κα­τα­γω­γή της Ελ­λη­νι­κής Σκέ­ψης, εκ­δ. Δί­πτυ­χο, σ. 17-18).
Κά­τω απ’ αυ­τόν α­κο­λου­θούν οι μι­κρό­τε­ροι “γαιο­κτή­μο­νες κατ’ ε­πι­καρ­πί­αν” λα­βα-γέ­τα και τε­λε­σταί, ιε­ρείς και ιέ­ρειες, που α­σκούν τη θρη­σκευ­τι­κή και στρα­τιω­τι­κή ε­ξου­σί­α.

[Σημ: Τα Τε­μέ­νη ά­να­κτα και λα­βα-γέ­τα εί­ναι με­γά­λες ε­κτά­σεις. Σε ε­πι­γρα­φή δια­βά­ζου­με:
“wa-na-ka-te-ro te-me-no to-so-jo pe-ma (ι­δε­ό­γραμ­μα) ΣΙ­ΤΟΣ 30”.
Η φρά­ση αυ­τή ση­μαί­νει:
“Fα­νά­κτε­ρον τέ­με­νος το­σοί­ο σπέρ­μα, 30 μο­νά­δες σί­του” (J.T.Hooker, Ει­σα­γω­γή στη Γραμ­μι­κή Β. ΜΙΕΤ, σ. 219).
Δη­λα­δή:
Τέ­με­νος του ά­να­κτα, τό­σοι σπό­ροι (εί­ναι το pe-ma: σπέρ­μα), 30 μο­νά­δες σί­του. Δη­λα­δή 30 μο­νά­δες σι­τα­ρό­σπο­ρου που α­παι­τού­νται για τη σπο­ρά του Τε­μέ­νους. Η α­ριθ­μη­τι­κή σχέ­ση ό­μως α­νά­με­σα στις πο­σό­τη­τες σί­του που α­να­γρά­φουν και στις ε­κτά­σεις γης μας εί­ναι ά­γνω­στη. Ο α­ριθ­μός 30 πά­ντως εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος για Τε­μέ­νη, κα­θό­σον για το “λαfα­γέ­σιον τέ­με­νος”, δη­λα­δή για το Τέ­με­νος του λα­βα­γέ­τα α­παι­τού­νται 10 μο­νά­δες σί­του. Για τον α­γρό του telestas –που δεν θε­ω­ρεί­ται Τέ­με­νος– λι­γό­τε­ρες.]
Στα τε­μέ­νη του ά­να­κτα και του λα­βα-γέ­τα δου­λεύ­ουν σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά ο δο­έ­λος: δού­λος και η δο­έ­λα: δού­λη.
Χαλκός και χαλκεία
Για την ε­πο­χή του Χαλ­κού –και ό­χι μό­νο– ή­ταν ε­ξό­χως ση­μα­ντι­κή η κα­τερ­γα­σί­α του λε­γό­με­νου ka-ko (χαλ­κός).
Ο ka-ke-u: χαλ­κιάς, χαλ­κουρ­γός, βο­η­θού­με­νος α­πό δού­λους “to-so-de do-e-ro”: το­σοί­δε δο­έ­λοι (τό­σοι δού­λοι… α­ριθ­μός), κα­τα­σκευά­ζει χάλ­κι­να ό­πλα και σκεύ­η.
Στο χαλ­κεί­ο του γί­νε­ται α­κό­μα το “πλά­σι­μο των ει­δή­σε­ων”.
Οι ε­πι­τά­ξεις του ιε­ρού χαλ­κού των να­ών εί­ναι το νέ­ο. [Βλ. πι­να­κί­δα PV Jn 829: ε­πί­τα­ξη χαλ­κού να­ών, M.S.Ruiperez. J.L.Melena, Οι Μυ­κη­ναί­οι Έλ­λη­νες, Καρ­δα­μί­τσας, 1996, σ. 53.]
[Ο ιε­ρός χαλ­κός ει­σά­γε­ται α­πό την Κύ­προ και τη Βό­ρεια Α­φρι­κή στην Πύ­λο, α­πό τις “προ­σό­δους γης” των θρη­σκευ­τι­κών “ι­δρυ­μά­των” της ε­πο­χής και φυ­λάσ­σε­ται στους na-wi-jo: να­ούς (της ναFός: να­ός) α­πό τις ka-ra-wi-po-ro: κλαFι­φό­ρους: κλει­δού­χους (*κλαFίδ- “κλει­δί”) ιέ­ρειες.]
Ο ο­ρι­σμέ­νος α­πό τον wa-na-ka: ά­να­κτα άρ­χο­ντας για τη δια­νο­μή του χαλ­κού απ’ τους να­ούς στα χαλ­κεί­α εί­ναι ο qa-si-re-u: gwasileus: basileus: βα­σι­λιάς.
Αυ­τός κα­τα­φτά­νει με τον “τα­λα­ντού­χο” βο­η­θό του και με τον γρα­φέ­α των α­να­κτό­ρων. Ο “τα­λα­ντού­χος” ζυ­γί­ζει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το τά­λα­ντο (μο­νά­δα βά­ρους) και ο γρα­φέ­ας χα­ράσ­σει στον ά­ψη­το πη­λό των πι­να­κί­δων ό­λες τις λε­πτο­μέ­ρειες. (Οι πι­να­κί­δες ψή­θη­καν απ’ τις φω­τιές των Δω­ριέ­ων ή των “λα­ών της θά­λασ­σας”, που πο­λιόρ­κη­σαν και κα­τέ­στρε­ψαν τα μυ­κη­να­ϊ­κά α­νά­κτο­ρα το 1200 π.Χ. κι έ­τσι έ­φτα­σαν στα χέ­ρια μας.) To-so-de ka-ko: το­σόσ­δε χαλ­κός: τό­σος χαλ­κός. Και κά­τω απ’ αυ­τή την ε­πι­κε­φαλ­λί­δα ka-ke-we ta-ra-si-ja e-ko-si: χαλ­κήFες τα­λα­σί­αν έ­χου­σι. Α­κο­λου­θεί το ι­δε­ό­γραμ­μα του τα­λά­ντου: έ­να πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μο με ε­πι­μη­κυ­σμέ­νες γω­νί­ες [“ί­διο με τα πραγ­μα­τι­κά χάλ­κι­να τά­λα­ντα που βρί­σκο­νται στις α­να­σκα­φές στην Α­γί­α Τριά­δα και στη Ζά­κρο της Κρή­της” (Γιάν­νης Σα­κελ­λα­ρά­κης, Ε­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, Α­φιέ­ρω­μα “Γλώσ­σα”, 24.6. 1999, σ. 8)] και ο α­ριθ­μός που α­ντι­στοι­χεί στη ζυ­γι­σμέ­νη πο­σό­τη­τα.
Με­τά τη ζύ­γι­ση και τη δια­νο­μή, ο γρα­φέ­ας ση­μειώ­νει κι ε­κεί­νους που δεν έ­λα­βαν: to-so-de a-ta-ra-si-jo ka-ke-we: το­σοί­δε α­τα­λά­σιοι χαλ­κήFες: τό­σοι α­τα­λάν­σιοι (με το α- στε­ρη­τι­κό) χαλ­κουρ­γοί. Δεν χρειά­στη­κε να ζυ­γι­στεί γι’ αυ­τούς χαλ­κός.
Με­τά τη δια­νο­μή ο βα­σι­λιάς δια­βά­ζει την πα­ραγ­γε­λί­α: to-sa pa-ka-na: το(σ)α phasgana: φά­σγα­να (απ’ το σφά­ζω), to-sa qi-si-pe-e: kwisiphos: ξί­φη, to-sa e-ke-a: enkheia: έγ­χε­α, to-sa ai-ka-sa-ma: αιξ­μάν­ς: αιχ­μάς: αιχ­μές βε­λών [σε πι­να­κί­δα της Κνω­σού κα­τα­γρά­φο­νται λ.χ. 8640]. Α­κό­μα για to-ra-ke: θώ­ρα­κες ko-ru: κό­ρυς (-υ­θος): κρά­νος, για χάλ­κι­να a-ni-ja: η­νί­α, χα­λι­νούς, για ka-ko-de-ta: χαλ­κό­δε­τα τμή­μα­τα του άρ­μα­τος και για τα… χαλ­κο­τύ­μπα­να του πο­λέ­μου.
Α­πό τις πα­ραγ­γε­λί­ες αυ­τές γεν­νιέ­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά η… χαλ­κευ­μέ­νη εί­δη­ση και με­τα­φο­ρι­κά –κα­θώς διο­γκώ­νε­ται α­πό στό­μα σε στό­μα– η “χαλ­κευ­μέ­νη” ό­πως την εν­νο­ού­με σή­με­ρα για ε­πι­κεί­με­νη εκ­στρα­τεί­α, για σχε­δια­ζό­με­νη σκευω­ρί­α κ.ο.κ.
Οι χαλ­κουρ­γοί, λοι­πόν, οι πραγ­μα­τι­κοί κα­τα­σκευα­στές χάλ­κι­νων ό­πλων, το ί­διο και οι χαλ­κευ­τές των χαλ­κεί­ων, ό­ταν φτιά­χνουν την εί­δη­ση ό­πως α­κρι­βώς τη θέ­λει ο ά­να­κτας, εί­ναι στον ί­διο βαθ­μό πο­λύ­τι­μοι γι’ αυ­τόν και γι’ αυ­τό το λό­γο μέ­νουν… α­φο­ρο­λό­γη­τοι ή προ­σπο­ρί­ζο­νται διά­φο­ρα do-ra: δώ­ρα.
Σε ε­πι­γρα­φή του ε­φό­ρου των α­να­κτό­ρων δια­βά­ζου­με για τους χαλ­κιά­δες…a-ne-ta o-u di-do-si: αυ­τοί εί­ναι ά­νε­τοι, δεν δί­νουν φό­ρο… και γι’ αυ­τό ζουν με.. α­νέ­σεις. Τα “δια­πλε­κό­με­να” χαλ­κεί­α, α­πό τα χρό­νια της ε­πο­χής του Χαλ­κού, εί­ναι το ί­διο πο­λύ­τι­μα για τον ά­να­κτα, που κα­τοι­κεί στα α­νά­κτο­ρα και στα κά­θε λο­γής Μέ­γα­ρα της μυ­κη­να­ϊ­κής πε­ριό­δου.
Συντεχνείες και επαγγέλματα
Στον da-mo: δή­μο (τμή­μα γης αρ­χι­κά “δή­μο”, κοι­νό­τη­τα της φτω­χο­λο­γιάς στη συ­νέ­χεια – που διοι­κεί­ται α­πό τον da-mo-ko-ro: εί­δος δη­μο­γέ­ρο­ντα διο­ρι­σμέ­νου α­πό τον ά­να­κτα), ε­κτός α­πό τους χαλ­κείς –στους ο­ποί­ους α­να­φερ­θή­κα­με– δη­μιουρ­γού­νται με τον και­ρό διά­φο­ρα ε­παγ­γέλ­μα­τα. Αυ­τοί ε­γκα­θί­στα­νται στην a-ko-ra: α­γο­ρά, που βρί­σκε­ται στην καρ­διά του ά­στε­ως [wa-tu: Fά­στυ: ά­στυ]. Αυ­τοί δια­κρί­νο­νται σε:
κε­ρα­μο­ποιούς: ke-ra-me-u: κε­ρα­μεύς
ξυ­λο­κό­πους: du-ru-to-mo: δρυ­τό­μος
μα­ρα­γκούς: te-ko-to: τέ­κτων
κα­ρα­βο­μα­ρα­γκούς: na-u-do-mo: ναυ­δό­μος
χτί­στες: to-ko-do-mo: τοι­χο­δό­μος κ.ά.
Εί­ναι οι μυ­κη­ναί­οι a-to-ro-qo: άν­θρω­ποι, γέ­ροι και νέ­οι, πα­λι­κά­ρια και κο­πε­λιές ko-wo: κόρFος: κού­ρος και ko-wa: κόρFα: κό­ρη, ε­λεύ­θε­ροι [e-re-u-te-ro: ε­λεύ­θε­ρος] και δού­λοι [do-e-ro: δό­ε­λος: δού­λος και do-e-ra: δο­έ­λα: δού­λη].
Με τον και­ρό πα­ρου­σιά­ζο­νται και πιο ε­ξει­δι­κευ­μέ­να ε­παγ­γέλ­μα­τα: του για­τρού λ.χ. [i-ja-te: ιjα­τήρ: (γι)α­τήρ: για­τρός‘ με (για) προ­φέ­ρε­ται το j] που για­τρεύ­ουν με φάρ­μα­κα [pa-ma-ko: φάρ­μα­κο] και α­λοι­φές [a-ro-pa: α­λοι­φά: α­λοι­φή]. Α­να­φέ­ρε­ται α­κό­μα ο ει­δι­κευ­μέ­νος κα­θαρ­τής i-je-re-u: ιε­ρέ­ας, που ε­ξα­γνί­ζει το wa-tu: Fά­στυ: ά­στυ α­πό το Ά­γος της Ύ­βρε­ως που προ­κα­λεί η α­πλη­στί­α του ιε­ρα­τεί­ου: wa-na-ka, λα­βα-γέ­τα, telestas… για ku-ru-so: χρυ­σό, a-ku-ro: άρ­γυ­ρο, e-re-pa: ε­λε­φα­ντό­δο­το και άλ­λα πο­λύ­τι­μα για την ε­πο­χή, ό­πως εί­ναι το mo-ri-wo-do: μό­λυFδος: μο­λύ­βι. Ο κα­θαρ­τής ιε­ρέ­ας, με­τά την προ­σφο­ρά θυ­σιών -ση­μειώ­νει ο γρα­φέ­ας- “…a-ke-qe wa-tu…”: “ά­γη τε Fά­στυ”: “και το ά­στυ ε­ξα­γνί­στη­κε α­πό το ά­γος”. Μ’ αυ­τό τον τρό­πο θε­ρά­πευαν τις ε­πι­δη­μί­ες του λοι­μού.
Σπου­δαί­α για το ε­ξω­τε­ρι­κό ε­μπό­ριο ή­ταν η συ­ντε­χνί­α των υ­φα­ντουρ­γών. Α­νά­με­σά τους ερ­γά­ζο­νται και ρά­φτες [ra-pi-ti-ra2: ρά­πτρα: ρά­πτρια].
Τα υ­φά­σμα­τα τα ο­νό­μα­ζαν pa-we-a: φάρFε­α (φά­ρος= ύ­φα­σμα).
Τα τα­ξι­νο­μούν, πρώ­τον:
σε a-ro2-a (α­ρεί­ων) α­ρεί­ω­να: α­νώ­τε­ρης ποιό­τη­τας ή wa-na-ka-te-ra: wanaktera: α­να­κτο­ρι­κά, “βα­σι­λι­κά”, πο­λυ­τε­λεί­ας, προ­ο­ρι­σμέ­να για την γκαρ­ντα­ρό­μπα του ά­να­κτα και των αυ­λι­κών του.
Αυ­τά εί­ναι: ΦάρFε­α (υ­φά­σμα­τα, χι­τώ­νες) re-u-ko-nu-ka: “leukonukha”, λευ­κώ­νυ­χα, δια­κο­σμη­μέ­να δη­λα­δή με λευ­κό ο­ρυ­κτό ό­νυ­χα ή με νύ­χια πτη­νών, ζώ­ων. Α­κό­μα φάρFε­α po-ki-ro-nu-ka: “poikilonukha”, ποι­κι­λό­νυ­χα, δια­κο­σμη­μέ­να με διά­φο­ρους πο­λύ­χρω­μους ό­νυ­χες. ΦάρFε­α ko-ro-ta2: “khrosta” χρω­μα­τι­στά. Βα­σι­κό χρώ­μα στα βα­σι­λι­κά ρού­χα ή­ταν η πορ­φύ­ρα. Τα ο­νό­μα­ζαν po-pu-re-ja:
“porphureiai”, βαμ­μέ­να στο χρώ­μα της πορ­φύ­ρας.
Άλ­λα εί­ναι:
φάρFε­α ke-se-nu-wi-ja: “kse­n­wia” για τους ξέ­νους: του ε­ξω­τε­ρι­κού ε­μπο­ρί­ου: φάρFε­α ko-ro-ta2: “khrosta” χρω­μα­τι­στά, λευ­κόνυ­χα και ποι­κι­λό­νυ­χα.
Ε­κτός α­πό τα μάλ­λι­να και τα λι­νά, στα πή­λι­να έγ­γρα­φα της υ­φα­ντουρ­γί­ας κα­τα­γρά­φο­νται και οι κα­τα­σκευα­ζό­με­νοι τά­πη­τες που εί­ναι δύ­ο τύ­πων: τά­πη­τες χτε­νι­σμέ­νοι “pektos” και με στίγ­μα­τα “miaros”.
Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες συ­ντε­χνί­ες τις συ­νο­δεύ­ουν κα­τά­λο­γοι α­νώ­νυ­μων δού­λων: to-so-de do-e-ro: το­σοί­δε δο­έ­λοι: “τό­σοι δού­λοι”.
Αλ­λού ση­μειώ­νο­νται πι­στο­ποι­η­τι­κά δου­λο­κτη­σί­ας: Pselloio ehensi γυ­ναι­κα 1 korwa 1 korwos 1 ‘‘στον Ψελ­λό α­νή­κουν μί­α γυ­ναί­κα, μί­α νέ­α, έ­νας νέ­ος” (M.S.Ruiperez. J.L.Melena, ό.π., σ. 230).
Καταγωγή δούλων
Στις πι­να­κί­δες της Πύ­λου κα­τα­γρά­φο­νται:
ki-ni-di-ja: Κνί­διαι, “γυ­ναί­κες α­πό την Κνί­δο”. [Η πε­λα­σγι­κή Κνί­δος βρί­σκε­ται κο­ντά στο α­κρω­τή­ριο Τριό­πιο της Μ. Α­σί­ας. (Ι­δρύ­θη­κε α­πό τον Τρί­ο­πα, τον πα­τέ­ρα του Πε­λα­σγού.)]
mi-ra-ti-ja: Μι­λά­τιαι: Μι­λή­σιες, “γυ­ναί­κες α­πό τη Μί­λη­το”. [Πα­ρα­θα­λάσ­σια πό­λη της Μ. Α­σί­ας. Πριν τη μυ­κη­να­ϊ­κή κα­τά­κτη­ση κα­τοι­κού­νταν α­πό Κά­ρες και α­πό Κρή­τες α­ποί­κους.]
ra-mi-ni-ja: Λά­μνιαι: Λή­μνιαι, “γυ­ναί­κες α­πό τη Λή­μνο”.
Τέ­λος,
ze-pu2-ra3: Ζέ­φυ­ραι: Ζε­φύ­ριαι, “γυ­ναί­κες α­πό την Α­λι­καρ­νασ­σό (;)”, που την ο­νό­μα­ζαν πα­λαιά Ζε­φυ­ρί­α απ’ το πα­ρα­κεί­με­νο α­κρω­τή­ριο Ζε­φύ­ριο. (Ι.Κ.Προ­μπο­νάς, Σύ­ντο­μος Ει­σα­γω­γή εις την Μυ­κη­να­ϊ­κήν Φι­λο­λο­γί­αν, εκ­δ. Συμ­με­τρί­α, Α­θή­να 1989, σ. 76.)
Άλ­λες δού­λες δεν έ­χουν καν ε­θνι­κότητα. Στα πή­λι­να έγ­γρα­φα α­να­φέ­ρο­νται α­πλά ως Γυ­ναί­κες ή με την ι­διό­τη­τά τους: πδχ. a-ke-ti-ri-ja: “α­σκή­τριες” (απ’ το θέ­μα τους α­σκέ­ω, -ώ), δη­λα­δή ε­ξα­σκη­μέ­νες. Αυ­τές δου­λεύ­ουν τα κο­σμή­μα­τα και τα χει­ρο­τε­χνή­μα­τα του ε­ξω­τε­ρι­κού ε­μπο­ρί­ου. Άλ­λες εμ­φα­νί­ζο­νται σε πή­λι­νο έγ­γρα­φο της Πύ­λου μα­ζί με τα παι­διά τους: δε­κα­έ­ξι θη­λυ­κά και ο­κτώ αρ­σε­νι­κά. Σε δια­φο­ρε­τι­κή ο­μά­δα της Πύ­λου κα­τα­γρά­φο­νται 20 “ε­ξα­σκη­μέ­νοι” δού­λοι τε­χνί­τες a-ke-ti-ra, 20 “α­σκη­τές” με 7 α­γό­ρια. Στις πή­λι­νες κα­τα­στά­σεις προ­σω­πι­κού της Πύ­λου, τέ­λος, α­να­φέ­ρο­νται διά­φο­ρες ει­δι­κό­τη­τες. 21 γυ­ναί­κες (δού­λες) με 25 κο­ρί­τσια και 4 α­γό­ρια φτιά­χνουν μια ο­μά­δα ει­δι­κευ­μέ­νη στην a-ra-ka-ta “α­λα­κά­τα”: “η­λα­κά­τη”, κοι­νώς ρό­κα για το γνέ­σι­μο του μαλ­λιού.
Θρησκευτικά κείμενα
Σε με­ρι­κές πι­να­κί­δες κα­τα­γρά­φε­ται η δια­νο­μή προ­σφο­ρών σε διά­φο­ρα ιε­ρά. Συ­νή­θως στην “ε­πι­κε­φα­λί­δα” κά­θε κει­μέ­νου πα­ρα­τί­θε­ται το ό­νο­μα του μή­να: “meno (μη­νός) ‘κα­τά το μή­να’ deukijojo ‘του Δευ­κί­ου’;” ή κα­τά το μή­να plowisto (μή­να της ναυ­σι­πλο­ϊ­ας, αρ­χές Α­πρι­λί­ου;) α­φιε­ρώ­νουν τό­σο λά­δι.
Α­πο­δέ­κτες εί­ναι:
Ο Ζευς. Δι­κταί­ω­ι ΔιFεί –γρά­φουν– “στον Δι­κταί­ο Δί­α” [Το “Δι­κταί­ος Ζευς υ­πο­δη­λώ­νει τον Δί­α που εί­χε τό­πο λα­τρεί­ας το ό­ρος Δί­κτη ή τον Δί­α που κυ­βερ­νά­ει τη Δί­κτη, ό­που ο ο­α­ρι­στής Μί­νως –ό­πως εί­δα­με πιο πά­νω– τον συ­να­ντά.]
Άλ­λοι α­πο­δέ­κτες εί­ναι: ό­λοι οι θε­οί: pasi teoi: πάν­σι θε­οίς “για ό­λους τους θε­ούς”. Α­κό­μα η φο­βε­ρή erinu: Ε­ρι­νύ­α και η ιέ­ρεια των Α­νέ­μων: anemo ijerejia: α­νέ­μων ιε­ρεί­αι: “στην ιέ­ρεια των α­νέ­μων”, φρά­ση που υ­πο­δη­λώ­νει –ση­μειώ­νει ο Hooker– την ύ­παρ­ξη λα­τρεί­ας με ε­πί­κε­ντρο τις ά­γριες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις. (J.T.Hooker, Ει­σα­γω­γή στη Γραμ­μι­κή Β, ΜΙΕΤ, σ. 246.)
Σε άλ­λη ε­πι­γρα­φή της Πύ­λου κα­τα­γρά­φε­ται η προ­σφο­ρά στον Πο­σει­δώ­να: posedaoni dosomo: Πο­σει­δά­ο­νι δο­σμός: “προ­σφο­ρά στον Πο­σει­δώ­να”, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό τέσ­σε­ρις μο­νά­δες σί­του, τρεις μο­νά­δες οί­νου, έ­να βό­δι, δέ­κα μο­νά­δες τυ­ριού και ένα αγόρι.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ