Αρχική » τα μάτια της Πόλης

τα μάτια της Πόλης

από Άρδην - Ρήξη

Υ­πη­ρέ­τη βά­λε μου λί­γο κρα­σί, για­τί μια μέ­ρα ο κή­πος
Με τις του­λί­πες θα κα­τα­στρα­φεί
Το φθι­νό­πω­ρο σύ­ντο­μα θα ‘ρθει κι η ά­νοι­ξη δεν θα υ­πάρ­χει πια.
ΑΒ­ΝΙ*
29 Μαίου 1453

Η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, η πό­λη των θρύ­λων και των πα­ραισθή­σε­ων, η πό­λη της πορ­φύ­ρας και της λά­σπης, η “Νέ­α Ρώ­μη”, πρω­τεύ­ου­σα της πρώ­της χρι­στια­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, η πο­λυ­τρα­γου­δι­σμέ­νη, πο­λυ­πό­θη­τη “Πό­λη”, πέ­ρα­σε στην κυ­ριαρ­χί­α των Ο­θω­μα­νών. Το Βυ­ζά­ντιο έ­γι­νε έ­τσι, και τυ­πι­κά, Ι­στο­ρί­α. Και ο ορ­θό­δο­ξος κό­σμος έ­μει­νε να θρη­νεί και να ο­νει­ρεύ­ε­ται την “α­νά­στα­ση του Μαρ­μα­ρω­μέ­νου Βα­σι­λιά”, την α­νά­κτη­ση, δη­λα­δή, της πό­λης σύμ­βο­λο που πο­τέ δεν έ­πα­ψε να θε­ω­ρεί δι­κιά του.
Φαί­νε­ται, ό­μως, ό­τι η γο­η­τεί­α της Πό­λης ξε­περ­νού­σε κα­τά πο­λύ τα ό­ρια των Χρι­στια­νών. Ο Πορ­θη­τής, σουλ­τά­νος Μεχ­μέτ ο Β’, ή­ταν η­γέ­της μιας νέ­ας, τρο­με­ρής, δύ­να­μης, των Ο­θω­μα­νών, πο­λε­μι­στών της πί­στης του Ι­σλάμ. Το 15ο αιώ­να, οι Ο­θω­μα­νοί εί­χαν ή­δη χτί­σει μια Αυ­το­κρα­το­ρί­α, με πρω­τεύ­ου­σα την Αν­δρια­νού­πο­λη. Ο Μεχ­μέτ, ό­ταν κα­τέ­λα­βε την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, με­τέ­φε­ρε α­μέ­σως ε­κεί την πρω­τεύ­ου­σά του. Διό­τι η Πό­λη εί­χε α­ναμ­φι­σβή­τη­τα στρα­τη­γι­κή γε­ω­γρα­φι­κή θέ­ση και έν­δο­ξο πα­ρελ­θόν. Παρ’ ό­λα ή και εξ αι­τί­ας ό­λων αυ­τών, αρ­κε­τοί Τούρ­κοι δυ­σα­να­σχε­τού­σαν έ­ντο­να με τη με­τα­τρο­πή της “Πό­λης των Α­πί­στων” σε ο­θω­μα­νι­κή πρώ­τη πό­λη! Για­τί ο Σουλ­τά­νος δεν φά­νη­κε να θέ­λει να ε­ξα­φα­νί­σει, στο ό­νο­μα του Ι­σλάμ, αυ­τούς (του κά­θε εί­δους ά­πι­στους). Α­ντί­θε­τα και πα­ρά τις α­ντι­δρά­σεις, ε­πι­δί­ω­ξε να θε­με­λιώ­σει μια πο­λυε­θνι­κή, πο­λυ­θρη­σκευ­τι­κή, δυ­να­στι­κή πρω­τεύ­ου­σα, με αυ­το­διοι­κού­με­νες μειο­νό­τη­τες. Πα­ράλ­λη­λα, ό­μως, προ­σπά­θη­σε να στα­μα­τή­σει την πο­λε­μι­κή που του α­σκού­σαν οι μου­σουλ­μά­νοι για την πο­λι­τι­κή του κά­νο­ντας την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη “α­λη­θι­νή πό­λη του Ι­σλάμ” και γε­μί­ζο­ντάς την τζα­μιά. Έ­τσι, κλή­θη­καν να συ­νυ­πάρ­ξουν ε­τε­ρό­κλη­τες δυ­νά­μεις, ε­τε­ρό­κλη­τες μνή­μες και ε­τε­ρό­κλη­τες προσ­δο­κί­ες σ’ έ­να τα­ραγ­μέ­νο μω­σα­ϊ­κό. Και η Πό­λη έ­μει­νε να κοι­τά την Ι­στο­ρί­α με ε­κα­το­ντά­δες δια­φο­ρε­τι­κά ζευ­γά­ρια μά­τια.
Αρ­χές 20ού αιώ­να
Η έ­ξαρ­ση του τουρ­κι­κού ε­θνι­κι­σμού προ­κα­λεί τα­ρα­χές κα­θώς μια α­πό τις τε­λευ­ταί­ες Αυ­το­κρα­το­ρί­ες, η Ο­θω­μα­νι­κή, προ­σπα­θεί να με­τα­σχη­μα­τι­στεί, ό­πως ό­πως, σε έ­θνος-κρά­τος, πε­ρι­σώ­ζο­ντας ό,­τι μπο­ρεί α­πό την κα­ταρ­ρέ­ου­σα δύ­να­μή της. Ο Μου­στα­φά Κε­μάλ, ψυ­χή αυ­τής της και­νούρ­γιας, πρω­το­φα­νέ­ρω­της Τουρ­κί­ας, στρέ­φε­ται με μα­νί­α ε­να­ντί­ον ό­λων των ο­θω­μα­νι­κών κα­τα­λοί­πων που σχε­τί­ζο­νται με δυ­να­στι­κά, πο­λυε­θνι­κά και πο­λυ­θρη­σκευ­τι­κά πρό­τυ­πα. Η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, σύμ­βο­λο ό­λων των πα­ρα­πά­νω, δέ­χε­ται σφο­δρό­τα­τη ε­πί­θε­ση. Το χα­λι­φά­το πε­θαί­νει, η Τουρ­κι­κή δη­μο­κρα­τί­α γεν­νιέ­ται. Κατ’ ε­πέ­κτα­ση, η πρω­τεύ­ου­σα με­τα­φέ­ρε­ται. Κα­τα­νο­ώ­ντας τις α­παι­τή­σεις της νέ­ας ε­πο­χής, ο Κε­μάλ ξε­ρι­ζώ­νει τους πα­λιούς θε­σμούς . Το ό­ρα­μα του Πορ­θη­τή δεν έ­χει πια θέ­ση στον κό­σμο των Ε­θνών-Κρα­τών. Η Τουρ­κί­α εί­ναι μια και έ­χει μό­νο δύ­ο μά­τια …
Κα­λο­καί­ρι του 2000
Η Πό­λη των α­ντι­θέ­σε­ων. Αυ­τός εί­ναι ο τί­τλος που, τε­λι­κά, δί­νει κα­νείς στην “Πό­λη”. Για­τί σ’ αυ­τήν συ­νυ­πάρ­χουν τό­σο δια­φο­ρε­τι­κά στοι­χεί­α ώ­στε μοιά­ζει, πε­ρισ­σό­τε­ρο, με ο­λό­κλη­ρη χώ­ρα.
Η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη εί­ναι μια κλα­σι­κή, συ­ντη­ρη­τι­κή, μου­σουλ­μα­νι­κή πό­λη, για τον τα­ξι­διώ­τη που θα περ­πα­τή­σει τις πε­ριο­χές γύ­ρω α­πό το Φά­τιχ. Γυ­ναί­κες κα­λυμ­μέ­νες ο­λό­κλη­ρες με τσα­ντόρ γε­μί­ζουν τους δρό­μους και τα πο­λυά­ριθ­μα τζα­μιά. Ο κό­σμος κοι­τά­ει έ­ντο­να τους ξέ­νους που φαί­νο­νται, βέ­βαια, ό­τι εί­ναι ξέ­νοι α­πό χι­λιό­με­τρα μα­κριά. Πο­λύ­βουες, βρώ­μι­κες α­γο­ρές γε­μά­τες κό­σμο και πράγ­μα­τα κά­θε εί­δους σε κα­λά­θια και πά­γκους. Παι­διά που τρέ­χουν πά­νω-κά­τω παί­ζο­ντας με το χώ­μα και τους πε­ρα­στι­κούς. Και η φω­νή του Μουε­ζί­νη να σπά­ει συ­χνά – πυ­κνά τη βου­ή του κό­σμου κα­λώ­ντας τους πι­στούς να προ­σκυ­νή­σουν. Μια ει­κό­να γρα­φι­κή και μια κοι­νω­νί­α που προ­κα­λεί το εν­δια­φέ­ρον αλ­λά δεν α­φή­νε­ται εύ­κο­λα να ε­ξε­ρευ­νη­θεί. Ο ξέ­νος, τό­σο ε­μείς οι Έλ­λη­νες ό­σο και ο κά­θε δυ­τι­κός ξέ­νος, νιώ­θει ε­κεί πα­ρεί­σα­κτος, δια­φο­ρε­τι­κός και, μάλ­λον, α­νε­πι­θύ­μη­τος. Ό­σα βλέ­πει του φαί­νο­νται α­να­χρο­νι­στι­κά και συ­ντη­ρη­τι­κά. Δυ­σκο­λεύ­ε­ται να μι­λή­σει με ντό­πιους, ό­χι τό­σο για­τί τον α­πο­φεύ­γουν, ό­σο για­τί προ­κα­λεί­ται μια α­μοι­βαί­α α­μη­χα­νί­α. Το Ι­σλάμ εί­ναι πα­ντού σ’ αυ­τήν την πε­ριο­χή που ε­κτεί­νε­ται γύ­ρω α­πό το τέ­με­νος Φά­τιχ (Πορ­θη­τής). Αυ­τό το έ­χτι­σε ο Πορ­θη­τής τον 15ο αιώ­να για να α­ντα­γω­νι­στεί τη δό­ξα της Α­γίας Σο­φί­ας. Ε­κεί βρί­σκε­ται, άλ­λω­στε, θαμ­μέ­νος ο ί­διος προσ­δί­δο­ντας στο χώ­ρο με­γα­λύ­τε­ρη α­ξί­α και με­γα­λο­πρέ­πεια. Το Φά­τιχ μοιά­ζει να εί­ναι το πα­ρα­δο­σια­κό μέ­ρος της Πό­λης ό­που οι νε­ω­τε­ρι­σμοί δεν εί­ναι κα­λο­δε­χού­με­νοι. Ε­κεί, το πα­ρελ­θόν και η Ι­στο­ρί­α εί­ναι πο­λύ­τι­μα, έ­στω και αν α­πό τις πο­λυ­σύν­θε­τες δο­μές τους έ­χει α­πο­μεί­νει μό­νο μια α­λή­θεια. Αυ­τή που ε­πα­να­λαμ­βά­νει συ­νέ­χεια η φω­νή του μουε­ζί­νη: Έ­νας εί­ναι ο Αλ­λάχ και ο προ­φή­της του εί­ναι έ­νας.
Α­ντί­θε­τα, έ­νας άλ­λος τα­ξι­διώ­της που θα βρε­θεί στην πλευ­ρά πέ­ρα α­πό τον Κε­ρά­τιο, α­πό την πα­λιά συ­νοι­κί­α του Πέ­ραν και με­τά, θα νιώ­σει ό­τι βρί­σκε­ται σε μια με­γά­λη ευ­ρω­πα­ϊ­κή πό­λη. Ε­μπο­ρι­κά κα­τα­στή­μα­τα γε­μά­τα σύγ­χρο­να εί­δη και α­ξε­σουάρ, κό­σμος ντυ­μέ­νος σύμ­φω­να με τις πιο έ­ξαλ­λες προ­στα­γές της μό­δας, ε­στια­τό­ρια, κα­φε­τέ­ριες και φα­σα­ρί­α. Έ­να παρ­δα­λό πλή­θος μέ­σα στο ο­ποί­ο δεν ξε­χω­ρί­ζει ο ντό­πιος α­πό τον ξέ­νο. Νε­ο­λαί­α που κυ­κλο­φο­ρεί με α­φέ­λεια, δεί­χνο­ντας να μην δί­νει ση­μα­σί­α σε ό,­τι θα μπο­ρού­σε να την φα­να­τί­σει ή, έ­στω, να την προ­βλη­μα­τί­σει. Αν και υ­πάρ­χουν κά­που τζα­μιά, η φω­νή του μουε­ζί­νη δεν α­κού­γε­ται τό­σο έ­ντο­να. Και αυ­τό για­τί, άλ­λοι ή­χοι, μου­σι­κές κά­θε εί­δους, α­ντη­χούν α­πό τα διά­φο­ρα μα­γα­ζιά δί­σκων. Ό­σο μά­λι­στα ο δεύ­τε­ρος αυ­τός τα­ξι­διώ­της προ­χω­ρά­ει προς τα Α­να­το­λι­κά, περ­νώ­ντας στην α­σια­τι­κή πλευ­ρά, τό­σο γί­νε­ται πιο έ­ντο­νη η ει­κό­να της σύγ­χρο­νης με­γα­λού­πο­λης και του πλού­του. Για­τί και οι κοι­νω­νι­κές δια­φο­ρές φαί­νο­νται να εί­ναι τε­ρά­στιες. Τυ­χαί­α ή ό­χι, οι μου­σουλ­μα­νι­κές πε­ριο­χές εί­ναι πο­λύ υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νες. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα σπί­τια εί­ναι ε­τοι­μόρ­ρο­πα και οι άν­θρω­ποι κα­κο­ντυ­μέ­νοι. Ο­ρι­σμέ­να μέ­ρη, μά­λι­στα, ξε­περ­νούν την φτώ­χεια και αγ­γί­ζουν την ε­ξα­θλί­ω­ση. Α­ντί­θε­τα, πλη­σιά­ζο­ντας την α­σια­τι­κή πλευ­ρά πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς ό­τι το ε­πί­πε­δο του πλού­του α­νε­βαί­νει. Με­τά τον Βό­σπο­ρο, υ­πάρ­χουν με­γά­λες πε­ριο­χές στις ο­ποί­ες η οι­κο­νο­μι­κή ά­νε­ση φαί­νε­ται να εί­ναι τό­σο με­γά­λη ώ­στε γί­νε­ται προ­κλη­τι­κή. Τα τσα­ντόρ μοιά­ζουν πο­λύ μα­κρι­νά α­πό τις γυ­ναί­κες που βολ­τά­ρουν ε­δώ με α­κρι­βά τα­γιέρ και τα τζα­μιά εί­ναι α­πλώς πι­νε­λιές που ο­μορ­φαί­νουν το το­πί­ο. Και ό­μως… Εί­ναι, πά­ντα, η ί­δια πό­λη.
Η πό­λη των α­ντι­θέ­σε­ων, μια πό­λη κα­θρέ­φτης. Για­τί μέ­σα σ’ αυ­τή α­ντα­να­κλά­ται, λί­γο έ­ως πο­λύ, η γε­νι­κό­τε­ρη κα­τά­στα­ση στην Τουρ­κί­α. Πραγ­μα­τι­κά, κα­τά τη γε­νι­κή ά­πο­ψη, ο­λό­κλη­ρη η χώ­ρα πα­ρου­σιά­ζει μια α­νο­μοιο­μορ­φί­α ό­σον α­φο­ρά στην κοι­νω­νι­κή, οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή της δια­στρω­μά­τω­ση. Ό­πως του­λά­χι­στον λέ­νε οι ί­διοι οι Τούρ­κοι, στα πα­ρά­λια, ό­που το ε­πί­πε­δο ζω­ής εί­ναι πιο ά­νε­το, πνέ­ει έ­νας κο­σμο­πο­λί­τι­κος ά­νε­μος. Α­ντί­θε­τα, ό­σο κα­νείς μπαί­νει προς την καρ­διά της Α­σί­ας, οι άν­θρω­ποι γί­νο­νται πιο σκλη­ροί, πιο φα­να­τι­σμέ­νοι. Η με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α του κό­σμου στα βά­θη της α­σια­τι­κής Τουρ­κί­ας α­ντι­με­τω­πί­ζει ση­μα­ντι­κό­τα­τες ελ­λεί­ψεις υ­λι­κών και πνευ­μα­τι­κών α­γα­θών με α­πο­τέ­λε­σμα να μην μπο­ρεί να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τη σύγ­χρο­νη ε­ξέ­λι­ξη. Και ε­νώ τα πα­ρά­λια, σε με­γά­λο βαθ­μό, εί­ναι ε­ναρ­μο­νι­σμέ­να με τις συν­θή­κες που ε­πι­κρα­τούν στις υ­πό­λοι­πες δυ­τι­κές χώ­ρες, η Α­σί­α μοιά­ζει με έ­ναν κό­σμο, σκο­πί­μως ή ό­χι, ξε­χα­σμέ­νο στο πα­ρελ­θόν. Το Ι­σλάμ εί­ναι η μό­νη πα­ρη­γο­ριά και α­λή­θεια για τους Α­να­το­λι­κούς Τούρ­κους, ε­νώ οι Δυ­τι­κοί συ­μπα­τριώ­τες τους βρί­σκουν πιο θελ­κτι­κές τις “α­λή­θειες” του 21ου αιώ­να. Κι ό­μως… εί­ναι πά­ντα η ί­δια χώ­ρα
Οι Τούρ­κοι της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης εί­ναι ι­διαί­τε­ρα φι­λι­κοί α­πέ­να­ντι στους Έλ­λη­νες, σε ση­μεί­ο, μά­λι­στα, υ­περ­βο­λής. Κα­θη­γη­τές, μα­γα­ζά­το­ρες, φύ­λα­κες σε μου­σεί­α και ξε­νο­δό­χοι κα­τα­βά­λλουν τε­ρά­στιες προ­σπά­θειες για να μας πεί­σουν ό­τι εί­μα­στε γεί­το­νες, Καrdes=α­δέλ­φια και ό­τι “devteden sonar”(με­τά το σει­σμό) μπή­κα­με σε μια άλ­λη ε­πο­χή ό­που, αυ­το­μά­τως, το πα­ρελ­θόν του μί­σους ε­ξα­φα­νί­στη­κε. Παρ’ ό­λα αυ­τά η Πό­λη εί­ναι, τώ­ρα, γε­μά­τη με ση­μαί­ες, έν­δει­ξη των πα­νη­γυ­ρι­σμών για τα 26 χρό­νια της “Τουρ­κι­κής δη­μο­κρα­τί­ας” (σ. Άρ­δην: εν­νο­εί τους ε­ορ­τα­σμούς για την τουρ­κι­κή ει­σβο­λή στην Κύ­προ το 1974), γε­γο­νός που κα­θι­στά την λή­θη δύ­σκο­λη για πολ­λούς. Πά­ντως, πέ­ρα α­πό τις ό­ποιες πο­λι­τι­κές που υ­πο­δει­κνύ­ουν τη σύ­σφι­ξη ή μη των ελ­λη­νο­τουρ­κι­κών σχέ­σε­ων, ο λα­ός της Πό­λης δεί­χνει μια ει­λι­κρι­νή συ­μπά­θεια για τους κα­τοι­κού­ντες την άλ­λη πλευ­ρά της Με­σο­γεί­ου. Πολ­λοί σπεύ­δουν να δη­λώ­σουν σε χα­ρού­με­να, σπα­στά ελ­λη­νι­κά, ό­τι ζού­σαν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, πριν την α­νταλ­λα­γή πλη­θυ­σμών, άλ­λοι ε­πι­μέ­νουν να α­νταλ­λά­ξουν διευ­θύν­σεις για να α­πο­κτή­σουν φί­λους Έλ­λη­νες. Ε­ντυ­πω­σια­κό εί­ναι, ε­πί­σης, το πό­σο εύ­κο­λα προ­σφέ­ρο­νται, κυ­ρί­ως οι φοι­τη­τές, να φι­λο­ξε­νή­σουν κά­ποιον ξέ­νο φοι­τη­τή που έ­τυ­χε να γνω­ρί­σουν ε­λά­χι­στα.
Τα πα­ρα­πά­νω ι­σχύ­ουν, βέ­βαια, πά­ντα για τις πε­ριο­χές ό­που το Ι­σλάμ δεν έ­χει τό­σο α­σφυ­κτι­κή πα­ρου­σί­α, για τα πα­ζά­ρια, τα πα­νε­πι­στή­μια, τα του­ρι­στι­κά μέ­ρη και το κέ­ντρο. Και αυ­τό για­τί μό­νο ε­κεί εί­ναι εύ­κο­λη η προ­σέγ­γι­ση του κό­σμου.
Ει­δι­κά, πά­ντως, η Ελ­λά­δα φαί­νε­ται ό­τι έ­χει α­φή­σει ι­σχυ­ρές πο­λι­τι­σμι­κές ρί­ζες στην Πό­λη, ή και το α­ντί­στρο­φο. Γύ­ρω α­πό έ­να στρω­μέ­νο τρα­πέ­ζι, Τούρ­κοι και Έλ­λη­νες ε­πι­κοι­νω­νούν α­πό­λυ­τα. Έ­στω και αν οι μεν δεί­χνουν να προ­τι­μούν το πά­τω­μα, ε­νώ οι δε έ­χουν, ή­δη, συ­νη­θί­σει το δυ­τι­κό τρα­πέ­ζι. Ό­πως μαρ­τυ­ρά­ει σο­φά η γλώσ­σα, η ί­δια κου­ζί­να μας έ­χει γα­λου­χή­σει α­πό κοι­νού, με γιου­βαρ­λά­κια, ι­μάμ, μπου­ρέ­κια κ.τ.λ. Και ό­πως μοιά­ζει το μα­γεί­ρε­μα, μοιά­ζει και το τρα­γού­δι. Μια νύ­χτα στην Πό­λη βρε­θή­κα­με σε έ­να φι­λι­κό τουρ­κι­κό σπί­τι. Και α­φού πρώ­τα φά­γα­με (κε­φτέ­δες!), στη συ­νέ­χεια δια­φω­νή­σα­με ως προς τα γνω­στά ε­θνι­κά μας ζη­τή­μα­τα, και κα­τα­λή­ξα­με να χο­ρεύ­ου­με ό­λοι μα­ζί, τρα­γου­δώ­ντας οι Έλ­λη­νες το “στην Α­γί­α Σο­φί­α α­γνά­ντια βλέ­πω τα Ευ­ζω­νά­κια”, ε­νώ οι Τούρ­κοι κά­ποιο δι­κό τους ε­πα­να­στα­τι­κό τρα­γού­δι, το ο­ποί­ο εί­χε τον ί­διο ρυθ­μό. Θέ­α­τρο του πα­ρα­λό­γου ή α­πο­τέ­λε­σμα μιας μα­κρό­χρο­νης Ι­στο­ρί­ας που δεν μπο­ρεί να πε­ριο­ρι­στεί σε μο­νο­κόμ­μα­τους δια­χω­ρι­σμούς;
Η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη μα­γεύ­ει με την ποι­κι­λί­α της. Εί­τε κά­ποιος νιώ­θει δέ­ος μπαί­νο­ντας στην Α­γί­α Σο­φί­α (με τη λο­γι­κή του “πά­λι με χρό­νια με και­ρούς…”), εί­τε μα­γεύ­ε­ται α­πό τους ε­κα­το­ντά­δες μι­να­ρέ­δες που σκί­ζουν τον ου­ρα­νό σαν Α­να­το­λί­τι­κο πα­ρα­μύ­θι. Και αν το πορ­τρέ­το του Κε­μάλ βρί­σκε­ται κρε­μα­σμέ­νο πα­ντού, ε­πι­βλέ­πο­ντας με τα γα­λά­ζια σκλη­ρά του μά­τια α­κό­μα και τις πιο κρυ­φές γω­νί­ες, η Πό­λη φα­νε­ρώ­νει, α­πεί­θαρ­χα, πολ­λά α­πό τα μυ­στι­κά της. Οι ο­πα­δοί του κόμ­μα­τος του Κε­μάλ υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι οι Τούρ­κοι κα­τα­πιέ­ζο­νταν α­πό τους Ο­θω­μα­νούς και α­πο­κη­ρύσ­σουν την ο­θω­μα­νι­κή ι­στο­ρί­α. Ό­μως τό­σο το ο­θω­μα­νι­κό, ό­σο και το βυ­ζα­ντι­νό και ελ­λη­νι­κό πα­ρελ­θόν εί­ναι φα­νε­ρά και συ­νυ­πάρ­χουν, α­κό­μα, στις πέ­τρες, τις γεύ­σεις και τον πο­λι­τι­σμό της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Και ό­σα δεν μπό­ρε­σαν να χω­ρέ­σουν στους στε­νούς ο­ρί­ζο­ντες του τουρ­κι­κού έ­θνους και πο­λε­μή­θη­καν, ί­σως μελ­λο­ντι­κά να βρουν τη θέ­ση που τους ται­ριά­ζει. Άλ­λω­στε, κα­θώς η ι­στο­ρί­α κά­νει κύ­κλους, πολ­λοί ευαγ­γε­λί­ζο­νται το τέ­λος της ε­πο­χής των Ε­θνών. Και μια πό­λη που στις φλέ­βες της κυ­λά­ει τό­ση θά­λασ­σα δεν πρό­κει­ται πο­τέ της να σω­πά­σει…

*ABNI (ψευ­δώ­νυ­μο με το ο­ποί­ο ο Μεχ­μέτ ο Πορ­θη­τής υ­πό­γρα­φε τα ποι­ή­μα­τά του).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ