Υπηρέτη βάλε μου λίγο κρασί, γιατί μια μέρα ο κήπος
Με τις τουλίπες θα καταστραφεί
Το φθινόπωρο σύντομα θα ‘ρθει κι η άνοιξη δεν θα υπάρχει πια.
ΑΒΝΙ*
29 Μαίου 1453
Η Κωνσταντινούπολη, η πόλη των θρύλων και των παραισθήσεων, η πόλη της πορφύρας και της λάσπης, η “Νέα Ρώμη”, πρωτεύουσα της πρώτης χριστιανικής Αυτοκρατορίας, η πολυτραγουδισμένη, πολυπόθητη “Πόλη”, πέρασε στην κυριαρχία των Οθωμανών. Το Βυζάντιο έγινε έτσι, και τυπικά, Ιστορία. Και ο ορθόδοξος κόσμος έμεινε να θρηνεί και να ονειρεύεται την “ανάσταση του Μαρμαρωμένου Βασιλιά”, την ανάκτηση, δηλαδή, της πόλης σύμβολο που ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί δικιά του.
Φαίνεται, όμως, ότι η γοητεία της Πόλης ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια των Χριστιανών. Ο Πορθητής, σουλτάνος Μεχμέτ ο Β’, ήταν ηγέτης μιας νέας, τρομερής, δύναμης, των Οθωμανών, πολεμιστών της πίστης του Ισλάμ. Το 15ο αιώνα, οι Οθωμανοί είχαν ήδη χτίσει μια Αυτοκρατορία, με πρωτεύουσα την Ανδριανούπολη. Ο Μεχμέτ, όταν κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, μετέφερε αμέσως εκεί την πρωτεύουσά του. Διότι η Πόλη είχε αναμφισβήτητα στρατηγική γεωγραφική θέση και ένδοξο παρελθόν. Παρ’ όλα ή και εξ αιτίας όλων αυτών, αρκετοί Τούρκοι δυσανασχετούσαν έντονα με τη μετατροπή της “Πόλης των Απίστων” σε οθωμανική πρώτη πόλη! Γιατί ο Σουλτάνος δεν φάνηκε να θέλει να εξαφανίσει, στο όνομα του Ισλάμ, αυτούς (του κάθε είδους άπιστους). Αντίθετα και παρά τις αντιδράσεις, επιδίωξε να θεμελιώσει μια πολυεθνική, πολυθρησκευτική, δυναστική πρωτεύουσα, με αυτοδιοικούμενες μειονότητες. Παράλληλα, όμως, προσπάθησε να σταματήσει την πολεμική που του ασκούσαν οι μουσουλμάνοι για την πολιτική του κάνοντας την Κωνσταντινούπολη “αληθινή πόλη του Ισλάμ” και γεμίζοντάς την τζαμιά. Έτσι, κλήθηκαν να συνυπάρξουν ετερόκλητες δυνάμεις, ετερόκλητες μνήμες και ετερόκλητες προσδοκίες σ’ ένα ταραγμένο μωσαϊκό. Και η Πόλη έμεινε να κοιτά την Ιστορία με εκατοντάδες διαφορετικά ζευγάρια μάτια.
Αρχές 20ού αιώνα
Η έξαρση του τουρκικού εθνικισμού προκαλεί ταραχές καθώς μια από τις τελευταίες Αυτοκρατορίες, η Οθωμανική, προσπαθεί να μετασχηματιστεί, όπως όπως, σε έθνος-κράτος, περισώζοντας ό,τι μπορεί από την καταρρέουσα δύναμή της. Ο Μουσταφά Κεμάλ, ψυχή αυτής της καινούργιας, πρωτοφανέρωτης Τουρκίας, στρέφεται με μανία εναντίον όλων των οθωμανικών καταλοίπων που σχετίζονται με δυναστικά, πολυεθνικά και πολυθρησκευτικά πρότυπα. Η Κωνσταντινούπολη, σύμβολο όλων των παραπάνω, δέχεται σφοδρότατη επίθεση. Το χαλιφάτο πεθαίνει, η Τουρκική δημοκρατία γεννιέται. Κατ’ επέκταση, η πρωτεύουσα μεταφέρεται. Κατανοώντας τις απαιτήσεις της νέας εποχής, ο Κεμάλ ξεριζώνει τους παλιούς θεσμούς . Το όραμα του Πορθητή δεν έχει πια θέση στον κόσμο των Εθνών-Κρατών. Η Τουρκία είναι μια και έχει μόνο δύο μάτια …
Καλοκαίρι του 2000
Η Πόλη των αντιθέσεων. Αυτός είναι ο τίτλος που, τελικά, δίνει κανείς στην “Πόλη”. Γιατί σ’ αυτήν συνυπάρχουν τόσο διαφορετικά στοιχεία ώστε μοιάζει, περισσότερο, με ολόκληρη χώρα.
Η Κωνσταντινούπολη είναι μια κλασική, συντηρητική, μουσουλμανική πόλη, για τον ταξιδιώτη που θα περπατήσει τις περιοχές γύρω από το Φάτιχ. Γυναίκες καλυμμένες ολόκληρες με τσαντόρ γεμίζουν τους δρόμους και τα πολυάριθμα τζαμιά. Ο κόσμος κοιτάει έντονα τους ξένους που φαίνονται, βέβαια, ότι είναι ξένοι από χιλιόμετρα μακριά. Πολύβουες, βρώμικες αγορές γεμάτες κόσμο και πράγματα κάθε είδους σε καλάθια και πάγκους. Παιδιά που τρέχουν πάνω-κάτω παίζοντας με το χώμα και τους περαστικούς. Και η φωνή του Μουεζίνη να σπάει συχνά – πυκνά τη βουή του κόσμου καλώντας τους πιστούς να προσκυνήσουν. Μια εικόνα γραφική και μια κοινωνία που προκαλεί το ενδιαφέρον αλλά δεν αφήνεται εύκολα να εξερευνηθεί. Ο ξένος, τόσο εμείς οι Έλληνες όσο και ο κάθε δυτικός ξένος, νιώθει εκεί παρείσακτος, διαφορετικός και, μάλλον, ανεπιθύμητος. Όσα βλέπει του φαίνονται αναχρονιστικά και συντηρητικά. Δυσκολεύεται να μιλήσει με ντόπιους, όχι τόσο γιατί τον αποφεύγουν, όσο γιατί προκαλείται μια αμοιβαία αμηχανία. Το Ισλάμ είναι παντού σ’ αυτήν την περιοχή που εκτείνεται γύρω από το τέμενος Φάτιχ (Πορθητής). Αυτό το έχτισε ο Πορθητής τον 15ο αιώνα για να ανταγωνιστεί τη δόξα της Αγίας Σοφίας. Εκεί βρίσκεται, άλλωστε, θαμμένος ο ίδιος προσδίδοντας στο χώρο μεγαλύτερη αξία και μεγαλοπρέπεια. Το Φάτιχ μοιάζει να είναι το παραδοσιακό μέρος της Πόλης όπου οι νεωτερισμοί δεν είναι καλοδεχούμενοι. Εκεί, το παρελθόν και η Ιστορία είναι πολύτιμα, έστω και αν από τις πολυσύνθετες δομές τους έχει απομείνει μόνο μια αλήθεια. Αυτή που επαναλαμβάνει συνέχεια η φωνή του μουεζίνη: Ένας είναι ο Αλλάχ και ο προφήτης του είναι ένας.
Αντίθετα, ένας άλλος ταξιδιώτης που θα βρεθεί στην πλευρά πέρα από τον Κεράτιο, από την παλιά συνοικία του Πέραν και μετά, θα νιώσει ότι βρίσκεται σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη. Εμπορικά καταστήματα γεμάτα σύγχρονα είδη και αξεσουάρ, κόσμος ντυμένος σύμφωνα με τις πιο έξαλλες προσταγές της μόδας, εστιατόρια, καφετέριες και φασαρία. Ένα παρδαλό πλήθος μέσα στο οποίο δεν ξεχωρίζει ο ντόπιος από τον ξένο. Νεολαία που κυκλοφορεί με αφέλεια, δείχνοντας να μην δίνει σημασία σε ό,τι θα μπορούσε να την φανατίσει ή, έστω, να την προβληματίσει. Αν και υπάρχουν κάπου τζαμιά, η φωνή του μουεζίνη δεν ακούγεται τόσο έντονα. Και αυτό γιατί, άλλοι ήχοι, μουσικές κάθε είδους, αντηχούν από τα διάφορα μαγαζιά δίσκων. Όσο μάλιστα ο δεύτερος αυτός ταξιδιώτης προχωράει προς τα Ανατολικά, περνώντας στην ασιατική πλευρά, τόσο γίνεται πιο έντονη η εικόνα της σύγχρονης μεγαλούπολης και του πλούτου. Γιατί και οι κοινωνικές διαφορές φαίνονται να είναι τεράστιες. Τυχαία ή όχι, οι μουσουλμανικές περιοχές είναι πολύ υποβαθμισμένες. Τα περισσότερα σπίτια είναι ετοιμόρροπα και οι άνθρωποι κακοντυμένοι. Ορισμένα μέρη, μάλιστα, ξεπερνούν την φτώχεια και αγγίζουν την εξαθλίωση. Αντίθετα, πλησιάζοντας την ασιατική πλευρά παρατηρεί κανείς ότι το επίπεδο του πλούτου ανεβαίνει. Μετά τον Βόσπορο, υπάρχουν μεγάλες περιοχές στις οποίες η οικονομική άνεση φαίνεται να είναι τόσο μεγάλη ώστε γίνεται προκλητική. Τα τσαντόρ μοιάζουν πολύ μακρινά από τις γυναίκες που βολτάρουν εδώ με ακριβά ταγιέρ και τα τζαμιά είναι απλώς πινελιές που ομορφαίνουν το τοπίο. Και όμως… Είναι, πάντα, η ίδια πόλη.
Η πόλη των αντιθέσεων, μια πόλη καθρέφτης. Γιατί μέσα σ’ αυτή αντανακλάται, λίγο έως πολύ, η γενικότερη κατάσταση στην Τουρκία. Πραγματικά, κατά τη γενική άποψη, ολόκληρη η χώρα παρουσιάζει μια ανομοιομορφία όσον αφορά στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική της διαστρωμάτωση. Όπως τουλάχιστον λένε οι ίδιοι οι Τούρκοι, στα παράλια, όπου το επίπεδο ζωής είναι πιο άνετο, πνέει ένας κοσμοπολίτικος άνεμος. Αντίθετα, όσο κανείς μπαίνει προς την καρδιά της Ασίας, οι άνθρωποι γίνονται πιο σκληροί, πιο φανατισμένοι. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στα βάθη της ασιατικής Τουρκίας αντιμετωπίζει σημαντικότατες ελλείψεις υλικών και πνευματικών αγαθών με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παρακολουθήσει τη σύγχρονη εξέλιξη. Και ενώ τα παράλια, σε μεγάλο βαθμό, είναι εναρμονισμένα με τις συνθήκες που επικρατούν στις υπόλοιπες δυτικές χώρες, η Ασία μοιάζει με έναν κόσμο, σκοπίμως ή όχι, ξεχασμένο στο παρελθόν. Το Ισλάμ είναι η μόνη παρηγοριά και αλήθεια για τους Ανατολικούς Τούρκους, ενώ οι Δυτικοί συμπατριώτες τους βρίσκουν πιο θελκτικές τις “αλήθειες” του 21ου αιώνα. Κι όμως… είναι πάντα η ίδια χώρα
Οι Τούρκοι της Κωνσταντινούπολης είναι ιδιαίτερα φιλικοί απέναντι στους Έλληνες, σε σημείο, μάλιστα, υπερβολής. Καθηγητές, μαγαζάτορες, φύλακες σε μουσεία και ξενοδόχοι καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να μας πείσουν ότι είμαστε γείτονες, Καrdes=αδέλφια και ότι “devteden sonar”(μετά το σεισμό) μπήκαμε σε μια άλλη εποχή όπου, αυτομάτως, το παρελθόν του μίσους εξαφανίστηκε. Παρ’ όλα αυτά η Πόλη είναι, τώρα, γεμάτη με σημαίες, ένδειξη των πανηγυρισμών για τα 26 χρόνια της “Τουρκικής δημοκρατίας” (σ. Άρδην: εννοεί τους εορτασμούς για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974), γεγονός που καθιστά την λήθη δύσκολη για πολλούς. Πάντως, πέρα από τις όποιες πολιτικές που υποδεικνύουν τη σύσφιξη ή μη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο λαός της Πόλης δείχνει μια ειλικρινή συμπάθεια για τους κατοικούντες την άλλη πλευρά της Μεσογείου. Πολλοί σπεύδουν να δηλώσουν σε χαρούμενα, σπαστά ελληνικά, ότι ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, πριν την ανταλλαγή πληθυσμών, άλλοι επιμένουν να ανταλλάξουν διευθύνσεις για να αποκτήσουν φίλους Έλληνες. Εντυπωσιακό είναι, επίσης, το πόσο εύκολα προσφέρονται, κυρίως οι φοιτητές, να φιλοξενήσουν κάποιον ξένο φοιτητή που έτυχε να γνωρίσουν ελάχιστα.
Τα παραπάνω ισχύουν, βέβαια, πάντα για τις περιοχές όπου το Ισλάμ δεν έχει τόσο ασφυκτική παρουσία, για τα παζάρια, τα πανεπιστήμια, τα τουριστικά μέρη και το κέντρο. Και αυτό γιατί μόνο εκεί είναι εύκολη η προσέγγιση του κόσμου.
Ειδικά, πάντως, η Ελλάδα φαίνεται ότι έχει αφήσει ισχυρές πολιτισμικές ρίζες στην Πόλη, ή και το αντίστροφο. Γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι, Τούρκοι και Έλληνες επικοινωνούν απόλυτα. Έστω και αν οι μεν δείχνουν να προτιμούν το πάτωμα, ενώ οι δε έχουν, ήδη, συνηθίσει το δυτικό τραπέζι. Όπως μαρτυράει σοφά η γλώσσα, η ίδια κουζίνα μας έχει γαλουχήσει από κοινού, με γιουβαρλάκια, ιμάμ, μπουρέκια κ.τ.λ. Και όπως μοιάζει το μαγείρεμα, μοιάζει και το τραγούδι. Μια νύχτα στην Πόλη βρεθήκαμε σε ένα φιλικό τουρκικό σπίτι. Και αφού πρώτα φάγαμε (κεφτέδες!), στη συνέχεια διαφωνήσαμε ως προς τα γνωστά εθνικά μας ζητήματα, και καταλήξαμε να χορεύουμε όλοι μαζί, τραγουδώντας οι Έλληνες το “στην Αγία Σοφία αγνάντια βλέπω τα Ευζωνάκια”, ενώ οι Τούρκοι κάποιο δικό τους επαναστατικό τραγούδι, το οποίο είχε τον ίδιο ρυθμό. Θέατρο του παραλόγου ή αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης Ιστορίας που δεν μπορεί να περιοριστεί σε μονοκόμματους διαχωρισμούς;
Η Κωνσταντινούπολη μαγεύει με την ποικιλία της. Είτε κάποιος νιώθει δέος μπαίνοντας στην Αγία Σοφία (με τη λογική του “πάλι με χρόνια με καιρούς…”), είτε μαγεύεται από τους εκατοντάδες μιναρέδες που σκίζουν τον ουρανό σαν Ανατολίτικο παραμύθι. Και αν το πορτρέτο του Κεμάλ βρίσκεται κρεμασμένο παντού, επιβλέποντας με τα γαλάζια σκληρά του μάτια ακόμα και τις πιο κρυφές γωνίες, η Πόλη φανερώνει, απείθαρχα, πολλά από τα μυστικά της. Οι οπαδοί του κόμματος του Κεμάλ υποστηρίζουν ότι οι Τούρκοι καταπιέζονταν από τους Οθωμανούς και αποκηρύσσουν την οθωμανική ιστορία. Όμως τόσο το οθωμανικό, όσο και το βυζαντινό και ελληνικό παρελθόν είναι φανερά και συνυπάρχουν, ακόμα, στις πέτρες, τις γεύσεις και τον πολιτισμό της Κωνσταντινούπολης. Και όσα δεν μπόρεσαν να χωρέσουν στους στενούς ορίζοντες του τουρκικού έθνους και πολεμήθηκαν, ίσως μελλοντικά να βρουν τη θέση που τους ταιριάζει. Άλλωστε, καθώς η ιστορία κάνει κύκλους, πολλοί ευαγγελίζονται το τέλος της εποχής των Εθνών. Και μια πόλη που στις φλέβες της κυλάει τόση θάλασσα δεν πρόκειται ποτέ της να σωπάσει…
*ABNI (ψευδώνυμο με το οποίο ο Μεχμέτ ο Πορθητής υπόγραφε τα ποιήματά του).